Θα
τρελαθώ! Ήρθε γράμμα απ’ το γραφείο στρατολογίας και με καλούν να παρουσιαστώ. Τους
παίρνω τηλέφωνο. Βγαίνει ένα παλικάρι στη γραμμή, καλή του ώρα, ευγενικό
παιδάκι ήτανε το καημένο, του λέω «Αγόρι μου χρυσό, μου στείλατε κλήση να
παρουσιαστώ στη μονάδα τεθωρακισμένων στον Αυλώνα». «Τύχη βουνό!» μου λέει το παλικάρι. «Εγώ
πήρα μετάθεση για το τάγμα πεζικού στην Ορεστιάδα. Θα έχετε καλό βύσμα, πάντως…»
Πού να
το πω και ποιος να με πιστέψει, Βαγγελίστρα μου; Εγώ, η Χαρούλα, το στερνοπαίδι
του Τρύφωνα του Κατσίμπαλη, να πάω φαντάρος! Θα φάω τις κοτσίδες μου! Πήγα η
καψερή με το γράμμα στο στρατολογικό γραφείο, να τους δείξω πως κάνουνε λάθος
και να με σβήσουν απ’ τα κατάστιχά τους.
Ανοίγει
τα κιτάπια του ο γαλονάς, σαλιώνει μια-μια τις σελίδες, φτάνει στο επίθετό μου,
μου ρίχνει μια εξεταστική ματιά (ίδιος ο Κοντιζάς όταν του πάνε το πιάτο οι
παίχτες στο μάστερ-σεφ) ξανακοιτάει τα χαρτιά του και με κατακεραυνώνει:
-
Μα
εδώ γράφει πως είσαι άρρεν. Χάρης Κατσίμπαλης του Τρύφωνος. Ορίστε. Πέντε
αδέρφια δεν είστε στην οικογένεια;
- Λάθος στρατηγέ μου. Τέσσερα
αδέρφια και η υποφαινόμενη. Χάρις με βαφτίσανε. Χάρις Κατσίμπαλη του Τρύφωνα
και της Νικολίτσας, Θεός σχωρέσ’ τους! Να, δείτε. Σας μοιάζω εγώ γι’ αρσενικό;
Ήμαρτον Παναγία μου! Λάθος στην ορθογραφία έχει γίνει. Για ένα “ήτα” δηλαδή θα
ντυθώ εγώ στο χακί;
Τι του
προέταξα τα στήθια μου, τι του τράβηξα τις πλεξίδες μου, τι του κούνησα τον
απαυτό μου, Θε μου συχώρα με, εκεί αυτός. Το γινάτι του.
-
Δε
ξέρω τι λες εσύ. Εδώ είσαι καταχωρισμένος ως άρρεν κι έχουν καλέσει την κλάση σου.
Σε δέκα μέρες παρουσιάζεσαι στο κέντρο νεοσύλλεκτων οπλιτών στον Αυλώνα. Αν έχεις
αντίρρηση, κάνε μια αίτηση για επαναπροσδιορισμό φύλου και θα το εξετάσουμε. Αλλά
θα πάρει πολύ χρόνο, να το ξέρεις. Μέχρι να βγει η απόφαση, θα κηρυχτείς λιποτάχτης.
Κι αυτό να το ξέρεις. Δρόμο τώρα, γιατί έχουμε κι έναν φράχτη στον Έβρο να καλουπώσουμε.
-
Άμα
είναι για τον Έβρο, να βοηθήσω η καψερή. Έχω κάτι κοντοχωριανούς στα μέρη αυτά
κι αν θέλετε, μπορώ να τους μηνύσω. Τι πρόβλημα έχετε; Με τα μπαμπάκια μήπως; Έριξε
πολύ χαλάζι φέτος, κάτι σβώλους να, με το συμπάθιο κιόλας, και καταστραφήκαν οι
ανθρώποι. Τι να πεις;
-
Ποια
μπαμπάκια, βρε, στραβάδι; Άε χάσου από μπροστά μου. Θα κάνω ειδική αναφορά για
σένα στο διοικητή σου και θα πας τσιφ στον Έβρο για εκπαίδευση, έννοια σου! Θ’
αναστενάξουν οι ώμοι σου απ’ το πηλοφόρι. Δεν θα πάρεις απολυτήριο, αν δεν τελειώσει
ο φράχτης.
Και κοπανάει
με λύσσα τη δεξιά του παλάμη πάνω στο γραφείο… νννααα με πήγε απ’ την τρομάρα
μου. Κατουρήθηκα πάνω μου, να στο σταυρό που σου κάνω! Αφού απ’ το τράνταγμα, πέσανε
και κάτι μολυβοθήκες και μια αρμαθιά σφραγίδες στο πάτωμα. Για τέτοιο τράκο σου
λέω! Ευτυχώς, έπεσα κι εγώ απ’ το κρεβάτι, φαρδιά-πλατιά στο μωσαϊκό. Ακούσανε το
γδούπο τ’ αφεντικά μου, ορμάει στο δωμάτιο η κυρά μου, «Τι έπαθες, βρε, Χαρούλα
νυχτιάτικα;» μου φωνάζει αγριεμένη. «Πάω φαντάρος κυρία Δόμνα μου», την
καθησυχάζω εγώ. Δεν είχα συνέρθει ακόμα απ’ τον εφιάλτη, τόσο ζωντανός ήταν,
που νόμιζα πως, από λεπτό σε λεπτό, θα μπουκάρει κι ο στρατηγός απ’ την πόρτα.
Καλός
άνθρωπος η κυρία Δόμνα. Με μπουγέλωσε μ’ ένα ποτήρι νερό, μου έριξε και δυο
ξανάστροφες να ξυπνήσω και μου ορμήνεψε τ’ όνειρο.
-
Άσχημα
μαντάτα θα πάρεις, Χαρούλα μου. Κι αν ήταν υψηλόβαθμος ο γαλονάς, μεγάλες
συμφορές σε περιμένουν. Τι βαθμό είχε; Θυμάσαι;
-
Πού
να ξέρω η βαριόμοιρη τι βαθμό είχε; Σάματις έχω κάνει στρατό; Αχ, τι εφιάλτης
ήτανε αυτός Παναγία-Παρθένα μου! Σας κοψοχόλιασα κι εσάς. Να με συγχωρνάτε, κυρία
Δόμνα μου. Ξεράθηκα χτες το βράδυ απ’ την κούραση…
-
Καλό
κι ευλογημένο ας είναι, Χαρούλα μου. Άντε, πέσε να κοιμηθείς γιατί αύριο έχεις πολλή
δουλειά. Πρωί-πρωί να ετοιμάσεις τα παιδιά για το σχολείο. Και να συγυρίσεις τα
δωμάτιά τους. Να καθαρίσεις και τον κήπο που έχει γεμίσει αγριόχορτα. Και να βοηθήσεις
το μάστορα που περιμένουμε, σε παρακαλώ.
-
Τι
μάστορα περιμένουμε κυρία Δόμνα μου;
-
Ένας
φουκαράς είναι εκεί χάμω και τον μαζέψαμε να κάνει κανένα μεροκάματο. Θα
χτίσουμε ένα φράχτη γύρω απ’ τον κήπο.
-
Τι
θα χτίσουμε κυρία Δόμνα μου;
-
Έναν
τσιμεντένιο φράχτη. Έχει παραγίνει το κακό μ’ αυτούς τους γείτονες. Κάθε τρεις
και λίγο παραβιάζουν το συρματόπλεγμα. Προχτές πατήσανε στο γκαζόν μας, οι
αχρείοι, και λέγανε πως το μπάρμπεκιου τούς ανήκει. Το μπάρμπεκιου μας! Το
διανοείσαι;
-
Κι
εγώ τι πρέπει να κάνω, κυρία Δόμνα μου; Να βγω με το γιαταγάνι και να φυλάω το
γκαζόν μας;
-
Μη
γίνεσαι γραφική, βρε, Χαρούλα! Θα βοηθήσεις στα τούβλα και στο σοβάντισμα. Κι
όταν τελειώσουν τα χτισίματα, να βάλεις κι ένα χεράκι στο βάψιμο. Μη μας στοιχίσει
κι ο κούκος-αηδόνι αυτός ο φράχτης. Καταλαβαίνεις…
-
Πώς
δεν καταλαβαίνω! Και δε μου λέτε κυρία Δόμνα μου, αυτές τις δουλειές θα τις πλερωθώ
έξτρα, φαντάζομαι. Δεν είναι στη σύμβασή μας. Σωστά μιλάω;
-
Ποια
σύμβαση καημένη κι εσύ; Πάει η σύμβαση.
-
Πού
πάει η σύμβαση κυρία Δόμνα μου; Θα τρελαθώ!
-
Άκου,
Χαρούλα μου. Αύριο θα στο ανακοίνωνα, αλλά έτσι όπως το ᾽φερε η κουβέντα, ας τα
πούμε εδώ και τώρα. Κάτσε, μη στέκεσαι… Και σταμάτα να με κοιτάς μ’ αυτές τις γουρλοματάρες
σου!
Από δω
το ᾽φερε, εκεί το πήγε, μου το ξεφούρνισε το όνειρο η κυρία Δόμνα. Πάνε τα
ένσημα, πάνε τα ρεπά και οι υπερωρίες, “άμα θες να ᾽χεις τη δουλίτσα σου,
κορίτσι μου, (έτσι με λέει όταν θέλει να με καλοπιάσει) θα σου κολλάω έξι
ένσημα και θα παίρνεις το βασικό. Αλλά η δουλειά, δουλειά. Δεν αλλάζει τίποτα στις
υποχρεώσεις σου”.
-
Μα…
-
Αν
δεν σ’ αρέσει, η πόρτα είναι ανοιχτή.
-
Κι
ο κήπος δίχως φράχτη.
-
Με
ειρωνεύεσαι, Χαρούλα; Νομίζω δεν έχεις αντιληφθεί το μέγεθος της οικονομικής
καταστροφής που πάθαμε. Και που σε κρατάμε δηλαδή, είναι γιατί είμαι πονόψυχη. Άντε
κορίτσι μου, ξεκουράσου τώρα. Σκέψου τα όλα καλά κι αύριο το πρωί να είσαι στο
πόστο σου. Καλό βράδυ.
☟
Ζύγισα
τα πράγματα και τ’ αποφάσισα. Σε δέκα μέρες παρουσιάζομαι στο στρατό. Θα κρατήσω
το “ήτα”.
«Στρατιώτης
πεζικού Χάρης Κατσίμπαλης, Α’ ΕΣΣΟ. Διατάξτε!»
Χαλάλι
τα καψόνια. Και άρβυλα θα φορέσω, και καλλιόπες θα καθαρίσω, και φράχτη θα
χτίσω, και σκοπιά θα φυλάω. Αλλά όχι για ένα μπάρμπεκιου. Για την πατρίδα, ρε,
γαμώτο!
(οι φωτογραφίες της ανάρτησης
προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)