Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Radio Kourelaria

Αχ ρε μπάρμπα-Μιχάλη… με τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά και την ξεχασμένη χαίτη σου, που παραπέμπει στην ένδοξη εποχή του ογδόντα. Και πολύ σου βάζω…

Κρίμα τα πεντόκιλα κόκκινο-μαονί που ξόδεψες για να μας πείσεις πως είσαι ακόμα άγριο νιάτο. Άρπαξες το μικρόφωνο και βρωμίσαμε ναφθαλίνη. Λάβρος και ξαναμμένος έστειλες και διάγγελμα διαμαρτυρίας στον πρωθυπουργό "Αντουάν κάνε κάτι, βάλε κάποιον να λήξει το θέμα". Για την «κουρελαρία» που ενοχλεί την υψηλής αισθητικής οπτική σου. Για τους εξαθλιωμένους Σύριους πρόσφυγες που αγωνίζονται για μιαν αξιοπρεπή επιβίωση. Επιστήμονες οι περισσότεροι, γυναίκες με τα μωρά και τα μικρά τους παιδιά που πέρασαν ξυστά το θάνατο, νέα παιδιά με καθαρό βλέμμα και πείσμα να ζήσουν, ακρωτηριασμένοι άντρες, «άνθρωποι».. αν σου θυμίζει κάτι η λέξη.

Και δεν είχες τη στοιχειώδη μαγκιά να υποστηρίξεις αυτά που ξεστόμισες. Κάπου ανάμεσα στο σουξεδάκι της Lady Gaga και στην επιστημονική σου διατριβή περί συμπληρωμάτων διατροφής που αλλάζουν τη μυρωδιά στο αιδοίο, να βγεις και να πεις κατάμουτρα: «Η εκπομπή είναι αφιερωμένη στα φιλαράκια Άδωνη και Θάνο. Τους στέλνω τους αγωνιστικούς μου χαιρετισμούς και την αμέριστη συμπαράστασή μου στο δίκαιο αγώνα τους για μια πλατεία καθαρή». Αντ’ αυτού, μάζεψες πίσω τα προσωπικά σου κουρέλια, ως αγνή και άσπιλη παρθένα: «Δεν είμαι ρατσιστής. Πλάκα έκανα. Την εκπομπή μου κάθε πρωί την ακούν άνθρωποι, που ξυπνούν νωρίς και δίνουν καθημερινά τον αγώνα του μεροκάματου. Άνθρωποι που πηγαίνουν σε γραφεία, εργοστάσια, βιοτεχνίες, ή βρίσκονται πάνω στο τιμόνι. Μέσα σε αυτούς, είναι και πολλοί αλλοδαποί, που επικοινωνούν μαζί μου με μηνύματα»…

Αχ ρε μπάρμπα-Μιχάλη… Είναι κάτι συνομήλικοί σου, που αφήνονται γλυκά στο γήρας και στη σοφία που αυτό φέρνει. Που ισιώνουν την ψυχή τους αντί για το μαλλί τους. Που δίνουν μάχες με το σύστημα, κι όχι με το φριζάρισμα της τρίχας τους. Που δακρύζουν απ’ τον ανθρώπινο πόνο, κι όχι απ’ το οξυζενέ του ντεκαπάζ. Που η φωνή τους λειαίνεται και στρογγυλεύει με τα χρόνια και δεν κράζει σαν αρπαχτικό πάνω από αδύναμους ανθρώπους.



Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα που μοίραζε μπισκότα στα παιδάκια και τα μάτια της τρέχανε δάκρυα. Ένας γέροντας που κουβάλαγε τσάντες με γάλατα και ψωμί… «Αχ Παναγιά μου, τα έζησα αυτά στα νιάτα μου και αξιώθηκα να τα ξαναδώ στα γεράματά μου…” μονολογούσε δακρυσμένος. Νέα παιδιά, φορτωμένα με εμφιαλωμένα νερά, καφάσια με φρούτα και παιδικά παιχνίδια.

Τιμής ένεκεν στις στυλιζαρισμένα φιλαριστές ρητορείες σου, το άρθρο του χρυσαυγίτικου τύπου. Τι να σου λέω τώρα; Εσύ, το νου σου στο μαλλί! Να το προσέχεις, γιατί έχει ξανοίξει στις «ρίζες». Λίγο ακόμα και θα ξεράσει τη μαυρίλα που κρύβει κάτω απ’ το δέρμα.




Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

"Ας λήξουν"

Ποίηση - Απαγγελία: Μανόλης Πολέντας


Επιτρέψτε μου να το μοιραστώ μαζί σας.
Αντί ευχών για την πρωτομηνιά...
Αντί στολισμών για τις επερχόμενες γιορτές...
Αντί για λαμπιόνια και γιρλάντες και "βιτρίνες" που στολίζονται με ψεύτικο χιόνι και χαμόγελα από φελιζόλ... 



...Τώρα ας ανθίσουν

οι φίλοι μου που συγκινούνται άνευ λόγου,
τα αγόρια που ερωτεύονται όλα τα κορίτσια
τα κορίτσια που ερωτεύονται όλα τα αγόρια
οι νευρικοί και οι εύθικτοι, οι ευερέθιστοι, οι κομψοί εξυβριστές
τώρα ξανά ας ανθίσουν
όσοι υποψιάστηκαν πως πάντα είχαν συντρόφους
σε κάθε σάπια εποχή του παρελθόντος
πως πάντα θα έχουν συντρόφους
σε κάθε σάπια εποχή του μέλλοντος...

[Ποίημα του Μανόλη Πολέντα, από την ποιητική συλλογή Evil I, Ταξιδευτής, 2012
Ο Μανόλης Πολέντας είναι ποιητής και διδάκτωρ της Αγγλικής Λογοτεχνίας. Δημοσιογράφος και παραγωγός στο ραδιόφωνο: 105,5 Στο Κόκκινο].



Για την ιστορία: Πέρυσι τέτοιες μέρες, έχασε τη ζωή της η 13χρονη Σάρα. Το κομμένο ρεύμα, ένα μαγκάλι, χίλια ευρώ χρέος στη ΔΕΗ, οι αναθυμιάσεις, η λιποθυμία, το μοιραίο... Ένα γνώριμο γαϊτανάκι λέξεων, που όμορφα τις ταιριάζουμε για να κλείσουμε το φάκελλο του εγκλήματος. 
Αν είναι να κάνουμε ευχές για τις μέρες που έρχονται, ας είναι όλες μια δυνατή προσευχή. Να δικαιωθούν οι ψυχούλες όλων όσων δεν άντεξαν την ασφυξία της "ανάπτυξης". 

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Η Αριστέα στο Μαξίμου (Διαγωνισμός Γέλιου, made by Aristea & Co.)


Αγαπητή Άϊρις,

Με λένε Αντώνη Βενιζέλο και είμαι φανατικός αναγνώστης σου. Δεν σου έχω σχολιάσει ως τώρα λόγω έλλειψης χρόνου, αφού το επάγγελμά μου απαιτεί πολλές υπερωρίες και εξουθενωτικά ωράρια. Είμαι αρχι-μεσάζοντας μιας γερμανικής αλυσίδας που εμπορεύεται χώρες. Τις παίρνουμε όσο-όσο, τις ντεκουπάρουμε και τις πουλάμε ξανά στα διεθνή πρατήρια σαν καινούργιες. Δεν πετάμε τίποτα! Ακόμα και κάτι παλιά κούτσουρα που είχαμε στην πυλωτή για προσάναμμα, τα πέρασα μια στρώση πάουερ-ρέιτζερ και τα έκανα υπουργούς. Απίστευτος δεν είμαι;

Προχτές το βράδυ σε είδα στον ύπνο μου. Συνήθως βλέπω τον Θεό, αλλά προχτές είδα εσένα. Παντρευτήκαμε που λες και την πρώτη νύχτα του γάμου μας, με πήρες στο κυνήγι μ’ ένα ξύλο κοπής, ντεκουπαρισμένο με shabby chic, γιατί πριν ξαπλώσουμε στη νυφική παστάδα, σε ρώτησα αν έχεις πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ. Έγινε της… φωτοσκίασης στην κρεβατοκάμαρα. Αφού μου έκανες το κεφάλι κρακελέ, με έβαλες να γράψω εκατό φορές με στένσιλ πάνω σε μια χαρτοπετσέτα: “Δεν θα ξανακόψω τις συντάξεις των ασφαλισμένων”. Με πήρε το ξημέρωμα να γράφω… Κι ύστερα ξύπνησα. Ωστόσο, μου άνοιξε την όρεξη το όνειρο και τηλεφώνησα στον Γκίκα και του είπα να μου στείλει μια μερίδα κοψίδια από συνταξιούχους. Απίστευτος δεν είμαι;

Χτες επικοινώνησε μαζί μου ο Θεός. Του είπα πως θέλω να ξεκινήσω εργασίες αναπαλαίωσης της Πολιτικής Άνοιξης, γιατί με τη Νέα Δημοκρατία δεν είδα χαΐρι και προκοπή. Μου σύστησε να καλέσω στο Μαξίμου έναν ειδικό στις πατίνες και στα ντεκουπάζ γιατί εμένα –λέει- δεν πιάνουν τα χέρια μου. Απίστευτος δεν είναι; “Τα δικά μου χέρια δεν πιάνουν;” του λέω. Που με το σούπερ-ντούπερ σφουγγαράκι μου (ελαφρώς νωπό), πέρασα με μαύρη ριπολίνη ολάκερη τη χώρα; Και τι ήταν για μένα; “A piece of cake” του είπα και τον τάπωσα. Πριν κλείσει το τηλέφωνο, μου είπε ότι θα μου στείλει μια “Μπλούζα-Ελικόπτερο”, γιατί θα τη χρειαστώ σύντομα. Τι αναιδής! Θα πω στον Γκίκα να του κόψει κανένα φόρο “Θεϊκής Περιουσίας”, για να μάθει να μου αντιμιλάει. Απίστευτος δεν είμαι;

Αγαπητή Άϊρις, καλού-κακού δεν έρχεσαι προς το Μαξίμου; Όχι ότι φοβάμαι τον Θεό, αλλά τον τελευταίο καιρό έχω κάτι διάρροιες και διαρροές στο σπίτι. Μου ξεφεύγουν αέρια, βουλευτές κι ένα παλιόπαιδο, ο Αλέξης, μου πετάει συνεχώς σπόντες πως αλλάζω τα φώτα στη χώρα και πως στο τέλος θα μείνω μπουκάλα. Κι επειδή θαυμάζω απεριόριστα (εκτός από μένα) κι εσένα, ήθελα να σε παρακαλέσω να βάλεις ένα χεράκι να διακοσμήσουμε τη μπουκάλα μου και να την κάνουμε καινούργια. Να της κολλήσουμε με ατλακόλ βουλευτές και ψηφοφόρους, να βάλουμε δαντελίτσες και τσαχπινιές, να κοτσάρουμε και τίποτα χαρτοπετσέτες με παροχές στις τρύπες των ταμείων, τάχαμου πως δεν είναι πτώχευση, αλλά πτύχωση του υφάσματος. Πως δεν φταίει –και καλά- που τα έκανα κ@@ο με τα πινέλα, αλλά πως ευθύνεται η φωτοσκίαση… Τι λες; Σ’ αφήνω να το σκεφτείς, δεν σε πιέζω. Αλλά ως την ερχόμενη Τρίτη το αργότερο, να είσαι εδώ. Θα σε περιμένω στο σπίτι μου, θα το βρεις εύκολα. Άμα ρωτήσεις πού συχνάζουν κάτι τεμπελχανάδες που ολημερίς ξύνονται και λύνουν σταυρόλεξα στα έδρανα, θα στο δείξουν. Πάρε τελάρα, πινέλα, τζελ, ρελιέφ, δαχτυλοπατίνες, ξύλα, σανίδια, δίσκους, τενεκέδες (τέτοιους, έχω πολλούς στο μαγαζί) και… το τσιμπιδάκι σου μην ξεχάσεις.

Πρώτα ο Θεός, θα την κάνουμε τη χώρα Αntonis Company @ ΣΙΑ (Η ΣΙΑ θα είσαι εσύ). Εγώ θα είμαι ο Αντώνης. Πανέξυπνος δεν είμαι;

Φιλάκια πολλά και σε περιμένω στο εργαστήριό μου.

Αντώνης

Υ.Γ. Έχω κι ελικόπτερο. Άμα θες, πάμε μια βόλτα...


Η προσωπική επιστολή του Αντώνη, πήρε μέρος στο Διαγωνισμό Γέλιου της Αριστέας. Μεταφέρω τις προσωπικές ευχαριστίες του υπογράφοντα, καθώς και εκτενές φωτογραφικό ρεπορτάζ απ' τα παρασκήνια. 









(Σημείωση: Το κείμενο και οι φωτογραφίες, αποτελούν προϊόν επινόησης με στόχο τη σάτιρα και σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.)




Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Σαν τα στάχυα τα ψηλά οι αναμνήσεις...

(του Γιώργη Κάβουρα)


Με αφορμή ένα βιβλίο που θα κυκλοφορήσει σύντομα…

Με την ευθύνη και τη συγκίνηση που μπορεί να έχει ένας απλός αναγνώστης, όταν του εμπιστεύονται τα πρώτα απομαγνητοφωνημένα χειρόγραφα ενός τέτοιου έργου…

Δεν είναι σελίδες γραμμένες στην άνεση ενός γραφείου και δεν είναι προϊόν οίστρου και φαντασίας…

Είναι ένα κομμάτι της ιστορίας του τόπου μου. Η ζωή ενός αγωνιστή που δεν οραματίστηκε και δεν καρπώθηκε πολιτικά αξιώματα και κοινωνικά ανταλλάγματα. Ένας απ’ τους χιλιάδες ανώνυμους Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, που μέσα απ’ τις μικρές ιστορίες τους και την προσωπική τους αντίσταση, γράφτηκε ένα έπος.

Κάποιοι, απλά σπουδάζουν και αναλύουν την ιστορία,
καταγράφοντας ημερομηνίες, αριθμούς θυμάτων, οικονομικές συνέπειες και γεωγραφικούς επαναπροσδιορισμούς.

Κάποιοι άλλοι, τη βιώνουν και τη γράφουν οι ίδιοι…
Την ορίζουν με το αλφάδι της ψυχής τους, την κατακτούν και την υπερβαίνουν, τη ζυγιάζουν με το ανυπέρβλητο και την καταθέτουν με σεβασμό σε μικρά αυτοσχέδια θυσιαστήρια. Τα όπλα τους δεν έχουν σφαίρες, μόνο γνώση και σεβασμό στη ζωή και προσήλωση στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Παθιασμένοι με το παρόν που τους έλαχε να ζήσουν και έντιμοι με την ιστορία που αφήνουν πίσω τους.


Το βιβλίο με τίτλο “Σαν τα στάχυα τα ψηλά οι αναμνήσεις” θα κυκλοφορήσει σύντομα και αποτελεί την αυτοβιογραφία του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Γιώργη Κάβουρα. Ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου, μου εμπιστεύτηκε ο γιος του Τάσος Κάβουρας και τον ευχαριστώ και δημόσια για την τιμή που μου έκανε. Απ’ την πρώτη κιόλας σελίδα, μεταφέρομαι στην καθημερινότητα της εποχής εκείνης. Μεγάλα ιστορικά γεγονότα που βίωσε ο πατέρας του, αποδίδονται με ρεαλισμό και ακρίβεια. Η διήγηση είναι καθηλωτική, γεμάτη δράση και πλοκή. Ένας 17χρονος έφηβος ξεκινά την πορεία του στον αντιστασιακό αγώνα και εξελίσσεται σε πρότυπο αγωνιστή ΕΑΜίτη που δεν διεκδικεί παρά το αυτονόητο. Μια καλύτερη ζωή δική του, αλλά και για τις επόμενες γενιές. Η αφήγηση είναι αποτυπωμένη σε δώδεκα κασέτες, υπαγορευμένη απ’ τον ίδιο. Ο γιος του Τάσος Κάβουρας, ανέλαβε τη μορφοποίηση και τη δημιουργία του βιβλίου. Όπως λέει κι ο ίδιος, “Aν ζητήσεις απ’ τον πιο ευφάνταστο συγγραφέα να συνεχίσει την ιστορία, δεν νομίζω πως θα ξεπεράσει αυτά που έζησε ο πατέρας μου”…



Ο ΕΛΑΣ μπαίνει ελευθερωτής στη Τρίπολη το 1940
Ο ήρωας, γράφει στον πρόλογο του υπό έκδοση βιβλίου του:
«Το 1941-44 πολέμησα τους Γερμανούς κατακτητές ως αντάρτης του 11ου συντάγματος του ΕΛΑΣ στη Πελοπόννησο. Υπηρέτησα την στρατιωτική μου θητεία στα δύσκολα χρόνια 1946-1948.
Στον Δημοκρατικό Στρατό ήμουν εκπαιδευτής στην σχολή Αξιωματικών του Κώστα Κανελλόπουλου κι αξιωματικός στρατοπέδευσης του Επιτελείου του ΔΣΕ Πελοποννήσου.
Το 1951 ήμουν 27 χρονών κι είχα ζήσει τόσα πολλά που ένοιωθα ότι είχε περάσει από πάνω μου μια ολόκληρη ζωή. Πολλές φορές αντίκρισα τον θάνατο να περνάει δίπλα μου.

Η Πολιτεία με αναγνώρισε και με τίμησε ως αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης και για τη περίοδο της Γερμανικής Κατοχής 1941-44 και κατά της χούντας των Συνταγματαρχών το 1967-74. Επίσης με τίμησαν η μαρτυρική Βλαχέρνα, η Αντιπεριφέρεια Αρκαδίας και ο Δήμος Τρίπολης.

Όμως ένοιωσα εξαιρετικά ιδιαίτερα το 2013 όταν στην επίσημη από την Πολιτεία εορτή για τη μάχη της Βλαχέρνας εναντίον των Γερμανών κατακτητών, ο νεαρός ομιλητής μας απεκάλεσε ένθερμα ήρωες όλους εμάς που πολεμήσαμε και στο τέλος απάγγειλαν και ποιήματα γραμμένα για τον καθένα μας!

Αυτά είναι κομμάτια της ζωής μου...
Όμως,
...είναι φρικτό να ζεις τα νιάτα σου με προσκέφαλο ένα όπλο.
...είναι φρικτό να έχεις ως ανταπόδοση μεγάλων αγώνων διώξεις, φυλακές κι εξορίες.
Είναι εγκληματικό να μην μπορείς να ονειρευτείς στα 17 σου αλλά ούτε και στα 27 σου χρόνια.
Μια ζωή τόσο ταραγμένη μέσα σε μια εποχή ακόμη πιο ταραγμένη με χούντες, πολέμους, κατοχή, φυλακές, εξορίες...
...να σου επιβάλλουν για το υπόλοιπο του βίου σου να ζήσεις μια ζωή που δεν σου άξιζε, που δεν είχες προγραμματίσει»…

Ένα μικρό απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Γιώργη Κάβουρα, σαν επίλογος. 

Οι Εγγλέζοι

Έπιασα δουλειά, βοηθός γκαρσόνι στου Κόντου, στην Ομόνοια. Δώρου 2. Διαμπερές μαγαζί από Ομόνοια μέχρι την οδό Πατησίων. Δύο όψεις, Ομόνοια ταβέρνα και Πατησίων εστιατόριο. Δουλεύαμε 9 άτομα. Τρία γκαρσόνια, δύο βοηθοί, ο μάγειρας, το αφεντικό και δύο γυναίκες λαντζέρησες.
Εκεί τα είδα και τα έζησα όλα από κοντά …



Πείνα. Να σου παίρνουν το ψωμί, μια μπουκιά, από τα χέρια. Την αγωνία του κόσμου, τον φόβο, τα αυτοκίνητα να μαζεύουν πεθαμένους καθημερινά από τους δρόμους. Τα παιδιά να ζητιανεύουν μία σταφίδα…

Κι η μαύρη αγορά οργίαζε. Μάζευαν από επαρχία μικρές ποσότητες από σιτάρι, αραποσίτι, καλαμπόκι, αλεύρι, φασόλια κι έρχονταν στην Αθήνα και τα μοσχοπουλούσαν. Τα ράλικα λεφτά δεν είχαν κάποια αξία αλλά με αυτά γίνονταν οι συναλλαγές. Σπάνια χρησιμοποιούσαν λίρες.

Στο μαγαζί μας σύχναζαν κάποιοι μαυραγορίτες. Όταν έβλεπα σακούλι, όλο και κάτι έπαιρνα… με όλο το θάρρος. Μια φέτα ψωμί, μια χούφτα φασόλια…

Το κράτος τότε για ένα διάστημα είχε βγάλει κι έδινε το συσσίτιο. Την λεγόμενη μερίδα ίσον 40 δράμια μπομπότα, αραποσίτινο ψωμί! Έπαιρναν όλοι. Ουρές ολόκληρες κάθε μέρα μπροστά στους φούρνους.


Από την ταβέρνα με έστελναν κάθε πρωί στο φούρνο, έπαιρνα την μερίδα μου κι άλλες 40 μερίδες. Πήγαινα πρώτα στην ταβέρνα, γαρνίριζα την δική μου μερίδα με λίγη σάλτσα, την έτρωγα κι έφευγα να πάω τις 40 μερίδες σε ένα σπίτι στην οδό Αχαρνών. Από Ομόνοια πήγαινα με τα πόδια. Οδός Γ’ Σεπτεμβρίου και μετά Αχαρνών. Είκοσι λεπτά περίπου.

Τα παρέδιδα σε ένα σπίτι που μου είχαν υποδείξει. Δεν είχε αριθμό. Κάθε πρωί στις 9 και μισή ήμουν εκεί με το φαγητό. Χτύπαγα το ρόπτρο (μάνταλο) της εξώπορτας της περιτοίχισης του οικοπέδου και πάντοτε ερχόταν μια κοπέλα, η Μυρσίνη, και της έδινα τις μερίδες. Αυτό γινόταν καθημερινά για τρεις μήνες περίπου.

Στις 25 Γενάρη 1942, του Αγίου Γρηγορίου, γιόρταζε ένα γκαρσόνι. Φτιάξαμε ένα φτωχικό τραπέζι στην ταβέρνα και καθίσαμε όλοι μαζί να πούμε τα χρόνια πολλά στον Γρηγόρη. Κάπως ξεχαστήκαμε. Χτύπησε το τηλέφωνο και κατάλαβα ότι ζητούσαν εμένα.

«Φύγε Γιώργη άργησες….», μου φώναξε ένα γκαρσόνι, ο Γιώργης ο Κοντόπουλος. «Πήγαινε στο φούρνο πάρε τις 40 μερίδες και την δική σου και πήγαινέ τες στο σπίτι. Την δική σου να την φας στο δρόμο....».

Με αργοπορία τουλάχιστον μίας ώρας έφτασα στο σπίτι στην οδό Αχαρνών.
Χτύπησα το ρόπτρο, φώναξα την Μυρσίνη όμως δεν πήρα καμία απάντηση.
Έσπρωξα την πόρτα κι αυτή άνοιξε.
Με γρήγορα βήματα διέσχισα την αυλή κι έφτασα μπροστά σε ένα σπίτι, κάτι σαν παλιό αρχοντικό, που φαινόταν ότι κάποτε εκεί πρέπει να ήταν πλουσιόσπιτο.
Χτύπησα την κεντρική πόρτα του κτιρίου, δεν πήρα απάντηση κι άρχισα να ανησυχώ.
Τι να κάνω το φαγητό, που να το αφήσω.
Έκανα τον κύκλο του σπιτιού. Ήταν καθαρό και με περιποιημένη την αυλή. Τα πίσω παράθυρα ήταν ανοικτά.

Στην πίσω πλευρά του σπιτιού βρήκα μία πόρτα ανοικτή. Μπήκα μέσα και κάπως διακριτικά φώναζα το όνομα της Μυρσίνης για να της παραδώσω τις μερίδες.

Προχώρησα στον διάδρομο. Ξαφνικά πάγωσα…
Δεξιά κι αριστερά ήταν δύο δωμάτια και μέσα ήσαν οκτώ άτομα με στρατιωτικές στολές.
«Εγγλέζοι … », μονολόγησα.


Τα’ χασα… Αυτοί με κοιτούσαν κι ένοιωθα ότι βρίσκονταν σε ετοιμότητα να τραβήξουν τα όπλα τους. Προσπάθησα κάτι να τους πω, αλλά ούτε κι εγώ καταλάβαινα τι έπρεπε να πω. Πίσω μου έντρομη κατέφθασε η Μυρσίνη κυριολεκτικά εξαγριωμένη.

Με άρπαξε από το μπράτσο, μου πήρε το φαγητό και τραβολογώντας με έφτασε στην εξώπορτα. Πριν την ανοίξει, με στρίμωξε πάνω στην πόρτα και με λόγια και κοφτές κινήσεις των χεριών της είπε,
«Δεν είδες τίποτα. Δεν ξέρεις τίποτα…».

«Ποιός με στέλνει, …από ποιόν έρχομαι εδώ;», την ρώτησα.
«Δεν ξέρεις τίποτα», μου ξαναείπε.

Με χαιρέτησε σαν να ένοιωθε ότι δεν θα ξαναπήγαινα πάλι εκεί.
Αναστατωμένος γύρισα σχεδόν τρέχοντας στην ταβέρνα. Με τα πρώτα λόγια που είπα έτρεξε κοντά μου ο Γιώργης ο Κοντόπουλος. Τον είχαν ειδοποιήσει ή μόνος του το κατάλαβε. Τι είχε συμβεί δεν ξέρω. Με τράβηξε στο βάθος του μαγαζιού.

«Άκου Γιώργη…. »,μου είπε. «Αυτοί που είδες είναι Εγγλέζοι που τους προωθούμε σαν οργάνωση στην Μέση Ανατολή… Αυτή είναι η τρίτη αποστολή… Φεύγει άμεσα. Όπως ξέρεις εγώ είμαι από την Μεσσηνία κι εσύ από την Αρκαδία. Εκεί έχει γεννηθεί η ελευθερία. Εκεί φούντωσε το 21…

Πριν λίγο καιρό, λίγους μήνες, μαζεύτηκαν πατριώτες που δεν αντέχουν τον κατακτητή κι έφτιαξαν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ.
Είμαστε πολλοί. Στον λαό έχει μεγάλη απήχηση … Εξαπλώνεται παντού. Οργανωθήκαμε κι άλλοι και συντηρούμε Εγγλέζους.
Άλλοι έχουν την ευθύνη να τους μεταφέρουν στον Ωρωπό κι άλλοι στην Τουρκία κι από κει στην Μέση Ανατολή… Άλλοι μετέχουν και σε σαμποτάζ μέσα στην πόλη….».


«Γιατί με είχατε σε αποστολή δίχως να ξέρω τίποτα;», τον ρώτησα.
«Ήσουν πολύ μικρός», μου είπε… «Αν δεν θέλεις, δεν θα ξαναπάς… Πράγματι είναι πολύ επικίνδυνο!».

Είχα τρελαθεί με αυτά που άκουγα… Ένοιωθα ότι ζούσα ιστορικές στιγμές. Του ζήτησα να με γράψει στην οργάνωση κι ένοιωσα μια πρωτόγνωρη χαρά όταν τον είδα να μου απαντάει καταφατικά.

Δεν το συζήτησα καν να με αντικαταστήσουν στην καθημερινή μου αποστολή.
Όμως από εκείνη την ημέρα ήμουν πιο προσεκτικός.
«Τελικά μπήκες στην οργάνωση;», με ρώτησε την άλλη μέρα η Μυρσίνη.
Κι εγώ όμως ήθελα να την ρωτήσω αν το Μυρσίνη είναι το κανονικό της όνομα ή ψευδώνυμο. Δεν την ρώτησα ποτέ. Όμως θέλεις αυτή η σκέψη, θέλεις που ήμουν επηρεασμένος από τους Εγγλέζους άρχισα να ψάχνω για το δικό μου ψευδώνυμο. Κατέληγα κάπου στο Τζωρτζ…

Γνωρίστηκα γρήγορα με μερικούς συναγωνιστές κι είχα πάει σε λίγες συσκέψεις του ΕΑΜ σε σπίτια κοντά στην Ομόνοια. Συζητούσαμε για την οργάνωση του αγώνα και μας έκαναν μικρές ομιλίες εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα και τα υπόλοιπα μας τα έδιναν σε χαρτιά προκηρύξεων να τα διαβάζουμε. Κάθε σύσκεψη δεν ξεπερνούσε τα δεκαπέντε λεπτά γιατί υπήρχαν πολλοί κίνδυνοι να μας συλλάβουν.


Σε μία από τις επόμενες αποστολές Εγγλέζων στρατιωτών, δεν σταθήκαμε τυχεροί. 
Μάθαμε εκ των υστέρων ότι είχε ετοιμαστεί μία αποστολή, να αναχωρήσουν πέντε Εγγλέζοι. Ένα πρωί ξεκίνησαν κρυμμένοι μέσα σε ένα φορτηγό με λάχανα.
Η διαδρομή ήταν από την Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Έπεσαν πάνω σε ένα γερμανικό μπλόκο που τυχαία είχε στηθεί εκείνη την ώρα κι ο συναγωνιστής που προηγείτο του φορτηγού δεν το αντιλήφθηκε.
Τους σταμάτησαν κι άρχισαν τον έλεγχο. Ένας Άγγλος τράβηξε το πιστόλι του κι αιφνιδιάζοντας τους Γερμανούς τραυμάτισε έναν αξιωματικό. Προσπάθησαν να διαφύγουν. Όμως δεν τα κατάφεραν. Τους συνέλαβαν όλους, μαζί με τον Έλληνα οδηγό του φορτηγού και τους οδήγησαν στα μπουντρούμια της Γκεστάπο.


Ο συναγωνιστής που είχε εντολή να ακολουθεί την αποστολή, μόλις είδε τι έγινε έφυγε και γρήγορα ειδοποίησε την γυναίκα του οδηγού και τους υπόλοιπους Εγγλέζους στο σπίτι, για να διαφύγουν. Η γυναίκα του οδηγού ήρθε τρέχοντας στο μαγαζί κι ειδοποίησε το αφεντικό μου και τον Γιώργη τον Κοντόπουλο.

Ήταν Σάββατο πρωί. Μας μάζεψαν αμέσως και μας το είπαν. Αναστατωθήκαμε… Έκριναν όμως ότι έπρεπε να συνεχίσουμε να λειτουργούμε, αλλά έχοντας πλέον τα μάτια μας δεκατέσσερα.

Ξαφνικά βλέπω στην Ομόνοια να καταφθάνουν δύο καμιόνια με Γερμανούς. Ήμουν στην μπροστινή πόρτα. Ειδοποίησα τους άλλους κι εγώ μαζί με ένα ακόμη γκαρσόνι έφυγα προς το κοντινό περίπτερο. Αγόρασα μια εφημερίδα και διαβάζοντας απομακρύνθηκα. Από μακριά είδα ότι στην Πατησίων υπήρχαν κι άλλοι Γερμανοί.
Είχαν αποκλείσει το μαγαζί κι από την πίσω πλευρά. Μέσα στο μαγαζί υπήρχε και κρυφή έξοδος. Τελικά φύγαμε όλοι οι άντρες κι όχι οι δύο γυναίκες λαντζέρησες, δεν ξέρω γιατί. Η έφοδος που ακολούθησε στο επόμενο λεπτό ήταν βίαιη με τους Γερμανούς τρέχοντας να καταλαμβάνουν το μαγαζί. Συνέλαβαν τις γυναίκες. Δεν έμαθα τι απέγιναν.

Από μακριά παρακολούθησα στα κλεφτά μαζί με μερικούς άλλους περαστικούς τι γινόταν.
Έφυγα από την οδό Αθηνάς κι αλλάζοντας στο Θησείο την πορεία μου, τροποποιώντας το καθημερινό μου δρομολόγιο, έφτασα με τα πόδια στο δωμάτιό μου στα Πετράλωνα. Είχα νοικιάσει σε έναν πατριώτη μου, στον Βαγγομήτσιο, θείο του Ζαχαρία.

Από τότε συνειδητοποίησα ότι κάθε ημέρα θα έπρεπε να είμαι όλο και πιο προσεκτικός. Οι καταστάσεις συνεχώς άλλαζαν.
Οι Γερμανοί κατακτητές γίνονταν όλο και πιο άγριοι, πιο σκληροί σε συμπεριφορά.
Πέρασα 4-5 ημέρες μέσα στο δωμάτιο τρώγοντας μόνο ψωμί που είχα αγοράσει από έναν μαυραγορίτη.

Το μαγαζί του Κόντου έκλεισε. Επαναλειτούργησε αργότερα. Πριν λίγα χρόνια αναζήτησα τι απέγινε ο Κόντος. Ένας ηλικιωμένος μέσα στην στοά Ομόνοιας- Πατησίων με πληροφόρησε ότι ζει ένας εγγονός του Κόντου αλλά έχει μεταναστεύσει στην Αμερική"...




Για την ιστορία: Τα μεσάνυχτα της 25ης προς την 26η Νοέμβρη του 1942, οι αντάρτικες δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, σε συνεργασία με τις συμμαχικές δυνάμεις του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, ξεκίνησαν την επιχείρηση καταστροφής της γέφυρας του Γοργοπόταμου. Η επιχείρηση είχε απόλυτη επιτυχία και με ελάχιστες απώλειες απ’ την πλευρά των ανταρτών. Δυό μέρες αργότερα, οι Ιταλοί έγραψαν τον αιματηρό επίλογο, προχωρώντας σε άνανδρα αντίποινα. Παρόλα αυτά, ο απόηχος της ανατίναξης έφτασε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Η σημασία της αναγνωρίστηκε απ’ τους κατακτητές και υμνήθηκε απ’ τους συμμάχους μας, καθώς απέκοψε μια από τις αρτηρίες ανεφοδιασμού του Ρόμελ και διευκόλυνε τις επιχειρήσεις των συμμάχων στο μέτωπο της Αφρικής. Κυρίως όμως, ενίσχυσε το ηθικό των Ελλήνων επιβεβαιώνοντας πως ενωμένοι πετυχαίνουν πολλά στον αγώνα υπέρ του εθνικού συμφέροντος.


(φωτογραφικό υλικό απ' το αρχείο του Τάσου Κάβουρα και απ' το διαδίκτυο)