Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Αναπαραστάσεις

Photo: http://tatphotography.blogspot.gr/
Μπήκαν στο φούρνο ευδιάθετοι. Ο μπαμπάς, ένας ισχνός άντρας με ωχρό πρόσωπο, χαραγμένο από ρυτίδες. Η γυναίκα του, μικροκαμωμένη κι εύθραυστη. Στο χέρι της κρατούσε σφιχτά ένα κοριτσάκι, με ξανθά μαλλιά και μελένια μάτια. Η φουρνάρισσα ακούμπησε το ταψί με το ψητό πάνω στον πάγκο. “Πέντε ευρώ τα ψηστικά”. Ο άντρας πλήρωσε κι ευχήθηκε Χρόνια Πολλά. Η μικρή γλίστρησε απ’ το μητρικό χέρι και στήθηκε μαγνητισμένη στο τζάμι του ψυγείου με τις τούρτες και τα παγωτά. Η μητέρα της την τράβηξε απαλά απ’ τον ώμο. Ο άντρας χρησιμοποίησε τα φύλλα μιας εφημερίδας για να πιάσει το καυτό ταψί και χαιρέτησε ευγενικά την φουρνάρισσα.
Στη διαδρομή προς το σπίτι, κάνανε σύντομες στάσεις για να ξεκουράσει τα χέρια του. Πεζούλι, καφάο του ΟΤΕ, κάγκελα μιας πυλωτής κι ο χαμηλός φράχτης μιας πολυκατοικίας. Κατά μήκος της λεωφόρου, τους προσπερνούσαν αυτοκίνητα με βιαστικούς οδηγούς, που είχαν ως πιθανό προορισμό ένα συγγενικό σπίτι κι ένα γιορτινό τραπέζι. Παιδάκια δεμένα στα πίσω καθίσματα και ενήλικες με αμφίθυμες εκφράσεις. Μετά από πεζοπορία μισής ώρας, χώθηκαν σ’ ένα στενό και μπήκανε στην είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Η μικρή χοροπήδαγε ανυπόμονη, κολλώντας τη μύτη της στο ταψί “Μμμμ… ωραία μυρίζει! Ε μαμά;”

Στη μικροσκοπική τους κουζίνα είχαν στρώσει από νωρίς το τραπέζι. Ήταν εμφανής η απέλπιδα προσπάθεια να ντύσουν γιορτινά ένα θλιβερό διάδρομο, με θέα έναν φωταγωγό που ξέρναγε τη μαυρίλα του πίσω απ’ τον καγκελόφραχτο φεγγίτη. Ένας μαρμάρινος νεροχύτης κι ένα πτυσσόμενο τραπέζι κολλημένο στον τοίχο, για να χωρούν να κινούνται σαν τους κάβουρες. Τρία σερβίτσια, χαρτοπετσέτες με πασχαλινές παραστάσεις, κόκκινα αυγά χωμένα σε μια γύψινη απομίμηση λαγού και μια ψωμιέρα. Κι ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο με παπαρούνες και ηλίανθους. Αναπαράσταση Άνοιξης.

Η γυναίκα σέρβιρε τα πιάτα, με έκδηλη την αγωνία να μοιραστούν ισόποσα οι μερίδες απ’ το συρρικνωμένο κομμάτι αρνιού. Κάθισαν στο τραπέζι, προσευχήθηκαν και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. “Χριστός Ανέστη!...Περαστικά σου Αναστάση μου!... Να’μαστε καλά και του χρόνου Παναγία μου!”. Ο Αναστάσης χαμογέλασε με δυσκολία, αλλά στα μάτια του ήταν αποτυπωμένη η ματαιότητα. “Θα με προδώσει η ριμάδα η αρρώστια… Το νιώθω…”, ήθελε να της πει. Κρατήθηκε. Είδε τη μικρή που είχε καρφώσει σαν ταβανόπροκες τα μάτια της πάνω του και σήκωσε το ποτήρι του ψηλά “Αληθώς Ανέστη!”. Έφαγαν αργά και σιωπηλά, με βλέμματα που διασταυρώνονταν συνωμοτικά, σα μύστες σε ιερή τελετή. “Τι θ’ απογίνετε;”, την ρώτησαν με απόγνωση τα μάτια του. “Μη χάνεις την πίστη σου. Θα είμαι στο πλάι σου, μαζί θα το παλέψουμε”, του απάντησαν τα δικά της. “Θα την ακυρώσω κι αυτή τη χημειοθεραπεία, πού να τα βρούμε ως την Τρίτη τόσα χρήματα;” Αντί για απάντηση, κοίταξε με νόημα τη βέρα στο δάχτυλό της. Κι ύστερα τη δική του. “Νόστιμο το ψητό μας Αναστάση μου!” του είπε μεγαλόφωνα. Πίσω απ’ τις λέξεις της, άκουσε την καρδιά της να του φωνάζει “Σ’ αγαπώ ψυχή μου!”… Αναπαράσταση Μυστικού Δείπνου.

Λίγο μετά, τον έπιασε έντονος πόνος στο στήθος. Τον στήριξε στο μπράτσο της και τον έσυρε ως το κρεβάτι. Τον έβαλε προσεκτικά κάτω απ’ τα σκεπάσματα, έριξε ένα αναβράζον δισκίο στο ποτήρι κι όση ώρα αυτό διαλυόταν, του έτριβε τα άκρα με οινόπνευμα. Λες κι ήθελε να πάρει λίγο απ’ τον πόνο του, να του αλαφρώσει το μαρτύριο. Δεν έβγαινε φωνή απ’ το στόμα του, μόνο δάγκωνε τα χείλια του κι έσφιγγε τα μάτια του. Μια δρασκελιά δρόμος ήταν η κουζίνα κι η αγωνία του ήταν να μην τους πάρει είδηση η μικρή.

Απ' τον φεγγίτη, είχε τρυπώσει μια δέσμη ήλιου και τύλιγε σα φωτοστέφανο το παιδικό κεφάλι. Στο τραπέζι, πλάι στα μισοτελειωμένα πιάτα, η μικρή μουτζούρωνε την εφημερίδα που βρήκε κάτω απ’ το ταψί. Δίπλα απ' τον πρωτοσέλιδο τίτλο “Πάνω από ένα δις το πρωτογενές πλεόνασμα!”, ζωγράφισε ένα τερατώδες ομοίωμα ανθρώπου, με τεράστια χέρια σα φτερά αρπαχτικού και κοντά πόδια. Και στη φωτογραφία του πρωθυπουργού, τράβηξε αυθόρμητα μια μολυβιά και του μεγάλωσε τη μύτη. Το χαρτί σκίστηκε απ’ τη δύναμη που έβαλε στο μολύβι της.
Μπορεί κι απ’ την υγρασία που άφησαν δυο δάκρυα πάνω στο χαρτί. Αναπαράσταση Σταύρωσης.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Η ασήμαντη ιστορία μιας πεταλούδας που τη λέγανε Σιμόνα


Αν είχε ριζικό να γεννηθεί από 
άλλη μήτρα και σε διαφορετική πατρίδα, τούτη την εποχή θα φόραγε τζιν με αθλητικά και θα πήγαινε σχολείο. Θα είχε όνειρα για τη ζωή της και θα έκλαιγε μόνο για ανεκπλήρωτους έρωτες. Ακόμα κι αν δεν είχε πάρει το σώμα γυναίκας, θα ήταν σίγουρα μια πεταλούδα. Απ’ αυτές που ζουν λίγες μόνο ώρες πριν γίνουν χρυσόσκονη και σκορπιστούν στον αέρα. 

Θα είχε πολύχρωμα φτερά με μεταξένιες πτυχώσεις και θα ρούφαγε όση ζωή της αναλογούσε με πάθος έφηβης. Θα διάλεγε να βγει απ’ το κουκούλι της σ’ ένα δάσος με κέδρους, μια ηλιόλουστη μέρα στις αρχές ενός καλοκαιριού. Θα έκανε θεαματικά βολ–πλανέ ανάμεσα στις φυλλωσιές και θα ερωτευόταν ένα λεπιδόπτερο απ’ τις τροπικές ζώνες. Θα ζευγάρωνε μαζί του κι ας ήξερε πως δεν θα προλάβαινε να πετάξει ως τον τόπο ωοτοκίας της. Απλώς θα χτύπαγε δυνατά τα φτερά της, μέχρι να εξαντληθεί και να σβήσει στην ηδονή του ζευγαρώματος. Θα έφευγε, απαλοτρέμοντας πάνω στα χαμόκλαδα.

Πιθανόν να τη λέγανε Χρυσαλίδα. Στο κομοδίνο της θα υπήρχε μια βελούδινη κορνίζα με την οικογενειακή της φωτογραφία. Μία μαμά κι ένας μπαμπάς. Δεν θα πάλευε να τους δώσει υπόσταση, κάθε φορά που έβλεπε νυχτοπεταλούδες στο δωμάτιο ενός ορφανοτροφείου. Θα υπήρχαν μέσα της μνήμες που θα ένωναν σαν ασημένιες κλωστές, αυτή και το παρελθόν της. Τα ακροδάχτυλα των ποδιών της, δεν θα τα γδέρνανε οι σκουριασμένες απολήξεις ενός σιδερένιου κρεβατιού. Σ’ ένα λευκό δωμάτιο, με ορίζοντα ως τον απέναντι τοίχο και με στρατιές κρεβατιών κατά μήκος του διαδρόμου. Θα καμάρωνε που ψήλωνε τόσο γρήγορα και δεν θα το ένιωθε κατάρα και απειλή.

Αν τη λέγανε Χρυσαλίδα κι όχι Σιμόνα, δεν θα είχε πουληθεί σαν ανθρώπινο εμπόρευμα σε κάποιον ιδιοκτήτη επαρχιακού μπαρ. Σ’ ένα υγρό καταγώγιο ενός λιμανιού. Τα μαλλιά της θα είχαν το φυσικό τους χρώμα. Τις αποχρώσεις που παίρνει το κεχριμπάρι όταν θερμαίνεται. Δεν θα είχε υποχρεωθεί να τα βάψει ξανθά για να φαίνεται μεγαλύτερη και να μην κινεί τις υποψίες της τοπικής αστυνομίας. Θα είχε δικαίωμα να ερωτευτεί κάποιο μελαχρινό αγόρι που θα περπατούσε ανέμελα στο δρόμο.

Κάποια Σιμόνα που την φωνάζανε Χρυσαλίδα, ήρθε κρυμμένη σ’ ένα φορτηγό, μαζί με άλλα κομμάτια απ’ την Ρουμανία. Στριμωγμένη σαν σπυρί ροδιού, στο βρώμικο κέλυφος της καρότσας. Για να μην ενοχλεί στο ταξίδι, την υποχρέωσαν να καταπιεί υπνωτικά χάπια. "Είναι λίγο ζόρικη η μικρή, αλλά θα στρώσει!...", ήταν οι τελευταίες λέξεις που θυμάται απ’ το σημείο που έγινε το αλισβερίσι. Σ’ όλη τη διαδρομή ξέρναγε και κοιμόταν αποκαμωμένη.

Ο παραλήπτης, ένας δύσμορφος γέρος με κυρτωμένους ώμους και λιγδωμένα μαλλιά, ξεφόρτωσε το φρέσκο εμπόρευμα σε μια παγωμένη κωμόπολη του βορά. Ένας δρόμος ζωής προκαθορισμένος και καταδικασμένος στο έρεβος. Εγκλεισμός σε ξενοδοχείο, ξύλο για να μαλακώσει, προαγωγοί, πιάτσες, κουστουμάτοι παιδεραστές, έρωτας χωρίς λάστιχο, που αποφέρει περισσότερα, μεταπώληση, διαρκείς μετακινήσεις, ένας μαιευτήρας για τυχόν ανεπιθύμητες γκαστριές, ένας μπάτσος για να συγκαλύπτει και να παίρνει το μερτικό του και μια λερή κοινωνία που αγωνιά μόνο για τα καθαρόαιμα παιδιά της. Λες και η παιδικότητα είναι προνόμιο και όχι δικαίωμα.

Στο δωμάτιο-φυλακή, έκανε τους λογαριασμούς της κι έκλεισε το ταμείο της ζωής της. Μόλις σουρούπωσε, βγήκε στο παράθυρο του πέμπτου ορόφου, στηρίχτηκε στους σάπιους μεντεσέδες κι ερωτεύτηκε ένα μελαχρινό αγόρι που διέσχιζε τη λεωφόρο. Του φώναξε απελπισμένη στη γλώσσα της "Θες να μ’ αγαπήσεις;". Την κοίταξε έκπληκτος και πλησίασε κάτω απ’ το παράθυρό της. Εκείνη, άνοιξε τα φτερά της κι όση ώρα αιωρούταν στο κενό, τα χτύπαγε δυνατά. Αν το αγόρι δεν είχε αποτραβηχτεί φοβισμένο, θα έπεφτε στην αγκαλιά του. Μπορεί και να την είχε αγαπήσει.


(Η ιστορία της Σιμόνας, είχε πάρει μέρος στο TEXNIS STORIES, στο Παιχνίδι Λέξεων της Φλώρας,τον Ιανουάριο του 2013. Η ιστορία είναι στη βάση της αληθινή και ολοένα γίνεται και πιο επίκαιρη. Την έβγαλα απ' το συρτάρι και τη μοιράζομαι μαζί σας -ελαφρώς τροποποιημένη- με την προτροπή να μην ξεχνάμε πως στον πολιτισμένο μας διάκοσμο, ανθεί το εμπόριο παιδιών και η παιδική εργασία. Γυρίζοντας το βλέμμα μας στο αίσχος, γινόμαστε δυνάμει συμμέτοχοι στο σύγχρονο αυτό δουλεμπόριο. Σας ευχαριστώ!)

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Καλή Ανάσταση Συνάνθρωπε!


.........................

"Άκου τον ξάστερο ουρανό, πώς οι καμπάνες σειούνε.
Όπου καρδιά, χαρμόσυνες λαχτάρες απαντούνε.

Ανάστασ’ είναι σήμερα. 
Παιδιά, γυναίκες, γέροι,
κόκκινο αβγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι.

Όσ’ άστρα ’ναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα.
Όλ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα.

Της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλήν οι στύλοι.
Ειρήνη! Ειρήνη! Φιληθείτε οχτροί μαζί και φίλοι.

Στον ουρανό σου κρούσταλλο, με ποιόνε να ’σαι, Θε μου;
Ο σκοτωμένος σε πονά, ο φονιάς σ’ ευφραίνει; Πε μου!"

(Κώστας Βάρναλης, απόσπασμα απ' το ποίημα "Γυναίκα")


Η φετινή Ανάσταση δεν σηκώνει ευχές. Μόνο προτροπές.
Να την κάνουμε πράξη!
Καλή φώτιση σε όλους!

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Πακέτο ευχών "All inclusive"

Μήτσος Μαινόμενος

"Mήτσο μου ήρθε κούριερ και μούφερε πακέτο

έχει και αφιέρωση σε τούτο το μπιλιέτο!"

"Σούλα να μάθω απαιτώ, ποιος είν’ ο αποστολέας;"

"Τι θα μπορούσε να’τανε;
Το έπαθλο που κέρδισα στο μπλογκ της Αριστέας!"...(*)


Αριστέα μου,
Δεν έχω λόγια για να σου εκφράσω τι νιώθω σήμερα που παρέλαβα το πακέτο σου! Μόνο κάτι στίχους εύκαιρους, για να αποφορτιστώ απ’ τη συγκίνηση.

Δεν υπόσχομαι πως θα την ανάψω αυτή τη λαμπάδα. Είναι ένα έργο τέχνης.
Μαζί με το ξύλινο λαμπαδόκουτο, θα είναι απ' τα αγαπημένα μου προσωπικά αντικείμενα. Τέλειο φινίρισμα, καλοδουλεμένο και με υπέροχα σχήματα και χρώματα. Μυρίζει ακόμα Αριστέα...


Για όσους δεν κατάλαβαν, σήμερα παρέλαβα το δώρο μου απ' την Αριστέα, για τη διάκριση της "Σούλας" στο 3ο Συμπόσιο Ποίησης.
Αν μπορούσα να βάλω σε τάξη τον ενθουσιασμό μου, θα έγραφα περισσότερα. Δεν γίνεται όμως. Μια διαπίστωση μόνο. 
Η Αριστέα μας...

Χώμα πιάνει

... και...

Άνοιξη γίνεται!

Ολόψυχα σ' ευχαριστώ!

(*) Όποιος επιθυμεί να συνεχίσει τη στιχομυθία, είναι ευπρόσδεκτος!