Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Οδοιπορικό στους τόπους σύγχρονης ιστορικής μνήμης - antifadion & Δήμος Διονύσου


Να περπατάς στα χνάρια της ιστορίας, παρέα μ’ αυτούς που την έγραψαν...


Κυριακή πρωί. Μια ιστορική περιήγηση στον Άγιο Στέφανο, με πρωτοβουλία του αντιφασιστικού μετώπου Διονύσου και του Συνδέσμου Φυλακισθέντων & Εξορισθέντων  Αντιστασιακών περιόδου 1967-74. Εκεί που σήμερα δεσπόζουν πολυτελείς οικίες στον οικισμό “Σεμέλη”, υπήρξε κάποτε το Στρατόπεδο Πεζοναυτών του Διονύσου. Ακολούθησαν το Ξενοδοχείο "Πευκάκια" στη Δροσιά (εδώ κρατήθηκαν οι αντιδικτατορικοί αξιωματικοί και πολιτικοί), καθώς και το Στρατόπεδο 651 ΑΒΥΠ Μπογιατίου. Οδοιπορικό στους τόπους φυλάκισης και βασανιστηρίων στο διάστημα της χούντας, αλλά και μετά την πτώση της. 48 χρόνια μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, οι μνήμες ζωντάνεψαν απ’ τους επιζήσαντες των κολαστηρίων. Δακρυσμένοι και κατά-συγκινημένοι, μοιράστηκαν τις μαρτυρίες τους και μας έδωσαν απλά μαθήματα πατριωτισμού και ανθρωπιάς. Με την εξαιρετική καθοδήγηση του ιστορικού Τάσου Σακελλαρόπουλου, πλοηγηθήκαμε στα κέντρα “φιλοξενίας” της πιο μαύρης εποχής της σύγχρονης ιστορίας μας. Εκεί που τα βασανιστήρια ξεπέρασαν ακόμα και την “επαγγελματική” τους διάσταση: “Να τους ‘σπάσετε’ με τον πιο επώδυνο τρόπο, να υποφέρουν αλλά να μην πεθαίνουν”…

Οι ιστορικές πληροφορίες για την περίοδο κατοχής, αντίστασης, των Δεκεμβριανών, έως και το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη, είναι πλέον χαρτογραφημένες και διαθέσιμες σε βιβλιογραφία, στο διαδίκτυο καθώς και στα Α.Σ.Κ.Ι. (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας). Αντίστοιχες περιηγήσεις στο κέντρο της Αθήνας, έχω παρακολουθήσει κατά καιρούς με τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη και ομολογουμένως ήταν μια εξαιρετική εμπειρία και μπράβο σ’ όσους συνέλαβαν την ιδέα αυτής της βιωματικής καταγραφής της σύγχρονης ιστορίας μας. Παρεμπιπτόντως, στο μνημειώδες βιβλίο του Μενέλαου “ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ 1944”, περιγράφεται η αληθινή εικόνα της απελευθερωμένης Ελλάδας και οι πολιτικές ευθύνες όλων των πλευρών για τη μάχη της Αθήνας.

Αυτά για όσους γκρινιάζουν πως οι ιστορικές πηγές είναι ανύπαρκτες και πως η σύγχρονη ιστορία παραμένει μια σκοτεινή και ανεξερεύνητη περίοδος, που ίσως την καταγράψει ο ιστορικός του μέλλοντος. Το παράδοξο είναι πως η νεώτερη γενιά ηρώων που έγραψαν με το αίμα και τους αγώνες τους αυτές τις σελίδες, είναι εν ζωή, κυκλοφορούν ανάμεσά μας στο ανώνυμο πλήθος, δεν προβάλλονται από μέσα μαζικής επικοινωνίας και φυσικά η εμπειρία και η γνώση τους μένουν ανεκμετάλλευτες. Αφήνοντας έτσι χώρο και χρόνο στους σύγχρονους “συνταγματάρχες” να εφαρμόζουν νέες μεθόδους καταστολής, βίας, στέρησης ελευθερίας και κατάλυσης των εργασιακών δικαιωμάτων.

Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα χτες το πρωί, όταν ανάμεσα στην παρέα των περιπατητών, διέκρινα και σημερινούς υπουργούς. Δίχως τυμπανοκρουσίες και σωματοφύλακες, ήρεμα κι απλά, με την ταπεινότητα και την κατάνυξη που απαιτούσε η περίσταση, συνομιλήσαμε και συγκινηθήκαμε όλοι αντάμα. Ανάμεσά τους,
η Νάντια Βαλαβάνη. Μας διηγήθηκε την προσωπική της εμπειρία απ’ τη “φιλοξενία” της στο Μπογιάτι, κάνοντας αναφορά στους συγκρατούμενους, στα μεσαιωνικά βασανιστήρια, στις στιγμές απόγνωσης που έζησαν, στα κωδικοποιημένα χτυπήματα πάνω στους τοίχους. “Ένας χτύπος για το “Α“, δύο για το “Β”… Ολόκληρα ποιήματα του Ρίτσου διαδίδαμε μ’ αυτόν τον τρόπο. Είχαμε εξασκηθεί τόσο, που δεν χρειαζόταν να “χτυπήσουμε” ολόκληρη την λέξη. Απ’ τα πρώτα γράμματα, καταλαβαίναμε την υπόλοιπη φράση”…
Μίλησαν κι άλλοι. Ένας χείμαρρος από οδυνηρές μαρτυρίες. Εικονικές εκτελέσεις, πισθάγκωνα κρεμάσματα, ηλεκτροσόκ, θάψιμο ζωντανών σε ανοιγμένους τάφους, καψίματα με τσιγάρα, φάλαγγες, στέρηση ύπνου, φαγητού και νερού, απομόνωση, θηριώδεις ξυλοδαρμοί. Το Μπογιάτι άλλωστε, όπως μας είπαν, ήταν η “μεταπτυχιακή” των φυλακισμένων. Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ έκανες τις “σπουδές” σου και έβγαινες ζωντανός. Οι βασανιστές ήταν επαγγελματίες. Με τεχνογνωσία και εργαλεία βασανισμού, προερχόμενα από Αμερική. Για τους σκληροπυρηνικούς και αμετανόητους όμως, υπήρχε πάντα η απειλή “Θα σε στείλουμε στο Μπογιάτι κι εκεί θα σπάσεις”. Κάποιοι δεν βγήκαν ποτέ ζωντανοί απ’ το κολαστήριο αυτό. Αλλά δεν έσπασαν. Ένας απ’ αυτούς, ο Αλέκος Παναγούλης.

Ανάμεσα στα πολυάριθμα συναισθήματα που ένιωσα, ήταν και η ανακούφιση πως αυτοί που έχουν τη μοίρα μας στα χέρια τους, μπορεί να μην θεωρούνται ικανοί διαπραγματευτές ή οικονομολάγνοι (όπως τους θέλουν κάποιοι). Αλλά είναι έντιμοι με την ιστορία τους, γνήσιοι αγωνιστές και άνθρωποι με τα πόδια τους ριζωμένα στη γη. Χτες γνώρισα την συγγραφέα, την αγωνίστρια και την γυναίκα Νάντια Βαλαβάνη. Με την ιδιαίτερη και στεντόρεια φωνή της, κρατώντας ένα ματσάκι αγριολούλουδα απ’ τον τόπο του μαρτυρίου, όρθωσε το ανάστημά της και μας έδωσε μαθήματα ιστορίας και αληθινού πατριωτισμού.

Αυτό που πάντα μ’ έτρωγε παρακολουθώντας τόσα χρόνια τους ξιπασμένους ψωμόλυσσες με τις ξεχειλωμένες κοιλιές και τα λιγδιασμένα σβέρκα στα έδρανα, ήταν κάτι ερωτήματα τύπου:
“Μα δεν υπάρχουν απλοί-καθημερινοί άνθρωποι να μας εκπροσωπούν στη Βουλή; Δεν υπάρχουν μορφωμένοι επιστήμονες; Δεν υπάρχουν καλλιεργημένοι άνθρωποι που να μιλούν σωστά ελληνικά, με κατανοητές έννοιες και με συναισθηματική χροιά στο λόγο τους; Δεν υπάρχουν ταπεινοί, πατριώτες, φιλότιμοι κι εργατικοί άνθρωποι;“

Χαίρομαι όταν ανακαλύπτω πως χρονίζοντα και ισοπεδωτικά αξιώματα, τύπου “Όλοι τα ίδια χάλια είναι!”, καταρρίπτονται πανηγυρικά.
Ήρωες και ατόφιοι άνθρωποι υπάρχουν, φτάνει να υπάρχει και η προσωπική μας διάθεση να τους ανακαλύψουμε και να τους εμπιστευτούμε.
Όχι μέσα απ’ το παραμορφωτικό γυαλί μιας οθόνης. Αλλά έξω στους δρόμους, εκεί που έχει γραφεί η ιστορία μας και περιμένει ακόμα τους θιασώτες της να την ανακαλύψουν, να την εκτιμήσουν και να τη συνεχίσουν.


Για την ιστορία: Μαρτυρίες τους μοιράστηκαν μαζί μας με υποδειγματική ψυχραιμία, ο Παύλος Κλαυδιανός και ο Νίκος Κιάος, μέλη του “Ρήγα Φεραίου”. Έγινε ιδιαίτερη αναφορά στον μεγάλο απόντα Χρήστο Ρεκλείτη και στην Μαρία Καλλέργη.
Παράνομη φωτογραφία της Μαρίας Καλλέργη απ' τη φυλακή.
Αρχείο των Α.Σ.Κ.Ι.
Απ’ όλες τις γυναίκες της Αντιστάσεως μόνο ή Μαρία Καλλέργη είχε την εξαιρετική "τύχη" να φιλοξενηθεί στο στρατόπεδο του Διονύσου. Κρυβόταν απ’ την πρώτη μέρα της δικτατορίας και δούλευε για το Πατριωτικό Μέτωπο. Την είχαν επισημάνει όμως, σε μια περιοχή της Αθήνας. Και στις 16.12.1967, μετά από τρίωρη παρακολούθηση, τη συνέλαβαν, μαζί με τον Σωτήρη Θεοδώρου, που οι ασφαλίτες νόμιζαν προς στιγμήν πως ήταν ο επικηρυγμένος Σωτήρης Αναστασιάδης. Τους θεώρησαν πολύ σημαντικά πρόσωπα και τους μετέφεραν αρχικά στην ΚΥΠ, δίπλα στην Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας. Οι πανταχού παρόντες ασφαλίτες, ο Μπάμπαλης και ο Μάλλιος, έφθασαν αμέσως εκεί. Στις 10 π.μ. μετέφεραν την Μ. Καλλέργη στο γραφείο του κ. Λάμπρου, στο κτίριο της Ασφαλείας, ο οποίος μόλις την είδε, αναφώνησε: "Μαρία, παιδί μου, πώς σ’ έκαναν έτσι χωρίς τις διαταγές μου;" Και… ο ευσυγκίνητος κύριος Λάμπρου, με στοργική φωνή, συνέχισε: "Πέστα μας όμως όλα, γιατί διαφορετικά θα πας στον Διόνυσο". Πραγματικά, στις 12 μμ, ο Γκραβαρίτης την μετέφερε στον Διόνυσο, όπου παρέμεινε 40 ολόκληρες μέρες, μέσα στο χειμώνα. Για ένα μήνα τη βασάνιζαν μέχρις εξαντλήσεως. Μετά την άφησαν 10 μέρες να συνέλθει λιγάκι, πριν τη μεταφέρουν στην Ασφάλεια. "Όλοι με βασάνιζαν χωρίς έλεος, μα περισσότερο απ’ όλους ο Μπούφας και ο Κουμμουνιστοφάγος Μαυρομμάτης", λέει ή Μαρία Καλλέργη. Κάθε στιγμή μέρα και νύχτα δεν ήξερες τι θα σκαρφιστούν να σου κάνουν. Όλο αυτό το διάστημα οι δικοί μου δεν ήξεραν πού βρίσκομαι. Ο ευγενέστατος κ. Λάμπρου τους είχε πει: "Την σκότωσαν οι δικοί της". Και η Μαρία Καλλέργη συνεχίζει: "Στον Διόνυσο, οι κρατούμενοι στο στρατόπεδο έτρωγαν μέρα παρά μέρα. Αυτό όμως ήταν το λιγότερο. Το σβήσιμο των τσιγάρων πάνω στο κορμί των κρατουμένων ήταν κάτι το φοβερά συνηθισμένο. Επίσης ή φάλαγγα γινόταν μ’ οτιδήποτε. Ακόμα και με λοστούς των έξη εκατοστών. Στα καλά καθούμενα σού έβγαζαν τα ρούχα και σε βουτούσαν στο νερό. Υπήρχε απ’ έξω κάτι σαν στέρνα, σαν συντριβάνι. Όταν έφυγα από κει, ήμουν κατάμαυρη απ’ το ξύλο, σχεδόν αγνώριστη. Ο Γκραβαρίτης, ο Καραπαναγιώτης κι ο Μπάμπαλης ανέβαιναν κάθε δυο -τρεις μέρες. Καμιά φορά κι ο Λάμπρου. Μια φορά ανέβηκε και ο διοικητής Ασφαλείας Προαστίων. Στο διάστημα που ήμουν στον Διόνυσο δεν είδα κανέναν άλλο κρατούμενο. Πριν πάω εγώ ήταν ο Αριστείδης Μανώλακας και τις τελευταίες μέρες που επρόκειτο να με πάρουν ήρθε ο Κάππος. Παρ’ όλο που δεν ήταν κανένας άκουγα καμιά φορά διαταγές και πυροβολισμούς σαν να εκτελούσαν κάποιον. Οι εικονικές αυτές εκτελέσεις έδιναν και έπαιρναν. Ξημερώματα σου έδεναν τα μάτια και σε πήγαιναν σ’ ένα τοίχο. Οι άλλοι περίμεναν τάχα να σ’ εκτελέσουν. Δίνανε και διαταγές με όλους τους κανόνες… Ήταν κάτι ασύλληπτα τρομακτικό".


Στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου, ο Διοικητής του “Στρατοπέδου Παπαβασιλόπουλου”, μας καλωσόρισε με σεβασμό και φιλόξενη διάθεση. Ο Στάθης Παναγούλης διηγήθηκε πως αν και συγκρατούμενος με τον αδερφό του Αλέκο για ενάμιση χρόνο, δεν ειδωθήκανε ούτε μια φορά. Λίγο πριν τελειώσει την ομιλία του, αποσύρθηκε βουρκωμένος.


Ο Θόδωρος Τζιαντζής, εκ μέρους του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών, ο Βασίλης Δεδότσης μας διηγήθηκε την σπαρακτική εμπειρία του Κώστα Κάππου, όταν του προκαλούσαν εξάρθρωση κρεμώντας σακιά τσιμέντου 50 κιλών στο κάθε χέρι και του έκαιγαν την κοιλιά με ασβέστη.

Ο Θανάσης Αποστολάς, κατηγορούμενος για οργάνωση του ΚΚΕ στο στρατό, υπήρξε ο τελευταίος πολιτικός κρατούμενος και απελευθερώθηκε δύο μέρες μετά την πτώση της χούντας.


Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Iστορίες της νύχτας: Τα μπλουζ του Μάρτη


-       Καλώς ορίσατε!... κοπιάστε παρακαλώ... από δω, στο σαλονάκι μας.... βολευτείτε κοντά στο τζάκι... ρίχνω ένα κούτσουρο στη φωτιά, βάζω και δυο ποτήρια κρασί κι έρχομαι.
-       Προτιμώ τη θέα απ’ το ημιυπαίθριο. Έχει πανσέληνο απόψε... κοιτάχτε μια ομορφιά “έξω”!
-       Να καθήσω δίπλα σας; Δεν έχω κι άλλη επιλογή δηλαδή. Θα θέλατε ν’ αγκαλιαστούμε σαν τρυφεροί εραστές;
-       Αχ ναι, ας ξεγελάσουμε τη νύχτα για να’ ναι ζεστή μαζί μας! 
-       Μπορείτε να με σφίξετε κι άλλο πάνω σας; Κρυώνω πολύ. Δεν έχουμε θέρμανση το τελευταίο διάστημα. Εσείς;
-       Μπα... κι εμείς άνευ θέρμανσης είμαστε. Είχαμε μια πρόταση βέβαια για τοποθέτηση υπαίθριων θερμοσυσσωρευτών κατά μήκος του πεζοδρομίου, αλλά την απορρίψαμε παμψηφεί.
-       Μα γιατί;
-       Εεε ζαμέ!... δεν ταίριαζε το ντιζάϊν τους με το διάκοσμο. Πολύ πασέ...
-       Μ’ αρέσει όταν γελάτε. Κρυώνω λιγότερο.  Θέλετε να περάσουμε μαζί αυτή τη νύχτα;
-       Άκου λέει!... Μόνο, να πεταχτώ  μια στιγμούλα σπίτι, γιατί άφησα ανοιχτό το θερμοσίφωνο. Το κλείνω κι έρχομαι!
-       Κι εγώ στο μεταξύ θα φουρνίσω κάτι σκορδόψωμα που έχω ετοιμάσει για να συνοδεύσουμε το κρασάκι μας. Πώς τα προτιμάτε; Με παρμεζάνα ή πέστο βασιλικού;
-       Θα πρότεινα μοτσαρέλα αντί παρμεζάνας. Τι λέτε;
-       Ω μα φυσικά! Πόσο δίκιο έχετε!.. Έχει πιο βελούδινη γεύση η μοτσαρέλα.
-       Αγνοείστε τις φωνές έξω... Περνούν κάθε βράδυ και κάνουν περιπολίες για τυχόν παρανόμους. Εμείς είμαστε ασφαλείς εδώ στο σπιτάκι μας. Ας πούμε ότι καθόμαστε στο ντιβάνι μας και τους χαζεύουμε πίσω απ’ τα σηκωμένα στόρια. Πως αυτή η κούτα είναι η τραπεζαρία μας...  κι η σακούλα με τ’ αποφάγια του ταχυφαγείου, είναι το βραδυνό μας δείπνο.  Ας τσουγκρίσουμε τα πλαστικά μας κολωνάτα... «Ν’ αντέξουμε!» θα σας πω και θα σας φιλήσω στο στόμα. Να μην την πάρει την ευχή μου ο αέρας.
-       Θέλετε να χορέψουμε αυτό το μπλουζ;
-       Μα ναι!... είναι το αγαπημένο μου κομμάτι. Το βουητό της πόλης.
-       Αχ σφίξτε με πάνω σας... Δεν πειράζει που δεν ξέρετε να χορεύετε, μαζί θα βρούμε τα βήματά μας... αφεθείτε μόνο στην ορχήστρα των βασάνων. Στα πνευστά, οι σειρήνες των ασθενοφόρων και των περιπολικών. Στα κρουστά, οι καρδιές που χτυπούν κάτω απ’ τις κουβέρτες των πεζοδρομίων. Στα έγχορδα, οι πλανόδιοι βιολιστές που στηρίζουν τις παρτιτούρες των ονείρων τους, σ’ ένα τσίγκινο δοχείο για ψιλά.
-       Τι ωραία που μιλάτε!... παραλίγο να πιστέψω πως καθόμαστε στην προβλήτα του φεγγαριού και ξεκινάμε για βαρκάδα στον ουρανό... Να σας σκεπάσω μ’ αυτό το παιδικό κουβερλί;  Έχει πολλή υγρασία... Κρατείστε το αν θέλετε... θα το χρειαστείτε όταν ξαναγεννηθείτε.
-       Κλείνω τα παντζούρια κι έρχομαι να σας κοιμήσω στην αγκαλιά μου.
Αύριο θα μας περιμένει ένα φλιτζάνι ζεστός καφές και φρέσκο ψωμί. Ένα στρωμένο τραπεζομάντηλο, καθαρά πιάτα, κατάλευκες κουρτίνες και ζεστό νερό για να πλύνω τις πληγές σας.
Ένα ταρατσάκι για ν’ απλώσω τις λερωμένες δαντέλες σας και καθαρά πατώματα και παραθυρόφυλλα και αυλές με λουλούδια και  φωνές παιδιών. Και αφράτα μαξιλάρια, απ’ αυτά που κάνουν καλοτάξιδα όνειρα… Και μια μήτρα ετοιμόγεννη… να μας γεννήσει εκεί που έχει μόνο ζεστές βραδιές...
-       Αποκοιμηθήκατε; Δεν πρόλαβα να σας πω πως απόψε έχω τα γενέθλια μου.
Καλή σας νύχτα...



“Κοιμάστε κύριε;”
“Είναι παγωμένος, δεν τον βλέπεις;”
“Τον ξέρεις;”
“Είχε την καβάτζα του απέναντι απ’ το περίπτερο. Κάθε βράδυ παραμιλούσε. Έστηνε δυο πλαστικά ποτήρια στο πεζούλι, έβγαζε από μια πλαστική σακούλα κάτι αποφάγια κι έπιανε κουβέντα με τον εαυτό του. Ώρες ολόκληρες... Κι ύστερα αγκάλιαζε μια παιδική κουβερτούλα και τη νανούριζε σαν να ήταν μωρό. Πονεμένη ιστορία. Άντε, πάρε το εκατό να’ρθουν να τον μαζέψουν”...



(*) Οι ιστορίες της νύχτας είναι μια φωτεινή ιδέα της Αριστέας και αποτελούν μια ενότητα προσωπικών αφηγήσεων, σχετικά με τη ... νύχτα. Έτσι όπως την εννοεί ο καθένας μας...
Η συγκεκριμένη ιστορία, αφιερώνεται ολόψυχα στον Γιώργο, στον Λεό, στον Ρόνυ, στον Σπύρο, στον Πέτρο και σ' όλους όσους φώτισαν κάποιες νυχτερινές διαδρομές μου στο κέντρο της πόλης. Κάποιοι έχουν φύγει απ' την περιοχή. Κάποιοι άλλοι, κι απ' τη ζωή. 


Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Οι Εκατόμβες


Πόσο κόλαση πρέπει να είναι η φάση στην πόλη σου για να καβαλήσεις μια βάρκα χωρίς ελπίδα; Τόσο!

Στο βίντεο αυτό, ένα τανκ των αντιφρονούντων κάνει επιδρομή σε μια πόλη με μια κάμερα GoPro στον πυργίσκο του και μας δίνει την ευκαιρία να δούμε το ανατριχιαστικό ρημαδιό που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή (αυτή τη στιγμή που διαβάζεις) οι κάτοικοι της Συρίας, σε φουλ ρεαλισμό.




Αναδημοσίευση από το εβδομαδιαίο περιοδικό πολιτισμού



Αλί : Ερχόταν απ΄τη Συρία. Κουβαλούσε μαζί του τη φωτογραφία της νεογέννητης κόρης του. Στο πίσω μέρος της ένα γραμμένο τηλέφωνο και μια διεύθυνση. Ο Αλί θα ταφεί ήσυχα, χριστιανικά σ΄ένα μικρό νεκροταφείο με θέα το Αιγαίο που ποτέ δεν διέσχισε.

Κεμάλ: Λευκό, μικρό σκεύος για τον Κεμάλ που χάθηκε έξω απ΄τη Μυτιλήνη, την ώρα που γέμιζε το φεγγάρι. Προτού χαθεί έδειχνε τα δελφίνια στη μητέρα του, γνέφοντας στη ζωή που τρεμόπαιζε στα νερά.

Κατερίνα: Η μικρή χριστιανή απ΄την Ερυθρά φορούσε έναν ξύλινο, αυτοσχέδιο σταυρό. Η Κατερίνα είναι πια ένα όμορφο βότσαλο στους βυθούς, μαζί με τους ρυθμούς και τους ναούς και τ΄άλλα ναυάγια.

Χασάν: Κανείς δεν γνώριζε γι΄αυτόν. Όσοι σώθηκαν είπαν πως τις ήμερες ώρες, ακουγόταν απ΄την πλώρη η φυσαρμόνικα και κάποιος είπε, ο Χασάν απόψε κλαίει. Ερχόταν απ΄τη Λιβύη.

Φεντιγέ: Ταξίδευε μαζί με τα τρία, έφηβα αγόρια της. Είχε αφήσει τη Συρία και έναν νεκρό άντρα για μια άλλη ευκαιρία. Κανείς τους δεν σώθηκε, κανείς.

Ελυζέ: Καταγόταν απ΄την Κένυα. Είχε ωραία, κρυστάλλινα μάτια, αιθέρια χέρια. Ήταν ευγενική, λένε όσοι ταξίδεψαν μαζί της. Όμως οι καιροί είναι επικίνδυνοι για μια τέτοια ομορφιά. Και έτσι η Ελυζέ βιάστηκε απ΄τους δουλέμπορους στ΄ανοιχτά της Ρόδου και έπειτα πνιγμένη ομόρφυνε τα ήσυχα νερά.

Ομάρ: Θύμιζε κάτι απ΄τα πορτραίτα Φαγιούμ, έτσι λυπημένος που πέθαινε ετούτο το πρωί πάνω στους βράχους. Ίσως κάτι απομείνει απ΄την όψη του πάνω στις πέτρες. Για τους ερευνητές του μέλλοντος, ίσως κάτι ν΄αποκαλύψει η τόση του απελπισία.

Κεϋλάν: Γεννήθηκε στα νερά την πρώτη νύχτα του ταξιδιού. Ύστερα, αφού ζεστάθηκε στην αγκαλιά της μάνας του έφυγε χαμογελώντας για τα πολύ μεγάλα βάθη. Η έφηβη μητέρα του σπάραζε, σπάραζε, σπάραζε. Πριν φέξει είχε κιόλας πεθάνει απ΄την πίκρα της. Λένε πως ερχόταν απ΄τις ανοιξιάτικες γειτονιές του Λιβάνου. Λένε πολλά, όμως έτσι ξέρεις, φτιάχνονται οι μύθοι.

Φεριζέ: Κανείς δεν γνωρίζει γι΄αυτήν. Μονάχα πως γνώριζε καλά την τέχνη του νερού και έτσι, μόνη μες στην τρικυμία, ολότελα ελεύθερη πήρε να χάνεται καθώς μάκραινε προς μια ακτή πέρα για πέρα φανταστική.

Σεντιφέ: Αυτή ήταν μια ανεπανάληπτη καλλονή. Στο κατάστρωμα μας χόρεψε, όπως τότε που τραβούσαν οι άνδρες στις μακριές εκστρατείες, όπως τότε. Ξαφνικά, σώπασε, γονάτισε όπως κάνουν όσοι προσεύχονται. Ορκιστείτε, είπε, αν χαθώ μην λησμονήσετε να στείλετε μια λέξη, ένα γράμμα στους δικούς μου στην Παλαιστίνη. Η Σεντιφέ είχε πρόσωπο κεραμεικό, αρχαιοπρεπές. Θα μπορούσε να αποτελέσει τη φυσική συνέχεια των αλεξανδρινών κοριτσιών.

Αλί: Ετών δώδεκα, ολόκληρος, γελαστός ήλιος. Στ΄ανοιχτά της Λήμνου μας μίσησε για πάντα, κοίταξε πίσω κατά την πατρίδα του και χύμηξε στα νερά. Εμείς φωνάζαμε, χτυπιόμαστε, γύρνα πίσω λέγαμε. Οι δουλέμποροι ετοίμαζαν να βυθίσουν το πλοίο, όταν ο Αλί εκτέλεσε ένα παράτολμο ακροβατικό, σχίζοντας τα σκοτεινά νερά. Κάτι νησιά εκεί κοντά, τα ονομάσαμε Αλί. Κάπου διάβασα θυμάμαι, πως σε τέτοια μέρη οι ναυτικοί φυτεύουν ανθούς ελιάς. Ολόκληρο το Αιγαίο, μια κάποια ώρα, έχει απλωμένο ένα βαθύ, λαδί χρωματισμό.

Αγνώστων Στοιχείων: Τίποτε δεν γνωρίζαμε γι΄αυτόν. Τον μαζέψαν πνιγμένο, με κατασπαραγμένα απ΄τα κήτη τα χέρια του. Είχε πέτρινα μάτια, μύριζε θάλασσα και φόβο.

Αλέξανδρος: ήταν ο τελευταίος από μια μεγάλη οικογένεια εμπόρων. Οι γονείς του και τα δυο, μικρά του αδέρφια ζούσαν εδώ και δυο καλοκαίρια πέρα στην Αθήνα. Εκείνος ονειρευόταν όμως την Γαλλία και τη Λεωφόρο των Κυριών. Ποτέ δεν έφτασε. Τον θάψαν στον Άι Στράτη, διαβάζοντας μια σύντομη προσευχή. Τώρα, μ΄Ελπήνορες και σκλάβους παλιών, ρωμαϊκών σκαριών ανάβει φωτιές τις νύχτες, συντελώντας στα παράδοξα της θαλάσσης φαινόμενα.

Φερδινάνδος: Είχε ασπαστεί το χριστιανισμό. Με μια μικρή σύνοψη των ευαγγελίων ετάφη. Τρόπος του λέγειν βεβαίως, καθώς η ταφή τίποτε περισσότερο δεν ήταν απ΄την καταβύθισή του στην αγκαλιά των Πελασγών. Ο Φερδινάνδος τώρα περπατεί δρόμους ηφαιστειογενείς της Ατλαντίδος.

Ισά: Πες μου, πόσο όμορφα είναι στην Αθήνα; Θα μου δείξεις τη μεγάλη αγορά, έτσι δεν είναι; Εκεί ξέρω, παζαρεύουν το χρυσό, τ΄ασήμι και τα κιονόκρανα. Θ΄αποκτήσω και εγώ ένα απλό, όνομα ελληνικό, όπως Άρης, Δημήτρης, Γιώργης. Στα βαθιά μου γηρατειά θα λένε, κοιτάξτε τον σοφό οιωνοσκόπο. Γνωρίζει σε βάθος όλων των σύννεφων τα σχήματα. Μα ποτέ του δεν μιλεί, γιατί την πατρίδα που αγάπησε την έχασε για πάντα. Μιλούσε σ΄όλο το ταξίδι.Μετρούσε είκοσι μονάχα καλοκαίρια.

Πέτρος: Τον σκοτώσαν στις ακτές της Ερυθραίας. Μια διαφορά στα χρήματα, τον είπαν κλέφτη, απείλησαν πως δεν θα σαλπάρουν εκείνη τη νύχτα. Οι άντρες τον κατέβασαν ξανά στην αμμουδιά. Άλλοι γύρευαν να σωθούν, κολυμπώντας προς το φεγγάρι. Τον Πέτρο τον χτυπούσαν μ΄όλη τους τη δύναμη οι εργάτες. Κάποιος στο τέλος πυροβόλησε μ΄ένα περίστροφο. Εδώ, λοιπόν μάνα, σκοτώθηκε το παιδί σου. Τον λήστεψαν οι άλλοι που έρχονταν καραβάνια από τα σύνορα. Χάθηκε γυμνός. Τον αποτέλειωσαν.

Χαλίλ: Σαν τ΄όνομα εκείνου του σπουδαίου ποιητή. Χαμογελούσε την ώρα που βυθιζόμαστε, αχ θε μου πώς χαμογελούσε, αφήνοντας μας για πάντα μόνους σ΄αυτό το τρομερό πέλαγο. Μετά από χρόνια τον αντίκρισα κάπου στον Πειραιά. Εμπορευόταν καπνό, περπατούσε καχύποπτος. Τον φώναξα, είπα τ΄όνομα εκείνου του πλοιαρίου. Δημήτρη, τώρα με φωνάζουν Δημήτρη και έκλαιγε, έκλαιγε, για όλους εκείνους τους πνιγμένους.

Αράγια

Αλί

Αλισσέ

Καντριγιέ




Είναι πολλά τα ονόματα. Όσο και αν προσπάθησα να βρω και άλλα στάθηκε αδύνατο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια δισύλλαβη ταυτότητα και τίποτε. Λένε πως σκοπός της τέχνης είναι να μας κάνει ευτυχισμένους. Και όμως, υπάρχουν στιγμές που ο λόγος και το συναίσθημά μας στρατεύονται στον πιο ευγενικό και αθώο αγώνα. Αυτόν του ανθρώπου προσπαθεί να ζήσει. Ετούτη τη φορά, οφείλουμε να λυπηθούμε βαθιά μέσα μας, όπως όταν χάνουμε κάτι πολύ δικό μας. Αυτές οι ξεκληρισμένες φάρμες, αυτοί οι άντρες και αυτές οι γυναίκες που χάνονται μαζί με τα παιδιά τους συνιστούν μια υπόμνηση των καιρών. Ένα μέγεθος καθοριστικό της εποχής μας. Οι καιροί μας μυρίζουν θάνατο. Στα παγωμένα μονοπάτια της Μεσογείου θάβονται τα όνειρα όλων αυτών των παιδιών. Από το Νίγηρα, το Κονγκό, το Σουδάν, το Λίβανο, την Συρία, τις πάλαι ποτέ θρυλικές κοιτίδες του αραβικού κόσμου. Η άνοιξη των περασμένων ετών δεν κράτησε πολύ. Άλλωστε ήταν ο δικός μας Οδυσσέας που είπε πως για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ. Αυτοί οι σημερινοί θάνατοι δεν αποτελούν παρά την κληρονομιά του αυριανού κόσμου, την εικονογραφία ενός σκληρού, στην εκκίνησή του αιώνα. Οι εμπόλεμες συρράξεις στο νότο της Μεσογείου, τα καθεστώρα, οι τριγμοί στην ανθρωπιά συνθέτουν μερικά μόνο απ΄τα χαρακτηριστικά εκείνα που κινητοποιούν τα κοπάδια των βασανισμένων ανθρώπων. Όσο εμείς θα αναζητούμε λύσεις σε συνόδους κορυφής και επιτροπές και όσο η Ευρώπη θα πορεύεται στην επίπλαστη ευτυχία του περιχαρακωμένου της κόσμου, όσο ο κόσμος και η ευκαιρία να ζήσει κανείς θα μικραίνει, εσείς μην λογαριάσετε πως ετούτοι οι σκισμένοι χάρτες και τα ονόματα και οι ιστορίες είναι μονάχα λογοτεχνία. Είναι μονάχα ένα δείγμα από τα χρόνια της εξάντλησης που μαίνονται, είναι τ΄απόφωνα της προδομένης ελπίδας που επαληθεύονται μέρα τη μέρα. Τα ήθη, η μνήμη, η προϊστορία και οι λαμπρές σελίδες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η μόδα της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού καλά κρατούν. Όμως δεν πρόκειται παρά για κώδικες φτωχούς, γι΄απατηλά αλφάβητα και χρώματα χαμένα. Οι άνθρωποι των συνόρων που ταξιδεύουν και που πεθαίνουν κάθε μέρα στις θαλάσσιες οδούς συνιστούν την καινούρια τάξη. Ο Γιάννης Σκαρίμπας το΄γραψε πριν από δεκαετίες. Υπάρχουν άνθρωποι, είπε, φτιαγμένοι για νεκροί. Υπάρχουν εναλλαγές της ιστορίας που χαλούν τα μονοπάτια, που βεβηλώνουν τη χόβολη των σπιτικών. Όμως τίποτε σαν τα εννιακόσια πενήντα σώματα, -έτσι ολογράφως, να καταλαμβάνουν το χώρο που δικαιούνται-, που ανασύρονται πνιγμένα, καθώς ο Νικηφόρος Βρεττάκος επισημαίνει τη λογική της απελπισίας που είναι παράδοξη, μα έντιμη, προσδίδοντας μια προστιθέμενη αξία σ΄όσα καίγονται τα βράδια, στ΄ανοιχτά της Μεσογείου. Εμπρός στα μάτια μας που πάψαν για την έννοια τούτου του κόσμου να μιλούν.

Καληνύχτα σας.

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Θαλασσάκια μου



Ξέρεις τι νοστάλγησα;
Κάτι παλιά δελτία ειδήσεων. Τότε που όλα ήταν συμβατικά κι επαναλαμβανόμενα.
Δεν άκουγες τα νέα.
Χάζευες μόνο το Montblanc της Έλλης, την ατίθαση φράντζα του Ευαγγελάτου και τις πάσης φύσεως Ελεονώρες. Τότε που μάχονταν για τη δημοσιογραφία κι όχι για το χρόνο. Στήθος, μύτη, σαγόνι και χείλι, όπως τους γέννησε η μάνα τους. Άντε ένα πιστολάκι να έρθει να φουσκώσει η κουπ κι όξω στην κάμερα.

Τότε που “οι πολύνεκρες τραγωδίες”, αφορούσαν -αποκλειστικά- τους νεκρούς της ασφάλτου.
Τότε που η τροχαία έπαιρνε έκτακτα μέτρα για την ασφαλή επιστροφή των εκδρομέων στα σπίτια τους.
Και σ’ όσους έχαναν τη ζωή τους σε κάποιαν εθνική οδό, τους αναλογούσε τουλάχιστον ένα ολιγόλεπτο ρεπορτάζ στο “τραγικό σημείο” του ατυχήματος.
Ολιγόλεπτος φόρος τιμής στις ψυχούλες που ξέφυγαν απ’ την πορεία και το σώμα που τις φιλοξενούσε και καρφώθηκαν σε κάποιο σύννεφο.



Άτιμο πράγμα το μπότοξ. Απαγορεύει τη ρυτίδα έκφρασης και τη –μηδαμινή έστω- πιθανότητα, να συγκινηθεί ο εκφωνητής. Ανάμεσα σ’ ένα σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα και στ' αθλητικά, άκουσα πως χτες το πρωί οι ψαράδες στην Ρόδο έβγαλαν ανθρώπινα κουφάρια απ’ τη θάλασσα. Ένα απ’ αυτά, ανήκε σ’ ένα εξάχρονο παιδί. Προσφυγάκι απ’ την Συρία. Μαζί του, άλλες εκατόν πενήντα ψυχές.

Κι όσο συνηθίζω στο ανέκφραστο λουκ, φοβάμαι τη μέρα που θ’ ακούω απαθής και αμέριμνη απ’ τον δέκτη μου, πως η θάλασσα μπαζώνεται από ανθρώπινα σώματα και δημιουργείται ένα φυσικό φράγμα γύρω απ’ την Μεσόγειο.
Κι αφού με καληνυχτίσει ο εκφωνητής βάρδιας, θα πάω ήσυχη για ύπνο.
Το τέλειο έγκλημα δεν έχει καμία πιθανότητα να διαλευκανθεί.