Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

"Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ"

Βασίλης Τσιτσάνης: Σαν σήμερα γεννιέται το 1915 στα Τρίκαλα και πεθαίνει το 1984 στο Λονδίνο

"Το πώς εργαζόμουνα δεν μπορεί ποτέ να το χωρέσει το μυαλό του ανθρώπου και λέω ανοιχτά ότι εάν ήταν άλλος συνθέτης στη θέση μου δεν επρόκειτο να έβγαινε ζωντανός. Σίγουρα θα πέθαινε.

Είπα ότι η προεισαγωγή ήτανε η προθέρμανση και η εισαγωγή η ζωή μου. Δεν είναι υπερβολή όταν λέω ότι έφτυνα αίμα για μία εισαγωγή, ότι τα δάχτυλά μου πολλές φορές έσπαζαν και έτρεχαν αίματα. Μίλαγε η ψυχή και όταν μιλάει η ψυχή μπορείς να τα βάλεις με όλους τους εχθρούς του κόσμου. Έκανα πολύ καιρό για να φτιάξω ένα τραγούδι. …Όσο και αν κουραζόμουν είχα φοβερές απαιτήσεις από τον εαυτό μου, από το έργο που έφτιαχνα, από τη δουλειά μου. Κάθε δαχτυλιά πάνω στο μπουζούκι ήταν για μένα στιγμή ιερή. Ξενύχτια, αγώνες, βραχνάς, αγωνία, αίμα, κούραση, για να γίνουν τα τραγούδια μου όπως έγιναν… Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, διότι και αυτό το θεωρούσα χρέος. Έγραψα για την Ελλάδα, για τη φτώχεια, για τη γυναίκα, για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο… Το μυαλό μου ήτανε μόνο στη δουλειά μου και πουθενά αλλού. Κάθε μέρα ξενυχτούσα, κοιμόμουνα ελάχιστα, και αμέσως δουλειά για καινούργια τραγούδια.

…Το τραγούδι γραφόταν πάνω στο κερί. Όταν παίζαμε και το γράφαμε δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε τι παίξαμε και τι βγήκε στο τέλος της φωνοληψίας. Ένα κερί χρησιμοποιούσαμε μόνο στην αρχή για δοκιμή. Μετά ότι παίξαμε, παίξαμε. Ήθελα να είμαι σίγουρος και στην τελευταία λεπτομέρεια. Πρόβες, πρόβες, πρόβες, προετοιμασία, πάλι από την αρχή, άντε άλλη μια φορά, μαρτύριο σωστό, μέχρι να πάω στο στούντιο για φωνοληψία. Μεγάλο μαρτύριο. Όχι όπως τώρα, που πάνε τα μπουζούκια στο στούντιο, παίζουν δέκα τραγούδια εκεί, χωρίς πρόβες, πληρώνονται και φεύγουν. Οι δουλειές όμως δεν γίνονται έτσι.

…Και όταν ερχόταν και πήγαινα να ακούσω το δείγμα, αυτή η στιγμή ήταν τελετή για μένα. Δεν πήγαν χαμένοι οι κόποι μου. Και οι παλιές αυτές εκτελέσεις μου το αποδεικνύουν. Γι αυτό βγήκαν αυτές οι εκτελέσεις που βγήκαν, γι αυτό και οι παλιοί δίσκοι μου έχουν τόσο μεγάλη μουσική αξία. Γιατί δεν ξαναγίνονται ποτέ. Τότε δούλευα μόνο για την τέχνη μου και για τίποτε άλλο.

…Γι αυτό θέλω να μη βρεθεί άνθρωπος που να μην πάρει αυτές τις παλιές και αυθεντικές εκτελέσεις. Δεν είναι απλώς δίσκοι με παλιά τραγούδια, είναι δίσκοι φτιαγμένοι με τόσες θυσίες, κόπους, βγαλμένοι από μένα τον ίδιο και από το λαό και για το λαό. Εκεί μπορεί να ακούσει ο καθένας και να καταλάβει τι πράγματα έβγαιναν με δύο όργανα, ένα μπουζούκι, μία κιθάρα, και που και που μπαγλαμάς. Γι αυτό επιμένω τόσο πολύ.”

Επίλογος

Ο Τσιτσάνης έγραψε συνολικά περίπου 530 τραγούδια, εκ των οποίων περίπου 100 προπολεμικά. Πέθανε στις 18.1.1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο Χάραμα και δούλευε καινούργια τραγούδια.
“Να με θάψετε με το μπουζούκι μου και την ώρα που θα με κατεβάζετε στον τάφο, θέλω οι φίλοι μου να μου παίξουνε την Συννεφιασμένη Κυριακή”.




Πηγές κειμένου & φωτογραφίας απ' την κηδεία του



Υστερόγραφον: Το τραγούδι αφιερωμένο στον εορτάζοντα πρωθυπουργό μας, με την ελπίδα να νοηματοδοτήσει την Κυριακή των εκλογών.

Και μια αυτοσχέδια μαντινάδα που θα του αφιέρωνα στο βιβλίο ευχών:

Σου εύχομαι ολόψυχα να ζήσεις τόσα χρόνια 

όσα κι οι αλήθειες που έχεις πει, μιλώντας στα μπαλκόνια. 

Κρίμα που δεν συνέχισες στις πίτσες την καριέρα σου 

εγλύτωσε η μαγειρική και πέσαμε στα χέρια σου. 
.~.~.~.

Το έκανες το κέφι σου κι έγινες κυβερνήτης 

στα λόγια μεταρρυθμιστής - στην πράξη τραπεζίτης 

και σου το λέω φιλικά, όσο έχεις βήμα ακόμη 

πρέπει να έχεις τη μαγκιά και να ζητάς “συγνώμη”.

http://fouit.gr/
 

[Παρακαλώ, συμπληρώστε ελεύθερα τη λίστα δώρου. Να έχει κάτι να μας θυμάται εκεί που θα πάει…]

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

"Κράτα τον παππού ζωντανό"



Aχ ρε παππού… τα πιο όμορφα πράγματα τα διδάχτηκα μαζί σου. Θυμάσαι που με μάθαινες ποδήλατο τα καλοκαίρια στο χωριό; Με τις ώρες στημένος στο λιοπύρι, μέχρι να μάθω καλή ισορροπία. Κι έτρεχες ανήσυχος κοντά μου, κάθε φορά που έπεφτα. «Σήκω όρθιος και συνέχισε!» μου έλεγες όταν κλαψούριζα με τα ματωμένα μου γόνατα. Σηκωνόμουν. Κι έμαθα να κάνω σωστό πετάλι στη ζωή μου και να πορεύομαι με ορθοτιμονιές και αντοχές στις ανηφόρες.

Τα πιο σπουδαία παραμύθια τα έμαθα κοντά σου. Αν και αγράμματος, καμωνόσουν πως διάβαζες βιβλία και μου έλεγες τις δικές σου διηγήσεις. Δεν είχαν πρίγκιπες και παλάτια, αλλά ήταν τα βιώματά σου απ’ τα χρόνια του πολέμου και της εξορίας. Η προσωπική σου κληρονομιά απ’ τα πατρογονικά σου. Που πάσχιζες να την κρατήσεις ζωντανή και να περάσει από στόμα σε στόμα, για να μη σβήσει με τα χρόνια. Κι όταν κατάλαβα μια μέρα πως δεν διαβάζεις, μα αφουγκράζεσαι δακρυσμένος το παρελθόν σου, δεν είπα λέξη. Να μη χαλάσω την ιεροτελεστία αυτής της συνήθειας. Να μην σε προσβάλω πως δεν ήξερες να διαβάζεις. Κι έτσι δεν σου εξομολογήθηκα ποτέ το θαυμασμό μου. Αν και δεν ήξερες την αλφάβητο, μ’ έκανες ν’ αγαπήσω τα βιβλία. Είχες μιαν απίστευτη ικανότητα να μεταδίδεις τη γνώση σου, να την κάνεις εικόνες και σύμβολα, να της δίνεις υπόσταση και να τη ζωντανεύεις.

Αχ ρε παππού… θυμάσαι που με μάθαινες να τραγουδάω τα παλιά ρεμπέτικα; Τα αυγουστιάτικα βράδια ανεβαίναμε τη στριφογυριστή σκάλα κι αράζαμε στο ταρατσάκι μας. Ζαλωμένος το παλιό σου ακορντεόν, μ’ έβαζες στο ξύλινο σκαμνάκι πλάι στο βαρέλι με την κληματαριά και ξεφόρτωνες τα ντουζένια και τους καημούς σου. «Αντιλαλούνε τα βουνά» μου σιγοτραγουδούσες με τη βραχνή φωνή σου. Η χαρτονένια φυσούνα και τα συρμάτινα τάστα, ηχούσαν σαν ολάκερη ορχήστρα στ’ αυτιά μου. Συγχορδία εισπνοής-εκπνοής με τα πνευμόνια σου. Κι ας μην ήξερες τις νότες, με δίδαξες ν’ αγαπάω τη μουσική και να σέβομαι τα τραγούδια που κουβαλούν ανθρώπινες ιστορίες και πόνο.

Τα πρώτα μου χαρτζιλίκια, οι εφηβικοί μου έρωτες, οι δειλές επαναστάσεις μου, οι αγωνίες και τα ξενύχτια μου, η σχολή, ο στρατός, οι πρώτες μου αναζητήσεις για δουλειά… όλη μου η ζωή ξετυλίγεται μπροστά μου απόψε και παντού υπάρχει η παρουσία σου. Όλα πλαισιωμένα απ’ τη δική σου τρυφεράδα και σοφία. Και ντρέπομαι που δεν σου είπα ποτέ, πως σε κάθε μου αναποδιά, ήταν η φωνή σου που με στήριζε και με ενθάρρυνε «Σήκω όρθιος και συνέχισε!»…

Αχ ρε παππού… «κάποτε θα στα ξεπληρώσω όλα», σου έλεγα ο αφελής. Λες και τα έκανες από υποχρέωση κι όχι από ατόφια αγάπη. Κι έφτασα κοτζάμ γομάρι τριάντα χρονών και σου απλώνω ακόμα το χέρι. Να σου πω πως σ’ έχω ανάγκη, περισσότερο από ποτέ. Να μοιραστούμε τα παραμύθια μας. Να σου διηγηθώ τα δικά μου ντουζένια . Ν’ ανέβουμε πάλι τη σκουριασμένη σκάλα μας, να με βάλεις τρυφερά στο παιδικό μου σκαμνάκι και να σε σιγοντάρω στο τραγούδι. Κι ύστερα να σκύψεις πάνω απ’ τα ματωμένα μου όνειρα και να μου φωνάξεις: «Σήκω όρθιος και συνέχισε!»…

Τους τελευταίους μήνες, συννέφιαζε το πρόσωπό σου κάθε φορά που σου ζητούσα χαρτζιλίκι. Εγώ μακροχρόνια άνεργος, κι εσύ με χρόνια πνευμονοπάθεια. Εγώ ντρεπόμουν που έβαζα την ανάγκη παραπάνω απ’ το φιλότιμό μου. Κι εσύ ντρεπόσουν για την πετσοκομμένη σου σύνταξη. Το εξευτελιστικό ποσό που έπαιρνες πια, δεν σου έφτανε ούτε για τα φάρμακά σου. Και δεν καταδέχτηκες ποτέ να ζητήσεις βοήθεια. Κι ας έμενες άφραγκος για να μη μου χαλάσεις το χατίρι.

Μαζί με τους σφυγμούς σου, χάνεται κι η ζωή μου παππού…
Γιατί η ταπείνωση είναι το πιο φονικό όπλο, για όσους διαθέτουν αξιοπρέπεια.
Η ντροπή του ηλικιωμένου, είναι η εναλλακτική μέθοδος ευθανασίας.
Κι η ντροπή του ανέργου είναι η χαριστική βολή στο κεφάλι που κάνει όνειρα.

Αλλιώς σου άξιζε να σ’ αποχαιρετήσω, το ξέρω. Γύρω μας στριγγλίζουν οι παλμογράφοι και τα μηχανήματα που σε κρατούν ζωντανό. Το κορμί σου είναι διάτρητο απ’ τις παροχές και τους ορούς. Το ισχνό σου χέρι ανασηκώνεται και μου δείχνει το παράθυρο. Ο αέρας λυσσομανάει έξω κι ένα δεντράκι στον περίβολο του νοσοκομείου, πασχίζει να σταθεί όρθιο. Βγάζεις τη μάσκα οξυγόνου. Μου κάνεις νόημα να σκύψω κοντά σου. Με δυσκολία ψιθυρίζεις: «Κράτα τη ρίζα σου γερή και τα κλωνάρια σου βλαστερά… κράτα με ζωντανό αγόρι μου… μέσα από σένα θα συνεχίσω να ζω… ό,τι υπήρξα, θα είναι το λίπασμα για τη δική σου ζωή».

Αχ ρε παππού… Ακόμα και τώρα μου δίνεις μαθήματα.
Δευτερόλεπτα πριν ανέβεις τη στριφογυριστή σκάλα προς τον ουρανό…



[Η συμμετοχή μου στη δράση "Τίτλος σπουδής" που οργανώνει o διαδικτυακός τόπος τοβιβλίο.net
Ευχαριστώ θερμά τον Κώστα Θερμογιάννη για την έμπνευση, τη στήριξη και τη φιλοξενία του].





Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

“Για τις παλιές τις κάλτσες μη μιλααάς…” ♫ ♩ ♬


[Lyrics: Yorgos]

‘Έμειναν 19 μέρες / Ό,τι και ν’ ακούτε, τίποτα δεν είναι εύκολο / 
Η κοινοβουλευτική μάχη για το Κίνημά μας θα κερδηθεί…

Πάμε!

Φίλο με Φίλο/
Συγγενή με Συγγενή/

Πόρτα - Πόρτα”




- Ντρρριιιιν…
- Ποιος;
- Το κίνημα που παραγγείλατε. Τι όροφο είστε;
- Τρίτο, αλλά δεν παραγγείλαμε τίποτα. Μάλλον λάθος κουδούνι πατήσατε.
- Ποτέ δεν προσποιήθηκα τον αλάνθαστο. Ξέρω τα λάθη μου… Έχω διδαχθεί απ’ αυτά.
- Τι θες ρε Χριστιανέ μου νυχτιάτικο;
- Ήρθα να βάλω και πάλι το κεφάλι μου στο ντορβά και ν’ αναλάβω πρωτοβουλία δημιουργικής ρήξης με το κομματικό κατεστημένο!
- Αν δεν ξεκουμπιστείς τώρα, φωνάζω την αστυνομία!
- Αυτό θα έκανα αν είχα προσωπική ατζέντα, θα σιωπούσα, θα βολευόμουν και θα το έβαζα στα πόδια. Αλλά όχι! Αυτή τη φορά είμαι αποφασισμένος. Ήρθα για να μείνω!
- Ποιος είσαι ρε άνθρωπε;
- Αυτός είμαι. Αυτός ήμουν. Αυτός θα είμαι πάντα… Και είμαι έτοιμος να δεχθώ κάθε κριτική.
- Αν έρθω κάτω θα δεχτείς κάτι άλλο, γι αυτό μάζευέ τα και δρόμο!
- Είμαι μαθημένος να με πετροβολούν. Πόνεσα για τις αποφάσεις μου… Αλλά τη χώρα στα ζάρια δεν την έπαιξα.
- Γιατί πρέπει να μ’ ενδιαφέρει εμένα αν την έπαιξες τελικά;
- Γιατί η αγορά και η επιχειρηματικότητα έχoυν παγώσει. Κι εγώ επίσης. Είναι απαράδεκτο να έχετε στημένο έναν πρώην πρωθυπουργό τόση ώρα. Και μάλιστα σε μια πυλωτή!
- [Ρε Θανάση, αυτός δεν ξεκολλάει από κάτω… Να του ανοίξω να μας αφήσει κανένα φυλλάδιο και να ξεκουμπιστεί να φύγει;]
- [Κρύψε τα ρολόγια και τις βέρες πρώτα… Βάλε και τη γιαγιά στην κάμαρη, μην τον δει και πάθει δεύτερο εγκεφαλικό]
- [Ανοίγω κι ο Θεός μαζί μας!]... Πού’σαι… Κύριος; Ανοίγω, αφήνεις προσπέκτους κι εξαφανίζεσαι. ΟΚ;
- Πάμε! Τρίτος είπαμε ε; Φωνάξτε και τους υπόλοιπους ενοίκους, όλοι μαζί, όλοι συμμετοχικά, όλοι κινηματικά, όλοι από τη βάση!

---------Oooo---
-----------(----)---
------------)--/----
------------(_/-
----oooO----
----(---)----
-----\--(--
------\_)-

- Καλησπέρα φίλοι και φίλες!
- Στο σταυρό που σου κάνω, οι δυο μας είμαστε. Βούλα, κι από δω ο Θανάσης.
- Έστω… Βούλα και Θανάση λοιπόν, σήμερα με το Κίνημά μας, κάνουμε το επόμενο βήμα…
- Πριν το κάνετε, σκουπίστε παπούτσια στο χαλάκι. Κοψομεσιάστηκα χτες απ’ τη φασίνα.
- Έστω… Λοιπόν, δεν έχουμε άλλο χρόνο. Έφτασε η ιστορική στιγμή να απαντήσετε στα διλήμματα που ανέδειξαν την κρίση.
- Ο Θανάσης κι εγώ αναδείξαμε την κρίση;
- Πάντως εγώ ως Πορθυπουργός, έκανα ότι ήταν δυνατόν να την αποτρέψω. Σας ερωτώ λοιπόν. Ελευθερία ή Φοίβος;
- “Καστελόριζο μπλουζ” σας λέει κάτι;
♪ ♫ ♩ ♬ ♭
- Τι μου θυμίσατε!... Είχα πάει ένα γουίκ-εντ στο νησί και πέρασα σούπερ! Κάτι είχα εξαγγείλει εκεί, αλλά μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή. Λοιπόν, πάμε στις ερωτήσεις μας. Ανθρωπιά ή κυνισμός;
- Άγριο ξύλο και τόνους ληγμένα χημικά σ’ όσους διαδηλώνουν. Συνταξιούχοι, απεργοί, μαθητές, φοιτητές και πάσης φύσεως διαδηλωτές, αντιμετωπίστηκαν επί θητείας σας, ως πειραματόζωα στα νεόφερτα συστήματα καταστολής.
♪ ♫ ♩ ♬ ♭
- Λογοδοσία ή ασυδοσία;
- Η ΜΚΟ του αδερφού σας, Αντρίκου Παπανδρέου, που με συνεργάτη τον Γριβέα, τον αρχιμάστορα της κομπίνας του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, διοργάνωναν από κοινού συνέδρια για την "πράσινη" ανάπτυξη, με χορηγό -πάντα- το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.

♪ ♫ ♩ ♬ ♭
- Διαφάνεια ή παρασκήνιο;
- Κρυφές συνομιλίες με τον Ντομινίκ Στρος Καν, ενώ συγχρόνως χαρακτηρίζατε το ΔΝΤ ως το μεγαλύτερο κακό που θα μπορούσε να συμβεί στη χώρα. Το “no matter what” σας θυμίζει κάτι;
♪ ♫ ♩ ♬ ♭
- Who cares? Πάμε!...Χειραφέτηση ή χειραγώγηση;
- “Λεφτά υπάρχουν” και ακατάσχετη παροχολογία. Έτσι κερδίσατε τις εκλογές. 

♪ ♫ ♩ ♬ ♭
- Δημιουργία ή παρασιτισμός;
- 250.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο και πάνω από 700.000 θέσεις εργασίας χάθηκαν.
♪ ♫ ♩ ♬ ♭
- Πολυσυλλεκτικότητα ή ξενοφοβία;
- Μας κάνετε μια χάρη; Αυτό το… “Πολυσυλλεκτικότητα”… μπορείτε να το προφέρετε δίχως να διαβάζετε τις σημειώσεις σας; Kι όταν μάθετε σωστά ελληνικά και ακριβή ορθογραφία και ετυμολογία της γλώσσας μας, τότε ελάτε να ζητήσετε την ψήφο μας. Ο τόπος δεν έχει ανάγκη από αναγνώστες και σεφ της οικονομίας. Επειγόμεθα για πατριώτες. Αν γνωρίζετε τον ορισμό της λέξης…






[Σκίτσο του ΚΥΡ & φωτογραφία από εδώ]

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Καλή Πρωτοχρονιά κυρ-Βασίλη

Παραμονή πρωτοχρονιάς. Από μακριά ακούγεται ο βόμβος από παιδικές φωνές «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά»... Κάθε χρόνο γίνεται και πιο απόμακρος, σαν θλιβερό ντεκρεσέντο στη γιορτινή κλίμακα.

Οι φωνές πλησιάζουν στο μικρό τσιμεντένιο χωριό.
Μια παρέα πιτσιρικιών χτυπάει τα κουδούνια της πολυκατοικίας.

Κάποιος τους ανοίγει και σε δευτερόλεπτα οι διάδρομοι και το κλιμακοστάσιο αντηχούν τριγωνάκια και παιδικό σούσουρο. Σαν να λευτερώνονται άξαφνα λευκά περιστέρια απ’ το καπέλο ενός μάγου και φτερουγίζουν δυνατά προς όλες τις κατευθύνσεις. Οργανώνονται και χαρτογραφούν την περιοχή. Ξεκινούν απ’ το ισόγειο. Κινούνται πόρτα-πόρτα, παρατάσσονται ανά ύψος λίγο πίσω απ’ το χαλάκι της εξώπορτας και ρίχνουν μια τελευταία ματιά μεταξύ τους, σαν την ορχήστρα που ετοιμάζεται να ξεκινήσει το σόλο της.



Οι δυο ψηλοί της παρέας έχουν σχηματίσει ένα γάντζο με τον αριστερό τους δείκτη κι έχουν κρεμασμένα τα τρίγωνα, ο μεσαίος με τις φακίδες και τα μυωπικά γυαλιά κρατάει το ταμείο -ένα μεταλλικό κουτί από μπισκότα βανίλια- κι ένα κορίτσι με γυαλιστερά μαύρα μαλιά και ζωηρά μάτια έχει κολλήσει μια μελόντικα στα χείλια της και περιμένει τον μαέστρο να δώσει το σύνθημα. Στον πυρήνα της παρέας, ένα μικρόσωμο κοριτσάκι που για να το προσέξεις πρέπει να σκύψεις το κεφάλι. Είναι εμφανές ότι είναι η μικρή αδερφή του κοριτσιού με τη μελόντικα, γιατί μοιάζουν θεαματικά αλλά και γιατί την έχει κολλήσει προστατευτικά πάνω της και την κοιτάει διαρκώς, εμψυχώνοντας την να μη ντρέπεται. Η μικρή έχει αναλάβει το άνοιγμα της παράστασης. “Να τα πούμε;” λέει με την αγαπησιάρικη φωνή της, κουνώντας δώθε-πέρα το κορμάκι της και διασταυρώνοντας από αμηχανία τα κουτουπιέ των λουστρινιών της. Όσο περιμένουν το άνοιγμα της πόρτας, οι μπαρέτες χοροπηδάνε απ’ το χτύπημα των νεύρων στα ποδαράκια της.

Αμηχανία και προσμονή. Ένα δειλό επαναληπτικό χτύπημα στο εσωτερικό κουδούνι… ψίθυροι «Δεν είναι κανείς μέσα, πάμε να φύγουμε»... άλλη μια απέλπιδα προσπάθεια «Κάτσε να χτυπήσω και την πόρτα, μπορεί να μη λειτουργεί το κουδούνι»... Αν είναι κάποιος πίσω απ’ την κλειστή πόρτα, μπορεί με ευκρίνεια ν’ ακούσει τον ήχο της ανάσας τους. Το καπάκι κλείνει πίσω απ’ το ματάκι με τον ευρυγώνιο φακό και βήματα σέρνονται εντός και εκτός της πόρτας.

“Τα κάλαντα μας λείπανε τώρα... Δεν μας φτάνει το χάλι μας”...
“Πάμε στον τέταρτο, εκεί μένει ένας παππούς και μας ανοίγει κάθε χρόνο... μας δίνει    γλυκά και γερό χαρτζιλίκι”...



Η μικρή με το πολυεστερικό ροζ μπουφάν, πατάει πρώτη στο τέταρτο πάτωμα. Ξοπίσω καταφτάνουν σα λαχανιασμένοι ορειβάτες οι υπόλοιποι. Με το κεφάλι και το ηθικό τους πεσμένο απ’ τις κλειστές πόρτες, κατευθύνονται κατευθείαν στη γνώριμη πόρτα του παππού. Η μικρή τεντώνει το χεράκι της, που ως τώρα κρυβόταν κάτω απ’ το μακρύ μανίκι του μπουφάν της. Είναι εμφανές ότι το ρούχο ανήκει στην αδερφή της και, αν και πλέει μέσα του, “είναι ένα πρώτης τάξεως ζεστό μπουφάν”, όπως είπε η μαμά της. Η μικρή είναι μαθημένη να ντύνεται τα αποφόρια της αδερφής της και δεν δυσανασχετεί. Κάποιες φορές μόνο ζηλεύει και το εκφράζει με άξαφνους θυμούς και γκρίνιες, αλλά μπροστά στη θέα της μάνας της, υποχωρεί στη στιγμή.

Βασίλης Αγγέλου” ... ντρρρριιιιν
Ησυχία.
Οι πρώτοι ψίθυροι και μια νότα ανησυχίας, διάχυτη:
“Τι γίνεται τώρα;”…. “Ξέρω γω; Δεν ακούω τίποτα”…. “Σσσσς κάντε ησυχία ρε παιδιά, ν’ ακούσουμε αν είναι μέσα”...

Άχνα. Μόνο μια υποψία μουσικής, ένα ρυθμικό βαλσάκι που μάλλον αναδύεται από κάποια χοάνη ή χαρτονένιο χωνί, απόμακρο όμως, μπλεγμένο με βραχνά ψιθυρίσματα και ξέπνοους αναστεναγμούς, που αιωρούνται σα χνούδια που τα παρασέρνει ο αέρας… “Aς ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ, να γεμίσεις με φως, το φριχτό μου σκοτάδι...”
Δίχως να προηγηθούν βήματα, η πόρτα ανοίγει αργόσυρτα.

Ο μεγάλος της παρέας δεν περιμένει να δει ποιος ανοίγει κι αναφωνεί ενθουσιασμένος:
“Καλημέρα κυρ-Βασίλη και χρόνια πολλά... Να τα πούμε;”


Στο απέναντι τσιμεντένιο χωριό, ένα νεαρό ζευγάρι που χουχουλιάζει αγκαλιασμένο στον καναπέ του καθιστικού του, παρατηρεί μιαν ασυνήθιστη κινητικότητα στο διαμέρισμα του ηλικιωμένου. Τα φώτα στο θεοσκότεινο μέχρι πρότινος σαλόνι ανάβουν μεμιάς, ακούγονται φωνές χαρούμενες, γέλια και χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Ο κυρ-Βασίλης τραβάει τις κουρτίνες των παραθύρων και σουλατσάρει διαρκώς στο σαλόνι, με χειρονομίες και γκριμάτσες ανθρώπου που τον βρήκε μια αναπάντεχη καλοτυχία.

*********

Tις επόμενες μέρες, oι μαγαζάτορες της περιοχής θα διαπιστώσουν πως ο κυρ-Βασίλης εμφανίστηκε και πάλι στη γειτονιά, ευδιάθετος κι ευθυτενής, τυλιγμένος στο φθαρμένο κασμιρένιο παλτό του, ευχήθηκε σ’ όλους τους περαστικούς και ψώνισε τα φάρμακά του, λίγα τρόφιμα απ’ το μπακαλικάκι στη γωνία, μια γενναιόδωρη μερίδα κρέας απ’ το χασάπικο και λίγα γλυκίσματα απ’ το γλυκοπωλείο που άνοιξε πρόσφατα ένα νεαρό ζευγάρι, στην πλατεία του τσιμεντένιου χωριού.

“Kαλημέρα παιδιά μου, καλορίζικο το μαγαζάκι σας και πάντα γλυκαμένοι να είστε στη ζωή σας!”

“Κυρ-Βασίλη τι γίνατε; Σας χάσαμε τον τελευταίο καιρό. Ευτυχώς που είδαμε φως στο διαμέρισμά σας την παραμονή, γιατί είχαμε αρχίσει ν’ ανησυχούμε πολύ. Είχατε επισκέψεις ε; Τα εγγόνια σας;”

“Μπααα... δεν αξιώθηκα για εγγόνια κορίτσι μου... Ήρθαν απρόσμενα τ’ αγγελάκια μου, απάνω που είχα απελπιστεί και έκαμα άσχημες σκέψεις... Τους καλούς καιρούς τους άνοιγα πάντα την πόρτα μου και τα υποδεχόμουν με την καρδιά μου ανοιχτή. Ήταν για μένα η οικογένεια που δεν είχα, μια ψευδαίσθηση πως ήταν και δικοί μου απόγονοι. Γυρίσανε οι καιροί όμως, μου κόψανε και τη σύνταξη και τα φάρμακα και όλα... Στριμώχτηκα πολύ παιδιά μου. Κλείστηκα στον ευατό μου και ντρεπόμουν πολύ... Κι ήρθαν εφέτος πάλι τα πουλάκια μου κι αντί να τους δώσω εγώ το χαρτζιλικάκι τους, μου προσφέρανε αυτά τις οικονομίες τους. “Για να περάσω ανθρώπινες γιορτές και να μη λείψει τίποτα απ’ το τραπέζι”, μου είπαν τ’ αγγελάκια μου... "

Το νεαρό ζευγάρι αλληλοκοιτάζεται συνωμοτικά, προφανώς δεν πιστεύουν λέξη απ’ τη διήγηση του ηλικιωμένου, αλλά παραξενεύονται όταν διαπιστώνουν πως το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα που τους έδωσε ο κυρ-Βασίλης, αναδύει μιαν απαλή μυρωδιά από μπισκότα βανίλια.



Παραμονή πρωτοχρονιάς. Φεύγοντας απ’ το τσιμεντένιο χωριό, τα πρόσωπά τους είναι ξαναμένα και κατακόκινα. Με τα ψιλά που έχουν απομείνει στο τσίγκινο κουτί, αποφασίζουν ομόφωνα και ενθουσιωδώς να πάνε στο κοντινό λούνα παρκ, να πάρουν ποπ-κορν και να παίξουν σ’ όσες πίστες αντέχουν τα οικονομικά τους. Με προτεραιότητα στο πολύχρωμο καρουσέλ, που είναι κι ο καημός της μικρής. Το σούρουπο τους βρίσκει ξεθεωμένους στο ξύλινο έλκηθρο, που στριφογυρίζει ασταμάτητα την πόλη και μοιράζει δώρα στους μοναχικούς Αγιο-Βασίληδες.

Τα δελτία ειδήσεων το βράδυ, έχουν πρώτη είδηση τις εκλογές στο Καλικαντζαροχωριό.
Κίσσες, ερπετά και αλεπούδες, ακονίζουν τα νύχια τους και κάνουν πρόβες ορθοκραξίας.
Κρίμα που κανείς παραμυθάς δεν θα διαδώσει τα καλά νέα στο τσιμεντένιο κεφαλοχώρι.
Κι έτσι οι πόρτες θα μένουν κλειστές, κάποια κάλαντα δεν θ’ ακουστούν ποτέ και κάποιοι αφελείς χωρικοί θα συνεχίσουν να πιστεύουν πως οι καλικάντζαροι είναι αήττητοι.


Καλή Χρονιά! Κι αν δεν μας βγει, ας την κάνουμε μόνοι μας!

Το κείμενο φιλοξενείται στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού