"Το πώς εργαζόμουνα δεν μπορεί ποτέ να το χωρέσει το μυαλό του ανθρώπου και λέω ανοιχτά ότι εάν ήταν άλλος συνθέτης στη θέση μου δεν επρόκειτο να έβγαινε ζωντανός. Σίγουρα θα πέθαινε.
Είπα ότι η προεισαγωγή ήτανε η προθέρμανση και η εισαγωγή η ζωή μου. Δεν είναι υπερβολή όταν λέω ότι έφτυνα αίμα για μία εισαγωγή, ότι τα δάχτυλά μου πολλές φορές έσπαζαν και έτρεχαν αίματα. Μίλαγε η ψυχή και όταν μιλάει η ψυχή μπορείς να τα βάλεις με όλους τους εχθρούς του κόσμου. Έκανα πολύ καιρό για να φτιάξω ένα τραγούδι. …Όσο και αν κουραζόμουν είχα φοβερές απαιτήσεις από τον εαυτό μου, από το έργο που έφτιαχνα, από τη δουλειά μου. Κάθε δαχτυλιά πάνω στο μπουζούκι ήταν για μένα στιγμή ιερή. Ξενύχτια, αγώνες, βραχνάς, αγωνία, αίμα, κούραση, για να γίνουν τα τραγούδια μου όπως έγιναν… Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, διότι και αυτό το θεωρούσα χρέος. Έγραψα για την Ελλάδα, για τη φτώχεια, για τη γυναίκα, για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο… Το μυαλό μου ήτανε μόνο στη δουλειά μου και πουθενά αλλού. Κάθε μέρα ξενυχτούσα, κοιμόμουνα ελάχιστα, και αμέσως δουλειά για καινούργια τραγούδια.
…Το τραγούδι γραφόταν πάνω στο κερί. Όταν παίζαμε και το γράφαμε δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε τι παίξαμε και τι βγήκε στο τέλος της φωνοληψίας. Ένα κερί χρησιμοποιούσαμε μόνο στην αρχή για δοκιμή. Μετά ότι παίξαμε, παίξαμε. Ήθελα να είμαι σίγουρος και στην τελευταία λεπτομέρεια. Πρόβες, πρόβες, πρόβες, προετοιμασία, πάλι από την αρχή, άντε άλλη μια φορά, μαρτύριο σωστό, μέχρι να πάω στο στούντιο για φωνοληψία. Μεγάλο μαρτύριο. Όχι όπως τώρα, που πάνε τα μπουζούκια στο στούντιο, παίζουν δέκα τραγούδια εκεί, χωρίς πρόβες, πληρώνονται και φεύγουν. Οι δουλειές όμως δεν γίνονται έτσι.
…Και όταν ερχόταν και πήγαινα να ακούσω το δείγμα, αυτή η στιγμή ήταν τελετή για μένα. Δεν πήγαν χαμένοι οι κόποι μου. Και οι παλιές αυτές εκτελέσεις μου το αποδεικνύουν. Γι αυτό βγήκαν αυτές οι εκτελέσεις που βγήκαν, γι αυτό και οι παλιοί δίσκοι μου έχουν τόσο μεγάλη μουσική αξία. Γιατί δεν ξαναγίνονται ποτέ. Τότε δούλευα μόνο για την τέχνη μου και για τίποτε άλλο.
…Γι αυτό θέλω να μη βρεθεί άνθρωπος που να μην πάρει αυτές τις παλιές και αυθεντικές εκτελέσεις. Δεν είναι απλώς δίσκοι με παλιά τραγούδια, είναι δίσκοι φτιαγμένοι με τόσες θυσίες, κόπους, βγαλμένοι από μένα τον ίδιο και από το λαό και για το λαό. Εκεί μπορεί να ακούσει ο καθένας και να καταλάβει τι πράγματα έβγαιναν με δύο όργανα, ένα μπουζούκι, μία κιθάρα, και που και που μπαγλαμάς. Γι αυτό επιμένω τόσο πολύ.”
Επίλογος
Ο Τσιτσάνης έγραψε συνολικά περίπου 530 τραγούδια, εκ των οποίων περίπου 100 προπολεμικά. Πέθανε στις 18.1.1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο Χάραμα και δούλευε καινούργια τραγούδια.
“Να με θάψετε με το μπουζούκι μου και την ώρα που θα με κατεβάζετε στον τάφο, θέλω οι φίλοι μου να μου παίξουνε την Συννεφιασμένη Κυριακή”.
Πηγές κειμένου & φωτογραφίας απ' την κηδεία του
Υστερόγραφον: Το τραγούδι αφιερωμένο στον εορτάζοντα πρωθυπουργό μας, με την ελπίδα να νοηματοδοτήσει την Κυριακή των εκλογών.
Και μια αυτοσχέδια μαντινάδα που θα του αφιέρωνα στο βιβλίο ευχών:
Σου εύχομαι ολόψυχα να ζήσεις τόσα χρόνια
όσα κι οι αλήθειες που έχεις πει, μιλώντας στα μπαλκόνια.
Κρίμα που δεν συνέχισες στις πίτσες την καριέρα σου
εγλύτωσε η μαγειρική και πέσαμε στα χέρια σου.
.~.~.~.
Το έκανες το κέφι σου κι έγινες κυβερνήτης
στα λόγια μεταρρυθμιστής - στην πράξη τραπεζίτης
και σου το λέω φιλικά, όσο έχεις βήμα ακόμη
πρέπει να έχεις τη μαγκιά και να ζητάς “συγνώμη”.
[Παρακαλώ, συμπληρώστε ελεύθερα τη λίστα δώρου. Να έχει κάτι να μας θυμάται εκεί που θα πάει…]