Μια Ζωή που είν’ Ωραία, κατά κόσμον Αριστέα
εργαστήρι είχε στήσει σ’ ένα δώμα του σπιτιού
ντεκουπάριζε αβέρτα όταν σφήνωσε μια ιδέα
στο μπουκλένιο της κεφάλι:
“Δεν αφήνω το πινέλο, τον καμβά και
το μπουκάλι
και να οργανώσω άρδην ένα στέκι ποιητών;”
Το Αφρούλι ευθύς παίρνει να της πει για την ιδέα,
λίγο πριν στεγνώσει η πάστα κι ενώ ήταν ήδη αργά:
“Πού σε βρίσκω φιλενάδα;”
“Στις αγκάλες του Μορφέα!”
“Καλέ ξύπνα, σου’ χω νέα!”
Με το νι και με το γκλίτερ τα ανέλυσε η Μπουκλέα
περί ποίησης και τέχνης και πως θα το πει “Συμπόσιο”.
Χασμουριόταν το Αφρούλι:
“Το κρακελέ μου μέσα…
δεν γλυτώνω το υπογλώσσιο!”
Κι απ’ της Βηθλέεμ τ’ αστέρι πριν δυο χρόνια ένα ασκέρι
με στιχάκια ανιχνεύει μονοπάτια
ποιητών
γιατί ένα εργαστήρι που απλόχερα προσφέρει
είναι σύνθημα στον τοίχο
ξεσηκώνει και εμπνέει, σιωπή που βγάζει ήχο
συντροφιά που συνταιριάζει σα
μπαλάντα αστεριών.
Μην την ψάχνεις τη μαγεία σ’ ουρανούς κι ιερατεία
κάπου ανάμεσά μας είναι οι τεχνίτες της ζωής
με την πλάτη γυρισμένη στων καιρών την αγλωσσία
στέλνουν σήματα με λέξεις
οργανώνουν τις παρέες, ημερεύουνε τις σκέψεις
σε μυούν στη δοξασία μιας πανάρχαιας τελετής.
Αν το δείτε κάποιο βράδυ έν’ αστέρι να βολτάρει
μπουκλωτό και απαστράπτον σε συμπόσια να καλεί
είναι μια συνωμοσία για να βγουν απ’ το πατάρι
οι κρυμμένες αντιστάσεις
πετροβόλημα στο φόβο, αφορμές για να γιορτάσεις
όσα λαχταρούν να νιώσουν οι μικροί μας εαυτοί.
[ *Υπογραμμισμένες, οι τρεις
εναρκτήριες λέξεις του Συμποσίου]
Πηγή φωτογραφίας: http://lupitovi.tumblr.com/Charlie
Chaplin - The Kid
Ήταν η συμμετοχή
μου στο επετειακό - 10ο συμπόσιο ποίησης της Αριστέας
μας. Οι συμμετοχές αυτή τη φορά ξεπέρασαν
κάθε προσδοκία και έδωσαν εξαιρετικές δημιουργίες, μαζί με στιγμές συγκίνησης,
συντροφικότητας, χαράς, αλλά κι ένα έμπρακτο δείγμα για το αποτέλεσμα που έχει
μια συλλογική δουλειά.
Συμπτωματικά
αυτές τις μέρες, χρειάστηκε να βρεθώ στο περιβάλλον ενός νοσοκομείου και να διαπιστώσω
για άλλη μια φορά αυτό που η Αριστέα μας υπενθυμίζει διαρκώς, με τον τίτλο στο
μπλογκ της αλλά και μέσα απ’ τις αναρτήσεις της: “Η ζωή είναι ωραία”. Εκεί που ο χρόνος έχει
την υπέρτατη αξία και οι συναλλαγές γίνονται μόνο μαζί του. Να τον διεκδικήσεις,
να τον κερδίσεις και να τον ημερέψεις απ’ το άλγος και τις αγωνίες. Εκεί που οι
άνθρωποι παίρνουν τη σωστή τους διάσταση. Γίνονται ταπεινοί, συμπονετικοί,
μοιράζονται κουβέντες, πίκρες και χαμόγελα.
Αν μπορούσα να
χωρέσω σε μια εικόνα και σε μια φράση την κορύφωση της συγκίνησης και του ανθρώπινου
μεγαλείου, θα ήταν μια μόνο στιγμή, ένα βλέμμα και λίγες λέξεις ενός νεαρού προς
τη μάνα του. Όση ώρα ανεβαίναμε παρέα στο
ασανσέρ του νοσοκομείου, η ηλικιωμένη γυναίκα –εμφανώς ταλαιπωρημένη και
υποβασταζόμενη απ’ τον γιο της- παρατηρούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Το
πρόσωπό της είχε την ώχρα της ρόμπας της, το χέρι της ήταν μελανιασμένο γύρω απ’
τον καθετήρα που ήταν κολλημένος μ’ ένα
τσιρότο πάνω στη φλέβα της και με δυσκολία ισορροπούσε πάνω στις χνουδωτές
παντόφλες της.
“Τα χάλια μου”, μονολόγησε στον εαυτό της.
Ο γιος της, την
κοίταξε μέσα απ’ τον καθρέφτη κι έσφιξε πιο δυνατά τις παλάμες του στα μπράτσα της:
“Τώρα που σηκώθηκες, μη σε νοιάζει
τίποτα μάνα! Θα πάμε στις κομμώτριες, στις βιτρίνες, παντού. Μη σε νοιάζει”...