09.00 το πρωί. Μέχρι να γίνει ο καφές, λέμε σε τίτλους την προσωπική μας ειδησεογραφία.
"Ο μικρός ανέβασε πυρετό πάλι… Τσακωθήκαμε με την μεγάλη χτες το βράδυ… Μην την πιέζεις, είναι σε κρίσιμη ηλικία… Ο Νίκος πώς είναι;… Ο γιατρός μας είπε πως δεν το γλυτώνει το στεφανιογράφημα… Πήρε βαθμούς κι ο Βασιλάκης, πέφτει πάλι στα μαθηματικά…"
10.00: έχουμε καταδυθεί στον θολό πυθμένα της καθημερινότητας. Τηλέφωνα, χαρτιά, φωνές, εκνευρισμοί, νούμερα, συναντήσεις, νούμερα, νούμερα και πάλι νούμερα…
Τηλέφωνο στα μουλωχτά. Με φωνή ενοχική. Ότι βγαίνουμε για λίγο απ’ τον προσδιορισμένο μας κύκλο με τα νούμερα και γινόμαστε άνθρωποι.
"Έκανε πυρετό; Αχ ευτυχώς, δόξα τω Θεώ!... Να τον θερμομετρείς διαρκώς κι αν ανεβάσει δέκατα πάρε με αμέσως… Και δωσ’ του ντεπόν…"
11.00: σχεδιάζουμε την αυριανή μέρα. Το πρωί θα μιλήσουμε με τους τάδε, το μεσημέρι θα πάμε στους δείνα, μετά θα παρουσιάσουμε στους απαυτούς, συγχρόνως θα κλείσουμε συνάντηση με τους αποδαύτους και το απόγευμα θα δώσουμε προβλέψεις στους μεγάλους.
Ακούω κάποιον να γελάει ή είναι ιδέα μου; Μια ανατριχίλα με διαπέρασε, αλλά το απέδωσα στο κακοσυντηρημένο κλιματιστικό που ξερνάει τον ανακυκλωμένο μικροβιακό αέρα του, κατευθείαν πάνω στο σβέρκο μου.
12.00: έχουμε αφηνιάσει ήδη. Δεκάδες δάχτυλα βαράνε ιλιγγιωδώς πλήκτρα υπολογιστών. Χείλια σφιγμένα, ματιές φρενιασμένες. Δεν αναπνέουμε. Μόνο πληκτρολογούμε. Το οπτικό μας πεδίο εξαντλείται σε λίγα εκατοστά, ως την οθόνη του υπολογιστή. Τα νούμερα εισβάλουν απ’ τις κόρες των ματιών μας, διανύουν τα εγκεφαλικά κύτταρα και διαχέονται στο αίμα μας. Μόνο η φυσική μας ανάγκη, θυμίζει πως αποτελούμε ανθρώπινα όντα και όχι μεταλλικές συσκευές που διαχειρίζονται δεδομένα.
13.00: κι όση ώρα είμαι στην τουαλέτα ακούω φωνές απ’ το υπερπέραν του γραφείου.
"Αχ Παναγία μου τι έγινε; Γιατί δεν μου λέτε τι έγινε; Πείτε μου να πάρει ο διάολος!... έρχομαι, τρέχω… πού τον έχετε είπατε; Ερυθρός; Έρχομαι, κλείνω!..."
14.00: κοιταζόμαστε αποσβολωμένοι. Η διπλανή καρέκλα είναι άδεια. Και η παραδιπλανή επίσης. Ευτυχώς δεν έφυγε μόνη. Ο Αποπάνω μαθαίνει τα νέα, σχηματίζει με τα χείλια του μια γκριμάτσα κατήφειας -διάρκειας λίγων δευτερολέπτων- και αμέσως μετά ρωτάει για τις παραγγελίες. Παίρνω τηλέφωνο ξανά σπίτι.
"Απύρετος; Έφαγε τίποτα; Αν κάνει εμετούς μην τον πιέζεις… Πρέπει να τον πάω στον παιδίατρο το βράδυ… Τι ώρα θα φύγω από δω μέσα;… Πού είναι τώρα; Τι περνάει;"
Την επόμενη μέρα ακυρώθηκαν κάποιες συναντήσεις, καθώς προέκυψε ένα απρόβλεπτο απ’ τα νούμερα τραγικό γεγονός. Το κονσέρτο με τα πληκτρολόγια ήταν υποτονικό κι ο Αποπάνω δεν ζήτησε νούμερα, επιδεικνύοντας την καλή του πρόθεση να συμμετέχει στο πένθιμο κλίμα του γραφείου.
Τη μεθεπόμενη, βρεθήκαμε έξω απ’ το μαντρί μας, ανίκανοι να διαχειριστούμε το φυσικό περιβάλλον, το οξυγόνο, τα συναισθήματα, την οδύνη και την αμετάκλητη απώλεια. Η μαεστρία μας να κουμαντάρουμε νούμερα και ποσοστώσεις, ήταν παντελώς άχρηστη τούτες τις ώρες. Ο ήλιος έλαμπε βασιλικά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ενόσω περιπλανιόμασταν στη ζώνη Β1 του κοιμητηρίου. Έψαχνα λέξεις… τι λένε τούτες τις ώρες;… σφίγγω τον ώμο της διπλανής μου… θυμάμαι τους δικούς μου αποχαιρετισμούς… με κυριεύουν οι φοβίες για τους ανθρώπους μου… τι θα έκανα αν;… τι θα πει στα παιδιά;… τι θ’ απογίνουν Θεέ μου;… χτες δεν πρόλαβα ξύπνιο τον μικρό… ενοχές… όλη τη μέρα ψηνόταν στον πυρετό κι εγώ δεν ήμουν πλάϊ του… πόση ζωή χάνουμε εκεί μέσα;… πόσο καιρό είχα να βρεθώ έξω στον ήλιο;… να πατάω χώμα και να μυρίζω ανθισμένα λουλούδια;… συνέρχομαι και θυμάμαι πού βρίσκομαι.
“Κύριε, ανάπαυσον την ψυχήν του κεκοιμημένου δούλου σου, εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός”…
Aπό ψηλά θα φαντάζουμε σαν ένα μαυροφορεμένο ανθρώπινο μελίσσι, που βουίζει πένθιμα πάνω απ’ το φρεσκοσκαμμένο μνήμα. Υψώνω τα μάτια προς τα πάνω, πιο πολύ για να μη βλέπω. Κατάλευκα μπαμπακένια συννεφάκια κάνουν χαμηλές πτήσεις πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Αδέσποτα και γιορτινά, λες και ξεκόλλησαν απ’ τον καταγάλανο ουράνιο θόλο κι ήρθαν να παραλάβουν μια ψυχή και να παραδώσουν το μήνυμά τους. Ας είναι κάπου εκεί, ας είναι ένας παράδεισος που τον περιμένει, ας υπάρχει μια αιτία που έφυγε τόσο νωρίς, ας είναι σημαδιακό τούτο το συννεφένιο πέρα-δώθε, κι όχι τυχαίο…
Σε απροσδιόριστη και αδιάφορη χρονική στιγμή, βαδίζουμε σκυφτοί προς την έξοδο. Κάποιοι κλαίνε ακόμα -μακάριοι όσοι λυτρώνονται με τα δάκρυα- κάποιοι έχουν τρομαγμένο βλέμμα, σίγουρα απ’ τις προσωπικές τους προβολές και φοβίες.
Παίρνω τηλέφωνο σπίτι. Απύρετος;… σε λίγο θα είμαι εκεί… κλαίω και χαίρομαι ταυτόχρονα… που θα βρεθώ ένα μεσημέρι σπίτι… νωρίς, σαν άνθρωπος… να του ετοιμάσω μια σουπίτσα και να κάτσω ως το βράδυ στο προσκεφάλι του… να του χαϊδεύω τα μαλλιά… να κλάψω με την ησυχία μου… για όλα όσα έχασα… για όλα όσα θα χάσω… αύριο πάλι, θα είμαστε μια ανθρώπινη πομπή στο μεταλλικό κτίριο… πιο πένθιμη από ποτέ… αύριο στο θυσιαστήριό μας…
Βγαίνοντας απ’ τη σιδερένια πόρτα του κοιμητηρίου, ακούω τον Αποπάνω να ψιθυρίζει στον Αποκάτω του: “Από βδομάδα θα πάω για τεστ κοπώσεως”…
Νιώθω πάλι εκείνο το διαπεραστικό ψυχρό φύσημα στο σβέρκο μου.
Ίσως είναι απ’ την ένταση της ημέρας, ίσως κι απ’ την κούραση.
Ίσως πάλι να ήταν κι αληθινό. Ένα αστραπιαίο αλλά θορυβώδες ξεφύσημα. Σαν εκπνοή θεϊκού πικρόγελου.
Λίγο πριν φύγω, τα σύννεφα είχαν αποσυρθεί, κάποιοι μίλαγαν στα κινητά τους, η μέρα έμπαινε στη συνηθισμένη της τροχιά και τα νούμερα μας περίμεναν με εκδικητικότητα στο γραφείο. Γιατί αυτά δεν αναγνωρίζουν και δεν συγχωρούν απροσδόκητες αιτίες απουσίας.