Γύρισε
στο γραφείο ανήμερα του Άη-Γιαννιού. Ανήσυχη για κάποιον απροσδιόριστο λόγο.
Κουρασμένη απ’ την ολιγοήμερη άδεια. Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά περάσανε σαν
οδοστρωτήρας από πάνω της. Η μικρή διατηρούσε ακόμα τη συνήθεια να γράφει γράμμα
σε κάποιον ανύπαρκτο Άγιο και κείνη υποκρίθηκε και φέτος πως το έστειλε. Ένα
πρωί, στο ταχυδρομείο της γειτονιάς. Το τσαλάκωσε, το έβαλε στην τσέπη της,
έκανε το γύρο του τετραγώνου για να περάσει λίγη ώρα και επέστρεψε σπίτι,
προσπαθώντας να έχει μιαν υποψία χαμόγελου μπροστά στα ανυπόμονα μάτια της
κόρης της. «Το έστειλες μαμά;» τη
ρώτησε με αδημονία. Με το βλέμμα γυρισμένο αλλού, απάντησε μ’ ένα ξεψυχισμένο «Μα και βέβαια!». Πνιγμένη στις ενοχές
και στην απόγνωση. Το γράμμα ξεχάστηκε,
χωμένο στο παλτό της. Δεν άντεξε ποτέ να το ανοίξει. Ήταν μάταιο.
Ο
διευθυντής της ευχήθηκε ψυχρά και της ζήτησε να πάρει έναν καφέ και να πάει στο
γραφείο του. Την έπιασε σύγκρυο. Ήξερε καλά πως η πρόσκληση για πρωινό καφέ,
έκρυβε δύο κινδύνους. Παράπονα ή φευγιό. Με προσποιητή λύπη, της ανακοίνωσε το
δεύτερο. Με συνοπτικές διαδικασίες, αποφασίστηκε η κατάργηση της θέσης της. «Έχετε ένα μήνα περιθώριο να αναζητήσετε μια
νέα θέση εργασίας στην αγορά. Η εταιρεία, αναγνωρίζοντας τη συμβολή σας όλα
αυτά τα χρόνια, θα σταθεί αρωγός στην προσπάθειά σας». Ζαχαρόσκονη στον
πικρό καφέ που την κέρασε. Δεν απάντησε. Και να ήθελε, δεν είχε φωνή. Βγήκε απ’
το γραφείο του και γύρισε στη δουλειά της. Ήταν τόση πολλή, που δεν πρόλαβε να
βουρκώσει.
Photo: http://tatphotography.blogspot.gr/ |
Αργά
το απόγευμα, πήρε τον ηλεκτρικό για να γυρίσει σπίτι. Σωριάστηκε σε μια θέση
πλάι στο παράθυρο κι απελευθέρωσε τις σκέψεις της. Αχαλίνωτες, ακολούθησαν την
τροχιά του τραίνου.
Ομόνοια-Μοναστηράκι: Έγινε δέκα χρόνια
μεγαλύτερη. Συνειδητοποίησε την κατάσταση. Οι πλάτες της λυγίσανε απ’ το βάρος
και τις ευθύνες.
Μοναστηράκι-Θησείο: Στο μυαλό της
στριφογύριζαν σενάρια, νούμερα, προβλήματα και αδιέξοδα. Και επισήμως άνεργη,
μ’ ένα παιδί που μόνο αυτή φρόντιζε για το μεγάλωμά του, με αβέβαιο το
ενδεχόμενο να βρει σύντομα δουλειά και μ’ ένα πενιχρό επίδομα ανεργίας που δεν
θα την έφτανε ούτε για τα έξοδα μιας βδομάδας.
Θησείο-Πετράλωνα: Το ενδεχόμενο να ζητήσει
βοήθεια, ήταν διαγραμμένο εδώ και χρόνια. Η μόνη βοήθεια που θα εισέπραττε, θα
ήταν ένα ηθικοπλαστικό κήρυγμα με τον πηχυαίο τίτλο «Στο λέγαμε πως δεν θα τα καταφέρεις μόνη μ’ ένα παιδί. Τώρα κολύμπα!...».
Πετράλωνα-Ταύρος: Ο νους της δεν
αντιστάθηκε σ’ ένα σενάριο αυτοκτονίας. Να πέσει στις γραμμές του τραίνου και
να συνθλιβεί κάτω απ’ τις λαμαρίνες.
Ταύρος-Καλλιθέα: Παραδέχτηκε πως θα ήταν
πιο αξιοπρεπές να πεθάνει στο σπίτι της. Αφήνοντας ένα γράμμα στην Αναστασία. Εξηγώντας
της, τι;… Τι απ’ όλα;
Καλλιθέα-Μοσχάτο: Της ήρθε μια αυθόρμητη
διάθεση να σηκωθεί όρθια και ν’ ανακοινώσει δημόσια: «Είμαι άνεργη, έχω μια κόρη να μεγαλώσω, δεν έχω καμιά βοήθεια από
πουθενά, είμαι απελπισμένη! Χρειάζομαι μια κουβέντα σας για να κρατηθώ ζωντανή!».
Μάταιο. Στο βαγόνι δεν υπήρχε παρά ένας ρακένδυτος γέροντας, που κοιμόταν
μακαρίως στο απέναντι κάθισμα. Θα πρέπει να ήταν αξύριστος επί μήνες, ωστόσο
περνώντας από μπροστά του, μια μυρωδιά ροδόνερου έφτασε στα ρουθούνια της.
Κατέβηκε
στο Μοσχάτο και κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Λιγοστοί άνθρωποι περάσανε από μπροστά
της, κατευθυνόμενοι βιαστικά προς την έξοδο. Καθώς ξεκίναγε το τραίνο, διέκρινε
τον ηλικιωμένο συνταξιδιώτη της, να της χαμογελάει πίσω απ’ το παράθυρο. Η
μορφή του ήταν οικεία, αλλά της ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί εκείνη τη στιγμή.
Σα
να ήταν από μολύβι τα πόδια της, σύρθηκε ως το σπίτι. Δεν είχε αποφασίσει αν
έπρεπε να μιλήσει στην Αναστασία. Να της πει την αλήθεια ή να την προστατεύσει
απ’ αυτήν. Στην είσοδο της πολυκατοικίας, την πλησίασε μια νεαρή γυναίκα.
Κρατούσε μια μεγάλη χάρτινη τσάντα και φαινόταν βουρκωμένη. Προχωρούσε σαν
υπνωτισμένη και παραλίγο να πέσει πάνω της. «Συγνώμη!» της είπε τρομαγμένη η άγνωστη γυναίκα. «Δεν πειράζει, μην κάνετε έτσι! Δεν έγινε και
τίποτα…».
Η άγνωστη γυναίκα την πλησίασε και ξέσπασε σε κλάματα. «Δεν σας ξέρω, αλλά δεν έχω κάποιον άλλο να
μοιραστώ αυτό που μου συμβαίνει. Το απόγευμα αγόρασα ένα δώρο στον εαυτό μου κι
ύστερα πήγα στον γιατρό μου για να πάρω τα αποτελέσματα των εξετάσεων που έκανα
προ ημερών. Τσεκ-απ ρουτίνας. Μετά, είχα κανονίσει να βγω με τον φίλο μου για
να γιορτάσουμε μαζί τα γενέθλιά μου. Ο γιατρός μου ανακοίνωσε πως έχω όγκο στο
στήθος. Επιθετικός, όπως έδειξε η αξονική… Τι σας λέω τώρα ε; Εσείς θα έχετε τα
δικά σας κι εγώ σας ζαλίζω με τον καρκίνο μου… Να, σκέφτηκα να σας το κάνω
δώρο. Δεν το χρειάζομαι νομίζω. Αύριο μπαίνω στο αντικαρκινικό και αν βγω
ζωντανή, θα έχει τελειώσει ο χειμώνας. Πείτε ότι είμαστε φίλες. Πως βγήκαμε
μαζί απόψε και σας κέρασα για τη γιορτή μου… Κάθε φορά που θα το φοράτε, να
κάνετε μια ευχή για μένα. Αν γλυτώσω, θα έρθω να σας βρω. Εδώ μένετε; Κι εγώ
δυο στενά παρακάτω. Πώς σας λένε; Εμένα Χαρά. Αστείο ε;…. Σας παρακαλώ κρατήστε
το… και μην ξεχνάτε να κάνετε μια ευχή για μένα. Λένε πως οι ευχές από καλούς ανθρώπους,
πάντα εκπληρώνονται… Θα το πάρετε; Σας ευχαριστώ!»
Της
άφησε την τσάντα στα πόδια και χάθηκε στο σκοτάδι.
Έμεινε
για λίγα λεπτά στην είσοδο της πολυκατοικίας, προσπαθώντας να διαχειριστεί αυτό
που της συνέβη. Αδύνατον να βάλει σε τάξη τα γεγονότα. Ήταν κι αυτή η μυρωδιά ροδόνερου,
που είχε αφήσει πίσω της η λαχανιασμένη ανάσα της άγνωστης γυναίκας. Είχε
κολλήσει στα ρουθούνια της εδώ και ώρα και την ζάλιζε ευχάριστα. Κάτω απ’ τη
λάμπα του πεζοδρομίου, έβγαλε το ρούχο που ήταν διπλωμένο στη σακούλα. Ένα
κατακόκκινο μάλλινο παλτό. Μακρύ ως τις γάμπες, με μαύρη αγκράφα στη μέση και
ζεστή επένδυση στο εσωτερικό του. Ένιωσε το κεφάλι της, σαν ένα ηφαίστειο
έτοιμο να εκραγεί απ’ τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα.
Αργά
το βράδυ, όταν κοιμήθηκε η μικρή, έβγαλε το παλτό απ’ την τσάντα και το φόρεσε.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Μετά από πολύ καιρό, του χαμογέλασε. Έκοψε την
ετικέτα απ’ το μανίκι και το κρέμασε στον καλόγερο για να το φορέσει την
επόμενη μέρα. Μάζεψε το παλιό της παλτό και πριν το κρεμάσει στην ντουλάπα,
άδειασε τις τσέπες. Βρήκε το ξεχασμένο γράμμα της Αναστασίας. Κάθισε στην άκρη
του κρεβατιού και το διάβασε:
«Αγαπημένε Άη-Βασίλη, με λένε Αναστασία και
είμαι δέκα χρονών. Ίσως να μην υπάρχεις, αλλά δεν έχω πού να στείλω το γράμμα
μου. Θα ήθελα να είχα έναν παππού σαν και σένα, να με φροντίζει και να μου
φέρνει δώρα. Μένω με τη μαμά μου σ’ ένα διαμέρισμα στο Μοσχάτο. Δεν έχουμε
καμινάδα και δεν θα μπορέσεις να με βρεις εύκολα, γιατί είμαστε μεγάλη
πολυκατοικία. Αλλά δεν χρειάζεται να έρθεις. Αυτό που θέλω να μου φέρεις,
μπορείς να το κάνεις κι από μακριά. Να προστατεύεις τη μαμά μου, από κει πάνω
που πετάς με το έλκηθρό σου. Αν δεις ότι κινδυνεύει, να τη φυλάς για να είναι
καλά. Αν είναι καλά η μαμά, εγώ δεν φοβάμαι τίποτα. Έχω, ό,τι της ζητήσω. Ξέρω
πως δουλεύει παραπάνω ώρες για να μη λείπει τίποτα στο σπίτι μας. Κι αν
μπορείς, να της στείλεις ένα ζεστό παλτό, γιατί αυτό που έχει είναι τρύπιο. Θα
ήθελα να έχει ένα κατακόκκινο παλτό, μακρύ και ζεστό. Τα Χριστούγεννα μου πήρε
ένα καινούργιο μπουφάν και νομίζω πως δεν έφτασαν τα χρήματα να πάρει κι εκείνη
κάτι. Γι αυτό σε παρακαλώ πολύ, να την έχεις καλά.
Σ’ ευχαριστώ καλέ μου Άγιε!
Αναστασία»