[Μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία]
Ο Στάθης
ντύθηκε την ξεθωριασμένη –τέως κατακόκκινη-
στολή του, στερέωσε τη συνθετική γενειάδα στα μυωπικά γυαλιά του, έβαλε τις γαλότσες
που είχε για τη βροχή, καθώς και το μαύρο ζωνάρι με την τετράγωνη αγκράφα, που
φέτος το στερέωσε μια τρύπα πιο μέσα. Τα αραιωμένα μαλλιά του –η μόνη κληρονομιά
απ’ τον μακαρίτη τον πατέρα του που έμεινε φαλακρός απ’ τα τριάντα του- καλύφτηκαν
απ’ τον αγιοβασιλιάτικο σκούφο, με μια
σειρά κόκκινα αστεράκια στην πρόσοψη, που κάποτε αναβόσβηναν και φεγγοβολούσαν.
Με τον καιρό έχασαν τη λάμψη τους, όπως και η στολή του, που απ’ τα πλύνε-βάλε είχε ξεθωριάσει επικίνδυνα. Η γενειάδα είχε γαριάσει κι αυτή και η μυρωδιά της κάμφορας απ’ το πατάρι που
τη φύλαγε, του έφερνε ανακατωσούρα και ζάλη.
Ευτυχώς το
στομάχι του ήταν άδειο και ήταν απ’ τις σπάνιες φορές που ένιωθε ανακούφιση γι
αυτό. Καθρεφτίστηκε για λίγο στο τζάμι της στενής μπαλκονόπορτας και κύρτωσε τους
ώμους του απογοητευμένος. «Αν υπάρχει στ’
αλήθεια Άϊ-Βασίλης, θα μου κάνει μήνυση για προσβολή προσωπικότητας».
Σβήνοντας το φως της μικρής γκαρσονιέρας, η ματιά του πέρασε αστραπιαία απ’ το
μοναδικό κάδρο που στόλιζε τον άδειο τοίχο. “Πτυχίο Οικονομικών Επιστημών, απονέμεται στον Ευστάθιο…”. Κλικ. Σκοτάδι.
Κλείδωσε το πτυχίο του και κατέβηκε τις σκάλες της πολυκατοικίας.
Εκείνη την
παραμονή των Χριστουγέννων, οι περαστικοί χάζευαν το περίεργο θέαμα. Ένας αλλόκοτος
Άϊ-Βασίλης, σκεβρωμένος κι αδύνατος σαν κλαράκι, με μυωπικά γυαλιά και μπουκλωτή
γενειάδα που ανεμοδερνόταν στη φορά του αέρα, καβάλα σ’ ένα παλιό δίχρονο με το
κουτί αποθήκευσης στερεωμένο στην πίσω σχάρα: Ψητοπωλείον “Η ωραία Ρούμελη”.
Χρυσό το έκανε το αφεντικό να μη μασκαρευτεί πάλι φέτος. «Δεν βολεύει ρε μάστορα να τρέχω μ’ αυτά τα ρούχα για παραδόσεις». Ανένδοτος
ο Ρουμελιώτης. Το είχε για ρεκλάμα να στέλνει τα κοκορέτσια και τα κοντοσούβλια,
με τους ντελιβεράδες του ντυμένους Αϊ-Βασίληδες. Δεν τον έπαιρνε κιόλας να πάει
κόντρα στον εργοδότη του, αφού απ’ αυτόν εξασφάλιζε το φαγητό του, μαζί μ’ ένα
συμβολικό μεροκάματο και τη διαρκή προσδοκία για ένα καλό φιλοδώρημα. Αυτός ήταν
κι ο λόγος άλλωστε που δούλευε απόψε. Όχι πως είχε εναλλακτική, τα γιορτινά
τραπέζια δεν τον αφορούσαν και την πρόσκληση των πρώην συναδέρφων του για
χριστουγεννιάτικο τσιμπούσι, την απέφυγε ευγενικά.
Μετά την
απόλυσή του απ’ την εταιρεία που εργαζόταν, ποτέ δεν συμμετείχε στις μαζώξεις τους,
από επίγνωση της αδυναμίας του να ανταποκριθεί στα ρεφενέ τραπέζια τους, αλλά
και από μια έμφυτη συστολή απέναντι στο Ρενάκι. Μια ψηλή λυγερόκορμη κοπέλα,
μελαχρινή και ζουμερή σαν καρυδόπιτα, που όταν την πρωτοείδε στο γραφείο, έγινε
κατακόκκινος σαν την αγιοβασιλιάτικη στολή του. Τότε που ήταν ολοκαίνουργια και
εκτυφλωτικά πορφυρή. Ένιωσε σαν να φορούσε το γιορτινό σκούφο του και χίλια ηλεκτροφόρα
λαμπάκια στο κεφάλι του αναβόσβηναν ρυθμικά και μια φωτεινή επιγραφή με υαλοσωλήνα
κυλούσε στο μέτωπό του «Θέλω απελπισμένα να
σ’ αγαπήσω». Οι λέξεις έκαναν συνεχόμενες περιστροφές στο κρανίο, σαν
τραινάκι που κυλάει πάνω στις ράγες του, κι αν η νέα συνάδερφος που τον
παρατηρούσε επίμονα είχε τη στοιχειώδη εμβρίθεια, θα καταλάβαινε αμέσως το
κεραυνοβόλημά του. Το τραινάκι, ο σκούφος, η στολή του ψητοπωλείου και τα λόγια
που ποτέ δεν τόλμησε να της πει, έμειναν καλά φυλαγμένα στο πατάρι της γκαρσονιέρας.
Παρέα με το πτυχίο και τις προσδοκίες του, που παραδόθηκαν αμαχητί στην
κρεατομηχανή της ανεργίας.
Λίγο πριν τα
μεσάνυχτα, φόρτωσε στο μηχανάκι του την επόμενη παραγγελία, που προφανώς θα
ήταν για μεγάλη παρέα. Πήρε τη διεύθυνση και την απόδειξη είσπραξης και
ξεκίνησε για την παράδοση. Το κρύο ήταν διαπεραστικό, είχε αρχίσει το ψιλόβροχο
και στη γλίτσα των δρόμων φέγγιζαν οι πολύχρωμες απολήξεις απ’ τα φωτάκια των
μπαλκονιών και τα υπαίθρια στολίδια του δήμου. Εντόπισε την πολυκατοικία,
ξεφόρτωσε τα πακέτα και χτύπησε το κουδούνι. Η υποψία του όταν άκουσε τη φωνή
απ’ το θυροτηλέφωνο, επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά. Το άγνωστο όνομα στο κουδούνι,
τον παρηγόρησε για ελάχιστα λεπτά, όσο κράτησε η διαδρομή με τον ανελκυστήρα ως
τον πέμπτο όροφο. Μόλις όμως άνοιξε η διακοσμημένη μ’ έναν τεράστιο φιόγκο πόρτα
του διαμερίσματος και αποκάλυψε την
παρέα που ήταν πίσω της, αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν βρισκόταν πιλότος σ’ ένα
αεροπλάνο που καταρρίφτηκε και πρέπει να πατήσει το κουμπί εκτόξευσης για να
σωθεί.
Το Ρενάκι ήταν
πίσω απ’ το πάσο και σέρβιρε κρασί στο ποτήρι της, κατακόκκινο σαν το χρώμα που
πήραν τα μάγουλά της μόλις τον είδε. Κάποιοι δεν τον αναγνώρισαν, ήταν μισοζαλισμένοι
απ’ το αλκοόλ, αλλά ο Κώστας που άνοιξε
την πόρτα με το πορτοφόλι ανά χείρας για να παραλάβει τα πακέτα, κοκάλωσε.
-
Ρε συ Στάθη… εσύ δεν είσαι; Χρόνια
πολλά ρε φίλε!
-
Με γνώρισες ρε θηρίο; Εμ βέβαια, τέτοια ομορφιά δύσκολα κρύβεται. Έφερα την
παραγγελία σας.
-
Πέρνα μέσα ρε Στάθη! Ρένα, έλα να βοηθήσεις με τα πακέτα!... Την θυμάσαι
την Ρένα ε;
-
Δε γίνεται ρε παλιόφιλε. Έχω πολλή δουλειά απόψε. Ντελιβεράς δουλεύω, όπως πιθανόν
να κατάλαβες…
-
Κι ύστερα; Θέλω να πω, τι θα κάνεις μετά τη δουλειά; Εμείς το πάμε για
ξενύχτι όπως βλέπεις. Έλα ρε συ να πιούμε ένα κρασάκι και να τα πούμε.
-
Δε γίνεται σου λέω… Πρέπει να πάω σπίτι να βγάλω αυτό το ξέρασμα… Ήδη με
τρώει το κεφάλι μου με τόσο νάιλον πάνω μου.
-
Πάντα ακατάδεκτος! Κι ήθελα να σου πω κι εγώ τα νέα μου. Ξέρεις, πήρα
προαγωγή στην εταιρεία.
-
Μπράβο ρε Κωστή! Αλήθεια χαίρομαι για σένα, το άξιζες.
-
Άνοιξε μια θέση στο τμήμα μου. Εννοείται πως θα είσαι ο πρώτος υποψήφιος, αν
σ’ ενδιαφέρει βέβαια η θέση. Θα ήθελες να τα πούμε λίγο και να κανονίσουμε ένα
ραντεβού μετά τις γιορτές;
Πριν απαντήσει μ’
ένα μεγαλειώδες “Ναι!”, κοίταξε κλεφτά την Ρένα που στεκόταν ευθυτενής απέναντί
του και του φάνηκε πως κρεμόταν απ’ τα χείλια του. Ίσως να ήταν κι απ’ τις
παρενέργειες της πείνας και της ζάλης, η προτροπή που είδε στα μάτια της. Και
το ανεπαίσθητο γνέψιμο με το κεφάλι της. Και τα μάτια της που ήταν λίγο πιο
υγρά απόψε.
Στη μικρή
γκαρσονιέρα που όρμησε βιαστικός για να πετάξει τη στολή και να ετοιμαστεί για
τη συνέχεια της βραδιάς, άφησε σ’ ένα
πιατέλο τα γλυκά που τους μοίρασε ο Ρουμελιώτης. Μήπως και κάνει το πέρασμά του
κάποιος ντελιβεράς Άϊ-Βασίλης, απ’ την… ωραία Καισάρεια.