-
Καλώς ορίσατε!... κοπιάστε παρακαλώ... από δω, στο
σαλονάκι μας.... βολευτείτε κοντά στο τζάκι... ρίχνω ένα κούτσουρο στη φωτιά, βάζω
και δυο ποτήρια κρασί κι έρχομαι.
-
Προτιμώ τη θέα απ’ το ημιυπαίθριο. Έχει πανσέληνο
απόψε... κοιτάχτε μια ομορφιά “έξω”!
-
Να καθήσω δίπλα σας; Δεν έχω κι άλλη επιλογή δηλαδή. Θα
θέλατε ν’ αγκαλιαστούμε σαν τρυφεροί εραστές;
-
Αχ ναι, ας ξεγελάσουμε τη νύχτα για να’ ναι ζεστή μαζί
μας!
-
Μπορείτε να με σφίξετε κι άλλο πάνω σας; Κρυώνω πολύ. Δεν
έχουμε θέρμανση το τελευταίο διάστημα. Εσείς;
-
Μπα... κι εμείς άνευ θέρμανσης είμαστε. Είχαμε μια πρόταση βέβαια για τοποθέτηση
υπαίθριων θερμοσυσσωρευτών κατά μήκος του πεζοδρομίου, αλλά
την απορρίψαμε παμψηφεί.
-
Μα γιατί;
-
Εεε ζαμέ!... δεν ταίριαζε το ντιζάϊν τους με το διάκοσμο.
Πολύ πασέ...
-
Μ’ αρέσει όταν γελάτε. Κρυώνω λιγότερο. Θέλετε να περάσουμε μαζί αυτή τη νύχτα;
-
Άκου λέει!... Μόνο, να πεταχτώ μια στιγμούλα σπίτι, γιατί άφησα ανοιχτό το
θερμοσίφωνο. Το κλείνω κι έρχομαι!
-
Κι εγώ στο μεταξύ θα φουρνίσω κάτι σκορδόψωμα που έχω
ετοιμάσει για να συνοδεύσουμε το κρασάκι μας. Πώς τα προτιμάτε; Με παρμεζάνα ή
πέστο βασιλικού;
-
Θα πρότεινα μοτσαρέλα αντί παρμεζάνας. Τι λέτε;
-
Ω μα φυσικά! Πόσο δίκιο έχετε!.. Έχει πιο βελούδινη γεύση
η μοτσαρέλα.
-
Αγνοείστε τις φωνές έξω... Περνούν κάθε βράδυ και κάνουν
περιπολίες για τυχόν παρανόμους. Εμείς είμαστε ασφαλείς εδώ στο σπιτάκι μας. Ας
πούμε ότι καθόμαστε στο ντιβάνι μας και τους χαζεύουμε πίσω απ’ τα σηκωμένα
στόρια. Πως αυτή η κούτα είναι η τραπεζαρία μας... κι η σακούλα με τ’ αποφάγια του ταχυφαγείου,
είναι το βραδυνό μας δείπνο. Ας
τσουγκρίσουμε τα πλαστικά μας κολωνάτα... «Ν’
αντέξουμε!» θα σας πω και θα σας φιλήσω στο στόμα. Να μην την πάρει την
ευχή μου ο αέρας.
-
Θέλετε να χορέψουμε αυτό το μπλουζ;
-
Μα ναι!... είναι το αγαπημένο μου κομμάτι. Το “βουητό της πόλης”.
-
Αχ σφίξτε με πάνω σας... Δεν πειράζει που δεν ξέρετε να
χορεύετε, μαζί θα βρούμε τα βήματά μας... αφεθείτε μόνο στην ορχήστρα των
βασάνων. Στα πνευστά, οι σειρήνες των ασθενοφόρων και των περιπολικών. Στα
κρουστά, οι καρδιές που χτυπούν κάτω απ’ τις κουβέρτες των πεζοδρομίων. Στα έγχορδα,
οι πλανόδιοι βιολιστές που στηρίζουν τις παρτιτούρες των ονείρων τους, σ’ ένα
τσίγκινο δοχείο για ψιλά.
-
Τι ωραία που μιλάτε!... παραλίγο να πιστέψω πως καθόμαστε
στην προβλήτα του φεγγαριού και ξεκινάμε για βαρκάδα στον ουρανό... Να σας
σκεπάσω μ’ αυτό το παιδικό κουβερλί; Έχει πολλή υγρασία... Κρατείστε το αν
θέλετε... θα το χρειαστείτε όταν ξαναγεννηθείτε.
-
Κλείνω τα παντζούρια κι έρχομαι να σας κοιμήσω στην
αγκαλιά μου.
Αύριο θα
μας περιμένει ένα φλιτζάνι ζεστός καφές και φρέσκο ψωμί. Ένα στρωμένο
τραπεζομάντηλο, καθαρά πιάτα, κατάλευκες κουρτίνες και ζεστό νερό για να πλύνω
τις πληγές σας.
Ένα
ταρατσάκι για ν’ απλώσω τις λερωμένες δαντέλες σας και καθαρά πατώματα και παραθυρόφυλλα
και αυλές με λουλούδια και φωνές
παιδιών. Και αφράτα μαξιλάρια, απ’ αυτά που κάνουν καλοτάξιδα όνειρα… Και μια
μήτρα ετοιμόγεννη… να μας γεννήσει εκεί που έχει μόνο ζεστές βραδιές...
-
Αποκοιμηθήκατε; Δεν πρόλαβα να σας πω πως απόψε έχω τα
γενέθλια μου.
Καλή σας
νύχτα...
“Κοιμάστε κύριε;”
“Είναι παγωμένος, δεν τον
βλέπεις;”
“Τον ξέρεις;”
“Είχε την καβάτζα του απέναντι
απ’ το περίπτερο. Κάθε βράδυ παραμιλούσε. Έστηνε δυο πλαστικά ποτήρια στο
πεζούλι, έβγαζε από μια πλαστική σακούλα κάτι αποφάγια κι έπιανε κουβέντα με
τον εαυτό του. Ώρες ολόκληρες... Κι ύστερα αγκάλιαζε μια παιδική κουβερτούλα
και τη νανούριζε σαν να ήταν μωρό. Πονεμένη ιστορία. Άντε, πάρε το εκατό να’ρθουν
να τον μαζέψουν”...
(*) Οι ιστορίες της νύχτας είναι μια φωτεινή ιδέα της Αριστέας και αποτελούν μια ενότητα προσωπικών αφηγήσεων, σχετικά με τη ... νύχτα. Έτσι όπως την εννοεί ο καθένας μας...
Η συγκεκριμένη ιστορία, αφιερώνεται ολόψυχα στον Γιώργο, στον Λεό, στον Ρόνυ, στον Σπύρο, στον Πέτρο και σ' όλους όσους φώτισαν κάποιες νυχτερινές διαδρομές μου στο κέντρο της πόλης. Κάποιοι έχουν φύγει απ' την περιοχή. Κάποιοι άλλοι, κι απ' τη ζωή.