Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Iστορίες της νύχτας: Τα μπλουζ του Μάρτη


-       Καλώς ορίσατε!... κοπιάστε παρακαλώ... από δω, στο σαλονάκι μας.... βολευτείτε κοντά στο τζάκι... ρίχνω ένα κούτσουρο στη φωτιά, βάζω και δυο ποτήρια κρασί κι έρχομαι.
-       Προτιμώ τη θέα απ’ το ημιυπαίθριο. Έχει πανσέληνο απόψε... κοιτάχτε μια ομορφιά “έξω”!
-       Να καθήσω δίπλα σας; Δεν έχω κι άλλη επιλογή δηλαδή. Θα θέλατε ν’ αγκαλιαστούμε σαν τρυφεροί εραστές;
-       Αχ ναι, ας ξεγελάσουμε τη νύχτα για να’ ναι ζεστή μαζί μας! 
-       Μπορείτε να με σφίξετε κι άλλο πάνω σας; Κρυώνω πολύ. Δεν έχουμε θέρμανση το τελευταίο διάστημα. Εσείς;
-       Μπα... κι εμείς άνευ θέρμανσης είμαστε. Είχαμε μια πρόταση βέβαια για τοποθέτηση υπαίθριων θερμοσυσσωρευτών κατά μήκος του πεζοδρομίου, αλλά την απορρίψαμε παμψηφεί.
-       Μα γιατί;
-       Εεε ζαμέ!... δεν ταίριαζε το ντιζάϊν τους με το διάκοσμο. Πολύ πασέ...
-       Μ’ αρέσει όταν γελάτε. Κρυώνω λιγότερο.  Θέλετε να περάσουμε μαζί αυτή τη νύχτα;
-       Άκου λέει!... Μόνο, να πεταχτώ  μια στιγμούλα σπίτι, γιατί άφησα ανοιχτό το θερμοσίφωνο. Το κλείνω κι έρχομαι!
-       Κι εγώ στο μεταξύ θα φουρνίσω κάτι σκορδόψωμα που έχω ετοιμάσει για να συνοδεύσουμε το κρασάκι μας. Πώς τα προτιμάτε; Με παρμεζάνα ή πέστο βασιλικού;
-       Θα πρότεινα μοτσαρέλα αντί παρμεζάνας. Τι λέτε;
-       Ω μα φυσικά! Πόσο δίκιο έχετε!.. Έχει πιο βελούδινη γεύση η μοτσαρέλα.
-       Αγνοείστε τις φωνές έξω... Περνούν κάθε βράδυ και κάνουν περιπολίες για τυχόν παρανόμους. Εμείς είμαστε ασφαλείς εδώ στο σπιτάκι μας. Ας πούμε ότι καθόμαστε στο ντιβάνι μας και τους χαζεύουμε πίσω απ’ τα σηκωμένα στόρια. Πως αυτή η κούτα είναι η τραπεζαρία μας...  κι η σακούλα με τ’ αποφάγια του ταχυφαγείου, είναι το βραδυνό μας δείπνο.  Ας τσουγκρίσουμε τα πλαστικά μας κολωνάτα... «Ν’ αντέξουμε!» θα σας πω και θα σας φιλήσω στο στόμα. Να μην την πάρει την ευχή μου ο αέρας.
-       Θέλετε να χορέψουμε αυτό το μπλουζ;
-       Μα ναι!... είναι το αγαπημένο μου κομμάτι. Το βουητό της πόλης.
-       Αχ σφίξτε με πάνω σας... Δεν πειράζει που δεν ξέρετε να χορεύετε, μαζί θα βρούμε τα βήματά μας... αφεθείτε μόνο στην ορχήστρα των βασάνων. Στα πνευστά, οι σειρήνες των ασθενοφόρων και των περιπολικών. Στα κρουστά, οι καρδιές που χτυπούν κάτω απ’ τις κουβέρτες των πεζοδρομίων. Στα έγχορδα, οι πλανόδιοι βιολιστές που στηρίζουν τις παρτιτούρες των ονείρων τους, σ’ ένα τσίγκινο δοχείο για ψιλά.
-       Τι ωραία που μιλάτε!... παραλίγο να πιστέψω πως καθόμαστε στην προβλήτα του φεγγαριού και ξεκινάμε για βαρκάδα στον ουρανό... Να σας σκεπάσω μ’ αυτό το παιδικό κουβερλί;  Έχει πολλή υγρασία... Κρατείστε το αν θέλετε... θα το χρειαστείτε όταν ξαναγεννηθείτε.
-       Κλείνω τα παντζούρια κι έρχομαι να σας κοιμήσω στην αγκαλιά μου.
Αύριο θα μας περιμένει ένα φλιτζάνι ζεστός καφές και φρέσκο ψωμί. Ένα στρωμένο τραπεζομάντηλο, καθαρά πιάτα, κατάλευκες κουρτίνες και ζεστό νερό για να πλύνω τις πληγές σας.
Ένα ταρατσάκι για ν’ απλώσω τις λερωμένες δαντέλες σας και καθαρά πατώματα και παραθυρόφυλλα και αυλές με λουλούδια και  φωνές παιδιών. Και αφράτα μαξιλάρια, απ’ αυτά που κάνουν καλοτάξιδα όνειρα… Και μια μήτρα ετοιμόγεννη… να μας γεννήσει εκεί που έχει μόνο ζεστές βραδιές...
-       Αποκοιμηθήκατε; Δεν πρόλαβα να σας πω πως απόψε έχω τα γενέθλια μου.
Καλή σας νύχτα...



“Κοιμάστε κύριε;”
“Είναι παγωμένος, δεν τον βλέπεις;”
“Τον ξέρεις;”
“Είχε την καβάτζα του απέναντι απ’ το περίπτερο. Κάθε βράδυ παραμιλούσε. Έστηνε δυο πλαστικά ποτήρια στο πεζούλι, έβγαζε από μια πλαστική σακούλα κάτι αποφάγια κι έπιανε κουβέντα με τον εαυτό του. Ώρες ολόκληρες... Κι ύστερα αγκάλιαζε μια παιδική κουβερτούλα και τη νανούριζε σαν να ήταν μωρό. Πονεμένη ιστορία. Άντε, πάρε το εκατό να’ρθουν να τον μαζέψουν”...



(*) Οι ιστορίες της νύχτας είναι μια φωτεινή ιδέα της Αριστέας και αποτελούν μια ενότητα προσωπικών αφηγήσεων, σχετικά με τη ... νύχτα. Έτσι όπως την εννοεί ο καθένας μας...
Η συγκεκριμένη ιστορία, αφιερώνεται ολόψυχα στον Γιώργο, στον Λεό, στον Ρόνυ, στον Σπύρο, στον Πέτρο και σ' όλους όσους φώτισαν κάποιες νυχτερινές διαδρομές μου στο κέντρο της πόλης. Κάποιοι έχουν φύγει απ' την περιοχή. Κάποιοι άλλοι, κι απ' τη ζωή. 


Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Οι Εκατόμβες


Πόσο κόλαση πρέπει να είναι η φάση στην πόλη σου για να καβαλήσεις μια βάρκα χωρίς ελπίδα; Τόσο!

Στο βίντεο αυτό, ένα τανκ των αντιφρονούντων κάνει επιδρομή σε μια πόλη με μια κάμερα GoPro στον πυργίσκο του και μας δίνει την ευκαιρία να δούμε το ανατριχιαστικό ρημαδιό που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή (αυτή τη στιγμή που διαβάζεις) οι κάτοικοι της Συρίας, σε φουλ ρεαλισμό.




Αναδημοσίευση από το εβδομαδιαίο περιοδικό πολιτισμού



Αλί : Ερχόταν απ΄τη Συρία. Κουβαλούσε μαζί του τη φωτογραφία της νεογέννητης κόρης του. Στο πίσω μέρος της ένα γραμμένο τηλέφωνο και μια διεύθυνση. Ο Αλί θα ταφεί ήσυχα, χριστιανικά σ΄ένα μικρό νεκροταφείο με θέα το Αιγαίο που ποτέ δεν διέσχισε.

Κεμάλ: Λευκό, μικρό σκεύος για τον Κεμάλ που χάθηκε έξω απ΄τη Μυτιλήνη, την ώρα που γέμιζε το φεγγάρι. Προτού χαθεί έδειχνε τα δελφίνια στη μητέρα του, γνέφοντας στη ζωή που τρεμόπαιζε στα νερά.

Κατερίνα: Η μικρή χριστιανή απ΄την Ερυθρά φορούσε έναν ξύλινο, αυτοσχέδιο σταυρό. Η Κατερίνα είναι πια ένα όμορφο βότσαλο στους βυθούς, μαζί με τους ρυθμούς και τους ναούς και τ΄άλλα ναυάγια.

Χασάν: Κανείς δεν γνώριζε γι΄αυτόν. Όσοι σώθηκαν είπαν πως τις ήμερες ώρες, ακουγόταν απ΄την πλώρη η φυσαρμόνικα και κάποιος είπε, ο Χασάν απόψε κλαίει. Ερχόταν απ΄τη Λιβύη.

Φεντιγέ: Ταξίδευε μαζί με τα τρία, έφηβα αγόρια της. Είχε αφήσει τη Συρία και έναν νεκρό άντρα για μια άλλη ευκαιρία. Κανείς τους δεν σώθηκε, κανείς.

Ελυζέ: Καταγόταν απ΄την Κένυα. Είχε ωραία, κρυστάλλινα μάτια, αιθέρια χέρια. Ήταν ευγενική, λένε όσοι ταξίδεψαν μαζί της. Όμως οι καιροί είναι επικίνδυνοι για μια τέτοια ομορφιά. Και έτσι η Ελυζέ βιάστηκε απ΄τους δουλέμπορους στ΄ανοιχτά της Ρόδου και έπειτα πνιγμένη ομόρφυνε τα ήσυχα νερά.

Ομάρ: Θύμιζε κάτι απ΄τα πορτραίτα Φαγιούμ, έτσι λυπημένος που πέθαινε ετούτο το πρωί πάνω στους βράχους. Ίσως κάτι απομείνει απ΄την όψη του πάνω στις πέτρες. Για τους ερευνητές του μέλλοντος, ίσως κάτι ν΄αποκαλύψει η τόση του απελπισία.

Κεϋλάν: Γεννήθηκε στα νερά την πρώτη νύχτα του ταξιδιού. Ύστερα, αφού ζεστάθηκε στην αγκαλιά της μάνας του έφυγε χαμογελώντας για τα πολύ μεγάλα βάθη. Η έφηβη μητέρα του σπάραζε, σπάραζε, σπάραζε. Πριν φέξει είχε κιόλας πεθάνει απ΄την πίκρα της. Λένε πως ερχόταν απ΄τις ανοιξιάτικες γειτονιές του Λιβάνου. Λένε πολλά, όμως έτσι ξέρεις, φτιάχνονται οι μύθοι.

Φεριζέ: Κανείς δεν γνωρίζει γι΄αυτήν. Μονάχα πως γνώριζε καλά την τέχνη του νερού και έτσι, μόνη μες στην τρικυμία, ολότελα ελεύθερη πήρε να χάνεται καθώς μάκραινε προς μια ακτή πέρα για πέρα φανταστική.

Σεντιφέ: Αυτή ήταν μια ανεπανάληπτη καλλονή. Στο κατάστρωμα μας χόρεψε, όπως τότε που τραβούσαν οι άνδρες στις μακριές εκστρατείες, όπως τότε. Ξαφνικά, σώπασε, γονάτισε όπως κάνουν όσοι προσεύχονται. Ορκιστείτε, είπε, αν χαθώ μην λησμονήσετε να στείλετε μια λέξη, ένα γράμμα στους δικούς μου στην Παλαιστίνη. Η Σεντιφέ είχε πρόσωπο κεραμεικό, αρχαιοπρεπές. Θα μπορούσε να αποτελέσει τη φυσική συνέχεια των αλεξανδρινών κοριτσιών.

Αλί: Ετών δώδεκα, ολόκληρος, γελαστός ήλιος. Στ΄ανοιχτά της Λήμνου μας μίσησε για πάντα, κοίταξε πίσω κατά την πατρίδα του και χύμηξε στα νερά. Εμείς φωνάζαμε, χτυπιόμαστε, γύρνα πίσω λέγαμε. Οι δουλέμποροι ετοίμαζαν να βυθίσουν το πλοίο, όταν ο Αλί εκτέλεσε ένα παράτολμο ακροβατικό, σχίζοντας τα σκοτεινά νερά. Κάτι νησιά εκεί κοντά, τα ονομάσαμε Αλί. Κάπου διάβασα θυμάμαι, πως σε τέτοια μέρη οι ναυτικοί φυτεύουν ανθούς ελιάς. Ολόκληρο το Αιγαίο, μια κάποια ώρα, έχει απλωμένο ένα βαθύ, λαδί χρωματισμό.

Αγνώστων Στοιχείων: Τίποτε δεν γνωρίζαμε γι΄αυτόν. Τον μαζέψαν πνιγμένο, με κατασπαραγμένα απ΄τα κήτη τα χέρια του. Είχε πέτρινα μάτια, μύριζε θάλασσα και φόβο.

Αλέξανδρος: ήταν ο τελευταίος από μια μεγάλη οικογένεια εμπόρων. Οι γονείς του και τα δυο, μικρά του αδέρφια ζούσαν εδώ και δυο καλοκαίρια πέρα στην Αθήνα. Εκείνος ονειρευόταν όμως την Γαλλία και τη Λεωφόρο των Κυριών. Ποτέ δεν έφτασε. Τον θάψαν στον Άι Στράτη, διαβάζοντας μια σύντομη προσευχή. Τώρα, μ΄Ελπήνορες και σκλάβους παλιών, ρωμαϊκών σκαριών ανάβει φωτιές τις νύχτες, συντελώντας στα παράδοξα της θαλάσσης φαινόμενα.

Φερδινάνδος: Είχε ασπαστεί το χριστιανισμό. Με μια μικρή σύνοψη των ευαγγελίων ετάφη. Τρόπος του λέγειν βεβαίως, καθώς η ταφή τίποτε περισσότερο δεν ήταν απ΄την καταβύθισή του στην αγκαλιά των Πελασγών. Ο Φερδινάνδος τώρα περπατεί δρόμους ηφαιστειογενείς της Ατλαντίδος.

Ισά: Πες μου, πόσο όμορφα είναι στην Αθήνα; Θα μου δείξεις τη μεγάλη αγορά, έτσι δεν είναι; Εκεί ξέρω, παζαρεύουν το χρυσό, τ΄ασήμι και τα κιονόκρανα. Θ΄αποκτήσω και εγώ ένα απλό, όνομα ελληνικό, όπως Άρης, Δημήτρης, Γιώργης. Στα βαθιά μου γηρατειά θα λένε, κοιτάξτε τον σοφό οιωνοσκόπο. Γνωρίζει σε βάθος όλων των σύννεφων τα σχήματα. Μα ποτέ του δεν μιλεί, γιατί την πατρίδα που αγάπησε την έχασε για πάντα. Μιλούσε σ΄όλο το ταξίδι.Μετρούσε είκοσι μονάχα καλοκαίρια.

Πέτρος: Τον σκοτώσαν στις ακτές της Ερυθραίας. Μια διαφορά στα χρήματα, τον είπαν κλέφτη, απείλησαν πως δεν θα σαλπάρουν εκείνη τη νύχτα. Οι άντρες τον κατέβασαν ξανά στην αμμουδιά. Άλλοι γύρευαν να σωθούν, κολυμπώντας προς το φεγγάρι. Τον Πέτρο τον χτυπούσαν μ΄όλη τους τη δύναμη οι εργάτες. Κάποιος στο τέλος πυροβόλησε μ΄ένα περίστροφο. Εδώ, λοιπόν μάνα, σκοτώθηκε το παιδί σου. Τον λήστεψαν οι άλλοι που έρχονταν καραβάνια από τα σύνορα. Χάθηκε γυμνός. Τον αποτέλειωσαν.

Χαλίλ: Σαν τ΄όνομα εκείνου του σπουδαίου ποιητή. Χαμογελούσε την ώρα που βυθιζόμαστε, αχ θε μου πώς χαμογελούσε, αφήνοντας μας για πάντα μόνους σ΄αυτό το τρομερό πέλαγο. Μετά από χρόνια τον αντίκρισα κάπου στον Πειραιά. Εμπορευόταν καπνό, περπατούσε καχύποπτος. Τον φώναξα, είπα τ΄όνομα εκείνου του πλοιαρίου. Δημήτρη, τώρα με φωνάζουν Δημήτρη και έκλαιγε, έκλαιγε, για όλους εκείνους τους πνιγμένους.

Αράγια

Αλί

Αλισσέ

Καντριγιέ




Είναι πολλά τα ονόματα. Όσο και αν προσπάθησα να βρω και άλλα στάθηκε αδύνατο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια δισύλλαβη ταυτότητα και τίποτε. Λένε πως σκοπός της τέχνης είναι να μας κάνει ευτυχισμένους. Και όμως, υπάρχουν στιγμές που ο λόγος και το συναίσθημά μας στρατεύονται στον πιο ευγενικό και αθώο αγώνα. Αυτόν του ανθρώπου προσπαθεί να ζήσει. Ετούτη τη φορά, οφείλουμε να λυπηθούμε βαθιά μέσα μας, όπως όταν χάνουμε κάτι πολύ δικό μας. Αυτές οι ξεκληρισμένες φάρμες, αυτοί οι άντρες και αυτές οι γυναίκες που χάνονται μαζί με τα παιδιά τους συνιστούν μια υπόμνηση των καιρών. Ένα μέγεθος καθοριστικό της εποχής μας. Οι καιροί μας μυρίζουν θάνατο. Στα παγωμένα μονοπάτια της Μεσογείου θάβονται τα όνειρα όλων αυτών των παιδιών. Από το Νίγηρα, το Κονγκό, το Σουδάν, το Λίβανο, την Συρία, τις πάλαι ποτέ θρυλικές κοιτίδες του αραβικού κόσμου. Η άνοιξη των περασμένων ετών δεν κράτησε πολύ. Άλλωστε ήταν ο δικός μας Οδυσσέας που είπε πως για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ. Αυτοί οι σημερινοί θάνατοι δεν αποτελούν παρά την κληρονομιά του αυριανού κόσμου, την εικονογραφία ενός σκληρού, στην εκκίνησή του αιώνα. Οι εμπόλεμες συρράξεις στο νότο της Μεσογείου, τα καθεστώρα, οι τριγμοί στην ανθρωπιά συνθέτουν μερικά μόνο απ΄τα χαρακτηριστικά εκείνα που κινητοποιούν τα κοπάδια των βασανισμένων ανθρώπων. Όσο εμείς θα αναζητούμε λύσεις σε συνόδους κορυφής και επιτροπές και όσο η Ευρώπη θα πορεύεται στην επίπλαστη ευτυχία του περιχαρακωμένου της κόσμου, όσο ο κόσμος και η ευκαιρία να ζήσει κανείς θα μικραίνει, εσείς μην λογαριάσετε πως ετούτοι οι σκισμένοι χάρτες και τα ονόματα και οι ιστορίες είναι μονάχα λογοτεχνία. Είναι μονάχα ένα δείγμα από τα χρόνια της εξάντλησης που μαίνονται, είναι τ΄απόφωνα της προδομένης ελπίδας που επαληθεύονται μέρα τη μέρα. Τα ήθη, η μνήμη, η προϊστορία και οι λαμπρές σελίδες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η μόδα της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού καλά κρατούν. Όμως δεν πρόκειται παρά για κώδικες φτωχούς, γι΄απατηλά αλφάβητα και χρώματα χαμένα. Οι άνθρωποι των συνόρων που ταξιδεύουν και που πεθαίνουν κάθε μέρα στις θαλάσσιες οδούς συνιστούν την καινούρια τάξη. Ο Γιάννης Σκαρίμπας το΄γραψε πριν από δεκαετίες. Υπάρχουν άνθρωποι, είπε, φτιαγμένοι για νεκροί. Υπάρχουν εναλλαγές της ιστορίας που χαλούν τα μονοπάτια, που βεβηλώνουν τη χόβολη των σπιτικών. Όμως τίποτε σαν τα εννιακόσια πενήντα σώματα, -έτσι ολογράφως, να καταλαμβάνουν το χώρο που δικαιούνται-, που ανασύρονται πνιγμένα, καθώς ο Νικηφόρος Βρεττάκος επισημαίνει τη λογική της απελπισίας που είναι παράδοξη, μα έντιμη, προσδίδοντας μια προστιθέμενη αξία σ΄όσα καίγονται τα βράδια, στ΄ανοιχτά της Μεσογείου. Εμπρός στα μάτια μας που πάψαν για την έννοια τούτου του κόσμου να μιλούν.

Καληνύχτα σας.

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Θαλασσάκια μου



Ξέρεις τι νοστάλγησα;
Κάτι παλιά δελτία ειδήσεων. Τότε που όλα ήταν συμβατικά κι επαναλαμβανόμενα.
Δεν άκουγες τα νέα.
Χάζευες μόνο το Montblanc της Έλλης, την ατίθαση φράντζα του Ευαγγελάτου και τις πάσης φύσεως Ελεονώρες. Τότε που μάχονταν για τη δημοσιογραφία κι όχι για το χρόνο. Στήθος, μύτη, σαγόνι και χείλι, όπως τους γέννησε η μάνα τους. Άντε ένα πιστολάκι να έρθει να φουσκώσει η κουπ κι όξω στην κάμερα.

Τότε που “οι πολύνεκρες τραγωδίες”, αφορούσαν -αποκλειστικά- τους νεκρούς της ασφάλτου.
Τότε που η τροχαία έπαιρνε έκτακτα μέτρα για την ασφαλή επιστροφή των εκδρομέων στα σπίτια τους.
Και σ’ όσους έχαναν τη ζωή τους σε κάποιαν εθνική οδό, τους αναλογούσε τουλάχιστον ένα ολιγόλεπτο ρεπορτάζ στο “τραγικό σημείο” του ατυχήματος.
Ολιγόλεπτος φόρος τιμής στις ψυχούλες που ξέφυγαν απ’ την πορεία και το σώμα που τις φιλοξενούσε και καρφώθηκαν σε κάποιο σύννεφο.



Άτιμο πράγμα το μπότοξ. Απαγορεύει τη ρυτίδα έκφρασης και τη –μηδαμινή έστω- πιθανότητα, να συγκινηθεί ο εκφωνητής. Ανάμεσα σ’ ένα σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα και στ' αθλητικά, άκουσα πως χτες το πρωί οι ψαράδες στην Ρόδο έβγαλαν ανθρώπινα κουφάρια απ’ τη θάλασσα. Ένα απ’ αυτά, ανήκε σ’ ένα εξάχρονο παιδί. Προσφυγάκι απ’ την Συρία. Μαζί του, άλλες εκατόν πενήντα ψυχές.

Κι όσο συνηθίζω στο ανέκφραστο λουκ, φοβάμαι τη μέρα που θ’ ακούω απαθής και αμέριμνη απ’ τον δέκτη μου, πως η θάλασσα μπαζώνεται από ανθρώπινα σώματα και δημιουργείται ένα φυσικό φράγμα γύρω απ’ την Μεσόγειο.
Κι αφού με καληνυχτίσει ο εκφωνητής βάρδιας, θα πάω ήσυχη για ύπνο.
Το τέλειο έγκλημα δεν έχει καμία πιθανότητα να διαλευκανθεί.



Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Συμπόσιο Ποίησης: “Ερωτικό πρελούδιο με σουβλάκι“


“Τι μαγείρεψες μωρό μου; Δεν σε βλέπω απ’ την πείνα”
“Ριπές στην πόρτα.
Εαρινός επισκέπτης.
Άκου, τα σέπαλα της δαμασκηνιάς
πέφτουν.
Ξημερώνει άνοιξη αγάπη μου!...”
“Κατάλαβα. Με ντελίβερι τη βγάζουμε κι απόψε;”
“Τι πεζός! Το μυαλό σου είναι μονίμως στην κουζίνα”.
“Παραγγέλνω τα σουβλάκια, μια σαλάτα μόνο κόψε”.

“Τ’ ήταν αυτό που διάβαζες;… πιάσε μου το αλάτι!”
“Χαϊκού “
“Xαϊ…τι;”
“Ποίηση ρε Απόστολε! Σύντομη στιχουργία.
Έξω μυρίζει άνοιξη, οι κήποι λουλουδάτοι
μ’ έπιασε το παράπονο και μια μελαγχολία”.

“Είσ’ αχάριστη ρε Βάσω! Εγώ σκίζομαι για σένα!
Τι γαρδούμπες, τι κοψίδια, τι γλυκά σου κουβαλάω!
Δεν σου πήρα τις προάλλες και λευκόχρυση καδένα;
Δεν σε πήγα Πουπουλένιο και ακόμα το βαράω;”
“Ποιο;”
“Το κεφάλι μου!”

“Όσα λες είναι σωστά και παράπονο δεν έχω.
Μα εκτός απ’ το στομάχι και το πνεύμα μας πεινά”.
“Τι να κάνω εγώ ρε Βάσω;”
“Να μου γράφεις χαϊκού, να μου απαγγέλεις Τσέχωφ.
Να περνάμε τις βραδιές μας με Ταρκόφσκι και Γκοντάρ”.
“Πολλοί δεν μαζευόμαστε;”

“Ευτελίζεις την κουβέντα! Δεν τη νιώθεις στον αέρα;
Μια λανθάνουσα φθορά που στη σχέση υποβόσκει;”
“Εγώ νιώθω μόνο αγάπη να φουντώνει με το έαρ! 
Τι γουστάρει το μωρό μου; Τριλογία του Κισλόφσκι;"


"Γιατί η αγάπη Βάσω μου θέλει ντέρτι και στραπάτσο.
Να βλέπω απ’ τα μάτια σου τους Αδερφούς Κοέν,
να κόβεται η ανάσα μας σε έναν Καραβάτζιο,
να κάνουμε φασίνα με μπαλάντες του Σοπέν,
κι ύστερα να δακρύζουμε με το Έ-ντε-λα-μαγκέν!”
“Αχ Απόστολε, είσαι μεγάλος ποιητής!
Πιάσε μου ένα καλαμάκι!”


Η Βάσω κι ο Απόστολος έφαγαν σουβλάκι στο στέκι της Αριστέας μας.
Το 7ο Συμπόσιο Ποίησης ολοκληρώθηκε  σήμερα και ανέδειξε υπέροχες δημιουργίες που αξίζει τον κόπο και το χρόνο, όσων δεν το έχουν κάνει ακόμα,  για μια ανάγνωση.
Το Έαρ είχε την πανηγυρική του και η Αριστέα υπήρξε για άλλη μια φορά υποδειγματική οικοδέσποινα και εμπνεύστρια του Συμποσίου.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ομοτράπεζους συμποσιούχους και σ' όλους όσους συντρόφευσαν με τα σχόλια και τις αξιολογήσεις τους αυτό το μικρό ταξίδι.