Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

11.00 – 7.00 [Ιστορίες της νύχτας]


-         Τελειώνει ο ορός, σύρε Χριστιανή μου να φέρεις μια μπουκάλα!
-         Να βάλω τη ρόμπα μου πρώτα κυρία Ελένη… πω-πω απ’ τα μούτρα μ’ έπιασες ακόμα δεν ήρθα.
-         Άργησες.  Έντεκα και δέκα πήγε η ώρα. Ανεπρόκοπη είσαι Μπέλλα!
-         Έντεκα παρά πέντε είναι κυρία Ελένη. Έλα, ώρα για το μπανάκι μας…
-         Να μ’ αλλάξεις και κιλότα. Αύριο θα περάσει ο γιατρός να δει την καισαρική μου. Το μωρό; Πού είναι το μωρό μου; Δεν μου το φέρανε από ψες να το ταϊσω. Άμε να τους πεις να το φέρουνε κοντά μου απόψε. Να κοιμηθούμε αγκαλιά…
-         Σσσς… μη φωνάζεις κυρία Ελένη.  Θα ξυπνήσουμε την κυρία Θεώνη δίπλα. Έλα, στηρίξου πάνω μου και σήκωσέ μου τον ποπό σου… μπράβο το κορίτσι μου! Γύρνα λίγο στο πλάϊ… έτσι μπράβο! Να βάλουμε λίγο ταλκ στην κατάκλιση κι είσαι έτοιμη για νάνι.
-         Θα μου πεις ένα νανούρισμα ν’ αποκοιμηθώ; Άντε γεια σου! Πες μου κάτι απ’ τον τόπο σου.
-         Πάω να πλύνω την πάπια κι έρχομαι. Σκεπάσου κυρία Ελένη, κάνει ψύχρα απόψε.
-         Να μου βάλεις και κολόνια λεμόνι κόρη μου… και να με σταυρώσεις να καλοξημερώσω!
-         Σκεπάσου κυρία Ελένη…

“Έχει δέκατα πάλι. Και το χρώμα της δεν είναι καλό. Μπορείτε να έρθετε λίγο να την δείτε; Δεν έχω καλό προαίσθημα… Επιτέλους, μάνα σας είναι! Αν συμβεί κάτι… όχι δεν σας πιέζω κυρία μου… Φυσικά και δεν με πληρώνετε για να μιλάω στα τηλέφωνα… Κατάλαβα, αφήστε το. Καληνύχτα κυρία Νάνσυ!

-         Μπέλλα… άπλωσε τα πόδια σου εδωνά στην άκρη του κρεββατιού. Βαλ’τα κάτω απ’ τα σκεπάσματα να τα ξεκουράσεις λίγο. Κλείσε τα μάτια σου, άμα θέλω τίποτις θα σε σκουντήξω…
-         Είσαι ζεστή κυρία Ελένη. Έλα να βάλουμε το θερμάμετρο.
-         Θερμόμετρο το λένε βρε χαζούλα… ακόμα δεν έμαθες να μιλάς σωστά;
-         Έχεις δέκατα, πάω να φέρω ένα αντιπειρατικό.
-         Ξεπίτηδες το κάνεις. Για να γελάσω ε;
-         Σήκωσε λίγο το κεφαλάκι σου.. έλα ρούφα απ’ το καλαμάκι. Μπράβο το κορίτσι μου!
-         Αχ να χαρείς, σβήσε τη λάμπα! Έλα, ίσιωσε λίγο τα πόδια σου να ξεπρηστούν. Τι ώρα είναι;
-         Κοντεύουν μεσάνυχτα. Κοιμήσου κυρία Ελένη. Κοιμήσου…
-         Έχεις κι εσύ την κόρη σου στα ξένα; Τήνε βλέπεις καθόλου;
-         Eγώ έχω ένα μικρό αγοράκι... μωρό το άφησα στη μάνα μου, για να’ρθω να δουλέψω στην Ελλάδα... κι ακόμα παλεύω να μαζέψω χρήματα και  να φτιάξω τα χαρτιά μας... να τους φέρω  εδώ... να’μαστε όλοι μαζί... άστα κυρά Ελένη… Να δω αν είσαι ζεστή… μπα, δροσέρεψε το μέτωπό σου. Κοιμήσου τώρα. Το ξενυχτήσαμε απόψε κι έχουμε πρωινό ξύπνημα αύριο. Θα’ρθει κι ο σπαθολόγος να μας δει ε;
-         Αχ σε καλό να μας βγουν!... και δεν μπορώ και να γελώ απ’ τους πόνους.
-         Πονάς κυρία Ελένη;
-         Εσύ δεν πονάς κόρη μου; Το ίδιο καρφί έχουμε… Τον ίδιο πόνο. Καληνύχτα κόρη μου!

Κοιμήσου μες στην κούνια σου, μες στ’ άσπρα τα πανιά σου,
κι η Παναγιά η Δέσποινα θα είναι συντροφιά σου.
Καληνύχτα κυρία Ελένη…



Λίγο πριν τη λήξη της βάρδιας, η κυρία Ελένη τύλιξε για τελευταία φορά τα σκελετωμένα της δάχτυλα στον καρπό της Μπέλλας. “Να’χεις την ευχή μου κορίτσι μου”... σ’ αυτόν τον αναστεναγμό λευτερώθηκε η ψυχή της κι η Μπέλλα, όση ώρα σκέπαζε το πρόσωπό της με το λευκό σεντόνι, αναρωτιόταν για το ποια ήταν η παραλήπτρια της ευχής.
Είχε ήδη ξημερώσει όταν τηλεφώνησε στο πρακτορείο, για να τους ενημερώσει πως έμεινε δίχως δουλειά. Κι ύστερα στην κυρία Νάνσυ, επιστρατεύοντας την πιο υπηρεσιακή της φωνή. Αισθάνθηκε πως της ανέτρεψε το πρόγραμμα της μέρας και πως -ίσως- θα έπρεπε να αναβάλλει κάτι, για να επικοινωνήσει με το γραφείο τελετών που παρέλαβε το σώμα της μητέρας της.

Τέλος, μάζεψε τα λιγοστά πράγματα της κυρίας Ελένης σε μια νάϋλον σακούλα και άκουσε με ανακούφιση πως ήταν παντελώς άχρηστα στην κόρη της. Κράτησε τη μυρωδιά και τα τελευταία της λόγια, μαζί με τη ρόμπα της, την ξύλινη εικονίτσα που είχε κρεμασμένη στο κεφαλάρι, το μαύρο κομποσκοίνι που δεν έβγαλε ποτέ απ’ τον καρπό της, και το οβάλ μπουκαλάκι με την κολόνια λεμόνι.
Και συνέχισε το «αποκλειστικό» της, όταν γύρισε κατάκοπη στο μικρό της δωμάτιο. Την έκλαψε με λυγμούς. Σαν να θρηνούσε την απουσία της μάνας της.


Πηγή φωτογραφιών:

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

ΟΧΙ… ΟΥΔΕΝ ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

//Kανείς δεν θέλει τον πόλεμο, κι όμως ξεσπά… θα γινόταν πόλεμος αν έλεγε όχι ο αυτοκράτορας; Ή ας πούμε είκοσι με τριάντα άλλοι σαν και δαύτον σ’ ολόκληρο τον κόσμο; Τι λόγο έχει ένας Γάλλος κλειδαράς ή ένας Γάλλος παπουτσής να επιτεθεί εναντίον μας; Τελικά υπάρχουν άνθρωποι που τους συμφέρει ο πόλεμος… κι ένας σπουδαίος αυτοκράτορας χρειάζεται τουλάχιστον έναν πόλεμο για να γίνει διάσημος, το ίδιο και οι στρατηγοί. Διάβασε τα σχολικά βιβλία και θα δεις…//

Όταν ο Γερμανός συγγραφέας Έριχ Μαρία Ρεμάρκ έγραψε το αντιπολεμικό αριστούργημα «Ουδέν  από το Δυτικό Μέτωπο», οι Ναζί του Γ’ Ράϊχ απαγόρευσαν την κυκλοφορία του και έκαψαν στην πυρά χιλιάδες αντίτυπα. Μαζί με τα βιβλία του Μπρεχτ, του Μαρξ, του Τολστόϊ και πολλών άλλων που ενοχλούσαν τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια. Σε πείσμα των συμπατριωτών του που οργάνωναν ήδη το δεύτερο παγκόσμιο αιματοκύλισμα, το βιβλίο του Ρεμάρκ μεταφράστηκε σε 25 γλώσσες και αγαπήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα. Λίγο πριν το ξεκίνημα του B’ παγκοσμίου πολέμου, και ενόσω η χιτλερική μηχανή προετοίμαζε την αναρρίχηση της στην εξουσία, προβάλλεται στις αίθουσες του Βερολίνου η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου. Αγέλες της χιτλερικής νεολαίας με προαγορασμένα εισιτήρια, εφορμούν στην αίθουσα προβολής, ουρλιάζοντας “Γερμανία, ξύπνα!” . Η ταινία φυσικά απαγορεύεται και ο Ρεμάρκ εγκαταλείπει τη χώρα του το 1931, δύο χρόνια προτού ο Χίτλερ καταλάβει την εξουσία. Το 1943 η αδελφή του που έχει παραμείνει στην Γερμανία, συλλαμβάνεται, καταδικάζεται ως ηττοπαθής και αποκεφαλίζεται. Πάλι σε πείσμα των συμπατριωτών του, το βιβλίο του έγινε δύο φορές ταινία. Η πρώτη το 1930 από τον Λούις Μάιλστοουν, αποσπώντας Όσκαρ καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας και η δεύτερη το 1979 από τον Ντέλμπερτ Μαν, που κέρδισε Χρυσή Σφαίρα καλύτερης παραγωγής.

Ο Ρεμάρκ στο βιβλίο του, διηγείται αριστοτεχνικά τον μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς που σμπαράλιαζε τα νεύρα των στρατιωτών. Οι στρατιώτες υπέφεραν συχνά απ’ την πείνα, τη δίψα, τη βρωμιά, τη λάσπη, τις ψείρες, τα ποντίκια, την δυσεντερία, τον πυρετό, τον φόβο και τη θλίψη. Πολλοί “έσπαγαν”, πάθαιναν κρίσεις πανικού ή τρελαίνονταν κι έφευγαν απ’ τα χαρακώματα και σκοτώνονταν, γιατί δεν ήταν σε θέση να προφυλαχτούν, αποτελώντας εύκολο στόχο του εχθρού. Αυτή τη στασιμότητα στην εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων εκφράζει κι ο τίτλος του μυθιστορήματος «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο», φράση που αναμετέδιδαν τα επίσημα ανακοινωθέντα του στρατού, θεωρώντας ως ασήμαντη είδηση, τους θανάτους τόσων νέων που έπεφταν  νεκροί. Ένας τίτλος που εκφράζει την πραγματικότητα του πολεμικού μετώπου αλλά συγχρόνως χλευάζει την αντίληψη της στρατιωτικής ηγεσίας, που γι αυτήν μετρούσε μόνο η νίκη, αγνοώντας τις απώλειες ανθρώπινων ζωών.

//Είμαι νέος είκοσι χρονών. Κι όμως από τη ζωή μου δεν γνώρισα παρά μόνο την απόγνωση, το θάνατο, το φόβο και μια ατέλειωτη αλυσίδα από παράλογες επιπολαιότητες και απύθμενο πόνο. Βλέπω τους λαούς να σέρνονται στους πολέμους και να σκοτώνονται σιωπηλοί, χωρίς να λένε τίποτα … υπακούοντας στους αρχηγούς τους. Βλέπω τα πιο μεγάλα πνεύματα του κόσμου να σχεδιάζουν όπλα και λόγια και να τα ρίχνουν στη μάχη για να εμψυχώσουν τους φαντάρους. Κι μαζί με μένα τα βλέπουν όλα αυτά, όλοι οι νέοι της ηλικίας μου, εδώ κι απέναντι , τα βλέπει μια ολόκληρη γενιά …Χρόνια τώρα δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να σκοτώνουμε...Ο πόλεμος σμπαράλιασε το καθετί για μας. Δεν είμαστε πια νέοι. Δεν θέλουμε να κατακτήσουμε τον κόσμο … ό,τι αρχίσαμε ν’ αγαπάμε τη ζωή και τον κόσμο και μας ανάγκασαν να πυροβολούμε... Η πρώτη οβίδα που έπεσε βρήκε την καρδιά μας. Δεν πιστεύουμε πια στην πρόοδο, στις προσπάθειες…χαρτιά, βρισίδι και πόλεμος είναι οι ειδικότητες μας... //     



Erich Maria Remarque
Αν μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους που άφησαν πίσω τους εκατομμύρια νεκρών, δεν έχουμε ακόμα επίγνωση για το ποιοι και γιατί ορίζουν τις ζωές μας, είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Και οι δύο πόλεμοι ξεκίνησαν από μια απόλυτα μιλιταριστική χώρα, κατακερματισμένη  σε κρατίδια, που έστησε μια πολεμική βιομηχανία για να διεκδικήσει το μεγαλύτερο μερτικό στις ευρωπαϊκές αγορές και στα πετρέλαια. Πάνω από εξήντα χώρες βίωσαν τη φρίκη του πολέμου, λαοί ολόκληροι που δεν είχαν τίποτα να μοιράσουν μεταξύ τους συγκρούστηκαν και αφανίστηκαν. Οι  μαζικές εξοντώσεις έγιναν βιομηχανικό προϊόν, εξελίχθηκαν και μοντερνοποιήθηκαν. Απ’ τις ξιφολόγχες και τα τουφέκια, περάσαμε στις ύπουλες νάρκες και τα φλογοβόλα όπλα. Απ’ τις κυριολεκτικές αιχμαλωσίες που είναι χρονοβόρες και απαιτούν κόστος, περάσαμε στην οικονομική ομηρία και στην ιδεολογική εξόντωση των λαών. Κι απ’ τα διάσπαρτα στρατόπεδα συγκέντρωσης που λειτουργούσαν σαν μονάδες επεξεργασίας θανάτου, με πειραματικές μεθόδους στην αρχή και με πιο εξελιγμένους τρόπους μαζικών θανατώσεων αργότερα, περάσαμε στην αξιοποίηση του θαλάσσιου πλούτου. Γιατί να στήνονται στρατόπεδα εξόντωσης που έχουν και κόστος συντήρησης, ενώ μπορούν να εκμεταλλευτούν την απεραντοσύνη της θάλασσας; Ο υγρός τάφος είναι και ο πιο ασφαλής τάφος για τον δολοφόνο. Το θύμα δεν θα ανακαλυφθεί ποτέ. Κι αν αυτό γίνει, δεν θα υπάρχουν πειστήρια του εγκλήματος.


Το "βαρύ πυροβολικό” εξακολoυθεί να είναι ο φόβος.
Το αλάνθαστο εργαλείο, η προπαγάνδα.
Η πιο ασφαλής στρατηγική, η χειραγώγηση.
Στρατηγικής σημασίας πολεμιστές, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Πλέον μάχιμοι, όσοι χρηματίζονται ξεπουλώντας αξίες, ανθρώπους, συγγενείς και χώματα.
Και τα πιο βολικά θύματα, όσοι βλέπουν, ακούν και σιωπούν. 

Φωτογραφία απ’ την είσοδο στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Στη διάρκεια της κατοχής, το στρατόπεδο “φιλοξένησε” πάνω από 21.000 κρατούμενους, καλωσορίζοντας τους μ’ αυτό το ρητό. Μετά από θηριώδη βασανιστήρια για απόσπαση πληροφοριών, τους οδηγούσαν σε τόπους εκτέλεσης ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Γερμανία. Από κει έφυγαν και οι 200 ήρωες που εκτελέστηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του '44. Το στρατόπεδο είχε ιδρύσει ο Ι. Μεταξάς το 1936 στη θέση Καραϊσκάκη.

Η αντίσταση άλλωστε, θεωρείται ζημιογόνος παράγοντας στο χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης ενός πρότζεκτ, γιατί δημιουργεί καθυστερήσεις και αυξανόμενο ρίσκο. Γιατί για όσους δεν το έχουν αντιληφθεί ακόμα, ένα “πρότζεκτ” είμαστε. Το καθημερινό δελτίο με τους αριθμούς των πνιγμένων στη Μεσόγειο και οι ανταποκρίσεις με τα καραβάνια των ξεριζωμένων προς τις αφιλόξενες πύλες της Ευρώπης, μπαίνουν σαν δεύτερη είδηση στα ανακοινωθέντα των καναλιών.



"Κυρίες και κύριοι, με λαμπρότητα εορτάστηκε και φέτος η επέτειος του ιστορικού ΟΧΙ σ’ ολόκληρη τη χώρα. Τα κλιμάκια της πολιτικής, στρατιωτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας του τόπου, παραμένουν καθησυχαστικά: ΟΥΔΕΝ ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ…"

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Στο νεκρομαντείο της Μεσογείου

9o Συμπόσιο Ποίησης – Συμμετοχή



Δεν έχω πια ούτε ένα φύλλο χαρτιού.
Απ’ το σπίτι μου, μόνο ένα μπαρουτοκαπνισμένο κουφάρι απόμεινε.
Σου σκαλίζω λοιπόν τ’ όνομά μου
σ’ ένα φύλλο χαρουπιάς που είχαμε στην αυλή μας.
Τόσο αλαφρύ που να το σπρώξει ο άνεμος,
μακριά απ’ το Χαλέπι,
να στροβιλιστεί στο χορτάρι τη νύχτα,
να περάσει απαρατήρητο απ’ τον ήλιο,
να κυλήσει απαλά στο νεράκι του Ευφράτη,
να ταξιδέψει τη Μεσόγειο
και να βρει μια σπιθαμή χώμα,
να ριζώσει και ν’ απλώσει κλαριά,
να δώσει άσυλο στ’ αποδημητικά.
Κάθε χελιδόνι και μια χαμένη ψυχή
που το μόνο που γύρευε,
ήταν λίγο χώμα να το κάνει πατρίδα.

Όταν ο Χάρων μας ζήτησε τα ναύλα για τη βάρκα
στα παράλια της Αχερουσίας λίμνης,
«Άποδος ω τρισκατάρατε τα πορθμεία»,
φόρεσα το σωσίβιο στον μικρό μου Αχμέτ
και βουτήξαμε για λίγο τα πόδια στο νερό,
τάχαμου για παιχνίδι,
να νιώσουμε τη θερμοκρασία του Άδη,
λίγο πριν τον κατοικήσουμε.
Ο Αχμέτ πέταξε
με τα χεράκια του ψηλά.
Ψηλά, σαν να ήθελε ν’ αγγίξει τον ουρανό.


Tο 9ο Συμπόσιο Ποίησης που οργάνωσε η Αριστέα μας, είχε αυτή τη φορά σαν λέξη εκκίνησης την «Πατρίδα».
Δεν θα μπορούσε να βρει πιο επίκαιρη λέξη απ’ αυτή.
Ας σκεφτούμε πόσο συχνά την ακούμε τα τελευταία χρόνια απ’ τους επίδοξους Πατριδοσώστες μας.
Πόσα στόματα την αναμασούν σαν τσίχλα, θέλοντας να πείσουν τους ψηφοφόρους τους πως η μόνη τους έγνοια, είναι το καλό της.
Πόση πατρίδα παραχωρήσαμε για να ξεπληρώσουμε τα χρέη των ηγετίσκων, που έπιναν νερό στ’ όνομά της.
Και πόσο λιγόστεψε το έδαφος, η αξιοπρέπεια και το όραμα αυτής της δόλιας της πατρίδας.


Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους «συμπατριώτες» αυτού του συμποσίου!
Για τη συγκίνηση και τις ωραίες στιγμές που μοιραστήκαμε.
Και στην Αριστέα μας, την ευγνωμοσύνη και το σεβασμό μου για το επίπονο έργο της οργάνωσης και της υλοποίησης!
Το ξέρουμε όλοι καλά, πως αν δεν ήταν η δική της παρακίνηση, δεν θα είχαμε ζήσει αυτή την εμπειρία. 

Οι φωτογραφίες είναι από εδώ.
Είναι τραβηγμένες στην επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας και  δημοσιευμένες απ’ το πρακτορείο Reuters. Προέρχονται  απ’ την έναρξη της σχολικής χρονιάς και τραβήχτηκαν τον φετινό Σεπτέμβρη σε μια αυτοσχέδια τάξη. Οι τοίχοι εκεί, δεν είναι στολισμένοι με χαρούμενες ζωγραφιές των παιδιών, αλλά με τανκς και συνθήματα.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Το ασπρόμαυρο ταξίδι ενός φλιτζανιού


Αχ και να μπορούσα να τρυπώσω στην αυλή της κυρίας Καλλιόπης και του Σπύρου… και να πιάσω κουβεντούλα μαζί τους. Να τους φανέρωνα τα μυστικά του φλιτζανιού μας και τη μοίρα του εθνικού μας δαχτυλιδιού. 
“Χέρι έβαλε χέρι στο δαχτυλίδι μας κυρία Καλλιόπη. Κι αυτό το χέρι, μας βάζει και χέρι από πάνω”.
Νταρντανογυναίκα ξανθιά, με τσουρούτικο σακάκι την έκανε τη ζημιά... φως-φανάρι!

Κι όπως είμαστε μια παρέα όλοι, να πάμε στο διπλανό πλατό και να πιούμε το καφεδάκι μας  με τους Μακρυκωσταίους και τους Κοντογιώργηδες... 
Γιατί μη νομίζεις κυρία Καλλιόπη μου... ακόμα και σήμερα, κάτι ψευτομουστακαλήδες μας κάνουν τη ζωή γαϊτανάκι. Και δεν σέβονται μήτε τον πλάτανο, μήτε το πηγάδι, μήτε και τα μουστάκια που φορούν. Τα στρίβουν κιόλας οι άτιμοι. Να’ουμ…

Κι ύστερα θα’ρθει με το φλιτζάνι του ο αγαπημένος μας Νιόνιος.
“Γεια σας ρε παιδιά! Ενοχλώ; δεν ενοχλώ! Χωράω στην παρέα κι εγώ ε;“
Πού να στα λέμε Νιόνιο μου!... Αμέρικαν μπαρ την κάναμε την πατρίδα. Και δεν υπάρχει ένας υπομοίραρχος να τους μπαγλαρώσει όλους όπως είναι και να τους φέρει μπροστά σου.

Είναι σαν να βλέπω τα γουρλωμένα σου μάτια να μας κατακεραυνώνουν από κει πάνω: 
Να τους στείλετε όλους στον αγύριστο! Όξω ρεεεε!”



“Παιδιά-παιδιά…. Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα απόψε! Ψήνω ένα καφεδάκι κι έρχομαι να σας πω τα ρεζιλίκια εκείνου του γνωστού βουλευτή που είχαμε στη Στουρνάρα 288 … ξέρετε, του κυρίου Καλοχαιρέτα, του επονομαζόμενου ‘Ετελείωσε!’


Στοοοπ! Διάλειμμα για ένα καφεδάκι. 
Κατσουρίδης, Σακελλάριος, Αυλωνίτης κι όλο το επιτελείο της ταινίας «Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο».


Διαβάζετε τα νέα μας από κει πάνω; 
Η λατέρνα πήρε αγκαζέ το φιλότιμο και αγνοούνται εδώ και χρόνια. 
Η φτώχεια μόνο μας έμεινε... 

Και δεν έχουμε και τάληρα πια, να κάναμε μια ταληροθεραπεία Μαέστρο μου...


Στη γειτονική αυλή, πίνει τον καφέ του ο κύριος Αγησίλαος που –όπως κάθε ευκατάστατος σιτεμένος που σέβεται μόνο τον εαυτό του- ορέγεται να μασήσει με τη μασέλα του την Ριτούλα. 
Στις ταινίες τουλάχιστον, υπάρχει πάντα ένας γοητευτικός Αντρέας, που θα κάνει την ανατροπή στο παραμύθι: 



"Βάσω καφέ!" Ακούγεται η φωνή του Λάμπρου μας. 
Απ' το ύφος της Βάσως, μάλλον θα καθυστερήσει η παράδοση του δίσκου...
"Να πέσουν τα μισθά μου πρώτα"


Λίγο πριν τελειώσει το ταξίδι του φλιτζανιού και πέσει η αυλαία, το φιλμ της ζωής μας παίρνει χρώμα και λάμψη απ' τους ανθρώπους που μας έκαναν καλύτερους. 
"Καλοί μας άνθρωποι... εσείς οι από πάνω λέω, προσέχετε τους από κάτω αν μπορείτε..."


* Βασισμένο σε μια ιδέα της Πέτρας, με τίτλο: Το ταξίδι ενός φλιτζανιού

[φωτογραφικό υλικό απ' το διαδίκτυο και τον ιστότοπο: http://www.classicgreekcinema.com/]