Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Σούλα Mαινόμενη



(πρόλογος)
Ο Μάρτης φέρνει τρόικα κι ο Απρίλης καρδιοχτύπι
φουσκοδεντριές η άνοιξη κι ο Μάης χαρμολύπη
κι ο Μήτσος για πλεόνασμα μου είπε αποβραδίς
“Πρωτογενές;” τον ρώτησα,
μα δεν αναφερότανε στου Σαμαρά τις δις.

(επεισόδιο)
Το μόνο σου πλεόνασμα υπάρχει στα ψωμάκια
αγκομαχούν τα φερμουάρ και τρίζουν τα κουμπάκια!
Βαστάτε Τούρκοι τ΄ άρματα κι η Σούλα ξεσπαθώνει:
Σε ένα μήνα θα με δεις, με medium παντελόνι”!

(xορικό)
Άμα θα βγει πρωτογενές κι αυξήσεις θα δοθούνε
και στην οκτάβα του Άδωνη, αηδόνια θ’ ακουστούνε
κι άμα φανούν κεφάλαια και γίνουν επενδύσεις
και οι φτωχοί ανασάνουνε
τότε μονάχα Σούλα μου εσύ θ’ αδυνατίσεις!

(Σούλας ωδή)
Κατάρα στα κοκκινιστά, στις μπεσαμέλ, στις σάλτσες
Ω!... μα τον Δία θα κοπούν για πάντα οι μπουγάτσες!
Πιλάτες και κοιλιακούς, ποδήλατο και ζούμπα
νερόβραστα απ’ αύριο,
και μη τολμήσεις να μου πεις: “Έλα για μια τουλούμπα”!

(στάσιμον)
Αρχίζει η αναγέννηση κι η Σούλα θα ανθίσει
αδύνατη κι ευθυτενής να γίνει θα μοχθήσει
κι ο Μήτσος κατατρόμαξε γιατί θα πέσει πείνα
“Τσουκάλι δεν θα βάζουμε;
Έτσ’ είναι Μήτσο μου αυτά, εγώ στο γυμναστήριο κι εσύ σε μια καντίνα”!

(έξοδος)
Σούλα το παρανόησες, δεν είναι εδώ το Σούλι
δεν θέλω να θυσιαστείς για να γενείς μανούλι.
Αν είναι να πεινάσουμε και να μου τρέχουν σάλια...
Να μείνω με πλεόνασμα;
Ο Μήτσος καλοσκέφτηκε κι απάντησε νηφάλια:
Καλύτερα μιας ώρας ψωμάκια κι αγκαλιές, παρά να ζούμε χώρια - νερόβραστοι εραστές”!

 
Η Σούλα συμμετείχε και βραβεύτηκε στο 3ο Συμπόσιο Ποίησης που διοργάνωσε η αγαπημένη μας Αριστέα στο μπλογκ της "Η ζωή είναι ωραία". Δίνοντάς μας το σύνθημα με δύο υπέροχες λέξεις, Άνοιξη και Αναγέννηση, μας προέτρεψε να τρέξουμε με τη φαντασία μας στα προσωπικά μας μονοπάτια και να δημιουργήσουμε στίχους. Συμμετείχαν 24 ποιήματα (όσα και τα γράμματα στο αλφαβητάρι μας). Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την αγάπη σας και τα υπέροχα σχόλιά σας! Αριστέα... ΣΛ !

Σημείωση: Το ποίημα είναι αφιερωμένο ολόψυχα σ' όλες τις "Σούλες" που αγαπούν τον εαυτό τους και γυρίζουν προκλητικά την πλάτη στα στερεότυπα της τέλειας γυναίκας. Που δεν θα ξεκινήσουν αυτό το μήνα -ειδικά- εντατική γυμναστική, δεν θα προμηθευτούν ανόητα κατασκευάσματα που υπόσχονται θεαματικό αδυνάτισμα σ' ένα μήνα και δεν θα ζοριστούν να χωρέσουν στο "μέγεθος" που κάποιοι άλλοι όρισαν ως κοινά αποδεκτό. 



Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Ιστορίες του καφενέ - "What is baklavas?"

Η αίθουσα ομιλιών του κεντρικού ξενοδοχείου, είναι ήδη γεμάτη. Έχουν πλακώσει πελάτες, συνεργάτες και σύσσωμο το τμήμα πωλήσεων της εταιρείας. Ένας αχταρμάς από ντόπιους γιάπηδες, Γερμανούς μεγαλομάνατζερς και βόρειους παρατρεχάμενους. Μιλάνε σε ακατάληπτα αγγλικά, ο καθένας με την προφορά του. Βαβέλ, ώρα δέκα το πρωί, με θέα την Ακρόπολη και θέμα τη νέα σειρά προϊόντων της εταιρείας. Οθόνες αφής, τεχνολογία cloud, οχταπύρηνοι επεξεργαστές και εικονικές βιβλιοθήκες αποθήκευσης. Τoυς παρατηρώ για λίγο και προσπαθώ να μαντέψω τις διαθέσεις τους. Απογοητεύομαι γρήγορα.Οι μισοί χασμουριούνται κι οι άλλοι μισοί είναι στην καφετέρια. Σχολιάζουν το χθεσινό ματς, σκανάροντας με κλεφτές ματιές τις κοπέλες της υποδοχής. Η παρουσίαση αρχίζει και οι θαμώνες κινούνται δύσθυμα προς τις καρέκλες τους. “Good morning to everybody and thank you for being here today”…

Στη δέκατη περίπου διαφάνεια μας διακόπτει ο ήχος μιας αναγγελίας. Μια ανήσυχη φωνή απ’ τα μεγάφωνα, προειδοποιεί για απειλητικό τηλεφώνημα βόμβας. Ακολουθούν οδηγίες για την εκκένωση της αίθουσας και απομάκρυνση απ’ την περιοχή. Όση ώρα μάζευα το λάπτοπ μου και σιχτίριζα την τύχη μου, άκουγα την εκφωνήτρια να λέει: “Όταν ολοκληρωθεί ο έλεγχος της αστυνομίας και επιβεβαιωθεί ότι μπορείτε να επιστρέψετε με ασφάλεια στο χώρο, θα ειδοποιηθείτε απ’ τη γραμματεία”.

Βγαίνουμε στην πλατεία, κάτω απ’ τον αθηναϊκό ήλιο και το βόμβο της πόλης. Ανάμεσα στο πλήθος των περαστικών, φαντάζουμε σαν ένα γραφικό μπουλούκι από κουστουμαρισμένους κομπάρσους, με γυαλισμένα παπούτσια, αλλά λασπωμένα βλέμματα. Χρυσόψαρα έξω απ’ τα νερά τους. Που δεν αναπνέουν, παρά μόνο σε κλιματισμένες αίθουσες, με παχιές μοκέτες και τεχνητούς φωτισμούς. Έχουμε δυο ώρες –τουλάχιστον- κενές. Άδειες. Το απόλυτο τίποτα. Δίχως οθόνες, δίχως ακουστικά, δίχως νούμερα. Δίχως νόημα. Εμείς κι ο ήλιος.




Η ατζέντα της ημέρας δεν προέβλεπε αυτή την αναπάντεχη βόλτα. Αμαθείς και απαίδευτοι να λειτουργούμε δίχως πρωτόκολλο και χρονικά πλαίσια, βαδίζουμε προς το ιστορικό κέντρο. Κάποιοι το βρήκαν σαν αφορμή να το σκάσουν επιτήδεια και να γυρίσουν στο λαγούμι τους. Οι υπόλοιποι, αναλάβαμε να ξεναγήσουμε τους ξένους καλεσμένους μας στα στενά της Αθήνας. Στην αναπάντεχη περιπλάνησή μας στα σοκάκια της Πλάκας, το κέφι άρχισε να ζωντανεύει στην παρέα. Δεν αργήσαμε να βλέπουμε με καλό μάτι, την αναβολή της παρουσίασης.

Σ’ ένα απόμερο καφενεδάκι, οι ξένοι κοντοστέκονται. Βγάζουν τα κινητά και τραβάνε φωτογραφίες. Με φόντο τον ιερό βράχο, ξεπροβάλλει ένα παλιό παραδοσιακό μαγαζάκι, με πέτρινη πρόσοψη και ξύλινο διάκοσμο. Στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο, αραδιασμένα μια σειρά από σιδερένια τραπεζάκια, όλα βαμμένα μπλε, μ’ ένα λευκό σεμεδάκι και μια γλαστρούλα με βασιλικό στο κέντρο τους. Στο παλιό χαγιάτι πάνω απ’ το καφενείο, κυματίζει μια ελληνική σημαία. Κι ακριβώς από κάτω, στον παχύ ίσκιο μιας μουριάς με ασβεστωμένο κορμό και αστραφτερά φύλλα, μια παρέα νεαρών σερβίρονται αχνιστό καφέ σε μπακιρένια μπρίκια, μια κανάτα δροσερό νερό και μεγαλοπρεπείς μερίδες μπακλαβά. Ένας ηλικιωμένος κύριος με κάτασπρη ποδιά τυλιγμένη στη μέση του, ένα κλωνάρι βασιλικό στηριγμένο στ’ αυτί του και μια καρό πετσέτα κρεμασμένη στον ώμο του, τους αραδιάζει με θόρυβο τα πιατέλα με τα γλυκά. Οι μυρωδιές απ’ τα σορόπια φτάνουν ως τα ρουθούνια μας. Στα λαρύγγια των ξένων διαγράφονται μικροί κόμποι που ανεβοκατεβαίνουν ξέφρενα.


Δίχως δεύτερη σκέψη, παρατάνε πάνω στο πλακόστρωτο τις τσάντες με τα λάπτοπ και ενώνουν με άφατο ενθουσιασμό τραπεζάκια και καρέκλες. Σαν μικρά παιδιά που ξαφνικά ανακάλυψαν μια αλάνα και ξαμολιούνται για παιχνίδι. “Με το μαλακό παιδιά!” τους φωνάζει ο συμπαθητικός καφετζής. “Από πού ξεφυτρώσατε όλοι σας ξαφνικά;”. Αναλαμβάνω χρέη δραγουμάνου και του εξηγώ τι έχει προηγηθεί. Με ύφος στομφώδους παρουσιαστή, του λέω: “Είναι μεγαλοστελέχη της εταιρείας μας και θέλω να τους περιποιηθείτε, κύριε… πώς είπαμε σας λένε;”. “Μιχάλη με λένε και περιττή η υπόδειξη παιδί μου. Εδώ, όλοι εξυπηρετούνται με το παραπάνω. Βολευτείτε κι έρχομαι σε λίγο για παραγγελία”.

Κάποιοι εισχωρούμε με περιέργεια στα ενδότερα του μαγαζιού για να χαζέψουμε το διάκοσμο. Πέτρινοι τοίχοι, στολισμένοι με παλιές φωτογραφίες επωνύμων που ήταν θαμώνες του καφενείου, ασπρόμαυρο μωσαϊκό και μαρμάρινα τραπέζια με μαντεμένια πόδια από παλιές ραπτομηχανές. Στα ράφια μιας πατιναρισμένης σερβάντας, γυάλες με γλυκά κουταλιού, χειροποίητες μαρμελάδες και σερμπέτια. Δεν αργήσαμε να συγκεντρωθούμε όλοι πάνω απ’ τη βιτρίνα με τα γλυκά, σαν τις μέλισσες που μυρίστηκαν νέκταρ. Πάνω στις σχάρες, ήταν αραδιασμένα ταψιά με γαλακτομπούρεκα και μπακλαβάδες. Ο θηριώδης Ολλανδός που στεκόταν δίπλα μου, με ρώτησε τι γλυκό είναι αυτό, με τον αντίχειρά του κολλημένο στο τζάμι της βιτρίνας. “Τhis is baklavas”, του απαντάω.


O κυρ-Μιχάλης ήρθε κοντά, για να μας δώσει τα φώτα του στις απανωτές ερωτήσεις και στα επιφωνήματα θαυμασμού του Ολλανδού.
What is baklavas?” ρωτάει ο Ολλανδός κι εγώ μεταφράζω στον κυρ-Μιχάλη.
Τον μπακλαβά, πες του, πρώτα τον τρως κι ύστερα τον αναλύεις”.
Το επόμενο δίωρο κύλησε σα δροσερό νεράκι. Στη λιακάδα του πρωινού, με θέα την Ακρόπολη και με τις γεύσεις του γλυκού και του καφέ στη χόβολη να μεθάνε τους ουρανίσκους μας, χαλαρώσαμε, λύσαμε τις γραβάτες μας και αφεθήκαμε σε φιλικές κουβέντες. Μοιραστήκαμε τα προσωπικά μας, τις ανησυχίες μας και τους προβληματισμούς μας. Οι ξένοι ενθουσιάστηκαν με την εξυπηρέτηση του κυρ-Μιχάλη, που πηγαινοερχόταν ασταμάτητα για να μας περιποιηθεί. Κάθε τόσο ρώταγε “Όλα καλά παιδιά; Να κεράσω μια λεμονάδα σπιτικιά, να πάνε κάτω τα σορόπια;

Το καφενείο είχε ήδη γεμίσει από τουρίστες και παρέες περαστικών, αλλά εκείνος επέστρεφε σαν πιστό σκυλί. Καθάριζε τα τασάκια, έφερνε κανάτες με δροσερό νερό, μας έκανε χωρατά κι έκλεινε διαρκώς το μάτι στον Ολλανδό.

Να ετοιμάσω ουζάκια παιδιά; Έχω και καλό μεζέ σήμερα. Γαύρο μαρινάτο, λαδοτύρι σαγανάκι και λιαστή ντομάτα”. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι ο Ολλανδός σηκώθηκε ενθουσιασμένος, αλαλάζοντας “Ouzo!... Yes my friend! I love Ouzo!...”. Ήμουν αχρείαστος πλέον στη μεταξύ τους επικοινωνία. Μιλάγανε ήδη μια κοινή γλώσσα οι δυο τους.

Ο κυρ-Μιχάλης άδειασε τα τραπέζια μας και κατευθύνθηκε στο μαγαζί για να ετοιμάσει την παραγγελία μας. Την ώρα που έφερνε τα πρώτα κατοσταράκια με τα σωληνωτά ποτήρια, χτύπησε το τηλέφωνο. “Απ’ τη ρεσεψιόν σας τηλεφωνώ. Μπορείτε να επιστρέψετε αμέσως. Η έρευνα ολοκληρώθηκε και αποδείχτηκε φάρσα. Λυπούμεθα για την ταλαιπωρία. Δυστυχώς θα πρέπει να ολοκληρώσετε στo επόμενo δίωρο, γιατί η αίθουσα είναι κλεισμένη για την επόμενη εκδήλωση. Εάν επιθυμείτε, λόγω της προχωρημένης ώρας, μπορούμε να σας σερβίρουμε γλυκόξινα φίνγκερ φουντ με ελαφρύ κοκτέϊλ. Θα υπάρξει βέβαια μια μικρή οικονομική επιβάρυνση…”.

Ενημέρωσα τους ξένους για το τηλεφώνημα κι όλοι πέσανε σε μαύρες πλερέζες. Ο Ολλανδός ωρυόταν δίπλα μου “Oh shit…”. Ο κυρ-Μιχάλης ψυχανεμίστηκε τι είχε συμβεί κι άνοιξε σα φτερούγες τα χέρια του για να μας κάνει όλους μια αγκαλιά. “Μη σκάτε ρε παιδιά!... Αμέτε στη δουλειά σας κι άμα αποκάμετε, ελάτε πάλι. Δε κουνάει ο καφενές. Θα σας φυλάξω και τους μεζέδες και θα κεράσω και γιαουρτάκι με γλυκό κυδώνι… Ψες βράδυ το μαστόρεψε η Μαριώ μας”.

Σηκωθήκαμε απ’ τις καρέκλες σα δαρμένα σκυλιά. Ο Ολλανδός μου έκανε νόημα. Μου ζήτησε να πω στον κυρ-Μιχάλη να μας περιμένει και πως τον ευχαριστεί πολύ για τη φιλοξενία και την περιποίηση. Του τα μετέφερα αυτολεξεί κι ετοιμαζόμουν να τον πληρώσω και να τον αποχαιρετίσω.

“Χρωστώ κάτι στον Ολλανδό σου. Μιαν απόκριση γι αυτό που με ρώτησε νωρίτερα”.
“Τι σημαίνει μπακλαβάς, εννοείς;”
“Ναι… πες του πως ο μπακλαβάς είναι σαν τη ζωή. Πρέπει να κρατάει την παράδοση, να έχει καλή γέμιση, να τραγανίζει άμα τον δαγκώνεις και να μοσχομυρίζει αγνά υλικά”…




Οι αυτοτελείς ιστορίες του καφενέ, σερβίρονται χάρη στην Αριστέα που έχει αναλάβει το στήσιμο και το συντονισμό. Συμμετέχουν τα εξής ιστολόγια:

Δημήτρης Ασλάνογλου, που φιλοξενήθηκε από την Αριστέα
Αγριμιώ, http://agrimio.wordpress.com/
Έλενα, http://miakalimera.blogspot.gr/
Xris Kat, http://neraidodimiourgies37.blogspot.gr/
Κική, http://ekfrastite.blogspot.gr/
Sofia Sofaki, http://happiness-bonheur.blogspot.gr
Μαρία Νι, http://mia-matia-ston-ilio.blogspot.gr/
Γεωργία, http://armoniaart.blogspot.gr/
Κάτια, http://katitimou.blogspot.gr/
Lysippe, http://on-the-up-and-up.blogspot.gr/
Γλαύκη, θα φιλοξενηθεί από http://pistos-petra.blogspot.gr/
Κατερίνα Βερίγκα, http://positive-thinking-greece.blogspot.gr
Λεβίνα, http://levina-imagination.blogspot.gr
Δέσποινα, http://www.mamadesekrisi.blogspot.gr/
Katerina Koko, http://followkoko.blogspot.gr
Κλαυδία, θα φιλοξενηθεί από http://pistos-petra.blogspot.gr/
Έλλη, http://funkymonkey-handmadecreations.blogspot.gr/
Κατερίνα Βαλσαμίδη, http://apopsitexnis.blogspot.gr
Μαριλένα, http://marilenaspotofart.wordpress.com/
Μαρία(me maria), http://mytripssonblog.blogspot.gr/
Μαρία Έλενα, http://maria-elena-jewellery.blogspot.gr/
Φλώρα, http://texnistories.blogspot.gr/
Πέτρος (Ακυβέρνητος) http://akivernitos.blogspot.gr/
@ριστέα, http://princess-airis.blogspot.gr/

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

2 + 2 = 5

Η μικρού μήκους ταινία του ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτη, Babak Anvari, διερευνά την επιθυμία των ανθρώπων να αμφισβητήσουν την εξουσία. Σε ποιο βαθμό δέχονται να σκύψουν το κεφάλι και να υπακούσουν στις εντολές της;
Η ταινία «Δύο και Δύο» (“Two and Two”) προτάθηκε ως καλύτερη ταινία μικρού μήκους 2012 στα βραβεία BAFTA 2012.



Πηγή: http://www.ksm.gr/2-2-5/

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Tα μαθητικά τα χρόνια δεν τ’ αλλάζω με τίποτα

Στο λεύκωμα του λυκείου, είχα ζωγραφίσει με μολύβι τη μορφή του. Στη σελίδα  «Ο αγαπημένος μου ήρωας»,είχα γράψει με κόκκινο μαρκαδόρο το όνομά του. Κι από κάτω, είχα κολλήσει ένα μικρό γαρύφαλλο. Μαράθηκε στο πέρασμα του χρόνου, μα έχει απομείνει ένα ίχνος της αψάδας του. Να μου θυμίζει τους καυγάδες, τα πειράγματα και τις ατέλειωτες συζητήσεις με τους συμμαθητές μου. Ήταν η εποχή που ανακαλύπταμε ποιητές, γραφιάδες, στιχάκια, συνθήματα και επαναστάτες που σημάδεψαν την ιστορία στο πέρασμά τους. Οι τσάντες μας ήταν χακί στρατιωτικές και πάνω τους ζωγραφίζαμε το σήμα της ειρήνης και φράσεις του Οστρόφσκι, του Ρίτσου και του Λουντέμη. Ονειρευόμασταν να «δέσουμε το ατσάλι» και δίναμε υποσχέσεις πως θ’ αλλάξουμε τον κόσμο. Θα τον κάναμε δίκαιο και ανθρώπινο.

"Κάνουμε αύριο κοπάνα;", έπεσε η πρόταση απ’ την Λένα. "Να γλυτώσουμε και το διαγώνισμα στη Χημεία". "Κι αν στραβώσει και το μάθουν οι δικοί μας;"... "Ωραία επανάσταση θα κάνουμε!", μου πέταξε στα μούτρα η κολλητή μου. Δεν ήθελα και πολλά για να συναινέσω στην πρότασή της. Με την Χημεία μας χώριζε ανέκαθεν ένα αβυσσαλέο μίσος. Ποτέ δεν κατάφερα να τη συμπαθήσω, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου. Ίσως δεν βρέθηκε κι ο καθηγητής που θα με έκανε να την κατανοήσω, για να μπορέσω να την αγαπήσω στη συνέχεια. Οργανωθήκαμε λοιπόν, φτιάξαμε τον χάρτη απόδρασης και συμφωνήσαμε να κατέβουμε στο Μοναστηράκι. Αμερικάνικη αγορά (το ότι περιφέραμε το σύνθημα «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», το κάναμε γαργάρα εκείνες τις ώρες), καφεδάκι στο Θησείο, βόλτα στα παλιατζίδικα και επιστροφή με το τρένο για να είμαστε στην ώρα μας στο σπίτι. Με το φόβο και τις ενοχές να αιωρούνται σ’ όλη τη διάρκεια της βόλτας μας, επιστρέψαμε νωρίς το μεσημέρι με τον ηλεκτρικό. Αποχαιρετιστήκαμε έξω απ’ το σταθμό και κατευθυνθήκαμε προς τα σπίτια μας. Περνώντας απ’ την κεντρική πλατεία της περιοχής, έπεσα πάνω στον πατέρα μου. Θυμάμαι ότι κόπηκε η ανάσα μου. Στο μέτωπό μου ένιωσα ν’ αναβοσβήνει μια φωτεινή επιγραφή "Έκανα κοπάνα σήμερα!"... Το κατάλαβε. Ήμουν βέβαιη. "Να κεράσω ένα σάντουιτς;", μου είπε. "Μπα, δεν πεινάω…", του είπα άκεφα. Με αποχαιρέτησε χαμογελαστός για να γυρίσει στη δουλειά του. Γυρνώντας την πλάτη μου για να φύγω και να  ξεφωνίσω από ανακούφιση, τον άκουσα να μου λέει: "Την Κυριακή λέω να κατέβουμε μια βόλτα στο Μοναστηράκι. Σου έχω υποσχεθεί ένα κασετόφωνο και κάτι κασέτες…". Θα πρέπει να έμεινα ακίνητη στη μέση του δρόμου για αρκετά λεπτά, με τους παλμούς μου να ακούγονται σαν συγχορδία κρουστών και τυμπάνων.

Αργότερα έμαθα πως το περιβόητο σχέδιο κοπάνας με την Λένα, είχε διαρρεύσει από μια φλύαρη γειτόνισσα που μας είχε δει να περιφερόμαστε στο κέντρο. Ίσως αν το παίζαμε στα δελτία ειδήσεων, το μυστικό μας να ήταν πιο ασφαλές. Ειδοποίησε αμέσως την μητέρα μου στη δουλειά της, κι αυτή με τη σειρά της τον πατέρα μου. Θα πρέπει να είχε στήσει καραούλι στο σταθμό από νωρίς. Μας είδε που κατεβήκαμε με την φίλη μου και καραδοκούσε για την "τυχαία" μας συνάντηση. Η μητέρα μου δεν ήταν τόσο ευγενική μαζί μου. Αλλά με τον πατέρα μου υπήρχαν μυστικοί κώδικες. Εκείνη την Κυριακή, κατεβήκαμε όντως στο Μοναστηράκι και μου αγόρασε το πολυπόθητο κασετόφωνο. Τον ρώτησα για κασέτες, με το μαλακό βέβαια γιατί ήμουν ακόμα μουδιασμένη απ’ τα αποκαλυπτήρια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αυθόρμητη απάντησή του και το κλείσιμο του ματιού του "Τι θα’λεγες να πάρουμε κανένα αντάρτικο; Γιατί εγώ, απ’ αυτά τα ξένα που ακούτε, δεν σου παίρνω!"

"Ναι. Να πάμε στο Ίλιον το βράδυ.
 Οι ήρωες εκεί έχουνε κόκκινα μάγουλα
 και πάντα νικάνε στο τέλος"… 
Έγραφε η Κατερίνα Γώγου εκείνα τα χρόνια. Την αγάπησα μέσα απ’ τα ραβασάκια της ψαγμένης μου φίλης. Με βομβάρδιζε με καλλιγραφημένα σημειώματα και αφιερώσεις στις πρώτες σελίδες των σχολικών μας βιβλίων. Ευτυχώς τότε δουλεύαμε καλά το στυλό και το χαρτί. Κι αν δεν υπήρχαν like, ωστόσο είχαμε τους αδιάρρηκτους κώδικές μας στη φιλία και στη συντροφικότητα.



Πριν εξήντα δύο χρόνια, στις 30 του Μάρτη του 1952, ημέρα Κυριακή όπως και φέτος, ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του Δημήτρης Μπάτσης, Νίκος Καλούμενος και Ηλίας Αργυριάδης, έπεσαν νεκροί απ’ τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.

Ακόμα κι οι Γερμανοί επί κατοχής, δεν έκαναν εκτελέσεις τις Κυριακές. Το καθεστώς Πλαστήρα και το παλάτι, δεν σεβάστηκαν ούτε το στοιχειώδες. Κυριακή, στις τέσσερις το ξημέρωμα, μέσα σε πηχτό σκοτάδι και υπό το φως των προβολέων, μήπως και τους δει η μέρα και φρίξει, έγινε η εκτέλεση.

Ο υπαρχιφύλαξ, διαταχθείς υπό του διευθυντού του, μετέβη αμέσως εις την πτέρυγαν όπου ευρίσκοντο τα κελιά των τεσσάρων μελλοθανάτων και εισήλθεν πρώτον εις το υπ' αριθμ. 2 απομονωτήριον, εις το οποίο εκρατούντο οι Μπελογιάννης, Λαζαρίδης και Μπάτσης. Πλησιάζει τον Μπελογιάννη.
"Νίκο σήκω!"
Ατάραχος ο Μπελογιάννης σηκώνεται και λέει:
"Πάμε για καθαρό αέρα;"
"Ναι, του απαντά, σας πάνε για εκτέλεση"


"Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα".

Ήταν τα τελευταία λόγια του Μπελογιάννη κατά την απολογία του, τον Φλεβάρη του '52. Λίγες μέρες πριν από την εκτέλεσή του.

Το κείμενο γράφτηκε με δύο αφορμές. Μια Πέτρα και μια μνήμη απ' τα πέτρινα χρόνια. Ευχαριστώ τον Πιο Πιστό Φίλο του Σκύλου που δημιούργησε αυτή τη μαγική συγκυρία. Να ξεφυλλίσω το παλιό μου λεύκωμα, μια μέρα μνήμης. Όχι προσωπικής, μα εθνικής.

Συμμετέχουν οι:

Κική από το blog http://ekfrastite.blogspot.gr/
Πεταλούδα από το blog http://butterfly-butterflysworld.blogspot.gr/
Μαρία από το blog http://pnoestexnis.blogspot.gr/
Κατερίνα από το blog http://followkoko.blogspot.gr/
Άννα/Πάρος -Άστεγη Καταληψίας- θα φιλοξενηθεί από την Πέτρα
Νάσια από το blog http://nasiasblog2012.blogspot.gr/
Αριστέα από το blog http://princess-airis.blogspot.gr/
Πέτρος από το blog http://akivernitos.blogspot.gr/
Μαρία από το blog http://mytripssonblog.blogspot.gr/
Αγριμιώ από το blog http://agrimio.wordpress.com/
Μαρία από το blog http://swanocean.blogspot.gr/
Άννα από το blog http://atenizodas.blogspot.gr/
Μαριλένα από το blog http://marilenaspotofart.wordpress.com/
Λαμπρινή από το blog http://xwrisprogramma.blogspot.gr/
Κλαυδία -Άστεγη Καταληψίας- θα φιλοξενηθεί από μένα
Μαρία από το blog http://www.syllegw-stigmes.gr/
Δέσποινα από το blog http://mamadesekrisi.blogspot.gr/