Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Η Αγία Σιωπή

 

No Voice, Masoumeh Jafari, Αφγανιστάν, 2019

O Ταξιάρχης είναι ειδικευόμενος γιατρός, διορισμένος στην Ποκρισιά, ένα ακριτικό νησί του ανατολικού Αιγαίου, μια ανάσα απ’ τα τουρκικά παράλια. Δεν έχει επισκεφτεί ποτέ αυτό το νησί και έχει πλήρη άγνοια για τις συνθήκες που επικρατούν εκεί. Μόλις ειδοποιήθηκε για το διορισμό του, χρησιμοποίησε τον χάρτη και πληροφορίες απ’ το διαδίκτυο για να το εντοπίσει. Με το πλοίο της γραμμής φτάνει ως το Μεγαλονήσι κι από εκεί επιβιβάζεται σ’ ένα μικρό πλοιάριο που εκτελεί, καθημερινά, το δρομολόγιο προς την Ποκρισιά. Στα λίγα λεπτά της διαδρομής μαθαίνει πως το ιδιόκτητο σκάφος εκτελεί και χρέη πλωτού ‘σκουπιδιάρικου’, αφού μεταφέρει χρόνια τώρα στο Μεγαλονήσι το περιεχόμενο των κάδων του γειτονικού νησιού. Παρά τις μόνιμες διαμαρτυρίες των κατοίκων στο Μεγαλονήσι, το παλιό λατομείο στα νότια του νησιού τους έχει μετατραπεί σε άτυπη χωματερή.

Η γραφική καρτ ποστάλ του μικρού λιμανιού της Ποκρισιάς, που διακρίνεται πλέον καθαρά απ’ την κουπαστή, αλλοιώνεται απ’ τους ξεχειλισμένους με πλαστικές σακούλες κάδους που είναι παραταγμένοι στην αποβάθρα, πλάι στους κάβους που δένει το πλοιάριο. Ανάμεσα στα πολυτελή σκάφη της στενόστομης μαρίνας ο Ταξιάρχης διακρίνει ένα σαπιοκάικο. Στην πρύμνη του είναι στοιβαγμένα ξεφούσκωτα πορτοκαλί σωσίβια, αυτά που χρησιμοποιούν οι διακινητές για τη μεταφορά μεταναστών. Παγώνει το αίμα του όταν ανακαλεί μια είδηση που είχε διαβάσει πρόσφατα γι’ αυτό το νησί. Ο ήχος του εισερχόμενου μηνύματος στο κινητό διακόπτει τον ειρμό της σκέψης του. Ξέρει τον αποστολέα. «Τελικά έγινε αυτό που φοβόμασταν. Αποφυλακίζεται. Να προσέχεις, είναι αδίστακτος».

Τα μηνίγγια του σφυροκοπούν δαιμονισμένα, νιώθει τον φλοιό του κεφαλιού του έτοιμο να εκραγεί. Η φωνή του ηλικιωμένου βαρκάρη τον αποσπάει απ’ τις σκέψεις. «Αποβιβαστείτε, παρακαλώ». Μια ογκώδης ταλαιπωρημένη βαλίτσα αργοκυλάει τις ρόδες της ως το Κέντρο Υγείας του νησιού, ένα μεταλλικό λυόμενο κουτί δίχως παράθυρα, σφηνωμένο σε μια χωμάτινη αλάνα έξω απ’  το λιμάνι. Τον υποδέχονται οι τοπικοί άρχοντες. Δήμαρχος, παπάς και λιμενάρχης. Ο αστυνομικός διευθυντής έστειλε, μέσω του Δημάρχου, το θερμό του καλωσόρισμα στον νέο γιατρό, αλλά να τον συγχωρεί, λέει, γιατί λόγω ανειλημμένης υποχρέωσης, δεν μπορούσε να έρθει. Σύντομα βέβαια, ο Ταξιάρχης θα μάθαινε απ’ τα σούσουρα στο νησί πως ο εν λόγω γαλονάς πιάστηκε στα πράσα να χρηματίζεται από επιχειρηματία διασκέδασης, για να κάνει τα στραβά μάτια στις παραβάσεις του.

Στο πτυσσόμενο κρεββάτι του ιατρείου υπάρχει ένα μωρό, τυλιγμένο σε κουβέρτα αλουμινίου. Είναι το πρώτο πράγμα που διακρίνει ο Ταξιάρχης. Δίχως δεύτερη σκέψη τρέχει προς το υφασμάτινο παραβάν. Το παραμερίζει. Όντως υπάρχει ένα μελανιασμένο μωρό. Σκουρόχρωμο πρέπει να ήταν για όσο πρόλαβε να ζήσει, σκέφτεται σιωπηλά. Απλώνει τα χέρια του να το αγγίξει. Μήπως προλαβαίνει ακόμα να το επαναφέρει… Οι φωνές των αρχόντων πίσω του πέφτουν σαν ριπές όπλου και τον ακινητοποιούν:

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Μην κάνετε τον κόπο. Είναι νεκρό.

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Το ξέβρασε πριν λίγο το κύμα. Είχαμε ένα ναυάγιο τις προάλλες στο νησί. Πρέπει να πνιγήκαν όλοι τους.

ΠΑΠΑΣ: Ο Θεός να συγχωράει τις ψυχές τους…

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Βρήκατε κι άλλες σορούς, δηλαδή; Τους καταγράψατε; Θέλω να δω το έγγραφο που συντάξατε.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Το ναυάγιο έγινε ανοιχτά, ίσως και εκτός των συνόρων μας.

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Δεν είμαστε αρμόδιοι για περιοχές εκτός των ορίων μας. Ίσως να τους μαζέψανε οι Τούρκοι απέναντι…

ΠΑΠΑΣ: Κι αν όχι οι Τούρκοι, σίγουρα θα επιλήφθηκε η FRONTEX.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Το σίγουρο είναι πως, είτε ζωντανούς είτε νεκρούς, κάποιος θα τους περιμάζεψε. Αλίμονο, έτσι θα τους αφήσανε τόσους ανθρώπους;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Πώς ξέρετε πόσοι ήταν, αφού δεν έφτασαν ως εδώ;

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (εκνευρισμένος): Tώρα τι ψάχνετε, ακόμα δεν πατήσατε το πόδι σας στο νησί μας; Πήραμε σήμα απ’ την ελληνική ακτοφυλακή και γνωρίζουμε πόσοι περίπου επέβαιναν στο σκάφος.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (σκουπίζει τον ιδρώτα του): Σωστά. Απ’ την ελληνική ακτοφυλακή. Το σίγουρο είναι πως το ναυάγιο έγινε κοντά στις τουρκικές ακτές, κάτι που δεν αναγνωρίζει βέβαια η Τουρκία.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Δηλαδή, μου λέτε ότι σήμερα βρήκατε στη θάλασσα αυτό το μωρό πνιγμένο; Και τι κάνετε; Δεν θα ακολουθήσετε τη διαδικασία;

ΠΑΠΑΣ: Θεός φυλάξοι! Να κάνουμε κηδεία κανονική για ένα αλλόθρησκο βρέφος; Φωτιά θα πέσει να μας κάψει, γιατρέ μου!

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ελάτε, μη σκοτίζεστε άλλο μ’ αυτό. Έχετε πολλά και σοβαρά περιστατικά που χρήζουν των υπηρεσιών σας. Ενημερωθήκατε απ’ τον προκάτοχό σας;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Όχι, δεν είναι τόσο απλό όσο το σκέφτεστε. Εδώ έχουμε ένα νεκρό μωρό. Πρέπει να ενημερώσω επειγόντως την υπηρ…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (έχει χάσει την ψυχραιμία του): Κανέναν δεν θα ενημερώσεις. Το ‘πακέτο’ θα φύγει με το καραβάκι. Κι αν δεν κάνουμε γρήγορα και μας φύγει, θ’ αρχίσει να βρωμίζει αυτό το πράμα…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (Ξεδιπλώνει μια σακούλα σκουπιδιών με γοργές κινήσεις): Πάτερ, βάλε ένα χεράκι κι εσύ. Γρήγορα… Οι άλλοι κοντεύουν να ξεφορτώσουν όλους τους κάδους. Ίσα που προλαβαίνουμε.

ΠΑΠΑΣ (Παραχώνει το κεφαλάκι του μωρού στη σακούλα):  Κύριε Ιησού Χριστέ ανάπαυσον την ψυχή του δούλου σου…

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Θα… θα το πετάξετε στα σκουπίδια; Είστε τρελοί; Kάντε όλοι στην άκρη. Μόνο πάνω απ’ το πτώμα μου θα γίνει αυτό!...

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (ανοίγει την πόρτα και ξεφωνίζει): Eεεε, καπετάνιο! Κράτει τις μηχανές. Σου φέρνουμε ‘πακέτο’…

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Kids Hope, Artif Akari, Αφγανιστάν, 2019

Παρά τις διαμαρτυρίες του Ταξιάρχη που παρακολουθεί άναυδος, το ‘πακέτο’ φορτώθηκε άρον άρον στο καραβάκι, αφού πετάχτηκε στις στοίβες των σκουπιδιών. Μόλις ακούστηκε η κόρνα της αναχώρησης, τέσσερις καρέκλες παρατάσσονται στο ιατρείο. Οι τρεις απέναντι στη μία που κάθεται ο γιατρός. Η μεταλλική πόρτα κλείνει ερμητικά πίσω του κι αν δεν ήταν άλλο ένα μήνυμα που ακούστηκε απ’ το κινητό του, ήταν έτοιμος να τους κατακεραυνώσει. “Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”.

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (σαρκαστικά): Λοιπόν. Για να τελειώνουμε αυτή την παρωδία. Ό,τι είδες, δεν το είδες.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Κι ό,τι άκουσες, δεν το άκουσες.

ΠΑΠΑΣ (σταυροκοπιέται με το βλέμμα ψηλά): Ελέησον ημάς ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου…

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Δεν… δεν θα το αφήσω αυτό έτσι. Θα σας αναφέρω στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου. Θα… κάνω τώρα κιόλας μια αναφορά…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (τον διακόπτει): Θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια, γιατρέ! Συγγνώμη κιόλας, πάτερ.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Για το καλό σου αγαπητό μου παιδί… παράτα τους ηρωισμούς και τις μεγαλοστομίες. Φαντάζεσαι πως το υπουργείο δεν γνωρίζει; Νομίζεις πως θα βρεθεί, έστω κι ένας, εκεί μέσα που θα δώσει σημασία στις αναφορές σου;

ΠΑΠΑΣ: Είναι μεγάλη αμαρτία, παιδί μου, να κρίνουμε τας βουλάς του Θεού…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (με αψύ ύφος): Δικές τους οδηγίες ακολουθούμε, βρε χαϊβάνι! Τι θαρρείς; Πως θ’ αφήνουμε τον κάθε αράπη να θρονιάζεται στον τόπο μας;

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (ενοχλημένος): Υπερβάλλετε τώρα, κύριε Λιμενάρχα! Μην τον παρεξηγείς, γιατρέ. Έχει περάσει των παθών του τον τάραχο στο νησί μας. Ήρωας είναι και, κανονικά, θα έπρεπε να τον παρασημοφορήσουμε.

ΠΑΠΑΣ: Θα μας είχαν σφαγιάσει οι αλλόθρησκοι αν δεν ήταν το ένδοξο λιμενικό μας! Ήρωες, ήρωες τω όντι…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (συγκαταβατικά): Άλλωστε… δεν ευθυνόμαστε εμείς για τον πνιγμό του βρέφους. Οι γονείς του είχαν την απερισκεψία να βάλουν τη ζωή του σε κίνδυνο. Εμείς τι φταίμε;

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Είναι και το άλλο. Όποιος πάει κόντρα στο δημόσιο αίσθημα είναι σαν να υποσκάπτει τα θεμέλια της δημοκρατίας μας. Μονάχα η κυβέρνηση και οι πολιτειακοί άρχοντες είναι σε θέση να σταθμίζουν τους κινδύνους για τη χώρα και ν’ αποφασίζουν. Κι εμείς οφείλουμε να υπακούμε τις οδηγίες τους. Έγινα κατανοητός;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Μα εδώ έχουμε ένα μωρό πνιγμένο… Πώς το παραβλέπετε αυτό;

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Έχεις πλήρη άγνοια, γιατρέ μου, γι’ αυτό βασανίζεσαι από τέτοια διλήμματα. Ρώτησε κι εμάς που δίνουμε καθημερινές μάχες με τα στίφη που καταφτάνουν στο μικρό νησί μας. Κι αφού επιμένεις, άκου κι αυτό. Τα μωρά τους τα εργαλειοποιούν αυτοί οι ίδιοι... Τα ρίχνουν στο νερό για να κερδίσουν τις εντυπώσεις και να εκβιάσουν την εκλεγμένη μας κυβέρνηση. Άσε που δίνουν πατήματα και σ’ αυτούς τους… τους άθλιους τους ακτιβιστές…

ΠΑΠΑΣ (σιγοντάρει κουνώντας το κεφάλι του): Που συκοφαντούν την πατρίδα μας στο εξωτερικό, οι ανίεροι προδότες!...

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Που θα μας πει εμάς το κάθε τσουτσέκι ποια είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα… Δεν ξέρουμε εμείς δηλαδή και ξέρουν αυτοί!

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Και οι ντόπιοι εδώ; Είναι σύμφωνοι μ’ αυτά που μου λέτε; Συναινούν να πετάτε μωρά στα σκουπίδια;

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (εκνευρισμένος) : Nα τους αφήσεις ήσυχους τους ντόπιους! Αρκετά βάσανα έχουν στη ζωή τους. Δεν θα τους φορτώσεις κι άλλα, με τις απερίσκεπτες εμμονές σου!

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (κομπιάζοντας): Δεν… δεν έχω τέτοια πρόθεση. Εγώ… να βοηθήσω θέλω.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Και πολύ καλά κάνεις! Να αφοσιωθείς στο έργο σου και να συντάξεις μια αναφορά με τις ανάγκες μας για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Να την στείλουμε εγκαίρως στο υπουργείο και να φροντίσω εγώ μετά για την έγκρισή της. Γιατί… τι νομίζεις; Αν πάμε ενάντια στις εντολές της εκλεγμένης μας κυβέρνησης, θα συνεχίσουν να μας χρηματοδοτούν; Ο κρατικός προϋπολογισμός για την υγεία είναι πολύ επιβαρυμένος. Φαντάζεσαι να γίνουν κι εδώ περικοπές; Και να στερηθούμε το Ιατρικό Κέντρο; Και την παρουσία σου, φυσικά…

ΠΑΠΑΣ (με γουρλωμένα μάτια): Ασφαλώς και δεν θα βάλεις σε κίνδυνο την ασφάλεια των νησιωτών, τέκνον μου. Είμαι βέβαιος πως θα πράξεις το εθνικώς ορθόν.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (συνοφρυωμένος): Αυτό που μου ζητάτε είναι ενάντια στις αρχές μου και στον όρκο που έδωσα. Δεν μπορώ…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (τον διακόπτει λυσσασμένος): Ποιες αρχές σου, ρε ψωραλέε; Ότι βάλαμε όλοι πλάτη να διοριστείς στον νησί μας και να σου εξασφαλίσουμε στέγη και διατροφή, κι εσύ μάς γράφεις κανονικά, είναι στις αρχές σου; Ότι θα ξέμενες αδιόριστος και θα φιλούσες χεσμένες ποδιές για να σε χώσουν κάπου για να μην ψωμολυσσάξεις, είναι κι αυτό στις αρχές σου; Κι ότι σε κυνηγάει να σε τσιμεντώσει ο μεγαλοεργολάβος που έχωσες στη φυλακή;… Στα παπάρια σου κι αυτός;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (πανικόβλητος): Πώς… πώς το ξέρετε εσείς αυτό;

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Όλα τα ξέρουμε εμείς. Κι αυτά που δεν ξέρεις ούτε κι εσύ ο ίδιος για τον εαυτό σου.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (συγκαταβατικά): Μα πήγες να τα βάλεις κι εσύ με το πρώτο όνομα στο χώρο της υγείας; Πόσο επιπόλαιος είσαι, βρε παιδί μου! Υπήρχε περίπτωση να κάνει φυλακή ο επικεφαλής των ιδιωτικών δομών υγείας, από μια… μια ψευτοκαταγγελία σου περί δήθεν ύποπτων αναθέσεων απ’ τον υπουργό μας; Τον εκλεγμένο υπουργό μας;;;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Δεν ήταν ψευτοκαταγγελία! Ήταν μια απολύτως στοιχειοθετημένη κατηγορία για ένα ολόκληρο κύκλωμα που διακινούσε πλαστές συνταγές για…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (χτυπάει δυνατά το χέρι του στο τραπέζι): Οι καταγγελίες σε μάραναν, ηλίθιε! Λες και το κράτος δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά του και περιμένει από σένα… Δηλαδή, όλοι εμείς που εμπιστευόμαστε και ψηφίζουμε αυτή την κυβέρνηση, είμαστε βλάκες. Κι εσύ ο έξυπνος!

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Ωστόσο, δεν μου είπατε πώς τα ξέρετε εσείς αυτά…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, γιατρέ μου. Ο άνθρωπος αυτός αποφυλακίζεται σύντομα. Είναι θέμα χρόνου να ανακαλύψει πού βρίσκεσαι.

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Θα είσαι το επόμενο ‘πακέτο’ που θα στείλουμε απέναντι, ντόκτορ! Χα χα χα…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (κουνάει αυστηρά το δάχτυλο): Παρακαλώ κύριε Λιμενάρχα! Δεν επιτρέπω επ’ ουδενί απειλές εδώ μέσα!

ΠΑΠΑΣ: Ειρήνη υμίν, τέκνα μου!

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Λοιπόν γιατρέ, άκου προσεκτικά για να το λήξουμε το θέμα. Ο τύπος που σε κυνηγάει γνωρίζει εκ των έσω τα πάντα για σένα. Πού έμενες, τους συγγενείς και τους φίλους σου, τα στέκια σου και φυσικά πού διορίστηκες για να κάνεις την ειδικότητά σου. Η δική μας παρέμβαση στο υπουργείο για να σε στείλουν εδώ, ήταν μια ευγενική χορηγία -μπορείς να το πεις κι έτσι- προς ένα λαμπρό επιστήμονα που θα διαπρέψει. Εσένα δηλαδή!

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Ευχαριστώ, αλλά δεν…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (σφίγγει τη γροθιά του): ΜΗ ΜΕ ΔΙΑΚΟΠΤΕΙΣ ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ!... Λοιπόν… Αν καθίσεις φρόνιμα και κάνεις τη θητεία σου εδώ, δίχως να δημιουργείς προβλήματα, ο τύπος θα ξεχάσει και την ύπαρξή σου ακόμα.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Για ποιο λόγο θα είναι τόσο μεγαλόκαρδος;

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Γιατί, αφού ολοκληρωθεί η θητεία σου, το υπουργείο δεν θα δύναται πλέον να χρηματοδοτεί τοπικό Κέντρο Υγείας και ειδικευόμενους σαν κι εσένα. Οι λόγοι είναι προφανείς. Με τη συρρίκνωση του πληθυσμού και την οικονομική στασιμότητα, είναι μοιραίο να ενταχθούμε στην ευρύτερη περιφέρεια νήσων.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Δηλαδή, οι ντόπιοι στο νησί σας, δεν θα έχουν γιατρό; Μα πώς…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (τον διακόπτει): Φυσικά και θα έχουν. Το νέο Πολυδύναμο Κέντρο Υγείας στο Μεγαλονήσι, είναι ήδη σε τροχιά υλοποίησης. Μέχρι να ολοκληρωθεί, εμείς σου προσφέρουμε τη θέση και τα μέσα για μια αξιοπρεπή διαβίωση.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (σαν να του ήρθε αναλαμπή): Και η ανάθεση αυτού του έργου έχει γίνει στον όμιλο του…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: … Του διώκτη σου. Μπράβο! Το βρήκες.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Κι αν… αν αρνηθώ; Η οικογένειά μου γνωρίζει πως απειλείται η ζωή μου. Αν πάθω κάτι, θα πάνε κατευθείαν στον εισαγγελέα… έχουν αδιάσειστα στοιχεία σάς λέω…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ (χαμογελάει περιπαιχτικά): Στον εισαγγελέα λέει…Αχ… πόσο μαλάκας είναι, Θε μου! Συγγνώμη, πάτερ…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Άκου κύριε «εισαγγελέα» γιατί η υπομονή μου εξαντλήθηκε. Θα φορέσεις τη λευκή σου ρομπίτσα, θα κρεμάσεις το ωραίο σου στηθοσκόπιο και θα κόβεις συνταγές για διουρητικά και αντικαταθλιπτικά. Τα γερόντια θα κάνουν ουρά από αύριο στην πόρτα σου. Θα βλέπεις αυτά που πρέπει να βλέπεις και θα αγνοείς οτιδήποτε βάζει σε κίνδυνο την ασφάλεια μας. Γκέγκε;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (τρέμοντας): Είστε όλοι σας…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Είμαστε όλοι μας μάρτυρες για τη σεξουαλική παρενόχληση που έκανες στην αθώα κοπελίτσα που σε επισκέφτηκε πριν λίγο.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (ουρλιάζει): ΕΓΩ; ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ, Ε Γ Ω;

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ένα τηλεφώνημα να γίνει στον φίλτατο δημοσιογράφο της πρωινής ζώνης και όλα τα τηλεοπτικά συνεργεία θα καταφτάσουν αύριο εδώ. Ποιον θα πιστέψουν νομίζεις; Εσένα;

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Ή τους τοπικούς άρχοντες του νησιού μας;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (πιάνει με απόγνωση το κεφάλι του): Παπά; Κι εσύ θα ψευδομαρτυρήσεις;

ΠΑΠΑΣ (με ύφος Πόντιου Πιλάτου): Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, παιδί μου. Ο κλήρος ήταν ανέκαθεν αρωγός της δημοκρατίας.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Κι αν επιμείνεις στις παντελώς στρεβλές σου ιδεοληψίες, είναι περιττό να σου επισημάνω ότι δυναμιτίζεις την καριέρα σου και τις αιματηρές θυσίες που έκαναν οι γονείς σου για να σπουδάσεις. Ευτυχώς που δεν ζουν για να μη δουν την κατρακύλα σου, αγόρι μου…

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Η παιδοφιλία, ντόκτορ, είναι ασυγχώρητη αμαρτία. Η κοινωνία μας δεν θέλει να βλέπει νεκρά μωρά και πνιγμένους μετανάστες, αλλά ψοφάει για τέτοια θέματα. Και ξέρεις φαντάζομαι τι θα σε περιμένει στη φυλακή… θα σε γλεντήσουν κανονικά οι… ‘ασθενείς’ σου… χα χα χα…

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

My Family, Fateme Hossini, Αφγανιστάν, 2019

Ο Ταξιάρχης με ρομποτικό βηματισμό σηκώνεται απ’ την καρέκλα του. Ξεκρεμάει τη λευκή ρόμπα απ’ τον καλόγερο, την φοράει πάνω απ’ τα ρούχα του και παίρνει θέση στο γραφείο. Ξεφυλλίζει ανέκφραστος το βιβλίο ασθενών και σηκώνει για λίγο το βλέμμα του προς τους τρεις άρχοντες.

-Κύριοι, αν δεν έχετε κάτι άλλο προς ενημέρωσή μου, παρακαλώ επιτρέψτε μου να αναλάβω τα καθήκοντά μου.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ (με θριαμβευτικό ύφος): Έτσι μπράβο. Και για τα… μελλοντικά ‘πακέτα’ που θα πρέπει να τακτοποιήσουμε;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (αγνώριστος): Ποια πακέτα λέτε, δήμαρχε; Δεν καταλαβαίνω. Η μοναδική μου έγνοια είναι να συντάξω μια αναφορά για τις ελλείψεις που έχουμε ώστε να εξασφαλίσουμε τα κονδύλια απ’ το υπουργείο μας.

ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: Και για τα τυχόν… ‘ατυχήματα’ που θα έχουμε στη θάλασσά μας;

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ: Δεν με αφορούν ζητήματα που άπτονται των δικών σας εξουσιών, κύριε Λιμενάρχα. Το καθήκον μου είναι να παρέχω αδιαλείπτως και ευσυνηδείτως τις ιατρικές μου υπηρεσίες, προς όφελος του νησιού και εν γένει της πατρίδας μας.

ΠΑΠΑΣ: Αύριο θα τελέσω έναν ιερό αγιασμό στο ιατρείο μας, για να έχουμε τη βοήθεια του Θεού στο πλευρό μας. Σκέφτηκα μάλιστα να ανακοινώσουμε στα κανάλια την άφιξη του λαμπρού μας επιστήμονα και να έχουμε απευθείας σύνδεση αύριο, στην πρωινή εκπομπή. Και τώρα αδερφοί, ας αποσυρθούμε στις δουλειές μας. Ν’ αφήσουμε τον αγαπητό Ταξιάρχη στα καθήκοντά του. Την ευλογία μου, τέκνον μου!

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Το ίδιο βράδυ ένα μήνυμα στέλνεται απ’ το κινητό του.

«Το θέμα τακτοποιήθηκε. Ουδείς λόγος ανησυχίας πλέον. Ενημέρωσε και όλη την παρέα, σε παρακαλώ. Και το καλοκαίρι σάς περιμένω όλους για διακοπές, εδώ. Η Ποκρισιά είναι ένας μαγευτικός τόπος. Εγκαταστάθηκα ήδη σ’ ένα πανέμορφο στούντιο με θέα στο πέλαγος. Καλή μας αντάμωση».

Στο βάθος του ορίζοντα ένα σμήνος τεράστια θαλασσοπούλια κάνει χαμηλές πτήσεις προς την απέναντι χωματερή στο Μεγαλονήσι. Είναι η ώρα του γεύματος. Και ως φαίνεται απ’ τα μανιασμένα τους φτεροκοπήματα, έχουν στήσει γερό τσιμπούσι απόψε.

 


Είναι η συμμετοχή μου στον τρίτο κύκλο του δρώμενου: Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση

Ο Γιάννης, ως εμπνευστής και συντονιστής της ιδέας αυτής, έχει δώσει ως Κεντρική Ιδέα Πλοκής, το παρακάτω κείμενο. Πάνω σ’ αυτό το μοτίβο, δημιουργούνται διηγήματα που εμπλουτίζουν την πλατφόρμα με την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη μας. Όσοι πιστοί, προσέλθετε…

//Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα.

Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.

Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά:

“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού//

ëΟι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται από έργα μεταναστών από την Μόρια που δημοπρατήθηκαν στον οίκο Christies (2020)

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Τους αγαπώ αυτούς τους ανθρώπους…

 

Ζουν ανάμεσά μας και είναι η χαρά της ζωής. Είναι οι άνθρωποι που δεν κλαίγονται για τα λίγα που έχουν, ούτε και για τα πολλά που έχουν οι άλλοι. Δεν χαραμίζουν το χρόνο τους στο κυνήγι της ευτυχίας. Ξέρουν πως δεν είναι παντογνώστες και αποδέχονται την ήττα σαν μέρος τους παιχνιδιού. Κάνουν τη λύπη όπλο τους και στύβουν την κάθε μέρα να μη μείνει ούτε μια στιγμή ανεκμετάλλευτη. Κλέβουν χαρά απ’ τα απλά πράγματα, αυτά τα υποτυπώδη που άλλοι τα περιφρονούν ή τα αγνοούν εντελώς. Ένα χάδι σ’ ένα αδέσποτο ζωάκι κι ένα βλέμμα συμπόνιας στην κουρασμένη υπάλληλο του ταμείου. Ένα δροσερό μπουκαλάκι νερό στον συνάνθρωπο του φαναριού κι ένα κουκούτσι από ροδάκινο φυτεμένο στο λιγοστό χώμα που απόμεινε ακόμα. Όλα αντίδωρα στη ζωή, κάποια μέρα θα φυτρώσει το δεντράκι και θα γυρίσει πίσω η καλοσύνη, αφού κάνει την κύκλο της κι εξευμενίσει το σύμπαν.

Οι ευλογημένοι αυτοί άνθρωποι που μπορούν να διακρίνουν την ομορφιά σ’ ένα έργο τέχνης, αλλά και στη μοσχομυριστή μπουγάδα που ανεμίζει τα χρώματά της στο απέναντι μπαλκόνι. Δακρύζουν σ’ ένα ηλιοβασίλεμα, σε μια μπαλάντα που παίζει στο ραδιόφωνο, αλλά και σε μια εσωτερική προσευχή για τα παιδιά που σκοτώνονται στην άλλη άκρη του πλανήτη.

Ευγνωμονούν για το χρόνο που τους παραχωρείται, δεν τον σπρώχνουν να περάσει για να έρθει κάτι καλύτερο που συνήθως δεν έρχεται ποτέ. Δεν αφήνουν τίποτα για αύριο και δεν συλλέγουν απελπισίες και παράπονα. Αυτοδιαχειρίζονται περίφημα το χωραφάκι που τους δόθηκε απ’ τον Πλάστη. Να μην αφήσουν ούτε ένα σκουπιδάκι στους επόμενους κατόχους. Να το παραδώσουν καρπερό και νοικοκυρεμένο.


Τους αγαπώ αυτούς τους ανθρώπους…



ëΟι φωτογραφίες προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

Γιορτή βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως

 


Συνεπές στο φθινοπωρινό ραντεβού του, το 52ο φεστιβάλ βιβλίου ανοίγει και φέτος τις πόρτες του στο Πεδίον του Άρεως. Θα είναι ανοιχτό καθημερινά, απ’ την Παρασκευή 6 Σεπτέμβρη, έως την Κυριακή 22, με ελεύθερη είσοδο. Θα φιλοξενηθούν 200 εκδοτικοί οίκοι, 280 περίπτερα και 200 πολιτιστικές εκδηλώσεις, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και πολλά δρώμενα. Η καρδιά του πολιτισμού χτυπάει ξανά στην πολύπαθη πόλη μας και το σύνθημα είναι σταθερά το ίδιο «Η γνώση είναι η δύναμή μας».

Το ραντεβού μας είναι για την Πέμπτη 12/09, απ’ τις 08.00 έως τις 10.00 το βράδυ. Θα σας περιμένω στα περίπτερα των 24γραμμάτων (159 – 160 & 161) για να τα πούμε από κοντά. Για να θυμηθούμε συντροφιά τα εμπριμέ μας χρόνια και να πάρουμε καθαρές ανάσες στις σελίδες των βιβλίων. Γιατί όπως έγραψε κι ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες:

«Πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης»



Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024

Απογραφή καλοκαιριού

 


ë11 χρόνια Απάγκιο

Έγραφα πέρυσι στα αντίστοιχα γενέθλιά του: “Αποκαρδιωτικό αλλά καθιερωμένο, πλέον, να ‘γιορτάζουμε’ τα γενέθλια του Απάγκιου με διάκοσμο από στάχτες κι αποκαΐδια. Εν μέσω αποπνικτικής ατμόσφαιρας λοιπόν, αγναντεύοντας τη βροχή από καύτρες και αιωρούμενα σωματίδια, στέλνω την αγάπη και την ευγνωμοσύνη μου στους φίλους Απαγκιώτες”.

Δεν ξέρω για πόσα ‘γενέθλια’ ακόμα θ’ αντέξουμε να καιγόμαστε. Στερέψαμε από δέντρα, αφανίσαμε τα ζώα του δάσους -φίλη μού έλεγε ότι στην Κυψέλη εθεάθη μια αλεπού (!)- και όσοι εξ ημών πενθούμε (γιατί κάποιοι θησαυρίζουν πάνω απ’ τις στάχτες), ξέρουμε καλά πως μας περιμένει μια αλλοτριωμένη ζωή. Στα παιδιά μας παραδίδουμε την τέφρα απ’ τα πυρπολημένα δέντρα και ένα χρεωκοπημένο μέλλον.

………………………………………………………………………………….

ëΣε άλλα νέα, είχε και θέατρο η αρχή του καλοκαιριού. Με τη θεατρική μας ομάδα «Τσαλακωμένοι», ανεβάσαμε τη «Στιγμή μας», μια διασκευή του έργου «Αριθμημένοι» του Ελίας Κανέτι. 4 παραστάσεις στο Ηράκλειο και προοπτική να συμμετέχουμε σε κάποιο φθινοπωρινό φεστιβάλ. Ήταν μοναδική εμπειρία ζωής και άξιζε όλη την προετοιμασία και την κούραση του χειμώνα. Ήταν μια συλλογική προσπάθεια που μας έμαθε κυρίως να συνυπάρχουμε με ανθρώπους διαφορετικής ηλικίας και κουλτούρας, να παραμερίζουμε προσωπικές φιλοδοξίες και να δουλεύουμε για έναν κοινό στόχο. Το αποτέλεσμα μάς δικαίωσε. Για όσους τολμηρούς θέλουν να παρακολουθήσουν την παράσταση, θα τη βρουν εδώ. Εναλλακτικά, εδώ είναι το τρέιλερ. Θα χαρώ πολύ αν μου γράψετε σχόλια και κριτικές. Το βίντεο είναι μια επαγγελματική δουλειά που επιμελήθηκε ένας εκ των ‘συμπρωταγωνιστών’ μας J

…………………………………………………………………………………..

ëΑρχές Ιούλη ταξιδέψαμε στη Νότια Ιταλία, τη Σικελία και τα ελληνόφωνα χωριά στην Απουλία. Δεν χωράνε σε λέξεις τα συναισθήματα απ’ αυτή την περιήγηση. Κρατάω μονάχα την εικόνα απ’ τους φιλόξενους και απίστευτα εξυπηρετικούς ντόπιους, -αν και δεν μιλούν γρι αγγλικά, μια χαρά συνεννοηθήκαμε με τη γλώσσα του σώματος-, και το πόσο χαμογελαστοί, αξιοπρεπείς και εξωστρεφείς είναι, παρότι είναι οικονομικά & κοινωνικά παραγκωνισμένοι απ’ τους βόρειους που τους θεωρούν ως τη «ντροπή της χώρας». Στη Σικελία βρεθήκαμε τις μέρες που ήταν ενεργά και τα δύο ηφαίστεια (Αίτνα και Στρόμπολι) και, εκτός απ’ τις υψηλές θερμοκρασίες, όλα ήταν καλυμμένα από μαύρη σκόνη, ωστόσο οι ντόπιοι ήταν απτόητοι, συνηθισμένοι γαρ από τέτοια φαινόμενα. Μοιραία σκεφτόμασταν πως, αν κάτι αντίστοιχο συνέβαινε στη χώρα μας, τα κανάλια θα είχαν πάρει φωτιά με μηνύματα πανικού και δυσοίωνες προβλέψεις ειδικών «ηφαιστειολόγων». Επίσης, δεν αποφύγαμε τη σύγκριση του άρτιου σιδηροδρομικού δικτύου που διαθέτουν, με τα δικά μας σαράβαλα. Τα βαγόνια του τραίνου μεταφέρονται ακτοπλοϊκά απ’ το νότιο σημείο της Ιταλίας (Ρήγιο) σε ειδικά διαμορφωμένες ράγες πάνω στο πλοίο, για να συνεχίσουν τις διαδρομές τους στη Σικελία. Όλο το οδικό δίκτυο που διασχίσαμε στη Σικελία και στη Νότια Ιταλία, διέθετε τούνελ και αερογέφυρες, γι’ αυτό και η διαδρομή ήταν μια νοητή ευθεία, δίχως στροφές και κακοφτιαγμένους δρόμους (βλέπε τις δικές μας καρμανιόλες).

ΑΛΜΠΕΡΟΜΠΕΛΟ: η πόλη των τρούλλων

 Στο βίντεο, μια μικρή γεύση απ’ το πανέμορφο χωριό στην περιοχή της Απουλίας που είναι χτισμένο με πέτρινα ασβεστολιθικά κτίσματα με κωνικές στέγες, χωρίς κανένα συνδετικό υλικό. Οι Τρούλλοι του Αλμπερομπέλο, όπως και το Παλέρμο, συγκαταλέγονται στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.


ΣΥΡΑΚΟΥΣΕΣ: Στις διαδρομές της ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, στα υπόγεια λατομεία του ανθρώπινου πόνου και στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, το σημαντικότερο μετά απ’ αυτό της Επιδαύρου. Απίστευτα φροντισμένοι όλοι οι χώροι και τα μνημεία. Το αρχαίο θέατρο έχει επενδυθεί με ειδικό κάλυμμα για να προστατεύεται από καιρικά φαινόμενα. Οποιαδήποτε σύγκριση με τα δικά μας, είναι  περιττή...


Ταορμίνα & Κατάνια. Κάθε γωνιά κι ένα -καλοδιατηρημένο- μνημείο. Στην Κατάνια κυριαρχεί το «μαύρο μπαρόκ» λόγω της ηφαιστειακής στάχτης που έχει επικαλύψει τα πανέμορφα κτίρια. Στην παραδοσιακή ψαραγορά της, κάτι σαν τη δική μας στην Αθήνα, μόλις κλείσουν τα ψαράδικα το μεσημέρι, μαζεύουν και καθαρίζουν τους πάγκους κι όλη η περιοχή γίνεται ένα υπέροχο στέκι για φαγητό και διασκέδαση. Έχει απίστευτη ενέργεια αυτό το μέρος...

Στερνατία: Εκεί που οι κάτοικοι σού λένε «Καλημέρα». Μια μικρή πόλη στην επαρχία του Λέτσε στην Απουλία και μία από τις εννιά πόλεις της Grecìa Salentina όπου ομιλείται η ελληνική διάλεκτος Griko. Στο ναό  του πολιούχου Αγίου Γεωργίου (σύμφωνα με την παράδοση ο Άγιος προστάτεψε από μεγάλη θύελλα τους κατοίκους και τις σοδειές τους) μας υποδέχτηκε ο Giorgio Vincenzo Filieri και μας τραγούδησε «με την καρδίαν σ’ αγαπώ». Εδώ μιλούν την παραδοσιακή Γραικάνικη γλώσσα που παραπέμπει στον Όμηρο (το ‘ιμάτιον’ αντί για ‘πουκάμισο’ και το ‘άλας’ αντί για ‘αλάτι’), ωστόσο όπως μας είπε, δεν έχουν πια καμιά υποστήριξη απ’ το ελληνικό κράτος ώστε να μη σβήσει η γλώσσα και η παράδοση. Παρά τις δεσμεύσεις από διάφορους επιφανείς Έλληνες (τελευταία επίσκεψη ήταν αυτή της ΠΘ Κ. Σακελλαροπούλου που υποσχέθηκε βιβλία και δασκάλους για τα ελληνόφωνα σχολεία), αλλά τίποτα δεν έγινε τελικά. Κάθε ηλικιωμένος που φεύγει, παίρνει μαζί του τη γνώση της γλώσσας Griko αλλά και την ιστορική κληρονομιά που κουβαλάει αυτός ο τόπος. Κι άντε να τους εξηγήσεις πως εδώ κλείνουν τα δικά μας σχολεία, σιγά μη νοιαστούν για τα ελληνόφωνα της Κάτω Ιταλίας...


Στους δρόμους του Παλέρμο ένα ζευγάρι βγάζει γαμήλιες φωτογραφίες, η Αγία Ροζαλία -προστάτιδα της πόλης- δεσπόζει στο μπαλκόνι ενός καθεδρικού και στην κεντρική πλατεία ξεχωρίζει ένα θεόρατο σκουρόχρωμο μνημείο για τα θύματα της Μαφίας. Όλα συνυπάρχουν αρμονικά σ’ αυτή την πολυπολιτισμική γωνιά της Ιταλίας. 

Και μια μικρή γεύση απ’ το ιστορικό κέντρο ΚΟΥΑΤΡΟ ΚΑΝΤΙ…



…………………………………………………………………………………..

ëΜου λείψατε πολύ, όλοι. Ήταν μια συνειδητή αποχή απ’ τον κόσμο του διαδικτύου. Μια μικρή ανάπαυλα απ’ τις ζοφερές ειδήσεις που βαραίνουν αβάσταχτα. Θα τα πούμε και μέσα απ’ τα μπλογκ σας. Στέλνω τις πιο θερμές ευχές μου για ένα ανέφελο αποκαλόκαιρο. Να ξαναβρούμε το βηματισμό μας. Κι όσο οι τηλεοράσεις δίνουν οδηγίες θανάτου, εμείς να μένουμε προσηλωμένοι στο στόχο. Όπως το λέει και η ηρωίδα στο θεατρικό μας έργο, όταν όλα καταντούν μαύρα κι άραχνα: “Άξαφνα, στην ησυχία, στη διάφανη ηρεμία, του κόσμου όλου η ατονία κι όλη η μονοτονία και η κάθε δυστροπία, θα γενεί Ελευθερία. Ελευθερία”… 

 

 

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Next?

 


Χτες το βράδυ η γιαγιά ανέβασε πυρετό. Ήταν από μέρες άρρωστη και ήθελε νοσηλεία, αλλά ο γιατρός της μας είπε να το ξεχάσουμε για δημόσιο νοσοκομείο. «Αν δεν έχει ιδιωτική ασφάλεια, είναι πιο ασφαλές να την έχετε σπίτι. Τουλάχιστον θα έχει ένα κρεββάτι να κοιμάται, αντί να την πετάξουν σ’ ένα ράντσο», μας είπε επί λέξει. Η μαμά επέμενε ότι χρειάζεται ενδοφλέβια αντιβίωση και έναν εξειδικευμένο γιατρό να την περιθάλψει. Ο οικογενειακός μας γιατρός δεν της απάντησε, μόνο κούνησε μ’ ένα συμπονετικό μειδίαμα το κεφάλι του. «Εξειδικευμένο γιατρό… ενδοφλέβια αγωγή… μα πού ζούνε αυτοί οι άνθρωποι;» μονολογούσε καθώς άνοιγε την πόρτα για να φύγει.

Είχε πάρει να σουρουπώνει όταν καλέσαμε το ασθενοφόρο. «Μη χάνουμε άλλο χρόνο… ψήνεται στον πυρετό», φώναζε πανικόβλητη η μαμά, καθώς έπαιρνε με τρεμάμενα χέρια τις Πρώτες Βοήθειες. Πέρασαν τρεις ώρες περίπου μέχρι ν’ ακούσουμε τη σειρήνα στο δρόμο. Η γιαγιά δεν είχε πλέον επαφή με το περιβάλλον και η ανάσα της ολοένα και βάραινε. Η μαμά έπαιρνε και ξανάπαιρνε το 166 και η απάντηση ήταν η ίδια. «Έχουμε τρία επείγοντα περιστατικά με παιδάκια και μία έγκυο. Αμέσως μετά, θα κινηθούμε προς εσάς». Καημένη γιαγιά! Σ’ αυτή την ηλικία, να θέλεις και ασθενοφόρα! Αντί να κάτσεις ήσυχα-ήσυχα να πεθάνεις στη γωνιά σου, θες κι εσύ μεγαλεία! Εξαιτίας σου βουλιάζουν τα δημόσια ταμεία. Εσύ, και κάτι ασυνείδητοι καρκινοπαθείς, οδηγείτε την οικονομία μας στα βράχια!

Κάποιος άνοιξε την τηλεόραση, ίσως ο μπαμπάς που δεν άντεχε αυτή τη βασανιστική αναμονή. Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο, ενημερωθήκαμε απ’ τα δελτία ειδήσεων πως η χώρα βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης και πως συντελείται επανάσταση στον χώρο της υγείας με καινοτόμες παρεμβάσεις στα νοσοκομεία και ριζικές ανακαινίσεις στα κέντρα υγείας. Όταν ακούστηκε η φωνή του πρωθυπουργού να δηλώνει στις κάμερες: “Βήμα-βήμα χτίζουμε το νέο Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οποίο έχουμε οραματιστεί και το οποίο αξίζουν όλες οι Ελληνίδες και όλοι οι Έλληνες», η γιαγιά έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό που κλιμακώθηκε σε βογκητό. Τυχαίο θα πρέπει να ήταν, γιατί όπως είπαμε, δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Ούτε η γιαγιά, ούτε κι ο πρωθυπουργός.

Η επόμενη είδηση αφορούσε την ‘επανάσταση’ στο χώρο της παιδείας. «Έρχεται το ψηφιακό σχολείο!» αναφώνησε με στόμφο η εκφωνήτρια. Η γιαγιά ξαναβόγκηξε. Η μαμά βογκούσε στο τηλέφωνο: «Έρχεται το ασθενοφόρο, γαμώ την τρέλα μου; ΤΗΝ ΧΑΝΟΥΜΕ, ΣΑΣ ΛΕΩ!...». Η φωνή απ’ την άλλη άκρη του τηλεφώνου, βογκούσε κι αυτή. Κάτι για υποστελέχωση της υπηρεσίας, κάτι για σωματική και ψυχική εξάντληση των πληρωμάτων, κάτι άλλα για ασθενοφόρα-σαράβαλα που μένουν παροπλισμένα λόγω βλάβης και διάφορα άλλα δυσνόητα… Στο τέλος, την ρώτησε απελπισμένος: «Δεν σας βρίσκεται κανένα αγροτικό με καρότσα, να την πάτε μόνοι σας;»

Έχουν περάσει δυο μερόνυχτα απ’ αυτό το βράδυ και η γιαγιά είναι αποθηκευμένη σ’ ένα ράντσο κάποιου διαδρόμου, στο βάθος κάποιου νοσοκομείου. Πλάι της είναι μια σακούλα με τα αναλώσιμα υλικά που μας είπαν ν’ αγοράσουμε, μια αλλαξιά σεντόνια, οι εικονίτσες της και οι τελευταίες εξετάσεις της για να τις δει ο γιατρός που, κάποιαν απροσδιόριστη στιγμή, θα περνούσε. Τα ρυτιδιασμένα χεράκια της έχουν γίνει μπλαβί απ’ τα πολλά τρυπήματα. Ο φλεβοκαθετήρας που ο νοσηλευτής παιδευόταν επί ώρα να της βάλει, ήταν απ’ τα χειρίστης ποιότητας υλικά που υπάρχουν -ακόμα- διαθέσιμα στα νοσοκομεία. «Να λέτε και δόξα τω Θεώ που τον βρήκαμε κι αυτόν! Κινέζικος-ξεκινέζικος, τη δουλίτσα του θα την κάνει!»

Από μια ανοιγμένη τηλεόραση κάποιου θαλάμου, ακούγονται τα νέα απ’ τη Γάζα και τα ρημαγμένα νοσοκομεία της. Αίμα παντού. Η γιαγιά συνεχίζει να μην έχει επαφή με το περιβάλλον. Απ’ τη φλεβίτσα της πετάγεται αίμα. Ο καθετήρας έσπασε. Ταυτόχρονα, μια ρουκέτα σκάει στο κτίριο που κάποτε ήταν νοσοκομείο. Παιδιά ουρλιάζουν αιμόφυρτα, μανάδες τραβάνε τα μαλλιά τους με απόγνωση, ακούγονται μονάχα σφυριχτά από βόμβες που σκάνε τριγύρω, η μαμά κλαίει με αναφιλητά, ανακατεύονται τα δάκρυα και γίνονται χείμαρρος, τι να πρωτοκλάψεις ετούτες τις ώρες, οι ηγέτες διαπραγματεύονται -λέει η εκφωνήτρια- μια νοσηλεύτρια τρέχει σαν παλαβή από θάλαμο σε θάλαμο με τρύπια γάντια και πρησμένα πόδια, η γιαγιά καρφώνει το βλέμμα της στο λεκιασμένο ταβάνι, μυρίζει αίμα και βρωμιά ο διάδρομος… απ’ έξω ακούγονται διαδηλώσεις, οι κρότοι των δακρυγόνων μπλέκονται με τις βόμβες των Ισραηλινών, ένας υπουργός πανηγυρίζει για τα απογευματινά χειρουργεία κι ένα αόρατο χέρι αγγίζει τρυφερά το δικό της. Ούτε μια στιγμούλα δεν χρειάστηκε. Τόσο κράτησε το πέρασμά της στην αιωνιότητα. Ευτυχώς ο Θεός που, πάντα, η γιαγιά πίστευε, ήταν φιλεύσπλαχνος μαζί της. Δεν της άξιζε άλλη κόλαση.

Ή όπως θα το έλεγαν οι νεοφιλελεύθεροι τεχνοκράτες στη γλώσσα τους: «Το κοντέρ της μηδενίστηκε. Next?»

[Η φωτογραφία προέρχεται απ’ το διαδίκτυο και ανήκει στον δημιουργό της]

 

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

«Η μάνα μου»…

 


Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….



Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά….



Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.


Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μας μοσκομύριζε. Αγαπούσα πού τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού διηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε ‘γω της στορούσα τους βίους των αγίων που ‘χα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δεν έφτανα τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.



Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: Αλήθεια λες; Και μου χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε κατέβει από τον παράδεισο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.


Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου, δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρουδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού…

Νίκος Καζαντζάκης – «Αναφορά στον Γκρέκο»

 


ëΜέρα που είναι σήμερα, οι σκέψεις και οι ευχές μας ας είναι με τις  Μάνες  που δεν θα πάρουν αγκαλιές.

Στις μάνες της Ελένης, του Ιάσονα, του Παύλου, της Γαρυφαλλιάς, του Ζακ, του Βασίλη, του Άλκη, του Λουκμάν, της Καρολάιν, του Βαγγέλη... στις τραγικές Μανάδες των Τεμπών που παλεύουν με τον πόνο και το άδικο. Και σε τόσες άλλες...


Φωτογραφίες: Τάκης Τλούπας

Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

«Πάσχα στο χωριό»

Mια ιδέα – Μια έμπνευση #2


Θεατρικό έργο σε 3 πράξεις

ΠΡΟΣΩΠΑ:

Βλάσσης (Ο μεγάλος αδερφός του Σταμάτη που σκοτώθηκε σε τροχαίο πριν ένα χρόνο. Το πατρικό πετρόχτιστο σπίτι κληροδοτείται εξ ολοκλήρου σ’ αυτόν, μετά και τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας τους, της κυρίας Ελένης. Θέλει να το κάνει χειμερινό ορμητήριο στο κοντινό χιονοδρομικό κέντρο. Με τα μετρητά που κληρονόμησε, ο στόχος είναι εφικτός και η ζωή του προδιαγράφεται άνετη.

Εριέττα (Ο δεσμός του Βλάσση που ξεκίνησε πριν από έξι μήνες. Επίσης, παλιά αγάπη του Σταμάτη, ωστόσο για διάφορους λόγους, δεν υπήρξαν ποτέ ζευγάρι)

Στέλιος και Λίνα (Συνάδερφος του Βλάσση και παλιός του φίλος απ’ το σχολείο. Με την Λίνα είναι ζευγάρι εδώ και χρόνια και σκοπεύουν να παντρευτούν άμεσα. Την ανακοίνωση του γάμου και τους λόγους που προέκυψαν για την επίσπευσή του, θα την κάνουν απόψε το βράδυ)

Βαγγέλης (Συνταξιούχος αστυνομικός, οικογενειακός φίλος της κυρίας Ελένης, ζει στο κεφαλοχώρι και φροντίζει στοιχειωδώς το σπίτι, χωρίς να του το έχει ζητήσει κανείς. Ξέρει οικογενειακά μυστικά για όλους του συγχωριανούς του και πολλά απ’ αυτά αφορούν την οικογένεια του Βλάσση. Νωρίτερα απόψε, είδε φώτα στο ερημωμένο σπίτι και αποφάσισε να πάει ως εκεί για να δει τι συμβαίνει. Έχει όπλο μαζί του. Την ώρα που κατευθύνεται στο σπίτι, κόβεται το ρεύμα. Με τη γροθιά του χτυπάει την πόρτα, αποφασισμένος για όλα)

Η ΣΥΝΘΗΚΗ:

Δύο ζευγάρια τριανταπεντάρηδων που ανήκουν στην αστική ελίτ, ξεκινούν για πασχαλινή εξόρμηση στο πατρικό του Βλάσση, σ’ ένα ορεινό χωριό του Παρνασσού. Έχουν προμηθευτεί τρόφιμα, ποτά και ξύλα για το τζάκι. Η πρόγνωση για σφοδρή κακοκαιρία που θα χτυπήσει την περιοχή, δεν τους πτοεί. Το ολοκαίνουργιο θηριώδες τζιπ του Βλάσση θεωρείται ασφαλές. Ακόμα κι αν αποκλειστούν όμως, το θεωρούν μια θαυμάσια ευκαιρία για να ξεφύγουν απ’ την ένταση της πόλης και να γευτούν λίγη περιπέτεια. Το βράδυ ανάβουν φωτιά στο κάτω δώμα και κάθονται γύρω απ’ το τζάκι, απολαμβάνοντας χαλαρά το ποτό τους. Ο χιονιάς έξω λυσσομανάει. Κόβεται το ρεύμα. Αρχίζουν ν’ ανησυχούν όταν διαπιστώνουν ότι τα κινητά τους δεν έχουν σήμα. Ξαφνικά, κάποιος χτυπάει τη βαριά ξύλινη πόρτα. Μετράνε κεφάλια και είναι όλοι εκεί. Ποιος είναι ο απρόσμενος επισκέπτης;

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

ΣΚΗΝΗ 1:

ΒΛΑΣΣΗΣ: Ποιος διάολος είναι νυχτιάτικα;

EΡΙΕΤΤΑ: Μην ανοίξεις! Δεν θα ‘ναι για καλό.

ΒΛΑΣΣΗΣ: Θα γκρεμίσει την πόρτα αυτός ο σατανάς. Δεν τον ακούς πώς βαράει;

ΣΤΕΛΙΟΣ: Πάμε ν’ ανοίξουμε μαζί. Μπορεί να είναι κανένας κυνηγός που ξέμεινε στο βουνό.

ΛΙΝΑ: Καλού κακού, κράτα τη μασιά. Έτσι που είναι πυρωμένη, όποιος κι αν είναι, θα το σκεφτεί καλά αν ήρθε για κακό.

ΕΡΙΕΤΤΑ: Και το μπαλτά που κόβατε τα ξύλα. Να, εκεί κάτω είναι.

ΒΛΑΣΣΗΣ: (κατευθύνεται στην πόρτα και φωνάζει πριν ανοίξει) Ποιος είναι;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (με καθησυχαστική φωνή) Ο Βαγγέλης είμαι, απ’ το χωριό. Βλάσση… εσύ είσαι αγόρι μου; Ο Βαγγέλης είμαι, δε με θυμάσαι; Ο φίλος της συγχωρεμένης της μάνας σου.

ΒΛΑΣΣΗΣ: (ξεκλειδώνει ανόρεχτα την πόρτα, κάνοντας μια γκριμάτσα βαρεμάρας στην παρέα που παρακολουθεί με απορία τη σκηνή) Κύριε Βαγγέλη! Τι κάνετε εδώ πάνω τέτοια ώρα; (Προσπαθεί να διακρίνει το πρόσωπο του επισκέπτη στην αντανάκλαση της φωτιάς και τον περνάει μέσα μόλις διαπιστώνει ότι όντως είναι ο παλιός οικογενειακός φίλος τους).

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (τινάζει το χιόνι απ’ το αμπέχονό του και σκουπίζει τα άρβυλά του, πριν προχωρήσει στα ενδότερα) Να με συγχωρείς, βρε Βλάσση, αλλά ανησύχησα που είδα, νωρίτερα, τα φώτα αναμμένα. Ε, και είπα να πεταχτώ ως εδώ μήπως μπήκανε τίποτα διαρρήκτες. Μας έχουν ρημάξει, τώρα τελευταία στις κλεψιές!

ΒΛΑΣΣΗΣ: (παρατηρεί έντρομος τον επισκέπτη να στηρίζει στην κάσα της πόρτας μια κυνηγετική καραμπίνα) Τούτο δω το μαραφέτι, τι το φέρατε μαζί σας; Είμαστε που είμαστε στα μαύρα σκοτάδια… αυτό μας έλειπε τώρα!

ΕΡΙΕΤΤΑ: (φοβισμένη) Βεβαιωθείτε, σας παρακαλώ, ότι είναι απενεργοποιημένο!

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (χαμογελάει ειρωνικά) Έννοια σας! Πρωτάρης είμαι, θαρρείτε;

ΒΛΑΣΣΗΣ: Βολευτείτε εδώ μαζί μας, μέχρι να ξανάρθει το ρεύμα. Να σας συστήσω κιόλας. Ο Στέλιος, η Λίνα, κι από ‘δω η Εριέ…

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Η Εριέττα. Ξέρω. Έχουμε γνωριστεί με την κοπέλα.

ΒΛΑΣΣΗΣ: (με το βλέμμα του σαστισμένο να πηγαινοέρχεται στον Βαγγέλη και στην Εριέττα) Έχετε γνωριστεί; Πότε; Αφού εμείς… θέλω να πω… δεν έχουμε ξανάρθει μαζί στο χωριό…

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Είναι πιο παλιά, τότε που ζούσε ο συγχωρεμένος ο αδερφός σου. Δεν με θυμάσαι, κορίτσι μου;

(Ξαφνικά, η λάμπα πάνω απ’ τα κεφάλια τους άρχισε να σπινθηρίζει. Το ρεύμα ήρθε για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα ξαναβυθίστηκαν στο σκοτάδι. Η Εριέττα είχε λουφάξει τρομαγμένη πλάι στο τζάκι και συνδαύλιζε τα ξύλα με κενό βλέμμα. Οι υπόλοιποι κάθονταν τριγύρω τηςž ο Στέλιος με την Λίνα πάνω σ’ ένα μπαουλοντίβανο και ο Βλάσσης σ’ ένα κούτσουρο που το είχε στημένο ανάμεσα στην πόρτα -που ήταν ακουμπισμένη η καραμπίνα- και στο καθιστικό που ήταν οι υπόλοιποι. Η ερώτηση του επισκέπτη αιωρήθηκε αναπάντητη για λίγα δευτερόλεπτα, προκαλώντας αμηχανία στην παρέα. Ο Βλάσσης σηκώθηκε όρθιος και πήρε το λόγο, γεμίζοντας ένα καθαρό ποτήρι με το ποτό που έπιναν. Το πρόσφερε στον Βαγγέλη και βολεύτηκε σε μια μαξιλάρα, πλάι στην Εριέττα).

ΒΛΑΣΣΗΣ: Καλύτερα να μέναμε Αθήνα τελικά. Δεν το περιμέναμε πως θα έχει τόσο χιόνι Πασχαλιάτικα.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Έτσι είναι ο καιρός εδώ πάνω, αγόρι μου. Αργούν να λιώσουν τα χιόνια, κι όπως λέγανε τα μερομήνια, φέτος θα έχουμε βαρυχειμωνιά.

ΒΛΑΣΣΗΣ: Θα μείνουμε πολλή ώρα δίχως ρεύμα άραγε; Τι λένε οι προβλέψεις σας, κύριε Βαγγέλη;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Συνήθως, με τέτοιο χιονιά, κάνει κι ένα μερόνυχτο μέχρι να καθαρίσουν τα καλώδια. Μην το περιμένετε να ‘ρθει σύντομα. Αποκλείεται!

ΣΤΕΛΙΟΣ: Κι εσείς πώς θα γυρίσετε στο χωριό; Έχετε αλυσίδες φαντάζομαι…

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Έννοια σου, απ’ όλα έχω. Τίποτα δεν το αφήνω στην τύχη του. ΤΙΠΟΤΑ…

(Η Λίνα με την Εριέττα κινήθηκαν προσεκτικά προς το παράθυρο. Το ολόλευκο τοπίο αντιφέγγιζε στο πυκνό σκοτάδι και φώτιζε αμυδρά τον περίβολο του σπιτιού. Σαν να έκαναν την ίδια ακριβώς σκέψη, ψιθύρισαν ταυτόχρονα η μία στην άλλη):

ΛΙΝΑ: Δεν υπάρχει κανένα αυτοκίνητο έξω.

ΕΡΙΕΤΤΑ: Και πώς διάολο ήρθε ως εδώ;

ΒΛΑΣΣΗΣ: (τρομαγμένος) Tι καμπάνες είν’ αυτές που ακούγονται;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Απ’ την εκκλησία μας είναι αγόρι μου. Τα δώδεκα ευαγγέλια είναι απόψε. Ο Χριστός μας ξεκινάει την πορεία του προς τον Γολγοθά…

ΣΤΕΛΙΟΣ: Τόσο δυνατά που ακούγεται! Σαν να είναι δίπλα μας η εκκλησία…

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Είναι χιλιόμετρα μακριά. Κάτω στον κάμπο. Εμείς το έχουμε συνηθίσει πάντως. Σε κάθε λειτουργία, θες για χαρά, θες για προμήνυμα κακού, είναι το καμπάνισμα που μας ειδοποιά. (Προσπαθεί να διακρίνει την ώρα στο ρολόι του) Να, τέτοια ώρα θα ξεκινάει ο Μυστικός Δείπνος… Η προδοσία του Χριστού κοντοζυγώνει.

ΒΛΑΣΣΗΣ: (αποφασισμένος να διώξει ευγενικά τον ανεπιθύμητο επισκέπτη) Εμείς πάντως, κύριε Βαγγέλη, θα πάμε να ξεκουραστούμε σιγά σιγά. Να μας συγχωρείτε, αλλά ήταν πολύ κουραστική μέρα και δεν βλέπω μπροστά μου απ’ τη νύστα…

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Έτσι ήταν κι ο συγχωρεμένος ο Σταμάτης εκείνο το βράδυ. Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΣΟΥ! Θυμάσαι πώς σερνόταν απ’ την κούραση ο φουκαράς;

ΒΛΑΣΣΗΣ: (εκνευρισμένος) Τι σχέση έχει τώρα αυτό; Πού κολλάει ο Σταμάτης; Δεν κατάλαβα!...

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Συμπάθα με αγόρι μου, μα δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου εκείνο το βράδυ. Καλή ώρα σαν κι απόψε ήταν. Η μάνα σας η συγχωρεμένη ζύμωνε τα τσουρέκια, εσύ ήσουν κλεισμένος στο δώμα απάνω, μιλούσες με τις ώρες στο τηλέφωνο, μού παραπονιόταν η μάνα σας, κι ο Σταμάτης ήταν από νωρίς φτιαγμένος… ξέρεις τώρα… μ’ αυτά που έπινε…

ΒΛΑΣΣΗΣ: (κινείται απειλητικά προς τον Βαγγέλη) Τι θες και τα σκαλίζεις τώρα αυτά; Τι διάολο θέλεις νυχτιάτικα;

ΣΤΕΛΙΟΣ: (μπαίνει στη μέση) Δεν γυρνάτε σπίτι σας σιγά σιγά, κύριε Βαγγέλη; Δεν είναι ώρα για τέτοιες κουβέντες. Σας παρακαλώ, πάρτε το κουμπούρι σας και πηγαίνετε!...

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (στρέφεται στην Εριέττα) Κι εσύ κορίτσι μου, τι λες; Να φύγω;

ΒΛΑΣΣΗΣ: Μην την ανακατεύεις την Εριέττα! Το καλό που σου θέλω!...

ΕΡΙΕΤΤΑ: (αποσβολωμένη) Εγώ δεν ξέρω τίποτα… εγώ… δεν θυμάμαι, δεν…

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (με το βλέμμα υψωμένο στα ξύλινα δοκάρια του σπιτιού) Ουκ εγώ σε είδον εν των κήπω μετ’ αυτού; Πάλιν ουν ηρνήσατο ο Πέτρος και ευθέως αλέκτωρ εφώνησεν…

ΛΙΝΑ: Δεν είναι καλά ο άνθρωπος. Παραληρεί!...

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Ε, όχι και παραλήρημα το άγιο ευαγγέλιο! Ο Πέτρος απαρνείται τον Ιησού, κοπέλα μου. Δεν έχεις πατήσει ποτέ το πόδι σου σε εκκλησία τέτοιες μέρες;

(Οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα κι αντηχούν δυνατά και μονότονα. Διακόπτουν προς στιγμή την ένταση και αποσπούν την προσοχή όλης της παρέας. Ο Βαγγέλης πηγαινοέρχεται σκεφτικός στο χώρο και οι υπόλοιποι τριγυρίζουν ανήσυχοι κοντά του. Σαν να θέλουν να τον προλάβουν, σε περίπτωση που πλησιάσει το όπλο του. H φωτιά σιγοσβήνει και το δωμάτιο βυθίζεται στο σκοτάδι).

ΣΚΗΝΗ 2:

ΕΡΙΕΤΤΑ: (αποκομμένη απ’ τους άλλους, με απόκοσμο βλέμμα να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο) Εκείνο το βράδυ… μαζί μου μιλούσε ο Βλάσσης.

ΒΛΑΣΣΗΣ: Εριέ…

ΕΡΙΕΤΤΑ: (τον διακόπτει ουρλιάζοντας) Τι θες κι εσύ τώρα; Αφού τα ξέρει ό λ α! Ο Λ Α!

ΛΙΝΑ: Τι ξέρει δηλαδή; Τι γίνεται εδώ, ρε παιδιά;

ΣΤΕΛΙΟΣ: Μην ανακατεύεσαι κι εσύ τώρα!... Κάτσε στη γωνιά σου και μη μιλάς!

ΛΙΝΑ: Μπα; Θα μου απαγορέψεις και να μιλάω; Δεν πας καλά, αγόρι μου!

ΒΛΑΣΣΗΣ: Βουλώστε το επιτέλους! Δεν σας αντέχω!... Δεν μπορώ να γυρίζω πίσω, με στοιχειώνουν αυτές οι μνήμες…

ΕΡΙΕΤΤΑ: (με το βλέμμα της καρφωμένο στο κενό, σχεδόν ενοχικά) Με τον Σταμάτη είχαμε μιλήσει νωρίτερα. Πριν μιλήσουμε μαζί και πριν γίνει…  αυτό που έγινε. Μου τηλεφωνούσε όλο το πρωί. Τριάντα αναπάντητες βρήκα στο κινητό μου. Το σήκωσα κάποια στιγμή και του μίλησα. Δεν γινόταν να τραβήξει άλλο αυτή η κατάσταση…

ΒΛΑΣΣΗΣ: Τι πράμα; Είχατε ήδη μιλήσει; Και γιατί δεν μου το είπες αυτό; Γιατί δεν μου το είπες, ρε πούστη μου; Γ Ι Α Τ Ι ; (έξαλλος, την ταρακουνάει απ’ τους ώμους)

ΕΡΙΕΤΤΑ: (με απάθεια) Τι να σου πω δηλαδή; Δεν ήξερες ότι ήταν καψούρης μαζί μου; Εσύ δεν μου έλεγες πόσο σε φτιάχνει που τελικά διάλεξα ε σ έ ν α; Που ο Σταματάκης έμεινε με το πουλί στο χέρι και…

ΒΛΑΣΣΗΣ: (την χαστουκίζει με μανία) Πόσο πουτάνα είσαι!

ΣΤΕΛΙΟΣ: (μπαίνει στη μέση να τους χωρίσει) ΡΕ ΒΛΑΣΣΗ! Τι είν’ αυτά τώρα;

ΒΛΑΣΣΗΣ: Παράτα μας κι εσύ, ρε Στέλιο! Μονίμως κάνεις τον Κινέζο, ρε πούστη μου!... Λες και τα έβρισκε στο περίπτερο αυτά που κατάπινε ο Σταμάτης… Άντε τώρα!...

ΛΙΝΑ: Ποιο περίπτερο; Τι εννοείς, ρε Βλάσση;

ΕΡΙΕΤΤΑ: Γι αυτά που κούμπωνε ο συγχωρεμένος, λέει ο Βλάσσης. Καλά, δεν είχες πάρει είδηση ότι ο Σταμάτης ήταν καμένος από καιρό;

ΛΙΝΑ: (κοιτάει τους πάντες σαστισμένη) Και τι σχέση έχει ο Στέλιος μ’ αυτά; Σ Τ Ε Λ Ι Ο ;;; Τι λέει η φιλενάδα μας;

ΒΛΑΣΣΗΣ: Κόφτε το επιτέλους! Εριέττα, βάλε κάνα ξύλο στη φωτιά. Θα ψοφήσουμε απ’ το κρύο απόψε, γαμώ το χιόνι τους…

ΕΡΙΕΤΤΑ: (ρίχνει ένα κούτσουρο και μονολογεί μπροστά στη φλόγα) Λινάκι, δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, αλλά ο καλός σου κάνει κι άλλες δουλίτσες εκτός απ’ τα λογιστικά. Διακινεί κάτι σκονάκια που σε στέλνουν τσιφ στους εφτά ουρανούς…

ΣΤΕΛΙΟΣ: (κινείται απειλητικά προς την Εριέττα & την σπρώχνει) Αν δεν ήσουν εσύ που τον δούλευες ψιλό γαζί τόσα χρόνια, δεν θα έπεφτε στις ουσίες! Εξαιτίας σου τα ξεκίνησε, μωρή σκρόφα! Μιλάς κι από πάνω!

ΒΛΑΣΣΗΣ: Τι εννοείς ότι τον δούλευε τόσα χρόνια; Εριέττα; Έπαιζε κάτι με τον αδερφό μου και δεν το ήξερα;

ΛΙΝΑ: (ειρωνικά) Για πες μας, Εριέττα… Μήπως αυτή ήταν η ιστορία που ξεκαρδιζόσουν στα γέλια κάθε φορά που μας την έλεγες, κρυφά απ’ τον Βλάσση; Μ’ έναν γελοίο τύπο που έπεσε στα σκληρά για πάρτη σου;

ΕΡΙΕΤΤΑ: (θυμωμένη προς την Λίνα) Φίλη να σου πετύχει! Μόνο εγώ κρατάω επτασφράγιστα τα μυστικά σου. Φίδι, ε φίδι!...

ΣΤΕΛΙΟΣ: Ποια μυστικά; Τι λέει αυτή, ρε Λίνα;

ΕΡΙΕΤΤΑ: Καλός μαλάκας είσαι κι εσύ! Απ’ τη μια τού πούλαγες τον θάνατο, κι απ’ την άλλη παρηγορούσες την κυρά Ελένη στην κηδεία του!

ΒΛΑΣΣΗΣ: (αποσβολωμένος απ’ τις αποκαλύψεις, σχεδόν τρεκλίζοντας) Παράτα τον αυτόν και πες μου στα ίσια. Είχες δώσει ελπίδες στον Σταμάτη; Για σένα έφυγε σαν τρελός εκείνο το βράδυ;

ΕΡΙΕΤΤΑ: Πού να ξέρω εγώ γιατί έφυγε; Αφού δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Είκοσι στροφές έκανε το αμάξι… φυσαρμόνικα έγινε, δεν θυμάσαι;

ΒΛΑΣΣΗΣ: (την πιάνει απ’ το λαιμό) Σ Κ Υ Λ Α!!!  Αν το έκανε για σένα, θα σε…

ΕΡΙΕΤΤΑ: (τον κόβει) Κι εσύ, αφού τον είδες πώς ήταν, γιατί δεν έκανες τίποτα; Γιατί του έδωσες το αμάξι; Αφού ήξερες ότι με τα χάλια που είχε, ήταν σίγουρο πως θα τρακάρει!

ΣΤΕΛΙΟΣ: Ναι, ρε συ Βλάσση! Δεν έπρεπε να του δώσεις κλειδιά…

ΛΙΝΑ: Ε, δεν του κακόπεσε βέβαια και του Βλάσση μας ο χαμός του αδερφού του!

ΒΛΑΣΣΗΣ: (της χυμάει με άγριες διαθέσεις, ο Στέλιος μπαίνει ανάμεσά τους & τον συγκρατεί) Τι εννοείς μωρή;

ΕΡΙΕΤΤΑ: Να σου πω εγώ τι εννοεί. Κοτζάμ σπιταρόνα και όλο το μετρητό τους στην τράπεζα καρπώθηκες! Αυτό εννοεί!

ΒΛΑΣΣΗΣ: Δεν θα βγεις από δω μέσα ζωντανή! Στ’ ορκίζομαι πως θα σε κάνω κ ο μ μ άτ ι α!

(Οι καμπάνες της εκκλησίας ήχησαν δυνατά, σαν κροτάλισμα όπλου. Ήταν η ώρα που ακουγόταν το πέμπτο ευαγγέλιο και ο Ιούδας έβρισκε τραγικό θάνατο στον «Αγρό αίματος». Από μια θεοσκότεινη γωνιά του καθιστικού, ακούστηκε απόκοσμη η φωνή του Βαγγέλη που όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε αμίλητος τις συνομιλίες).

ΣΚΗΝΗ 3:

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Kαι ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ ανεχώρησε, και απελθών απήγξατο…

ΒΛΑΣΣΗΣ: Τον είχα ξεχάσει αυτόν τον μαλάκα. Πού ήταν καταχωνιασμένος τόση ώρα;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (με έκφραση ειρωνείας & απογοήτευσης) Ο Σταμάτης θα ζούσε σήμερα. Κι η μάνα σας θα ζούσε. Αν δεν ήσουν εσύ, που τους είχες όλους γραμμένους στ’ αρχίδια σου! (σηκώνει το όπλο που ήταν πεσμένο στο πάτωμα και σημαδεύει προς τη μεριά του Βλάσση)

ΒΛΑΣΣΗΣ: (προσπαθεί να μείνει ψύχραιμος) Κι εσύ τι ζόρι τραβάς με το σόι μας δηλαδή;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (καμπουριάζει, αλλοιώνει τη φωνή του και προσποιείται κάποιον άλλο) Αδερφούλη μου, σε ικετεύω… δώσε μου τα κλειδιά του αυτοκινήτου… πρέπει να πάω επειγόντως κοντά της… Σ Ε  Ι Κ Ε Τ Ε Υ Ω!!!

ΒΛΑΣΣΗΣ: (με γουρλωμένα μάτια) Τι… τι στο διάολο κάνεις; Ποιος είσαι, γαμώ τη τρέλα μου;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (επανέρχεται στην κανονική στάση σώματος & αυστηρή φωνή) Ο πατέρας του. Δικό μου παιδί ήταν ο Σταμάτης. Η συγχωρεμένη η μάνα σας έβρισκε παρηγοριά στην αγκαλιά μου, κάθε φορά που την ξυλοφόρτωνε ο πατέρας σας. Δεν θυμάσαι που ερχόταν κάθε τρεις και λίγο στο τμήμα να τον καταγγείλει;

ΒΛΑΣΣΗΣ: (χλωμιάζει και κρατάει με φρίκη το κεφάλι του) Η μάνα μου; Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ, ΡΕ;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Και η Εριέττα σου θα ζούσε. Και οι άλλοι τρεις θα ζούσαν…

ΒΛΑΣΣΗΣ: Ποιοι άλλοι τρεις; Ο Στέλιος κι η Λίνα εννοείς;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Και το μωρό τους, τρεις στο σύνολο. Αφού το ήξερες πως είναι γκαστρωμένη, δεν το ήξερες;

ΒΛΑΣΣΗΣ: Tι… τι εννοείς;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Για τα επτασφράγιστα μυστικά σας, Βλάσση αγόρι μου. Για τον φίλο σου τον κερατά που έτσι θα ξεχρέωνε τις τύψεις του για τον Σταμάτη. Ένα συμβόλαιο αμοιβαίας σιωπής μεταξύ σας. Όλα καλά και άγια καμωμένα. (Οπλίζει και σημαδεύει εκεί που στέκεται αποσβολωμένος ο Βλάσσης)

(Οι καμπάνες ηχούν και πάλι εκκωφαντικά. Πλησιάζει η ώρα για το δωδέκατο ευαγγέλιο. Το θείο δράμα κορυφώνεται. Ο τάφος του Χριστού σφραγίζεται και φρουρείται απ’ τους Αρχιερείς και Φαρισαίους. Λίγες ώρες μετά, στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, καταφτάνει επείγον σήμα για πιθανό επεισόδιο στο πετρόχτιστο σπίτι του βουνού. Οι αστυνομικοί που με δυσκολία διέσχισαν το αποκλεισμένο απ’ τα χιόνια μονοπάτι, βρέθηκαν σ’ ένα αποτρόπαιο θέαμα. Τέσσερα πτώματα ανθρώπων νεαρής ηλικίας, πυροβολημένα με κυνηγετική καραμπίνα. Εικάζεται ότι ο δράστης -και πιθανότατα αυτόχειρας- ήταν ένας εξ αυτών, αφού βρέθηκε χτυπημένος στον κρόταφο, με το όπλο δίπλα στη σορό του. Απ’ το κοντινό χωριό ακούγονται χαρμόσυνες οι καμπάνες της «Πρώτης Ανάστασης». Ένα δακρυσμένο βλέμμα υψώνεται στον τρούλο της μικρής εκκλησίας που είναι αγιογραφημένος με τον Χριστό Παντοκράτορα. Απ’ το καμπυλωτό παράθυρο ανάμεσα στις αγγελικές μορφές που τον περιβάλλουν, μια φωτεινή δέσμη πέφτει στο πρόσωπο του Βαγγέλη. Είναι ακριβώς η στιγμή που ψάλλει με κατάνυξη και ψυχική ανάταση:

«νάστα, Θεός, κρνον τν γήν, τι σ κατακληρονομήσεις ν πσι τος θνεσι.

Κρίνατε ρφαν κα πτωχ, ταπεινν κα πένητα δικαιώσατε…»

 


Η συμμετοχή μου στην 2η ενότητα του συγγραφικού δρώμενου “Μια ιδέα-μια έμπνευση” που συντονίζει ο καλός μας φίλος Γιάννης στο blog του Ηδύποτον με την παρακάτω κεντρική ιδέα πλοκής:

«Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;»

Ευχαριστώ θερμά τον Γιάννη για την έμπνευση και όλο το συντονισμό του πρότζεκτ.

Εύχομαι ολόψυχα Καλή Ανά(σ)ταση, Ειρήνη και Αγάπη εντός μας Y

 

[Φωτογραφία: Nίκος Οικονομόπουλος]