Λίγα μέτρα απ’ το φωταγωγημένο κοινοβούλιο, έχoυν
στηθεί αυτοσχέδια καταλύματα από χαρτόνια και βρώμικες κουβέρτες. Την ώρα που ο
αρμόδιος υπουργός αγορεύει στο μικρόφωνο κραυγάζοντας θούριους για την
επερχόμενη ανάπτυξη, κάποιοι ψάχνουν στον κάδο σκουπιδιών για τ' αποφάγια που
πετούν οι υπάλληλοι των γειτονικών ταχυφαγείων.
Και την ίδια στιγμή που οι αυτοαποκαλούμενοι διασώστες του λαού περιφέρουν
τη βαρεμάρα τους στο κυλικείο της βουλής, μια οικογένεια κοιμάται στο
πεζοδρόμιο. Αν υπήρχε τρόπος να μεταφερθούν τα αποφάγια των «σκυλιών» στους ανθρώπους αυτούς, θα είχαν κερδίσει μια
μικρή μάχη με την πείνα τους. Λίγα μέτρα πιο κάτω…
Εκ παραδρομής ή εκ προθέσεως, το ξεκατίνιασμα χαρακτηρίζεται «Συζήτηση». Τόσο προσηλωμένοι στο «διάλογο» γηπέδου και στο ποιος
θα ξεστομίσει την πιο έξυπνη ατάκα, ώστε αν γινόταν μια ολοκληρωτική καταστροφή
εκτός βουλής, αν πέρναγε φονικός τυφώνας, αν έπεφτε ατομική βόμβα και
εξαφανιζόταν διαμιάς η χώρα, εκείνοι θα συνέχιζαν ακάθεκτοι να
κονταροχτυπιούνται για το ποιος την έχει μεγαλύτερη (την ευθύνη), ή ποιανού
είναι η μακρύτερη (η θητεία στην πολιτική). Εκ παραδρομής ή εκ προθέσεως, απαξιώνουν το
ρόλο τους, το θεσμό του κοινοβουλίου, τις κρίσιμες ώρες που περνάει ο λαός τους
και τους στοιχειώδεις κανόνες που διέπουν μια δημοκρατία: «Ακούω... συζητώ με επιχειρήματα... σέβομαι τον
εαυτό μου και τον συνομιλητή μου... παραμερίζω προσωπικές εμπάθειες... είμαι
δίκαιος». Απλά πράγματα, που τα παιδιά μας τα διδάσκονται στο δημοτικό. Κι έχουμε την
απαίτηση να τα εφαρμόζουν στην καθημερινότητά τους. Εκ παραδρομής ή εκ
προθέσεως, η ελληνική βουλή έγινε Τέξας κι αντί να κλείσουν ραντεβού με την
ιστορία –τώρα... την ύστατη στιγμή που η χώρα ψυχορραγεί- αυτοί δώσανε αμοιβαίες υποσχέσεις για μονομαχίες. Και δώσ’του παλαμάκια απ’ τους
θαμώνες της αρένας, ερεθισμένοι απ’ τον οίστρο του αρχηγού της αγέλης τους. Εκ
παραδρομής ή εκ προθέσεως, λίγες ώρες μετά το μακελειό στο κοινοβούλιο, οι
ντουντούκες και οι φυλλάδες θέτουν άνευ ουσίας ερωτήματα «Ποιος κέρδισε τις εντυπώσεις;» Λες κι αυτός είναι ο καημός μας. Εκ παραδρομής
όλοι συμμέτοχοι, σ’ ένα εκ προθέσεως έγκλημα!
Αν χτες βράδυ καθόταν ανάμεσα σας ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, τα ίδια λόγια θα σας
έλεγε. Όπως τότε… Λίγες σελίδες πιο πίσω στο βιβλίο της ιστορίας:
«Και γεννήθη η διχόνοια. Και ξέκλησαν τους κατοίκους σε
όλο το Κράτος κι' αφάνισαν και τις 'διοχτησίες, κόβοντας τα δέντρα ένας του
άλλου και τ' αµπέλια τους και σκοτώνοντας τα µεγάλα τους ζώα και ρηµάζοντας τα
γιδοπρόβατα. Εµείς θέλοµεν να µας λένε µεγάλους πολιτικούς, µεγάλους
στρατιωτικούς -κι' ας κατακοµµατιάζωµεν τους συνπολίτες µας κι' ας τους δίνωµεν
ασκιά γιοµάτα αγέρα , κι' ας τους κάνωµεν και σκοτώνωνται. Εµείς λέµε:
"'Εχοµεν επιρροή, έχοµεν προκοπή,
µας αγαπούνε οι άνθρωποι".
Αν µας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά οπού θα
γευόµαστε, θα περικαλούσαµε τον Θεόν να
µας αφήση εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο-να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι
θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιµία, αρετή και τιµιότη.
Αυτά λείπουν απ' όλους εµάς, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Τις πρόσοδες της πατρίδας τις κλέβοµεν,
από υποστατικά δεν της αφήσαµεν τίποτας, σε 'πηρεσίαν να µπούµεν, ένα βάνοµεν εις
το ταµείον, δέκα κλέβοµεν. Αγοράζοµεν πρόσοδες, τις τρώµεν όλες…».
«… Πολυτέλεια και φαντασία- γεµίσαµεν πλήθος πιανοφόρτια
και κιθάρες. Οι δανεισταί µας ζητούν τα χρήµατά τους, λεπτό δεν τους δίνοµεν από αυτά
-κάνουν επέβασιν εις τα πράµατά µας. Και
ποτές δεν βρίσκοµεν ίσιον δρόµον. Πώς θα σωθούµεν εµείς µ' αυτά και να σκηµατιστούµεν εις την
κοινωνίαν του κόσµου ως άνθρωποι;
Ο Θεός ας κάµη το έλεός του να µας γλυτώση από τον
µεγάλον γκρεµνόν οπού τρέχοµεν να
τζακιστούµεν!…».