Να’ μαι κι εγώ… καλώς
σας βρήκα!...Δεν άργησα πολύ ε; Έχασα το δρόμο μου και μπλέχτηκα στα στενά. Τι έχουμε απόψε;… Α!... τσιπουράκι
και γαύρο μαρινάτο!... Μισό να πεταχτώ
να βρω την παλιά κασέτα του Στέλιου. Να το κάψουμε απόψε! Το σύμπαν!
«Στην υγειά μας και να πεθάνει ο φόβος!».
Κι
ύστερα να βάλουμε τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου, ν’ ανταλλάξουμε στίχους και
ματιές και φιλιά και χτυπήματα στην πλάτη.
Να τσουγκρίσουμε ποτήρια και να ματώσουμε με τον «Αύγουστο» του Νικόλα.
Κι αν είναι να κλάψουμε, ας το κάνουμε τραγουδώντας την «Καντάτα για τη
Μακρόνησο».
Να ξαναστήσουμε Κυριακάτικα τραπέζια, με λινά τραπεζομάντηλα και
μυρωδιές ψητού. Να περιμένει η μάνα μας στην ορθάνοιχτη αυλόπορτα και τα μάγουλα
των παιδιών να τα γδέρνει η αλισάχνη κι οι φανέλες τους να μυρίζουν ιδρώτα απ’ το παιχνίδι. Να μου κόβεις βουκαμβίλιες
απ’ το ενετικό πηγάδι και να στολίζεις τα μαλλιά μου στο φεγγαρόφωτο. Να
διαβάζουμε βιβλία και να λιώνουμε τις νύχτες σε ξύλινα τραπέζια, με ρακές, αναλύσεις
και πειράγματα. Να μου αγγίζεις κρυφά το χέρι κάτω απ’ το καρό τραπεζομάντηλο.
Να ερωτευόμαστε το φιλότιμο, την καθαρή ματιά, το στητό περπάτημα, τη μαγκιά
του πονεμένου που σφίγγει τα δόντια, να γινόμαστε ένα μικρό σύμπαν, μια ατσαλένια
γροθιά. Να γινόμαστε «ένα»!
Όχι μωρέ, δεν είναι
η νοσταλγία που μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Στ’ αλήθεια είμαι εδώ κοντά σας.
«Πώς ήρθα;»… Από μια χαραμάδα του χρόνου
τρύπωσα κι άλλαξα διάσταση. Αντί για το τέρμα, ξαναγύρισα πίσω, στην εποχή της
αφετηρίας. Είχα και μια παλιά φωτογραφία, κειμήλιο του συγχωρεμένου του παππού
μου. Την πήρα μαζί μου για χάρτη, στην πορεία μου προς το «Κάποτε». Τότε που γρατζούναγε το μπουλγαρί με τον
Φουσταλιέρη και σηκωνόταν ο πατέρας, με τα χέρια ανοιγμένα σαν το Χριστό πάνω στο
Σταυρό του. Κι έφερνε τις βόλτες του και
δάκρυζαν τα βυζαντινά του μάτια απ’ την
κατάνυξη της στιγμής… «…Όσο βαρούν τα σίδερα…». Και γινόταν αγρίμι η ψυχή κι άνοιγε
ο νους διάπλατα, έβρισκε διέξοδο ο πόνος και γινόταν πείσμα και λυσσαλέα ανυπακοή
στον καταχτητή. Εκεί, στο μικρό αυτοσχέδιο θυσιαστήριο που στήνανε τα βράδια, με
όπλο τους τη γνώση και το σεβασμό της ζωής, σκοτώνανε το θάνατο, σε μικρούς πύρινους κύκλους από παρέες. Απελπιστικά
ερωτεύσιμοι ήρωες, παθιασμένοι με το παρόν που τους έλαχε να ζήσουν και έντιμοι
με την ιστορία που αφήνανε πίσω τους.
Να κάτσω μαζί σας;
Να χωθώ σ’ αυτή τη γωνίτσα της φωτογραφίας;
Στη σχισμή μιας ανάμνησης; Στην
αντίστροφη διαδρομή του λεπτοδείκτη; Να
κλέψω λίγη δόξα, λίγο απ’ το λούστρο της γενιάς σας; Κι αν είναι να επιστρέψω
στο «Τώρα», να μου έχετε έτοιμο ένα αυτοσχέδιο αερόστατο. Κι όταν ζορίζομαι πολύ,
ν’ ανηφορίζω το βλέμμα μου σε σας, να νιώθω τα φτερουγίσματά σας, να μη
λογαριάζω τις ουράνιες αποστάσεις, να καβαλάω το χρόνο και να σας έρχομαι
επίσκεψη. Έχω ανάγκη από ένα μεταφυσικό
φάρο, εδώ που με ξέβρασε ο χρόνος. Στην
άκρη του Πουθενά και στην εποχή του Τίποτα.
Να θυμάμαι την
ιστορία μου, για να μπορώ να τη συνεχίσω…
Βασισμένο σε μια ιδέα της Ελένης απ' το Καρυδότσουφλο για ένα μουσικό ταξίδι στις μουσικές που αγαπήσαμε.
Το κείμενο είχε πάρει παλαιότερα μέρος στο παιχνίδι λέξεων στο ΤEXNIS STORIES της aγαπημένης μας Φλώρας.
Καλή συνέχεια στις μουσικές μας περιπλανήσεις!