Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Γιατί δεν τρώμε σήμερα μαμά;


Photo: http://tatphotography.blogspot.gr/


Η τηλεόραση παίζει μια απ’ τις πολυάριθμες εκπομπές μαγειρικής. Προσαρμοσμένες –όπως ισχυρίζονται  οι συντελεστές τους-  στην ελληνική πραγματικότητα. Απλά υλικά και προσβάσιμα σε όλους. Είναι δεδομένο ότι κάθε μέση οικογένεια σήμερα, διαθέτει τρούφα μανιτάρι, κόλιανδρο  και σως γκουακαμόλε. Είναι ο καθημερινός εφιάλτης κάθε μέσης μητέρας, αν το
κολοκάσι θα σερβιριστεί ως σαλάτα με ξυνόμηλο και ρόδι, ή αν θα συνοδεύσει το μαριναρισμένο με αβοκάντο, χοιρινό. Είναι μια ρεαλιστική σκηνή αυτή, που ο Γιαννάκης επιστρέφει απ’ το σχολείο και η πρακτική  μαμά του τον υποδέχεται με μια παραδοσιακή συνταγή Βουργουνδίας. Ένα μπεφ μπουργκινιόν, με τσιπς αγκινάρας και πέστο δυόσμου με αμύγδαλα. Απλά πράγματα.

Ακόμα και για τους ελάχιστους κλοσάρ, που προτιμούν ένα ελαφρύ-υπαίθριο γεύμα στα κοινωνικά συσσίτια, αποτελεί έναν συνηθισμένο καθημερινό διάλογο. «Θα ήθελα στη φασολάδα, ένα τικ πιο κρεμώδη υφή… τι λες κι εσύ ρε Νώντα;». Θα απομακρυνθούν με το πλαστικό σκεύος τους, διαφωνώντας για το εάν το φινόκιο μπορεί να αντικαταστήσει το σέλινο, ή θα του αλλοιώσει τη γεύση. Απλές καθημερινές σκηνές.

Τέλος, ο μόνιμος πονοκέφαλος της ελληνίδας νοικοκυράς σήμερα, είναι πώς θα μαγειρέψει νηστίσιμα αλλά γευστικά. Αν συνδυάζονται σωστά, οι αβουτύρωτες παπαρδέλες με τηγανιτές ελιές θρούμπες και ένα ρομπόλα. Ή μήπως ένα μοσχάτο αμβούργου; Απλά και απόλυτα ρεαλιστικά διλήμματα.

Στις εμβόλιμες διαφημίσεις, θα δούμε τους χορηγούς αυτής της γαστρονομικής πανδαισίας. Επίσης, θα δούμε σκηνές απ’ τα επόμενα επεισόδια. «Φτιάξτε γρήγορα και εύκολα Μεξικάνικα τάκος με κόκκινα φασόλια και τσίλι, και ξαφνιάστε τους!»… «Κουνουπίδι και μανιτάρια στιφάδο. Θα το λατρέψουν!!!...». Η δηλωμένη ιδιότητα 'της΄  ή 'του’ σεφ, ως «Kαταξιωμένη - ος», απομακρύνουν κάθε πρόθεση αμφισβήτησης για τις συνταγές που προτείνουν. Η μαμά–παύλα-πολυάσχολη επαγγελματίας-παύλα- αυθεντική–παύλα-που σέβεται το ρόλο της, οφείλει να μαγειρεύει σε μια κουζίνα στολισμένη με γυάλινα βάζα φρεσκοκομμένες ανεμώνες, πάνω σε αχανείς πάγκους από γρανίτη, με φόντο τον άινοξ αποροφητήρα – παύλα καμινάδα. Έχει λαϊκό προφίλ, φοράει καρώ μάλλινα πουκάμισα και το δίπορτο ψυγείο της ξεχειλίζει από χειροποίητους πελτέδες, σπιτικές μαρμελάδες, καπνιστά αλλαντικά και ποικιλία τυριών.

Κι ύστερα φαντάζομαι την ηρωίδα μου, να μαγειρεύει σε κατσαρόλες γεμάτες με γευστικά ζουμιά. Προχτές μου εμπιστεύτηκε  με χαμηλωμένα τα μάτια, πως βράζει που και που έναν κύβο κοτόπουλου, για να μυρίσει κρέας στο σπίτι. Την ώρα της παραλαβής στο κοινωνικό παντοπωλείο. Μια τσάντα τρόφιμα. Για να ταϊστούν τέσσερις άνθρωποι. Για μια βδομάδα. Μέρα και πακέτο. Απαρέγκλιτη μαθηματική πράξη. Βλέπω καρέ-καρέ τη σκηνή που διηγήθηκε. Να σερβίρει ένα μπολ με φακές στα παιδιά. Κι ύστερα να κάθεται μαζί τους στο τραπέζι. Τη ρώτησε ο μικρός: «Πότε θα πάρουμε κι εμείς ένα σουβλάκι;» Δεν ξέρω τι του απάντησε. Την φαντάστηκα ν’ ανακατεύει αμήχανα το μπολ με το κουτάλι  και να κρύβει τα δάκρυα της πάνω στους αχνούς της σούπας. Κι ύστερα να μαζεύει με το δάχτυλό της, μια σταγόνα ξύδι που έσταξε στην άκρη του τραπεζιού.





Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Έλα να μιλήσουμε...

Photo: http://tatphotography.blogspot.gr/
Τα παιδιά κοιμούνται. Καλά είναι. Η μικρή διαβάζει παραμύθια μόνη της πια. Δεν μ’ έχει ανάγκη. Ο μεγάλος ξύρισε κρυφά το μουστάκι του. Απ’ τη μια τον καμάρωνα κι απ’ την άλλη θύμωσα που βιάζεται να γίνει αντράκι. Λες και μου χρωστάει να μείνει πάντα παιδί… Μαγείρεψα το αγαπημένο σου απόψε. Μην το εκλάβεις σαν υποχώρηση. Το μέτωπο που ανοίξαμε οι δυο μας, δύσκολα ημερεύει. Έχουμε πάνω μας τα σημάδια απ’ τα θραύσματα που μας τραυμάτισαν. Τι λέξεις – σφαίρες ανταλλάξαμε χτες βράδυ πάλι! Το ξέρω πως κουβαλάς σταυρό στην πλάτη. Είναι κι ο δικός μου αφόρητα δυσβάσταχτος, γι αυτό ξεφεύγω απ’ τα όρια μου. Έλα να μιλήσουμε. Στο μπαλκονάκι με το βασιλικό. Αντικριστά. Εσύ κι εγώ.

Ήθελα να κάνω πολλά γι απόψε. Να στρώσω γιορτινό τραπέζι με κεριά και το καλό μας σερβίτσιο. Να φορέσω το παλιό μου φουστάνι, αυτό που μου χάρισες πριν χρόνια. Θυμάσαι; Βολτάραμε στα μαγαζιά ένα βράδυ και με είδες που το θαύμαζα στη βιτρίνα. Την άλλη μέρα το βρήκα στο κρεβάτι μας μ’ ένα τριαντάφυλλο πάνω του. «Να το φοράς και να μ’ αγαπάς» μου είχες γράψει σ’ ένα μικρό χαρτάκι. Το έχω φυλαγμένο ακόμα. Δεν μου έφτασε η ώρα να ετοιμάσω τίποτα. Το φουστάνι δεν μου χωράει πια. Κι οι μέρες μας γίνανε μια οδυνηρή επανάληψη. Κι αντί να καρδιοχτυπάμε από αγάπη, βουλιάζουμε στην αγωνία για το αύριο. Εσύ σκοτώνεσαι για ένα μεροκάματο κι εγώ παριστάνω τον θηλυκό Στουρνάρα στο σπίτι μας. Καταστρώνω σχέδια διάσωσης και πασχίζω να εξοικονομήσω κονδύλια, για να μη βουλιάξουμε. Οικονομία στα έξοδα. Κουτσούρεμα στις ανάγκες μας. Και να ξεγελάω τον πόνο μου μπροστά στα παιδιά. Κι εσύ να λείπεις όλη τη μέρα. Κι όταν έρχεσαι σπίτι, να έχω αυτή την αμυδρή ελπίδα πως θα χαμογελάς. Πως τάχα θα μ’ αγκαλιάσεις και θα μου πεις πως μ’ αγαπάς. Κι εγώ να μπλέξω τα δάχτυλά μου στα μαλλιά σου και να κλάψω σα μικρό κορίτσι. Να φύγει ο πόνος της μέρας. Να γίνουμε ένα…

Το ξέρω πως πασχίζεις για μας. Πως κάθε σου μέρα είναι και μια αναμέτρηση με το δαίμονα της επιβίωσης. Το βλέπω στα μάτια σου πόσο αγωνιάς. Μη μείνεις στην ανεργία. Μη φανείς αδύναμος στα μάτια μας. Μα ξέρεις; Στην αγωνία μας μη χάσουμε το αύριο, χάσαμε το σήμερα. Χάσαμε εμάς. Χάσαμε τις στιγμές μας. Κάναμε την κρίση προσωπική μας υπόθεση. Τη βάλαμε ανάμεσά μας. Ήθελα να φύγω απόψε. Ν’ ανοίξω την πόρτα και να το σκάσω στο σκοτάδι. Ή να κόψω τις φλέβες μου. Να χυθούν σταγόνες απ’ το αίμα μου στο μωσαϊκό. Να κάνω μια εντυπωσιακή έξοδο για τον άλλο κόσμο. Ν’ αφήσω πίσω μου ένα σημείωμα. Το σκέφτηκα. Ξέρεις τι θα έγραφα; Πόσο σ’ αγαπώ. Μόνο αυτό. Γιατί δεν το έκανα; Μα για να βρεις ζεστό φαγητό μετά τη δουλειά. Όχι, δεν αστειεύομαι. Αλήθεια στο λέω…

Αν ήμουν άρρωστη, αν ο γιατρός μου είχε δώσει λίγους μήνες ζωής, αυτό θα σου έλεγα. Και θα έτρεχα να προλάβω το χαμένο χρόνο. Μπορεί και να είμαι. Δεν το ξέρω… το μόνο που ξέρω στα σίγουρα, είναι πως σ’ αγαπάω. Και αποποιούμαι την προσωπική μου πτώχευση. Αυτή την κρίση δεν θα την κάνω ποτέ άρνηση, δεν θα την κάνω αφορμή για συναισθηματική νέκρωση, δεν θα την αφήσω να μας εξοντώσει ηθικά. Δάκρυσες ή μου φαίνεται; Ναι, εγώ τα λέω αυτά… Το ξέρω πως χτες τέτοια ώρα, σου φώναζα πως είσαι αδιάφορος. Κι εσύ φώναζες πιο δυνατά. Κι όσο υψώναμε τις φωνές, όσο γινόμασταν μικρά θηρία, τόσο σου κραύγαζα με τα μάτια μου «Μα σ’ αγαπάω, δεν το βλέπεις επιτέλους;»…

Έλα να μιλήσουμε. Σφίξε μου τα χέρια  στα δικά σου. Αύριο θα είναι πάλι μια μικρή μάχη. Θα είμαστε ο καθένας στο ανάχωμά του και θα πολυβολούμε τον εχθρό. Αλλά να ξέρεις πως ότι κι αν γίνει, όποια ήττα κι αν μας αναλογεί να ζήσουμε, εγώ θα φοράω κρυφά τα βράδια το παλιό μου φουστάνι. Κι ας με στενεύει. Θα γίνομαι το ερωτευμένο κορίτσι που κράταγε σα φωτόσπαθο το μικρό τσαλακωμένο χαρτάκι σου. Θα το διαβάζω και θα σ’ αγαπάω. Πάρ’το σαν μια ασήμαντη επανάσταση για την πιο σημαντική αιτία της ζωής μας. Να μείνουμε «εμείς».


Να στρώσω τραπέζι; Εδώ, πλάϊ στο βασιλικό. Με θέα τη μπουγάδα της γειτόνισσας. Με μουσική  υπόκρουση τις εξατμίσεις και τα φρεναρίσματα. Με μια υποψία ουρανού, να διακρίνεται πίσω απ’ τις κεραίες. Με τις τηλεοράσεις να ουρλιάζουν απ’ τα διπλανά διαμερίσματα. Εδώ, στο μικρό θυσιαστήριο που μας κλήρωσε η ζωή να υπάρξουμε. Εσύ κι εγώ. Εμείς…



Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Ένας χρόνος χωρίς τον Χρόνη

Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930 από γονείς καπνεργάτες και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και κομμουνιστές, κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Ταυτισμένος από τα γεννοφάσκια του με την Αριστερά, έζησε τον βίο του σε παραλληλία με την ιστορία της και τη σύγχρονη ιστορία του τόπου. Μπήκε φυλακή έφηβος στα 17 του στον Εμφύλιο, αποφυλακίστηκε ώριμος άντρας, στα 43 του, με την αμνηστία του Παπαδόπουλου. Στη φυλακή έμαθε γράμματα, αφού το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του Δημοτικού. "Ο Μανόλης Αναγνωστάκης μού έμαθε γράμματα στη φυλακή, ήμασταν θανατοποινίτες στο Γεντί Κουλέ", θα πει πριν από μερικά χρόνια σε συνέντευξή του στο "Βήμα". Το 1947 συνελήφθη, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ' ένα τυχαίο γεγονός. Ο ίδιος περιγράφει τη συγκλονιστική σκηνή με τη μάνα του στο "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς...":

"Όταν, που λες, είσαι για εκτέλεση, έχεις κάθε μέρα επισκεπτήριο. Ε, ήρθε η κακομοίρα η μάνα μου την πρώτη μέρα να με δει. Για να πάω στο στρατοδικείο, μου είχαν φέρει ένα κοστούμι του αδερφού μου, γιατί εγώ δεν είχα καλά ρούχα. Αφού είδα τη μάνα μου, την αγκάλιασα, της λέω, κοίτα να δεις, αύριο που θα 'ρθεις, να μου φέρεις τα παλιά μου τα ρούχα να φορέσω, γιατί, ε, αφού μεθαύριο θα μας σκοτώσουν, να μην πάει τζάμπα και το κουστούμι. Μπαμ η μάνα μου, κάτω, ξερή. Κάναμε επισκεπτήριο μαζί με τον Μαύρο, οπότε μου σφυρίζει μια σφαλιάρα και μου λέει, τι λες, ρε τσόγλανε, στη μάνα σου, είναι κουβέντες αυτές; Όχι, δεν το 'κανα επίτηδες, τα είχα χαμένα και 'γω ο φουκαράς, δεν ήξερα τι να της πω όπως σπάραζε στην αγκαλιά μου… Τέλος, χέσ’ τα...".



Μέχρι τον Αύγουστο του 1973 πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Αϊ-Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός κ.ά.). Ένα «διάλειμμα» ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρήκε στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.

Το πρώτο του βιβλίο, "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς", το 1985 (Γράμματα), γνώρισε πρωτοφανή απήχηση και τον καθιέρωσε ως συγγραφέα. Εκείνος σεμνός, περνούσε τακτικά από τα γραφεία της "Αυγής", συναντούσε φίλους αγαπημένους, τον Γρηγόρη Γιάνναρο, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, κι είχε έναν καλό λόγο και ένα χαμόγελο για όλα τα παιδιά, τότε, της εφημερίδας. Είναι τότε που άρχισε να κρατά τη δική του σχολιαστική στήλη στην "Αυγή" της Κυριακής. Λίγο μετά κυκλοφορεί γνωρίζοντας την ίδια απήχηση και το δεύτερο βιβλίο του "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;". Ακολούθησαν: "Τα κεραμίδια στάζουν", "Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι", "Ντομάτα με γεύση μπανάνας", "Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο".

Συνεπής με τους αγώνες του, τα τελευταία χρόνια δεν έπαψε να ασκεί κριτική και να καυτηριάζει όσα συμβαίνουν στον τόπο μας μέσα από συνεντεύξεις του. Σε μία απ' αυτές υπογράμμιζε: "Στα 80 μου χρόνια δεν έχω το δικαίωμα της συγγνωστής πλάνης, ούτε καμία δέσμευση για να μη λέω αυτό που σκέφτομαι και πιστεύω. Είναι τουλάχιστον ανόητο να υποστηρίζει κανείς ότι μια χώρα οικονομικά υποδουλωμένη μπορεί να είναι εθνικά και πολιτικά ελεύθερη και ανεξάρτητη. Ίσως αυτή η νέα υποτέλεια γεννήσει μια νέα εθνική αντίσταση".

Ο Χρόνης πέταξε μακριά μας πέρυσι, τέτοια μέρα. Στα 82 του χρόνια, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. Αναπαύεται στο Μικροχώρι Καπανδριτίου, όπου ζούσε αποτραβηγμένος μαζί με τη σύντροφό του Ρηνιώ.



«… Όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος. Είναι μετάβαση. Είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί, θα δώσεις χάρη κι ομορφιά, όπως η Μαρία, που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει…
Ήρθανε να την πάρουνε, και η Μαρία, είπε το “όχι”, με τον πιο αμετάκλητο τρόπο.
Πήγαμε στην κηδεία της. Και τί άκουσα τον παππά να λέει;
“Χοῦς εἶ, καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει”…
Και τότε κατάλαβα, πως η Μαρία σώθηκε.
Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια… »



"...Εδώ κάτω έχω και μια ροδιά (αγαπάω πολύ τις ροδιές) η οποία, κάποια μέρα μου αρρώστησε. Πήγα στον Γεωπόνο, πήρα φάρμακα, πήρα τούτο, πήρα τ’ άλλο, την ράντισα, τίποτα! Η ροδιά κάθε μέρα και χειρότερα. Ήταν Πανσέληνος. Την σκεφτόμουνα κι ήμουν στενοχωρημένος. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια, κι έκατσα σε μια πέτρα δίπλα της και άρχισα να της λέω πόσο πολύτιμη είναι για μένα, πόσο την αγαπάω, να την χαϊδεύω, να της μιλάω τρυφερά κλπ. Από την άλλη μέρα η ροδιά άρχισε να γίνεται καλύτερα. Έγιανε, και τον Σεπτέμβρη πέταξε και εκτός εποχής, πια, δυο τεράστια ρόδια. Τώρα, δεν ξέρω αν τα φάρμακα βοήθησαν, επίσης, αλλά εγώ αλλιώς το εισέπραξα και αλλιώς το ένιωσα..."



"...Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ξαναζήσω μια περίοδο εθνικής υποτέλειας της πατρίδας μου.Πιτσιρικάς δεκατριών χρονών πολέμησα τους Γερμανούς. Μετά, πολέμησα τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, την εποχή που ερχόταν εδώ ο Αμερικανός στρατηγός και του έλεγε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, διανοούμενος Κανελλόπουλος, «Ιδού ο στρατός σας!», δείχνοντας τον ελληνικό στρατό. Την εποχή που ερχόταν ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών ο περίφημος Πιουριφόι, και έμπαινε στο γραφείο του Πρωθυπουργού και ανέβαζε τα πόδια του πάνω στο γραφείο και του έλεγε τι να κάνει και τι να μην κάνει…

Ε, περίπου τα ίδια δε ζούμε τώρα; Έρχονται οι Τροϊκανοί. Τα ίδια δεν κάνουνε; Έχουμε κυβέρνηση; Πού είναι;"

"...Λέω καμιά φορά, σ’ αυτά τα παιδιά που τρέχουν στις διαδηλώσεις και χτυπιούνται με τους μπάτσους και μετά τους πλακώνουν με τα χημικά σα να ‘ναι κατσαρίδες, «Τι πάτε και σκοτώνεστε μες στους δρόμους και δεν πάτε να καταλάβετε τα χωράφια της Μονής του Βατοπεδίου και να κάνετε μια φάρμα; Είστε όλοι σας μορφωμένα παιδιά, έχετε διάφορες ειδικότητες, να καταλάβετε τα βασιλικά κτήματα, αυτού του κερατά στο Τατόι, να κάνετε μια φάρμα; Θα ‘χετε και τον κόσμο μαζί σας! Ποιος θα σας πει κουβέντα; Πάτε και πετάτε γκαζάκια, και καίτε το αυτοκίνητο του αλλουνού του κακομοίρη, τι σας φταίει ο άλλος;»...

"Ξέρεις τι είπε ο Δαντόν πριν τον καρατομήσουν; «Τα βήματα της ανθρώπινης ιστορίας είναι οι ταφόπετρες των ρομαντικών». Κατάλαβες; Και μέσα σε όλη την πορεία της ιστορίας, οι μόνοι που έσωσαν την αθωότητά τους ήταν αυτοί που σκοτώθηκαν νωρίς, πριν γίνουν εξουσία. Γιατί, σου λέω, ότι η εξουσία είναι το χειρότερο, είναι το τρομακτικότερο εφεύρημα του ανθρώπου!"...

"...Εγώ είμαι υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, υπέρ των μικρών κοινοτήτων, και το μόνο που θα έλεγα σήμερα που η χώρα μας περνάει κρίση, θα ‘τανε, “πάρτε τα βουνά, ξαναγυρίστε στα χωριά σας, ξαναγυρίστε στη λίμνη! Ξαναεποικήστε την Ελλάδα!

Έχουμε μια χώρα η οποία είναι ευλογία Θεού, παράγει τα πάντα! Από βότανα, από τρόφιμα, τα πάντα μπορεί να παράξει. Ποτέ όμως δεν είχαμε μια ικανή πολιτική ηγεσία.

Είναι πάρα πολύ εύκολο να φτιάξεις μια ιδεολογία ή μια θεωρία για την κοινωνία και να καλέσεις τους ανθρώπους να την εφαρμόσουν. Είναι όμως τρομερά δύσκολο, ως ανυπέρβλητο, να ξεπεράσεις το εμπόδιο του εαυτού σου και της κουλτούρας που σου πότισαν από τα γεννοφάσκια σου και τα δεσμά που έχει δέσει γύρω σου το σύστημα.
Γι’ αυτό ο δρόμος προς την απελευθέρωση από τη βαρβαρότητα, είναι ένας δρόμος πάνω από την πυρρά, που πρέπει να περάσει ο καθένας μας. Πάρα πολύ δύσκολος δρόμος".

"...Για την ώρα, το κάνουν αυτοί που έχουν κάποια δυνατότητα να το κάνουν. Δηλαδή, γνωρίζω ανθρώπους, οι οποίοι φύγανε και πήγανε στο Πήλιο, ένα από τα πιο παραγωγικά βουνά της Ελλάδας -εκεί και… μπουκάλια να φυτέψεις θα φυτρώσουνε και υπάρχουν κτήματα τα οποία είναι εγκαταλελειμμένα, γεμάτα ελιές, καρυδιές, μηλιές κλπ.- και νοίκιασαν ένα κτήμα, ίσα ίσα για να μην χάσει ο ιδιοκτήτης την κυριότητα, δηλ. με 500 ευρώ το χρόνο, για να καλλιεργούν και να ζουν εκεί, να πουλάν το λάδι και καμιά φορά να βγαίνουν και στην λαϊκή αγορά. Κάποιοι από αυτούς είναι και γιατροί ή δάσκαλοι και διοργανώνουν εκδηλώσεις. Περνάνε όμορφα, με την παρέα τους, με τα οργανάκια τους, κάθε άνοιξη συγκεντρώνουν τις εμπειρίες τους, για το πως π.χ. γίνεται το μελιτζανάκι τουρσί, τα καρύδια γλυκό, πώς από το λάδι γίνεται το σαπούνι, πώς χτίζουν σπίτια με αχυρόμπαλες κλπ., διάφορες γνώσεις, γιατί όλοι τους είναι και πολύ ενδιαφέροντες άνθρωποι και έχουν κυνηγήσει αυτήν τη γνώση, η οποία είναι πολύτιμη".

Πηγή: http://chronismissios.wordpress.com/

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Το γαλακτομπούρεκο

Photo: http://www.chap-at-the-door.org.uk
Ο Πέτρος μένει εδώ και δέκα μήνες στο νεκροταφείο των ζωντανών. Τις μέρες περιπλανιέται στο σταθμό των τραίνων και παρατηρεί τα παροπλισμένα βαγόνια. Ταυτίζεται μαζί τους και προσμένει τη μέρα που θα βάλει πάλι, σε μια ράγα τη ζωή του. Τα βράδια σμίγει με φίλους που ζουν κάτω από γέφυρες ή στις εμπορικές στοές του κέντρου. Στα μεγάλα κρύα, ξέρει πως θα τον επισκεφτεί  η παλιά πνευμονία και θα τον τσακίσει ο πυρετός. Καταστρώνει σχέδια διάσωσης, επισκέπτεται φορείς και οργανώσεις, ικετεύει για ένα μεροκάματο, χτυπάει πόρτες, απελπίζεται, βυθίζεται στην απόγνωση και κάθε πρωί ξαναγεννιέται.  Παραπαίει ανάμεσα στην άρνηση της οδύνης και στο αλισβερίσι με τον εαυτό του. Να παλέψει ή να παραιτηθεί.

Σπάνια βλέπει ανθρώπινα βλέμματα. Έχει συνηθίσει να παρατηρεί τους ανθρώπους ανάποδα. Από κάτω προς τα πάνω. Στα είκοσι δύο του χρόνια, η ματιά του έχει καταγράψει εκατοντάδες ζευγάρια πόδια και παπούτσια. Έχει εξασκηθεί να ψυχολογεί τον περαστικό κόσμο απ’ την περπατησιά του. Αφουγκράζεται.  Ξέρει ποιος θα κοντοσταθεί και θα του πετάξει ένα κέρμα στο τσίγκινο. Ποιος θα προσπεράσει αδιάφορος. Ποιος θα είναι επιθετικός και θα του κλωτσήσει τα ψιλά μακριά. Στο υπόγειο διαμέρισμα που ζούσε τις καλές εποχές, καθόταν κάθε βράδυ κάτω απ’ το μικρό φεγγίτη της κουζίνας και παρατηρούσε τη θέα των περαστικών ποδιών.  Όταν σουρούπωνε, άκουγε τα βήματά της να σέρνονται στο πεζοδρόμιο. Κάθε βράδυ και πιο κουρασμένα. Βήμα και νυγμός.

Τον φίλαγε τρυφερά μόλις έμπαινε σπίτι, έβγαζε τα ρούχα της, πλενόταν και του μαγείρευε αυτοσχεδιάζοντας. Με ό,τι υπήρχε διαθέσιμο στο ντουλάπι. Τις συνταγές που ήξερε, τις είχε φυλαγμένες σ’ ένα παλιό μεταλλικό κουτί από μπισκότα βουτύρου.  Δεκάδες κιτρινισμένα χαρτάκια, γραμμένα με καλλιγραφικά γράμματα και με αναλυτικές οδηγίες για την εκτέλεση. Ελλείψει υλικών, οι συνταγές αυτές αποτελούσαν πλέον αφορμή, μόνο για νοσταλγικές συζητήσεις. Τότε που η μάνα του ήταν γερή σαν ταύρος και καθάριζε ένα ολάκερο κτίριο στο μεροκάματό της. Κι αυτός φανταράκι ακόμα, την περίμενε στα επισκεπτήρια να του φέρει ζεστές πίτες τυλιγμένες σε αλουμινόχαρτα. Και το αγαπημένο του γαλακτομπούρεκο. Σιροπιασμένο και αχνιστό. «Να κεράσεις τα παιδιά στο θάλαμο», του φώναζε κάθε φορά που τον αποχαιρετούσε στην πόρτα.

Απολυτήριο, εφήμερες δουλειές, αδυναμία να στεριώσει κάπου κι άλλα απολυτήρια κι η ζωή του άρχισε να στενεύει επικίνδυνα. Ήταν ώρες που ήθελε να χωθεί  στο στενό φεγγίτη της κουζίνας και να πετάξει μακριά. «Τα πνευμόνια της είναι μαύρα… λυπάμαι, είναι μεταστατικός και δεν έχει ελπίδες». Κι αντί να τον πιάσουν τα κλάματα, έβαλε τα γέλια. «Τριάντα χρόνια γυαλίζει σκάλες με χλωρίνες και λευκαντικά. Δηλαδή... όσο άσπριζε τα μάρμαρα, τόσο μαυρίζανε τα πνεμόνια της!... Ειρωνεία δεν είναι γιατρέ;» 

Πριν φύγει, του άφησε ένα μικρό κομπόδεμα που είχε φυλαγμένο. «Για τα έξοδα της τελετής… κι ότι περισσέψει, φύλαξέ το να περάσεις μέχρι να βρεις το δρόμο σου αγόρι μου!...».
Τη μέρα της έξωσης, πρόλαβε να παραχώσει σε μια σακούλα σκουπιδιών λίγα ρούχα, μια κουβέρτα, το μεταλλικό κουτί με τις συνταγές και το ρολόι της. Το κράτησε για φυλαχτό. Το λουράκι είχε ακόμα το σχήμα του χεριού της. Κα μια αμυδρή μυρωδιά απ’ το δέρμα της.

Στα γενέθλιά του είχε έναν ασυνήθιστο για την εποχή ήλιο. Έκανε γλυκό ξύπνημα, ξαφνιασμένος απ’ τη ζεστή αύρα που τον τύλιγε. Στο μαρμάρινο πλατύσκαλο ενός εμπορικού κέντρου, που σύχναζε τα τελευταία βράδια. Τα δευτερόλεπτα που έκανε να τεντώσει το κορμί του και ν’ ανοίξει τα μάτια του, άκουσε βήματα να τον πλησιάζουν. Γρήγορα στην αρχή, μετά πιο αργά κι ύστερα σταματημένα κοντά του. Ένα ρεύμα ζεστού αέρα τον διαπέρασε. Ένιωσε στα πόδια του ένα αντικείμενο. Μια πλαστική σακούλα ζαχαροπλαστείου. Μ’ ένα μεγάλο κουτί μέσα. Γύρω, κανείς περαστικός. Ήταν νωρίς το πρωί και τις Κυριακές ο πεζόδρομος δεν είχε κίνηση. Άνοιξε παραξενεμένος το πακέτο. Τον ζαλίσανε οι μυρωδιές κι οι αχνοί που ξεπηδήσανε απ’ το κουτί. Ένα ταψί ζεστό γαλακτομπούρεκο. Έμεινε αποσβολωμένος για δευτερόλεπτα. Ο νεαρός που στεκόταν κρυμμένος πίσω του, τον πλησίασε και του φώναξε:
-   Ρε στραβάδι!... Εσύ ‘σαι ρε; Σήκω πάνω και παρουσιάσου ρε ψάρακα!...
-   Κυρ-Λοχία… εσείς είστε;
-   Εγώ ρε ψοφίμι! Πάλι λουφάρεις ρε; Και καλά σήμερα δικαιολογείσαι… έχεις και γενέθλια!
-   Τι πήγατε και θυμηθήκατε; Eγώ… εδώ…
-   Ξέρω ρε παλιοσειρά! Σ’ έχω ξαναδεί εδώ. Κι έσπαγα το κεφάλι μου πού σε ξέρω. Χτες βράδυ μου ήρθε αναλαμπή. Σήκω ρε να πάμε ως το σπίτι, να ρίξεις  μια ξούρα και λίγο νερό πάνω σου, να γίνεις άνθρωπος! Πάρε και το γλυκό να κεραστούμε. Όπως παλιά στο στρατόπεδο. Θυμάσαι ρε τι μας κουβάλαγε η κυρά-Ξένια και ντερλικώναμε όλοι στο θάλαμο;
-   Συγχωρέθηκε…
-   Άιντε, μάζεψε τα τσαμασίρια σου και  πάμε… Έχουμε να πούμε πολλά. Και να κάνουμε άλλα τόσα…


Του έδωσε το χέρι του να σηκωθεί. Περπατήσανε αγκαλιά στον έρημο πεζόδρομο, μέχρι που χαθήκανε στα στενά της πόλης. Ο Πέτρος θα έπαιρνε όρκο πως τα βήματα που άκουσε πριν λίγη ώρα να τον πλησιάζουν στο μέρος που κοιμόταν, ήταν γνώριμα. Και ήταν σχεδόν βέβαιος, πως όταν άνοιξε τα μάτια του, τα βήματα γίνανε ένα ελαφρύ φτερούγισμα . Ανεπαίσθητο στην αρχή, μέχρι που έσβησε στην ουρανομήκη πορεία του.



Η ιστορία είναι βασισμένη σε προσωπικές μαρτυρίες συνανθρώπων, που βρέθηκαν ξεριζωμένοι στο  δρόμο. Θα ήταν η συμμετοχή μου στο παιχνίδι της Φλώρας, αν μπορούσε να στριμωχτεί χρονικά και ποσοτικά στα πλαίσια του παιχνιδιού. Δυστυχώς, αυτό στάθηκε αδύνατον. Οι λέξεις αυτού του γύρου, είναι σημαδεμένες με κόκκινο χρώμα. Καλή επιτυχία σε όλους τους συμμετέχοντες κι ένα τεράστιο ευχαριστώ στην Φλώρα για την προτροπή και την έμπνευση που μας δίνει.



Το κείμενο φιλοξενήθηκε στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού