Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Πανάκριβα παπούτσια

Musa Shep, 2 χρονών. Περπάτησε με την οικογένειά του για 20 μέρες μέχρι να φτάσουν στο νότιο Σουδάν
Η τύχη των κατόχων τους αγνοείται. Μαζί με την ανθρωπιά των "πεφωτισμένων" ηγετών του πλανήτη που αλλάζουν τα σύνορα του παγκόσμιου χάρτη, λες και πρόκειται για επιτραπέζιο παιχνίδι με πιόνια.

Makka Kalfar, 7 χρονών

Μαζί με τη γενικευμένη αποχαύνωση όλων μας, που ομφαλοσκοπούμε ασυστόλως και παριστάνουμε τους βαθιά προβληματισμένους. Σαν τον “Σκεπτόμενο” του Ροντέν, καθόμαστε ακινητοποιημένοι στις πύλες της κόλασης, με την αφελή ψευδαίσθηση πως  τα δικά μας παπούτσια θα είναι  πάντα λουστραρισμένα και γερά.  Και καταναλώνοντας το ενδιαφέρον μας στα “χρυσά πόδια” του Μέσι και του Ρονάλντο.
Ας διαλέξουμε λοιπόν τους προσωπικούς μας ήρωες  και ας μπούμε, αν αντέχουμε, στα παπούτσια τους.
Makka Bala, 30 χρονών
 Για όλους εμάς που θεωρούμε πως η φρίκη είναι μακριά μας και δεν μας αφορά, που δυσανασχετούμε με την αλλοιωμένη αισθητική του νησιού ή της πλατείας, που σχολιάζουμε τα ακριβά κινητά των προσφύγων κι όχι τον βίαιο εκτοπισμό απ’ τα σπίτια τους, ας αναλογιστούμε αν τα πόδια μας θα άντεχαν σε τέτοιες περπατησιές θανάτου. Γιατί τελικά, από κει κρίνεται το μπόϊ του ανθρώπου. Απ’ τη γενναιότητα και το πείσμα του να επιβιώσει.

Muhammed Hajana, 30 χρονών
 Η Shannon Jensen φωτογράφισε τα κουρελιασμένα παπούτσια των Σουδανών προσφύγων. Οι φωτογραφίες του έργου της “A Long Walk”, είναι η πιο κραυγαλέα μαρτυρία για τις απάνθρωπες συνθήκες της  ομαδικής φυγής, στην οποία χιλιάδες άνθρωποι εξαναγκάστηκαν, για να ξεφύγουν απ’ τη φρίκη του πολέμου.


Jamun Mam, 70 χρονών

Mussah Abdullai, 6 χρονών

Tahiya Ibrahim, 30 χρονών

Ajuk Ido, 70 χρονών

Aradia Sheikh, 6 χρονών 

Αποθανατίζοντας τη διαδρομή τους σε μια εικόνα, η Jensen μας μεταφέρει κυριολεκτικά στην αγωνιώδη πορεία των προσφύγων, στη διαρκή τους αναζήτηση για ένα ασφαλές καταφύγιο, αλλά και την αποφασιστικότητα τους να επιβιώσουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Gasim Issa, 50 χρονών

Περισσότερο υλικό στον επίσημο ιστότοπο: 



Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Γίναμε 2


Το Απάγκιο κλείνει αισίως τα δύο του χρόνια. Απ’ το αποκαλόκαιρο του 2013 που άνοιξε δειλά τις πόρτες του, αξιώθηκε να ζήσει γνωριμίες και φιλίες που υπήρξαν πολύτιμες και δυναμωτικές. Μοιραστήκαμε ιδέες, ανάγκες, συναισθήματα, ελπίδες, αξίες, το χρόνο μας, τις απογοητεύσεις αλλά και τις μικρές χαρές μας. Κι όσο αγριεύουν οι καιροί, όσο οι τοίχοι υψώνονται γύρω μας και μας απομονώνουν, βάζουμε πλάτη ο ένας με τον άλλο, για να κρατηθούμε όρθιοι και να προχωράμε χεράκι-χεράκι στις κακοτοπιές της εποχής. Γιατί το ζητούμενο των καιρών είναι να κρατηθούμε με τεντωμένο το σώμα και να χτίζουμε  καθημερινά, μυστικές ατραπούς και γεφύρια.


Σας ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου για τα ανεκτίμητα "δώρα" σας! 
Κι ας φαίνεται πως σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου, εν τούτοις είναι καλά ριζωμένα στο μνημονικό μου. Από κει αντλώ δύναμη κι ελπίδα και είναι αυτά που με κάνουν να νιώθω τη χαρά και τον ενθουσιασμό που έχουν τα παιδιά όταν βγαίνουν για παιχνίδι με τους φίλους τους. Κι ας μην είμαστε στην ίδια γειτονιά, έχουμε βρει τη μυστική μας πυξίδα, που συγχρονίζει το βηματισμό μας και μας κρατάει προσηλωμένους σε κοινές αξίες και προορισμούς. Κι αν είμαστε μεγάλοι πια για να ματώνουμε τα γόνατά μας στο παιχνίδι, αντέχουμε ωστόσο να ματώνουμε στις λέξεις και στα νοήματα που εμείς τους δίνουμε. 

Εξαιρετικά αφιερωμένο με όλη μου την αγάπη!


Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Τα ντολμαδάκια της γιαγιάς και ο ντουνιάς που ήρθε ανάποδα


Ο μπαμπάς συνέχεια γκρινιάζει πως του ήρθαν όλα ανάποδα. Η μαμά γκρινιάζει στον μπαμπά πως διαρκώς γκρινιάζει. Ο Σωτήρης μας θα φύγει λέει για τον Καναδά, να βρει τον θείο Αλέκο, που του ήρθαν όλα απ’ την καλή κι έκανε την τύχη του. Γιατί εδώ όλα είναι ανάποδα λέει, και δεν θα δούμε ποτέ άσπρη μέρα. Η γιαγιά Ιουλία κουνάει το κεφάλι της κοροϊδευτικά κάθε φορά που τον ακούει. «Μεγάλη προκοπή είδε κι ο θειος σου ο αναπαραδιάρης στα ξένα. Ούτε τα ναύλα του να’ ρθει στην πατρίδα, να δει τα γονεϊκά του δεν έχει». Και τότε ο αδερφός μου αγριεύει και της λέει πως είναι αναποδιασμένη και καλά θα κάνει να σωπαίνει γιατί δεν ξέρει από ανεργία. «Εγώ βρε δεν ξέρω; Αχ τζιέρι μου και να μη σου κληρώσει ποτές να ζήσεις  τις αληθινές αναποδιές της  ζωής!»... του απαντάει με παράπονο η γιαγιά και ευθύς πάει και χώνεται στο κουζινάκι της. Τάχα πως πλένει τα πιάτα στο νεροχύτη, μα εγώ την βλέπω να σκουπίζει κρυφά με την άκρη της ποδιάς τα μάτια της, να ρουφάει τη μύτη της κι ύστερα να ισιώνει τη φουρκέτα στον κότσο της και να επιστρέφει ευθυτενής στο τραπέζι. Λίγο πιο ψηλή κάθε φορά, λίγο πιο περήφανη και με τα μάτια της υγρά, σα μολυβένιες βαθιές λίμνες, που φυλάνε στο βυθό τους ανείπωτα μυστικά και καημούς. Όσες ιστορίες κι αν μας έχει διηγηθεί για  κείνα τα μαύρα χρόνια του ξεριζωμού τους απ’ τα βάθη της Καππαδοκίας, δεν θα γαληνέψουν ποτέ αυτά τα μάτια.

Τρία παιδιά και τον άντρα της έχασε σε μια μέρα. Τους σφάξανε όλους σα τραγιά μπροστά στα μάτια της οι Τσέτες, πριν βάλουν φωτιά στο πατρικό σπίτι και ρημάξουνε το βιος τους. Ίσα που πρόλαβε να τους ξεφύγει, όση ώρα κάνανε πλιάτσικο στο σπίτι. Κι ύστερα ήρθε το μεγάλο ταξίδι προς τον Πειραιά μ’ ένα εγγλέζικο σαπιοκάραβο. Μόνο τη μάνα μου κατάφερε να γλυτώσει. Κι αυτό από ένα θαύμα, όπως μας έχει πει πολλές φορές «Ό,τι το είχα γεννήσει, μια σταλίτσα μωρό ήταν, σαν κατσιασμένο γατί. Στην απελπισιά μου απάνω, την άρπαξα απ’ την κούνια της και  την έκρυψα κάτω απ’ τα φουστάνια μου. Όλο το βράδυ περπατούσαμε ίσαμε τον σιδηρόδρομο, που θα μας πήγαινε στο λιμάνι της Μερσίνας. Δεν κοιτάγαμε πίσω μας, μόνο μας έπνιγε η  κάπνα απ’ τις φωτιές στο χωριό. Διασχίσαμε βουβοί και εξουθενωμένοι το βουνό, ενώ ακούγαμε έντρομοι τις οπλές των αλόγων, άλλοτε να πλησιάζουν προς το ανθρώπινο κομβόι μας κι άλλοτε να απομακρύνονται με τη φορά του αέρα. Και παρακαλούσα την Παναγιά την Γαλακτοτροφούσα ν’ αντέξουμε την πεζοπορία, να μη μου κλάψει και προδοθούμε στους άπιστους…. Άχνα δεν έβγαλε το γιαβρί μ’».

Κι ύστερα η μάνα μου της χαϊδεύει το κεφάλι συγκινημένη και της λέει πως οι καιροί γυρίσανε πάλι ανάποδα και θα’ ναι καλύτερα να φύγει ο Σωτήρης μας για τον Καναδά.
-         Κι εκεί δηλαδή, είναι απ’ την καλή τους τη μεριά οι καιροί; την ρωτάει κάθε φορά η γιαγιά.
-         Ξέρω κι εγώ ρε μάνα; Πάντως καλύτερα από δω. Θα βρει μια δουλίτσα, θα κάνει το κουμάντο του και θα στρώσει τη ζωή του. Εδώ τι προκοπή θα κάνει;
-         Εγώ γιαβρί μου ένα ξέρω. Βάϊ-βάϊ… προσφυγάκι θα γίνει κι ο Σωτήρης μας. Όπου και να ριζώσει, και στον πιο πλούσιο μαχαλά του ντουνιά να βρεθεί, πάντα θα κουβαλά το φορτίο του ξεριζωμού του. Σαν τους μπόγους που κουβαλούσαν οι ξεκληρισμένοι μας στο λιμάνι της Σμύρνης. Μήπως κι αποσώσουν κάτι απ’ τις περιουσίες τους. Κι ήρθαν τα συμμαχικά καράβια κι εκεί που αναθαρρήσαμε και κάναμε την προσευχή μας ότι σωθήκαμε, γέμισε η θάλασσα κομμένα χέρια και πνιγμένους. Κι οι μπόγοι επιπλέανε στα νερά, πλάι στα κουφάρια των κατόχων τους. Κι όσοι αποσώσαμε κι ήρθαμε στην Ελλάδα, πάντα με τη ρετσινιά του Τουρκόσπορου πορευτήκαμε. Ξένοι εκεί και ολότελα ξένοι εδώ…
-         Πάνε αυτά ρε μάνα… Αλλάξανε τα πράγματα από τότε, ο κόσμος προόδευσε. Τι δηλαδή; Θες να δεις τον εγγονό σου να μαραζώνει;
-         Μαράζι είναι μόνο ένα κόρη μου. Να γυρίζεις την πλάτη σου και ν’ αποχαιρετάς τα χώματά σου. Μόνο αυτή είναι η αναποδιά. Κι όσο κι αν προόδευσε όπως λες ο κόσμος, πάλι οι θάλασσες γεμίζουν ανθρώπους ξεσπιτωμένους και παιδιά που πνίγονται στις αγκαλιές των μανάδων τους. Κι αντί για Τσέτες, έχουμε τους διακινητές και τους δουλεμπόρους. Μεγάλη αλλαγή αυτή Παναϊα μου!...
-         Και τι να γίνει τώρα ρε μάνα; Να κλωτσήσει μια βολεμένη ζωή ο Σωτήρης μας και να μείνει εδώ να βολοδέρνει για ένα μεροκάματο;
-         Όχι γιαβρί μ’, ας πάει στην ευχή της Παναγιάς ο Σωτηράκης μας. Αλήθεια, έχει στον Καναδά ντολμαδάκια που του αρέσουν;
-         Πού να βρεθούν αμπελόφυλλα στον Καναδά βρε μάνα;
-         Θα του στέλνω πεσκέσι κάθε μήνα, έναν τέντζερη γεμάτο ντολμαδάκια γιαλαντζί να με θυμάται. Να μυρίζει τα βοτάνια και τα μυριστικά μας και να τρέχει ο νους του στο κουζινάκι μας. Τότε που ήταν μικρό και με βοήθαγε να ξεχωρίζουμε τα φύλλα. Κι έβανε τη ζάχαρη με τα χεράκια του για να γλυκάνει το ρύζι.
-         Κι ακούγαμε την Μπέλλου να τραγουδάει το αγαπημένο σου, ε μάνα; “Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά”…
-         Ναι γιαβρί μ’… γιατί οι καιροί δεν είναι ανάποδοι. Εμείς δεν είμαστε μαθημένοι να τους φέρνουμε στα ίσα τους… Χάνουμε στο ζύγι την ανθρωπιά μας κι αλάφρυνε ο κόσμος μας. Κι όλο ανάποδα θα τον βλέπουμε.



Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Χαστούκι στα μούτρα μας


//Όταν αποκαλείς τον εαυτό σου Ινδό, Μουσουλμάνο, Χριστιανό, Ευρωπαίο ή ο,τιδήποτε άλλο, υιοθετείς τη βία. Γιατί διαχωρίζεις τον εαυτό σου από την υπόλοιπη ανθρωπότητα. 
Κι ο διαχωρισμός για λόγους πίστης, εθνικότητας ή παράδοσης, γεννά τη βία.//


 
Κρισναμούρτι



Ένα νησί πιο πέρα, λίγους μήνες νωρίτερα, ένας άλλος ένστολος παρασημοφορήθηκε για τη διάσωση δεκάδων μεταναστών  και κυρίως μιας ετοιμόγεννης κοπέλας απ’ την Ερυθραία. Ο λοχίας Αντώνης Ντεληγιώργης που βρέθηκε τυχαία στο σημείο ενός ναυαγίου στην Ρόδο, ρίχτηκε στη θάλασσα αδιαφορώντας για τα προβλήματα υγείας που είχε. Δεν σκέφτηκε στιγμή για το χρώμα και την προέλευση των ναυαγών, αλλά λειτουργώντας με ανθρώπινα αντανακλαστικά, έβαλε στοίχημα να σώσει όσο πιο πολλές ζωές μπορούσε. Έβγαλε απ’ το νερό γύρω στα είκοσι άτομα με τη βοήθεια των συμπολιτών του κι αυτό που δήλωσε αργότερα σε συνέντευξη, ήταν: 
Δεν θα ξεχάσω ποτέ  την εικόνα του παιδιού που ανασύρθηκε νεκρό στα χέρια ενός διασώστη”.




Το μωρό που ήταν γραφτό να γεννηθεί στους καιρούς του σύγχρονου Ηρώδη, πήρε το όνομα του διασώστη του, Αντώνης, όπως δήλωσε η νεαρή μητέρα του στο μαιευτήριο. Φόρος τιμής στον άνθρωπο που τη φόρτωσε στην πλάτη του και την τράβηξε απ’ τον υγρό τάφο.



Στις αποσκευές του θα κουβαλάει ισοβίως ένα μετάλλιο τιμής και τις  ευχές όλων των ανθρώπων που σώθηκαν σ’ εκείνο το ναυάγιο.
Τη θεϊκή ευλογία να σώζεις ένα μωρό και να σέρνεις μια μάνα κυριολεκτικά απ’ το κατώφλι του κάτω κόσμου.
Να γίνεσαι παράδειγμα προς μίμηση σ’ όσους φέρουν ακόμα τον υπέρτατο τίτλο του Ανθρώπου.




Οι καραβιές με τους ανθρώπους που εκδιώκονται απ’ τις πατρίδες τους, θα συνεχίσουν να καταφτάνουν. Στα προηγούμενα κεφάλαια της ιστορίας, ήταν οι πρόγονοί μας που το βίωσαν αυτό. Σε κάποια απ’ τα επόμενα, ίσως να είναι τα παιδιά ή τα εγγόνια μας.

Κι οι ένστολοι θα επιστρέφουν κάθε βράδυ σπίτι τους, κουβαλώντας την “είσπραξη” της μέρας τους.
Κάποιοι θα συνεχίσουν να λειτουργούν με ζωώδη αντανακλαστικά στην οικογένεια, στη γυναίκα ή και στα παιδιά τους. Το συνήθειο να χαστουκίζεις αδύναμους ανθρώπους, δεν είναι επιβολή της τάξης. Είναι προβολή τραυματικών απωθημένων που εκτονώνονται άδικα και άνανδρα σ' όσους δεν μπορούν εκ φύσεως να ανταποδώσουν τα χτυπήματα. 
Δυστυχώς, ο ένστολος θεματοφύλακας της τάξης, διέσυρε μαζί με την τιμή του, και την εικόνα ενός ολόκληρου λαού που με πενιχρά μέσα, στέκεται αλληλέγγυος στους πρόσφυγες που ξεβράζει καθημερινά η θάλασσα. 

Κι αν από κάποιο περίεργο παιχνίδι της ζωής, βρεθεί κι ο ίδιος στην ίδια θέση του ικέτη, του ανθρώπου που αναμετριέται με τον θάνατο και εκλιπαρεί για έλεος τον διώκτη του, τότε ίσως και να βρεθεί ένας αντίστοιχος ηρωικός λοχίας να τον σώσει. Ίσως και όχι...
Τα σύνορα και οι πατρίδες άλλωστε,  είναι πια τόσο αμφίβολα και ευμετάβλητα, όσο και η ανθρώπινη μοίρα.