-
Τελειώνει ο ορός, σύρε Χριστιανή μου να φέρεις μια μπουκάλα!
-
Να βάλω τη ρόμπα μου πρώτα κυρία Ελένη… πω-πω απ’ τα μούτρα μ’ έπιασες
ακόμα δεν ήρθα.
-
Άργησες. Έντεκα και δέκα πήγε η ώρα.
Ανεπρόκοπη είσαι Μπέλλα!
-
Έντεκα παρά πέντε είναι κυρία Ελένη. Έλα, ώρα για το μπανάκι μας…
-
Να μ’ αλλάξεις και κιλότα. Αύριο θα περάσει ο γιατρός να δει την καισαρική
μου. Το μωρό; Πού είναι το μωρό μου; Δεν μου το φέρανε από ψες να το ταϊσω. Άμε
να τους πεις να το φέρουνε κοντά μου απόψε. Να κοιμηθούμε αγκαλιά…
-
Σσσς… μη φωνάζεις κυρία Ελένη. Θα
ξυπνήσουμε την κυρία Θεώνη δίπλα. Έλα, στηρίξου πάνω μου και σήκωσέ μου τον
ποπό σου… μπράβο το κορίτσι μου! Γύρνα λίγο στο πλάϊ… έτσι μπράβο! Να βάλουμε λίγο
ταλκ στην κατάκλιση κι είσαι έτοιμη για νάνι.
-
Θα μου πεις ένα νανούρισμα ν’ αποκοιμηθώ; Άντε γεια σου! Πες μου κάτι απ’
τον τόπο σου.
-
Πάω να πλύνω την πάπια κι έρχομαι. Σκεπάσου κυρία Ελένη, κάνει ψύχρα απόψε.
-
Να μου βάλεις και κολόνια λεμόνι κόρη μου… και να με σταυρώσεις να
καλοξημερώσω!
-
Σκεπάσου κυρία Ελένη…
“Έχει δέκατα πάλι. Και το χρώμα της δεν είναι
καλό. Μπορείτε να έρθετε λίγο να την δείτε; Δεν έχω καλό προαίσθημα… Επιτέλους,
μάνα σας είναι! Αν συμβεί κάτι… όχι δεν σας πιέζω κυρία μου… Φυσικά και δεν με
πληρώνετε για να μιλάω στα τηλέφωνα… Κατάλαβα, αφήστε το. Καληνύχτα κυρία
Νάνσυ!”
-
Μπέλλα… άπλωσε τα πόδια σου εδωνά στην άκρη του κρεββατιού. Βαλ’τα κάτω απ’
τα σκεπάσματα να τα ξεκουράσεις λίγο. Κλείσε τα μάτια σου, άμα θέλω τίποτις θα
σε σκουντήξω…
-
Είσαι ζεστή κυρία Ελένη. Έλα να βάλουμε το θερμάμετρο.
-
Θερμόμετρο το λένε βρε χαζούλα… ακόμα δεν έμαθες να μιλάς σωστά;
-
Έχεις δέκατα, πάω να φέρω ένα αντιπειρατικό.
-
Ξεπίτηδες το κάνεις. Για να γελάσω ε;
-
Σήκωσε λίγο το κεφαλάκι σου.. έλα ρούφα απ’ το καλαμάκι. Μπράβο το κορίτσι
μου!
-
Αχ να χαρείς, σβήσε τη λάμπα! Έλα, ίσιωσε λίγο τα πόδια σου να ξεπρηστούν.
Τι ώρα είναι;
-
Κοντεύουν μεσάνυχτα. Κοιμήσου κυρία Ελένη. Κοιμήσου…
-
Έχεις κι εσύ την κόρη σου στα ξένα; Τήνε βλέπεις καθόλου;
-
Eγώ έχω ένα μικρό
αγοράκι... μωρό το άφησα στη μάνα μου, για να’ρθω να δουλέψω στην Ελλάδα... κι
ακόμα παλεύω να μαζέψω χρήματα και να
φτιάξω τα χαρτιά μας... να τους φέρω
εδώ... να’μαστε όλοι μαζί... άστα κυρά Ελένη… Να δω αν είσαι ζεστή… μπα, δροσέρεψε το μέτωπό σου. Κοιμήσου
τώρα. Το ξενυχτήσαμε απόψε κι έχουμε πρωινό ξύπνημα αύριο. Θα’ρθει κι ο σπαθολόγος να μας δει ε;
-
Αχ σε καλό να μας βγουν!... και δεν μπορώ και να γελώ απ’ τους πόνους.
-
Πονάς κυρία Ελένη;
-
Εσύ δεν πονάς κόρη μου; Το ίδιο καρφί έχουμε… Τον ίδιο πόνο. Καληνύχτα κόρη
μου!
Κοιμήσου μες στην κούνια σου, μες στ’ άσπρα τα
πανιά σου,
κι η Παναγιά η Δέσποινα θα είναι συντροφιά σου.
Καληνύχτα κυρία Ελένη…
κι η Παναγιά η Δέσποινα θα είναι συντροφιά σου.
Καληνύχτα κυρία Ελένη…
Λίγο πριν τη λήξη της βάρδιας, η κυρία
Ελένη τύλιξε για τελευταία φορά τα σκελετωμένα της δάχτυλα στον καρπό της
Μπέλλας. “Να’χεις την ευχή μου κορίτσι
μου”... σ’ αυτόν τον αναστεναγμό λευτερώθηκε η ψυχή της κι η Μπέλλα, όση
ώρα σκέπαζε το πρόσωπό της με το λευκό σεντόνι, αναρωτιόταν για το ποια ήταν η
παραλήπτρια της ευχής.
Είχε ήδη ξημερώσει όταν τηλεφώνησε στο
πρακτορείο, για να τους ενημερώσει πως έμεινε δίχως δουλειά. Κι ύστερα στην
κυρία Νάνσυ, επιστρατεύοντας την πιο υπηρεσιακή της φωνή. Αισθάνθηκε πως της
ανέτρεψε το πρόγραμμα της μέρας και πως -ίσως-
θα έπρεπε να αναβάλλει κάτι, για να επικοινωνήσει με το γραφείο τελετών που
παρέλαβε το σώμα της μητέρας της.
Τέλος, μάζεψε τα λιγοστά πράγματα της
κυρίας Ελένης σε μια νάϋλον σακούλα και άκουσε με ανακούφιση πως ήταν παντελώς
άχρηστα στην κόρη της. Κράτησε τη μυρωδιά και τα τελευταία της λόγια, μαζί με
τη ρόμπα της, την ξύλινη εικονίτσα που είχε κρεμασμένη στο κεφαλάρι, το μαύρο
κομποσκοίνι που δεν έβγαλε ποτέ απ’ τον καρπό της, και το οβάλ μπουκαλάκι με
την κολόνια λεμόνι.
Και συνέχισε το «αποκλειστικό» της,
όταν γύρισε κατάκοπη στο μικρό της δωμάτιο. Την έκλαψε με λυγμούς. Σαν να
θρηνούσε την απουσία της μάνας της.
Πηγή φωτογραφιών: