Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

Τα θέματα των εξετάσεων

Τη Δευτέρα δίνουν το πρώτο τους μάθημα στις πανγονεϊκές εξετάσεις. Έκθεση. Της έβαλα στο χέρι ένα χαρτάκι να το αποστηθίσει και να το θυμάται την κρίσιμη ώρα.
«Σ’ αγαπάω ρε μάνα!»
Θα πέσει σίγουρα αυτό το θέμα. Να το διαβάσεις καλά. Θυμάσαι όταν ήσουν μικρή και με πήγαινες βόλτα τις Κυριακές που δεν δούλευες; Που σε ρώταγα γιατί δεν φοράς κι εσύ τακούνια όπως οι άλλες μαμάδες; «Μα, για να είμαστε στο ίδιο ύψος αγάπη μου!», έλεγες και γελούσες. Μέχρι που παρατήρησα τα πόδια σου. Πόσο πρησμένα ήταν απ’ την κούραση! Σε κρατούσα σφιχτά απ’ το χέρι για να νιώθω ασφαλής. Όταν άρχισε να χαλαρώνει το χέρι μου στο δικό σου, νόμιζες πως σ’ αγαπώ λιγότερο και πως δεν σ’ έχω πια ανάγκη. Ήταν που δοκίμαζα τα πρώτα μου βήματα, δίχως τις βοηθητικές ρόδες σου.  Ήρθε η ώρα να σου σφίξω εγώ το χέρι και να σε περάσω με ασφάλεια απέναντι, στη μεγάλη λεωφόρο. Στην ενήλικη ζωή μου.

 Στον πατέρα μου έδωσα μια σύντομη περίληψη των διδαγμένων κεφαλαίων που μου έμαθε με αγάπη και προσήλωση.
«Μπορεί να καυγαδίζουμε διαρκώς και να διαφωνούμε σε πολλά. Πάντα όμως καμάρωνα για σένα. Γιατί μου έμαθες  να έχω τη δική μου γνώμη και να τολμώ να την εκφράζω. Και για κείνα τα βράδια που γύριζες κουρασμένος απ’ το μηχανουργείο, με τη βρώμικη φόρμα και τα λιγδιασμένα χέρια και καθόσουν πλάι μου να πούμε μαζί την ιστορία και τη γεωγραφία. Κι ας έκλειναν τα μάτια σου απ’ την κούραση κι ας μην είχες βάλει μπουκιά όλη τη μέρα στο στόμα σου. Όταν μεγάλωσες λίγο, κατάλαβα γιατί με άφηνες πάντα να σε νικάω στο ποδόσφαιρο. Γιατί άφηνες πάντα ανοχύρωτο το τέρμα σου. Γιατί δεν φόρεσες ποτέ κολλαριστό κουστούμι κι αστραφτερά παπούτσια. Δεν με νοιάζει αν δεν σπούδασες, να το θυμάσαι αυτό. Μου φτάνει που υπήρξες το πρότυπό μου κι ο αγαπημένος μου ήρωας. Που μου άφησες χώρο να ψηλώσω και να σε ξεπεράσω στο μπόι. Στην ξύλινη κάσα που σημείωνες με το μολυβάκι σου το ύψος μου, είναι χαραγμένες οι θυσίες και οι αντοχές σου. Απ’ αυτήν την τελευταία χαρακιά σου, θα συνεχίσω να μετράω τη ζωή μου… 
Σ’ ευχαριστώ ρε πατέρα!»


Γραμμένο με πολλή αγάπη και θαυμασμό για τους γονείς που δίνουν καθημερινά εξετάσεις κι αριστεύουν. Μπορεί να μην έχουν πτυχία και περγαμηνές, αλλά μονάχα με το ένστικτο και τις ισχνές δυνατότητές τους, ανταποκρίνονται με συνέπεια κι επιτυχία στο γονεϊκό ρόλο τους.
Αφορμή για το κείμενο, ήταν η λευκή κόλα που μας προέτρεψε να βγάλουμε η Αριστέα και να γράψουμε για την «Κοινωνία -  ώρα αγάπης» Την ευχαριστώ θερμά για το προειδοποιημένο διαγώνισμα που μας έβαλε.

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

25 λέξεις # 7 [ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ]


Ικέτης στο κακοτράχαλο ακρωτήρι.
«Θεέ των πάντων, που μ’ ευλόγησες με καρπούς και τρυφερά βλαστάρια, δεν απόμεινε παρά το φιλέρημο τρυγόνι 
να τανύζει τα φτερά του στα γυμνά μου σκέλη».


Φιλοξενήθηκε στον 7ο κύκλο των 25λεκτων, στο ΚΕΙΜΕΝΟ της Μαρίας Νικολάου.
Η επιβλητική φωτογραφία της Μαρίας, ήταν η αφετηρία και η αφορμή. Κόντρα στο ημερολόγιο που επιμένει πως έχουμε ανθοφορία εκεί έξω, η Μαρία ακτινογράφησε την άλλη εκδοχή της άνοιξης. Την εσωτερική γύμνια, τα αγκάθια της μοναξιάς, το φαρμάκι που στάζει σα ρετσίνι απ’ τα άγονα κλαριά «Τίποτα δε γίνεται… εδώ δε φυτρώνουν θαύματα πια…»
Κι ας το ξέρεις καλά πως σε κάθε σταύρωση, αντιστοιχεί και μια ανάσταση. Πως κάτω απ’ την πέτρα κυλάει γάργαρο το νερό. Και φτάνει ως τη φλέβα, την κάνει να χτυπάει πάλι με δύναμη, χορταριάζει και ανθίζει το θαύμα. Πίστη και υπομονή θέλει.

Καλή Ανάσταση σ’ ότι αφήσαμε να νεκρωθεί τα τελευταία χρόνια!

Υ.Γ. Στην Μαρία οφείλω ένα μεγάλο «Ευχαριστώ!» γιατί σε καιρούς ξηρασίας, τολμάει να φυτεύει μικρούς σπόρους στο χώμα, να τους φροντίζει με προσήλωση και να χαίρεται όταν βγαίνουν οι πρώτοι καρποί. Είναι εύκολο να κυκλοφορείς μ’ ένα δρεπάνι και να κόβεις ανθρώπινα φτερά, ελπίδες και όνειρα. Το ζητούμενο είναι η σπορά. Εκεί θα κριθούμε όλοι άλλωστε. 

[Οι φωτογραφίες είναι της Μαρίας Νικολάου]

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

1997 – 2015 [11ο συμπόσιο ποίησης]


Ήταν να πάει λέει το παιδί στις πανελλαδικές,
[άριστος θηρευτής παρεμπιπτόντως]
καμάκωνε σαν τον Άη-Γιώργη [μεγάλ' η χάρη του]
δράκοντες εξεταστικούς  
με εικοσάρια και επαίνους.

Αφού σου λέει,
απ' τη θερμοκοιτίδα του μαιευτηρίου
τσιφ στο εκ-παιδευτήριο με το κίτρινο σχολικό
γιατί άμα δεν τα μάθεις από μωρά κολύμπι,
μετά σου πνίγονται.
Ναι αμέ!

Σαράντισε που λες το πρόωρο
αγκού και ιδιαίτερα [πενήντα η ώρα παρεμπιπτόντως]
και ρευόταν βρεφική αριθμητική
και φαρίν λακτέ με αστρολάβους
«Μία για τη μαμά!»
και ρυζάλευρα με αζιμούθια
«Και μία για το μπαμπά!»

Στις νουτρίτσιες - 5 φρούτα / σούπερ δυναμωτικές
είχε ήδη γνωμοδοτηθεί:
*τι φρούτο θα γίνει
*τι ομάδα θα είναι
*πού θα κάνει μεταπτυχιακό
*πού θα κάνει διδακτορικό
*πού θα μείνει
*πού θα εργαστεί
*με ποια θα συνάψει σχέση
*πότε θα παντρευτεί
*πόσα παιδιά θα κάνει
*πότε θα χωρίσει
*πότε θα αποδημήσει
Όλα και παραόλα σου λέω!

Κι ήρθε η αποφράς μέρα των εξετάσεων που λες Φεβρωνία μου
και το ζαβό δε σηκώθηκε
όλως αιφνιδίως
«Σήκω για τη μαμά πουλάκι μου!»
«Το βηματοδότη του μπαμπά δε τον σκέφτεσαι;»

 Είδαν κι έπαθαν οι Χριστιανοί
να τον ξεκρεμάσουν απ' το πολύφωτο
[έλεγκαντ με ματ συρματόσχοινο και λεντ φθορίου παρεμπιπτόντως]

Περιστρεφόμενος στο κενό
σαν το κρεμαστό παιχνίδι που είχε στην κούνια του μωρό
κουρντισμένος στη μελωδία:
«γύρω-γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης»
στη διαπασών το είχε βάλει το σκασμένο
κι έφερνε γύρους στο ταβάνι
με τη γλώσσα του να κρέμεται
[που παρεμπιπτόντως, ποτέ δεν είχε βγάλει γλώσσα αυτό το παιδί]
και τα παιδικά του αεροπλανάκια
«που μείναν α-α-αταξίδευτα»

χέρια-πόδια στο κενό
κι όλοι ψάχνουν το γιατί
να κλωτσήσει το σκαμνί;
αιφνιδίως και αναιτίως!

Κλώτσησε την τύχη του το χαζό!
Λαμπρός επιστήμων θα γινόταν.
Απαρεγκλίτως!


Ø    Δεκαοκτάχρονος μαθητής σε γειτονιά της Νέας Σμύρνης, έκανε διπλή απόπειρα αυτοκτονίας επειδή δεν έγραψε καλά στις πανελλαδικές εξετάσεις στις 5 Ιουλίου 2010
Ø    27 Ιανουαρίου 2010, 18χρονος μαθητής των εκπαιδευτηρίων Μάνεση στο Νέο Ηράκλειο, βούτηξε στο κενό από μπαλκόνι τρίτου ορόφου, έξω από τη σχολική αίθουσα
Ø    Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012,  δεκαοκτάχρονη αυτοκτόνησε στη Νέα Ερυθραία
Ø    28 Μαΐου 2014, δεκαοκτάχρονος μαθητής στα Γιαννιτσά Πέλλας  ανέβηκε σε μία πολυκατοικία και βούτηξε στο κενό δίνοντας τέλος στη ζωή του, πριν από την γραπτή εξέταση του πρώτου μαθήματος των Πανελλαδικών εξετάσεων
Ø    Τρίτη 10 Ιουνίου 2014, δεκαοκτάχρονη μαθήτρια έκανε απόπειρα αυτοκτονίας στο Ηράκλειο Κρήτης μέσα στις σχολικές τουαλέτες, κατά τη διάρκεια της εξέτασης
Πηγή: thepressproject

 
 Η συμμετοχή μου στο 11ο συμπόσιο ποίησης που οργάνωσε η Αριστέα μας, 
στο μπλογκ της «Η ζωή είναι ωραία», με υποχρεωτική τη λέξη «παιδί». Οι συμμετοχές ξεπέρασαν αριθμητικά και ποιοτικά κάθε προηγούμενο, σωστοί «θησαυροί» όπως τους χαρακτήρισε με συγκίνηση η ίδια στο ξεκίνημα του συμποσίου.
Μέρες που είναι και βιώνοντας την κορύφωση της αγωνίας των εφήβων μας που ρίχνονται στην αρένα αντιμέτωποι με το «θηρίο» των εξετάσεων, ας δώσουμε κι εμείς τις δικές μας εξετάσεις ως γονείς.
Και το πιο SOS κεφάλαιο στη δική μας ύλη, δεν είναι το «Πώς έγραψες;»,
αλλά το «Πώς νιώθεις;»





Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Ο «κυρ-Γιώργης» μας εκπαιδεύει

Πριν 32 χρόνια, πέθανε ολομόναχος στο μικρό διαμέρισμά του στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ήταν  Μεγάλη Τρίτη, τον Απρίλη του 1984.

Το έλεγε πάντα με καμάρι πως καταγόταν από το Διακοφτό. Εκεί ξεκίνησε και την  καριέρα του, ανεβάζοντας σε μικρή ηλικία  θεατρικές παραστάσεις με αυτοσχέδια σκηνικά και πρωταγωνιστές τους συνομήλικους συγχωριανούς του. Οι γονείς του ήταν αντίθετοι στην προοπτική να γίνει θεατρίνος. Από το 1929, όταν τελείωσε το εξατάξιο γυμνάσιο και για έξι χρόνια, προσπαθούσε να τους πείσει να τον αφήσουν να πάει στην Αθήνα να σπουδάσει. Τελικά, μεταχειρίστηκε ένα τέχνασμα: Έβαλε τον παπά της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνα να ζητήσει από τους θεοσεβούμενους γονείς του να του επιτρέψουν να σπουδάσει σε ιεροδιδασκαλείο της Αθήνας. Τα κατάφερε τελικά  και το 1938 αποφοίτησε απ’ τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου με άριστα. Κι ας τον είχαν κόψει αρχικά  στις εισαγωγικές εξετάσεις, επειδή πρόφερε βαθιά το λάμδα και το σίγμα. Όταν ο Αιμίλιος Βεάκης έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στους γονείς του για το δίπλωμα, αυτοί νόμισαν ότι ο Βεάκης ήταν διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου και έσπευσαν με χαρά να δείξουν το τηλεγράφημα στους συγχωριανούς. Προς δυσάρεστη έκπληξή τους όμως, κάποιοι γνώριζαν στο Αίγιο το όνομα του μεγάλου αυτού ηθοποιού κι έτσι έγιναν τα αποκαλυπτήρια. Για πολλά χρόνια η αντιμετώπιση που είχε ο Διονύσης από συγγενείς και συγχωριανούς ήταν απαξιωτική έως και εχθρική.

Το 1940, ο Διονύσης υπηρετεί ως λοχίας στην πρώτη γραμμή του ελληνοαλβανικού μετώπου και παίρνει μέρος σε μεγάλες μάχες. Πολύ αργότερα, όταν ο πόλεμος ήταν μια μακρινή ανάμνηση απ’ το παρελθόν, είχε πει σε συνέντευξή του: «Δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια και αν περάσουν. Πώς να σβήσει από τη μνήμη μου η εξόρμησις στο ύψωμα του Αγ. Αθανασίου στη Χειμάρα; Ανεβήκαμε με χέρια και πόδια, πολεμώντας με πέτρες. Είχα, θυμάμαι, πέντε φυσίγγια επί 20 ώρες. Εκεί που είχαμε σκαρφαλώσει, δεν μπορούσαν να μας φτάσουν τα μεταγωγικά. Κι εμείς πολεμούσαμε με πέτρες». Βγήκε  τελικά ζωντανός απ’ την πρώτη γραμμή του μετώπου και μετά τη συνθηκολόγηση επέστρεψε στο Διακοφτό, με μόνο διαθέσιμο μέσο …τα πόδια του.

 Στην ταινία «Το Ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο» ο Σακελλάριος είχε πρόβλημα στη σκηνή με τα χαστούκια που δεν του έβγαιναν πιστευτά. Ούτε ο Ορέστης Μακρής, ούτε ο Τσαγανέας, ούτε ο Γαβριηλίδης μπορούσαν να δώσουν χαστούκι σωστά και με δύναμη. Οπότε μπαίνει ο Παπαγιαννόπουλος και λέει του Σακελλάριου. «Φέρε μία να της δώσω εγώ χαστούκι» και φραπ! το πέτυχε με την πρώτη. «Δόξα σοι ο Θεός!», λέει ο Σακελλάριος και γυρνάει προς τα 300 περίπου κορίτσια που συμμετείχαν στην ταινία: «Ποια θέλει να είναι η επόμενη;» Μέχρι τότε όλες ήθελαν για να κερδίσουν το γκρο πλαν, μετά όμως το χαστούκι του Παπαγιαννόπουλου, μόνο μία προσφέρθηκε. Φραπ! δίνει μία ο Παπαγιαννόπουλος και της βγάζει ένα δόντι. «Α, δεν πειράζει...», είπε η κοπέλα, «...ήταν χαλασμένο και θα πήγαινα στον οδοντίατρο να το βγάλω».

Στην ιστορική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο Διονύσης  παίζει τέσσερις ρόλους. Του Βυζαντινού ζητιάνου, του Ελευθέριου Βενιζέλου, του Καραγκιόζη και του Γέρου του Μοριά. Ως Θόδωρος Κολοκοτρώνης, κατέβαινε απ’ το βάθρο του αγάλματός του για να εμψυχώσει τους Έλληνες να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Το τέλος του ρόλου του τον έβρισκε πάντα βουρκωμένο. Μαζί του κι οι θεατές που –εν μέσω δικτατορίας (Ιούνιος 1973)- διψούσαν για ελευθερία λόγου και πολιτική σάτιρα. Σ’ όλη τη διάρκεια των παραστάσεων έγινε λαϊκό προσκύνημα. Οι πρωταγωνιστές της ιδέας και της υλοποίησης -Τζένη Καρέζη και Κώστας Καζάκος- κατάφεραν να ξεγελάσουν τη λογοκρισία της χούντας και πήραν την άδεια για ν’ ανέβει η παράσταση στο καλοκαιρινό «Αθήναιον» της Πατησίων, απέναντι απ’ το Μουσείο. Έχοντας απίστευτη απήχηση στο κοινό, το έργο αυτό ξεπέρασε τα στενά θεατρικά όρια και αποτέλεσε πολιτικό γεγονός. Παρά την καθημερινή παρουσία εσατζήδων για να τρομοκρατήσουν  τον κόσμο, η παράσταση έγραψε ιστορία. 24 ηθοποιοί, μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και στο τραγούδι ο αξέχαστος Ξυλούρης. Τα συνθήματα απ’ τα πανό της παράστασης υιοθέτησαν οι φοιτητές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, λίγους μήνες αργότερα.


Απ’ τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ το 1938, μέχρι το θρυλικό «Ταξίδι στα Κύθηρα» το 1984, συμμετείχε σε 136 ταινίες, θεατρικά έργα και τηλεοπτικές εκπομπές. Κατά τραγική ειρωνεία, η αυλαία στις ζωές των δύο πρωταγωνιστών της ταινίας του Αγγελόπουλου,  συνέπεσε την ίδια χρονιά.


Για την ιστορία, ο Αγγελόπουλος βρήκε τον Κατράκη στο νοσοκομείο και του πρότεινε να παίξει στην ταινία που ετοίμαζε. Ο Μάνος δάκρυσε: «Θέλω να το κάνω, έστω κι αν πεθάνω. Μόνο που δεν ξέρω αν σου κάνω. Μπορεί να μου συμβεί κάτι. Εάν το ρισκάρεις εσύ, εγώ το ρισκάρω». Ο Αγγελόπουλος δίχως δεύτερη σκέψη απάντησε: «Το ρισκάρω!». Όταν πήγαν τον Μάνο στις Κάννες για να δει την ταινία, στη διάρκεια της προβολής είχε συγκινηθεί πάρα πολύ. «Νομίζω ότι είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει». Λίγο καιρό μετά πέθανε. Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Καννών και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1984. Ο Διονύσης δεν πρόλαβε να ζήσει την εμπειρία της βράβευσης. Είχε φύγει λίγους μήνες πριν τον Μάνο, που πέθανε τον Σεπτέμβρη.



Απ’ όλες τις επικές ατάκες του αγαπημένου μας Νιόνιου, κρατάω την πιο συγκλονιστική, προς τον πολιτικό του αντίπαλο Μάνο Κατράκη: 
«Χάσαμε κι οι δυο!...» 
Όλος ο παραλογισμός του εμφυλίου και της εξορίας, οπτικοποιείται σ’ αυτή τη φράση, αποτυπωμένη με συγκλονιστικό τρόπο απ’ τον Παπαγιαννόπουλο.



[υλικό & φωτογραφίες για την ανάρτηση, αντλήθηκαν από πηγές στο διαδίκτυο και προσωπικά αναγνώσματα]