Photo: http://tatphotography.blogspot.gr/ |
Στη διαδρομή προς το σπίτι, κάνανε σύντομες στάσεις για να ξεκουράσει τα χέρια του. Πεζούλι, καφάο του ΟΤΕ, κάγκελα μιας πυλωτής κι ο χαμηλός φράχτης μιας πολυκατοικίας. Κατά μήκος της λεωφόρου, τους προσπερνούσαν αυτοκίνητα με βιαστικούς οδηγούς, που είχαν ως πιθανό προορισμό ένα συγγενικό σπίτι κι ένα γιορτινό τραπέζι. Παιδάκια δεμένα στα πίσω καθίσματα και ενήλικες με αμφίθυμες εκφράσεις. Μετά από πεζοπορία μισής ώρας, χώθηκαν σ’ ένα στενό και μπήκανε στην είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Η μικρή χοροπήδαγε ανυπόμονη, κολλώντας τη μύτη της στο ταψί “Μμμμ… ωραία μυρίζει! Ε μαμά;”
Στη μικροσκοπική τους κουζίνα είχαν στρώσει από νωρίς το τραπέζι. Ήταν εμφανής η απέλπιδα προσπάθεια να ντύσουν γιορτινά ένα θλιβερό διάδρομο, με θέα έναν φωταγωγό που ξέρναγε τη μαυρίλα του πίσω απ’ τον καγκελόφραχτο φεγγίτη. Ένας μαρμάρινος νεροχύτης κι ένα πτυσσόμενο τραπέζι κολλημένο στον τοίχο, για να χωρούν να κινούνται σαν τους κάβουρες. Τρία σερβίτσια, χαρτοπετσέτες με πασχαλινές παραστάσεις, κόκκινα αυγά χωμένα σε μια γύψινη απομίμηση λαγού και μια ψωμιέρα. Κι ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο με παπαρούνες και ηλίανθους. Αναπαράσταση Άνοιξης.
Η γυναίκα σέρβιρε τα πιάτα, με έκδηλη την αγωνία να μοιραστούν ισόποσα οι μερίδες απ’ το συρρικνωμένο κομμάτι αρνιού. Κάθισαν στο τραπέζι, προσευχήθηκαν και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. “Χριστός Ανέστη!...Περαστικά σου Αναστάση μου!... Να’μαστε καλά και του χρόνου Παναγία μου!”. Ο Αναστάσης χαμογέλασε με δυσκολία, αλλά στα μάτια του ήταν αποτυπωμένη η ματαιότητα. “Θα με προδώσει η ριμάδα η αρρώστια… Το νιώθω…”, ήθελε να της πει. Κρατήθηκε. Είδε τη μικρή που είχε καρφώσει σαν ταβανόπροκες τα μάτια της πάνω του και σήκωσε το ποτήρι του ψηλά “Αληθώς Ανέστη!”. Έφαγαν αργά και σιωπηλά, με βλέμματα που διασταυρώνονταν συνωμοτικά, σα μύστες σε ιερή τελετή. “Τι θ’ απογίνετε;”, την ρώτησαν με απόγνωση τα μάτια του. “Μη χάνεις την πίστη σου. Θα είμαι στο πλάι σου, μαζί θα το παλέψουμε”, του απάντησαν τα δικά της. “Θα την ακυρώσω κι αυτή τη χημειοθεραπεία, πού να τα βρούμε ως την Τρίτη τόσα χρήματα;” Αντί για απάντηση, κοίταξε με νόημα τη βέρα στο δάχτυλό της. Κι ύστερα τη δική του. “Νόστιμο το ψητό μας Αναστάση μου!” του είπε μεγαλόφωνα. Πίσω απ’ τις λέξεις της, άκουσε την καρδιά της να του φωνάζει “Σ’ αγαπώ ψυχή μου!”… Αναπαράσταση Μυστικού Δείπνου.
Λίγο μετά, τον έπιασε έντονος πόνος στο στήθος. Τον στήριξε στο μπράτσο της και τον έσυρε ως το κρεβάτι. Τον έβαλε προσεκτικά κάτω απ’ τα σκεπάσματα, έριξε ένα αναβράζον δισκίο στο ποτήρι κι όση ώρα αυτό διαλυόταν, του έτριβε τα άκρα με οινόπνευμα. Λες κι ήθελε να πάρει λίγο απ’ τον πόνο του, να του αλαφρώσει το μαρτύριο. Δεν έβγαινε φωνή απ’ το στόμα του, μόνο δάγκωνε τα χείλια του κι έσφιγγε τα μάτια του. Μια δρασκελιά δρόμος ήταν η κουζίνα κι η αγωνία του ήταν να μην τους πάρει είδηση η μικρή.
Απ' τον φεγγίτη, είχε τρυπώσει μια δέσμη ήλιου και τύλιγε σα φωτοστέφανο το παιδικό κεφάλι. Στο τραπέζι, πλάι στα μισοτελειωμένα πιάτα, η μικρή μουτζούρωνε την εφημερίδα που βρήκε κάτω απ’ το ταψί. Δίπλα απ' τον πρωτοσέλιδο τίτλο “Πάνω από ένα δις το πρωτογενές πλεόνασμα!”, ζωγράφισε ένα τερατώδες ομοίωμα ανθρώπου, με τεράστια χέρια σα φτερά αρπαχτικού και κοντά πόδια. Και στη φωτογραφία του πρωθυπουργού, τράβηξε αυθόρμητα μια μολυβιά και του μεγάλωσε τη μύτη. Το χαρτί σκίστηκε απ’ τη δύναμη που έβαλε στο μολύβι της.
Μπορεί κι απ’ την υγρασία που άφησαν δυο δάκρυα πάνω στο χαρτί. Αναπαράσταση Σταύρωσης.
Στη μικροσκοπική τους κουζίνα είχαν στρώσει από νωρίς το τραπέζι. Ήταν εμφανής η απέλπιδα προσπάθεια να ντύσουν γιορτινά ένα θλιβερό διάδρομο, με θέα έναν φωταγωγό που ξέρναγε τη μαυρίλα του πίσω απ’ τον καγκελόφραχτο φεγγίτη. Ένας μαρμάρινος νεροχύτης κι ένα πτυσσόμενο τραπέζι κολλημένο στον τοίχο, για να χωρούν να κινούνται σαν τους κάβουρες. Τρία σερβίτσια, χαρτοπετσέτες με πασχαλινές παραστάσεις, κόκκινα αυγά χωμένα σε μια γύψινη απομίμηση λαγού και μια ψωμιέρα. Κι ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο με παπαρούνες και ηλίανθους. Αναπαράσταση Άνοιξης.
Η γυναίκα σέρβιρε τα πιάτα, με έκδηλη την αγωνία να μοιραστούν ισόποσα οι μερίδες απ’ το συρρικνωμένο κομμάτι αρνιού. Κάθισαν στο τραπέζι, προσευχήθηκαν και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. “Χριστός Ανέστη!...Περαστικά σου Αναστάση μου!... Να’μαστε καλά και του χρόνου Παναγία μου!”. Ο Αναστάσης χαμογέλασε με δυσκολία, αλλά στα μάτια του ήταν αποτυπωμένη η ματαιότητα. “Θα με προδώσει η ριμάδα η αρρώστια… Το νιώθω…”, ήθελε να της πει. Κρατήθηκε. Είδε τη μικρή που είχε καρφώσει σαν ταβανόπροκες τα μάτια της πάνω του και σήκωσε το ποτήρι του ψηλά “Αληθώς Ανέστη!”. Έφαγαν αργά και σιωπηλά, με βλέμματα που διασταυρώνονταν συνωμοτικά, σα μύστες σε ιερή τελετή. “Τι θ’ απογίνετε;”, την ρώτησαν με απόγνωση τα μάτια του. “Μη χάνεις την πίστη σου. Θα είμαι στο πλάι σου, μαζί θα το παλέψουμε”, του απάντησαν τα δικά της. “Θα την ακυρώσω κι αυτή τη χημειοθεραπεία, πού να τα βρούμε ως την Τρίτη τόσα χρήματα;” Αντί για απάντηση, κοίταξε με νόημα τη βέρα στο δάχτυλό της. Κι ύστερα τη δική του. “Νόστιμο το ψητό μας Αναστάση μου!” του είπε μεγαλόφωνα. Πίσω απ’ τις λέξεις της, άκουσε την καρδιά της να του φωνάζει “Σ’ αγαπώ ψυχή μου!”… Αναπαράσταση Μυστικού Δείπνου.
Λίγο μετά, τον έπιασε έντονος πόνος στο στήθος. Τον στήριξε στο μπράτσο της και τον έσυρε ως το κρεβάτι. Τον έβαλε προσεκτικά κάτω απ’ τα σκεπάσματα, έριξε ένα αναβράζον δισκίο στο ποτήρι κι όση ώρα αυτό διαλυόταν, του έτριβε τα άκρα με οινόπνευμα. Λες κι ήθελε να πάρει λίγο απ’ τον πόνο του, να του αλαφρώσει το μαρτύριο. Δεν έβγαινε φωνή απ’ το στόμα του, μόνο δάγκωνε τα χείλια του κι έσφιγγε τα μάτια του. Μια δρασκελιά δρόμος ήταν η κουζίνα κι η αγωνία του ήταν να μην τους πάρει είδηση η μικρή.
Απ' τον φεγγίτη, είχε τρυπώσει μια δέσμη ήλιου και τύλιγε σα φωτοστέφανο το παιδικό κεφάλι. Στο τραπέζι, πλάι στα μισοτελειωμένα πιάτα, η μικρή μουτζούρωνε την εφημερίδα που βρήκε κάτω απ’ το ταψί. Δίπλα απ' τον πρωτοσέλιδο τίτλο “Πάνω από ένα δις το πρωτογενές πλεόνασμα!”, ζωγράφισε ένα τερατώδες ομοίωμα ανθρώπου, με τεράστια χέρια σα φτερά αρπαχτικού και κοντά πόδια. Και στη φωτογραφία του πρωθυπουργού, τράβηξε αυθόρμητα μια μολυβιά και του μεγάλωσε τη μύτη. Το χαρτί σκίστηκε απ’ τη δύναμη που έβαλε στο μολύβι της.
Μπορεί κι απ’ την υγρασία που άφησαν δυο δάκρυα πάνω στο χαρτί. Αναπαράσταση Σταύρωσης.