Photo: http://tatphotography.blogspot.gr/ |
Η
τηλεόραση παίζει μια απ’ τις πολυάριθμες εκπομπές μαγειρικής. Προσαρμοσμένες –όπως ισχυρίζονται οι συντελεστές τους- στην ελληνική πραγματικότητα. Απλά υλικά και
προσβάσιμα σε όλους. Είναι δεδομένο ότι κάθε μέση οικογένεια σήμερα, διαθέτει
τρούφα μανιτάρι, κόλιανδρο και σως
γκουακαμόλε. Είναι ο καθημερινός εφιάλτης κάθε μέσης μητέρας, αν το
κολοκάσι θα
σερβιριστεί ως σαλάτα με ξυνόμηλο και ρόδι, ή αν θα συνοδεύσει το μαριναρισμένο
με αβοκάντο, χοιρινό. Είναι μια ρεαλιστική σκηνή αυτή, που ο Γιαννάκης επιστρέφει απ’ το σχολείο και η
πρακτική μαμά του τον υποδέχεται με μια
παραδοσιακή συνταγή Βουργουνδίας. Ένα μπεφ μπουργκινιόν, με τσιπς αγκινάρας και
πέστο δυόσμου με αμύγδαλα. Απλά πράγματα.
Ακόμα
και για τους ελάχιστους κλοσάρ, που προτιμούν ένα ελαφρύ-υπαίθριο γεύμα στα κοινωνικά συσσίτια,
αποτελεί έναν συνηθισμένο καθημερινό διάλογο. «Θα ήθελα στη φασολάδα, ένα τικ
πιο κρεμώδη υφή… τι λες κι εσύ ρε Νώντα;». Θα απομακρυνθούν με το πλαστικό
σκεύος τους, διαφωνώντας για το εάν το φινόκιο μπορεί να αντικαταστήσει το
σέλινο, ή θα του αλλοιώσει τη γεύση. Απλές καθημερινές σκηνές.
Τέλος,
ο μόνιμος πονοκέφαλος της ελληνίδας νοικοκυράς σήμερα, είναι πώς θα μαγειρέψει
νηστίσιμα αλλά γευστικά. Αν συνδυάζονται σωστά, οι αβουτύρωτες παπαρδέλες με
τηγανιτές ελιές θρούμπες και ένα ρομπόλα. Ή μήπως ένα μοσχάτο αμβούργου; Απλά
και απόλυτα ρεαλιστικά διλήμματα.
Στις
εμβόλιμες διαφημίσεις, θα δούμε τους χορηγούς αυτής της γαστρονομικής
πανδαισίας. Επίσης, θα δούμε σκηνές απ’ τα επόμενα επεισόδια. «Φτιάξτε γρήγορα
και εύκολα Μεξικάνικα τάκος με κόκκινα φασόλια και τσίλι, και ξαφνιάστε τους!»…
«Κουνουπίδι και μανιτάρια στιφάδο. Θα το λατρέψουν!!!...». Η δηλωμένη ιδιότητα 'της΄ ή 'του’ σεφ, ως «Kαταξιωμένη - ος»,
απομακρύνουν κάθε πρόθεση αμφισβήτησης για τις συνταγές που προτείνουν. Η μαμά–παύλα-πολυάσχολη επαγγελματίας-παύλα- αυθεντική–παύλα-που σέβεται το ρόλο της,
οφείλει να μαγειρεύει σε μια κουζίνα στολισμένη με γυάλινα βάζα φρεσκοκομμένες
ανεμώνες, πάνω σε αχανείς πάγκους από γρανίτη, με φόντο τον άινοξ αποροφητήρα – παύλα καμινάδα.
Έχει λαϊκό προφίλ, φοράει καρώ μάλλινα πουκάμισα και το δίπορτο ψυγείο της ξεχειλίζει
από χειροποίητους πελτέδες, σπιτικές μαρμελάδες, καπνιστά αλλαντικά και ποικιλία
τυριών.
Κι
ύστερα φαντάζομαι την ηρωίδα μου, να μαγειρεύει σε κατσαρόλες γεμάτες με γευστικά
ζουμιά. Προχτές μου εμπιστεύτηκε με
χαμηλωμένα τα μάτια, πως βράζει που και που έναν κύβο κοτόπουλου, για να
μυρίσει κρέας στο σπίτι. Την ώρα της παραλαβής στο κοινωνικό παντοπωλείο. Μια τσάντα
τρόφιμα. Για να ταϊστούν τέσσερις άνθρωποι. Για μια βδομάδα. Μέρα και πακέτο. Απαρέγκλιτη
μαθηματική πράξη. Βλέπω καρέ-καρέ τη σκηνή που διηγήθηκε. Να σερβίρει ένα μπολ με
φακές στα παιδιά. Κι ύστερα να κάθεται μαζί τους στο τραπέζι. Τη ρώτησε ο
μικρός: «Πότε θα πάρουμε κι εμείς ένα σουβλάκι;» Δεν ξέρω τι του απάντησε. Την φαντάστηκα ν’ ανακατεύει αμήχανα
το μπολ με το κουτάλι και να κρύβει τα
δάκρυα της πάνω στους αχνούς της σούπας. Κι ύστερα να μαζεύει με το δάχτυλό της,
μια σταγόνα ξύδι που έσταξε στην άκρη του τραπεζιού.