Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Καφεδάκια στο Πεκίνο

-      Μάνα γύρισα!... Μάνα;
-      Σσσς... τι φωνάζεις καλέ;
-      Κοιμάται κανείς;... Ωχ!... τ’ είν’ αυτό στο κεφάλι σου ρε μάνα;
-      Σώπασε λίγο παιδί μου... επικοινωνώ με Πεκίνο αυτή τη στιγμή...
-      Αχ, τι μπήκε πάλι στην ξεροκεφάλα σου;
-      Συσκευή εικονικής πραγματικότητας είναι καλέ!... μου τη δάνεισε η κυρία Υπατία στον τρίτο.
-      Δεν δανειζόσουν καλύτερα το ατμοσίδερο  που μ’ έχεις αφήσει ασιδέρωτο τόσες μέρες;
-      Να βρεις μια γυναίκα να νοικοκυρευτείς, μπάφιασα πια!...
-      Ναι το ξέρω ρε μάνα, αλλά απόψε πρέπει να γίνει αυτό;
-      Ξέρεις τι είχε πει ο Μάο αγόρι μου; Η γνώση αρχίζει απ’ την πράξη. Τουτέστιν, όσο καλή κι αν είναι μια θεωρία, αν δεν την εφαρμόζουμε στην πράξη, παραμένει χωρίς αξία.
-      Έχεις μαγειρέψει τίποτα στην πράξη ή θα φάμε το προτσές της θεωρίας;
-      Επειδή ξέρω πόσο κομφορμιστής είσαι, έχω βάλει στο φούρνο ένα ταψί παστίτσιο. Κι άσε με τώρα γιατί μπαίνω σ’ άλλη διάσταση…
-      Μήπως μπορείς να κάνεις μια στάση στη διάσταση της κουζίνας; Πεινάω!
-      Αδύνατον! Παρακολουθώ τη συνομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού με κάτι Κινέζους επενδυτές... Ααααχ, μη βγαίνεις στο μπαλκόνι ρε πουλάκι μου... μούσκεμα είναι, δεν βλέπεις τα νερά;
-      Βγαίνει ο Τσίπρας στο μπαλκόνι;
-      Σ’ εσένα το λέω καλέ!

-      Συγνώμη κυρία Φρόσω, θα περιμένω εδώ στο κεφαλόσκαλο μέχρι να στεγνώσει... έκανα πατημασιές;
-      Καλέ όχι!… δεν το’λεγα σε σένα παλικάρι μου!... στον αχαΐρευτο το γιο μου φωνάζω...
-      Θα σου’λεγα κάνα κινέζικο τώρα, αλλά σέβομαι τους επενδυτές... το Πεκίνο μου μέσα!
-      谢谢 你会 语吗 

-      Ώου μάϊ γκούντνες!... γουάτ πέρφεκτ γκλάσιζ!... Άϊ καν σι Μίσεζ Φρόσω φρομ ντάουν Πετράλωνα!.... Μόνο καφέ δεν ψήνει αυτό το μαραφέτι!...
-      你好???
-      Άϊ σέι δατ ονλυ κόφι νταζ νοτ ψήνει... καπούτ;
-      Καλέ καφεδάκια θέλετε;... θα σας ψήσω εγώ κάτι μερακλίδικα που δεν θα ξαναπιούν τσάι στη ζωή τους!... πόσους να φτιάξω κυρ-Αλέξη μου;
-      Μισό να τους ρωτήσω αν θέλουν... εεεεεμ... σόρυ γκάιζ, γουλντ γιου λάικ γκρικ μερακλαντάν κόφι φρομ δε λιτλ χαντς οφ Μίσεζ Φρόσω;

-      () ... ΝΟ THANKS!
-      ΝΑΙ αμέ, θέλουν!... οπότε κυρία Φρόσω ψήσε καμιά εικοσαριά μέτριους με φουσκάλες, μπας και πετύχουμε καμιά καλή επένδυση! Κι άμα τον πιούμε, θα μας πεις και το φλιτζάνι ε;  
-      Τόσο καλά πάνε οι διαπραγματεύσεις;
-      Ξέρεις τι έλεγε ο Κομφούκιος κυρία Φρόσω μου; «Ο Μεγάλος Άντρας ούτε ανησυχεί, ούτε φοβάται».
-      Ξέρεις τι έλεγε ο σχωρεμένος ο άντρας μου κυρ-Αλέξη;
«Άκου την ξένη συμβουλή, κράθειε και τη δικιά μου   
γιατί εμέν’ αριστερά εχτύπα η καρδιά μου
όποιος μπορεί το λόγο του να τόνε κάνει πράξη
το “όχι” δεν θα χρειαστεί σε “ναι” να το αλλάξει»

-         Χάθηκε η σύνδεση… δεν σας ακούω καλά κυρία Φρόσω!
-         Μου τέλειωσαν οι μονάδες της ανάπτυξης… για πάρε το μηδέν κυρ-Αλέξη μου!


[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Στην Ελλάδα [12ο συμπόσιο ποίησης]


Στο φευγάτο,
τ΄ αυγουστιάτικο καράβι  το γεμάτο
στο κατάστρωμα να βλέπουμε τους γλάρους
να μετράμε ακρωτήρια και φάρους
και στην πλώρη μας αδέσποτες γοργόνες
ν’ αρμενίζουν στους θαλάσσιους μυώνες
τραπεζάκια και καρέκλες στη λιακάδα
στον ορίζοντα ένα κάδρο από Ελλάδα.

Λιμανάκι,
στο μισό βιβλίο πιάνουμε νησάκι
αποβίβαση σε πέτρινο σοκάκι
μυρωδιές από ασβέστη κι από πάστρα
μπουκαμβίλιες  ξεχειλίζουν απ’ τη  γλάστρα
στο λευκό μιας Παναγιάς θα δροσιστούμε
με γλυκό του κουταλιού θα κεραστούμε
μια αυλόπορτα θα μας καλωσορίσει
η κυρά τα γιασεμιά της θα ποτίζει
«Καλώς τους!...»  και τα χέρια στην ποδιά της θα σκουπίζει
ένα τσαμπί σταφύλι, μια αγκαλιά κι ένα περβάζι
το μπαλκόνι του Αιγαίου μια δαντέλα τ’ αγκαλιάζει
κουρτίνα πάλλευκη, μπλε ουρανός, βασιλικός που ευωδιάζει.

Το φεγγάρι,
στο μπαλκόνι μας λευκό μαργαριτάρι
ο Θεός μας και μεγάλη του η χάρη
που μας κλήρωσε ταξίδια στις λιακάδες
απ’ το Ιόνιο ως πέρα στις Κυκλάδες
κι ένα σπίτι στην κορφή του Ψηλορείτη
ως του Έβρου να απλώνεται την κοίτη.

Ένας σταυρός  
πυξίδα, προσευχή, σημαία
κι αν αγριεύει ο καιρός
για μιαν Ιθάκη θα ορτσάρουμε
στους χάρτες του Οδυσσέα.



Το εισιτήριο γι αυτό το ταξίδι  ήταν ευγενική χορηγία της Αριστέας που οργάνωσε με απόλυτη επιτυχία το 12ο Συμπόσιο Ποίησης. Η λέξη της αυτή,έγινε πλοηγός αναζήτησης για διάφορους προορισμούς και οι συμμετοχές ήταν πέρα από κάθε ταξιδιωτική προσδοκία. Εκτός όμως απ’ τις ποιητικές αποδράσεις που κάναμε όλοι μας στα ήρεμα νερά της, φάνηκε για άλλη μια φορά πως όταν έχουμε κοινή πυξίδα και καλό κυβερνήτη, δενόμαστε όλοι ΜΑΖΙ και γινόμαστε μια δυνατή ομάδα.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ από καρδιάς σε όλους τους συνταξιδιώτες μου και τα σέβη μου στην εμπνεύστρια και αρχηγό της γλυκιάς αυτής συνήθειας! Καλό μήνα σε όλους!

 (φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο)

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Πετάγομαι πάνω

Να’ μαι κι εγώ… καλώς σας βρήκα!...Δεν άργησα πολύ ε; Έχασα το δρόμο μου και μπλέχτηκα στα στενά. Τι έχουμε απόψε;… Α!... τσιπουράκι και γαύρο μαρινάτο!...  Μισό να πεταχτώ να βρω την παλιά κασέτα του Στέλιου. Να το κάψουμε απόψε! Το σύμπαν!  
«Στην υγειά μας και να πεθάνει ο φόβος!». 
Κι ύστερα να βάλουμε τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου, ν’ ανταλλάξουμε στίχους και ματιές και φιλιά και χτυπήματα στην πλάτη. 

Να τσουγκρίσουμε ποτήρια και να ματώσουμε με τον  «Αύγουστο» του Νικόλα. 

   Κι αν είναι να κλάψουμε, ας το κάνουμε τραγουδώντας την «Καντάτα για τη Μακρόνησο».


Να ξαναστήσουμε Κυριακάτικα τραπέζια, με λινά τραπεζομάντηλα και μυρωδιές ψητού. Να περιμένει η μάνα μας στην ορθάνοιχτη αυλόπορτα και τα μάγουλα των παιδιών να τα γδέρνει η αλισάχνη κι οι φανέλες τους να μυρίζουν  ιδρώτα απ’ το παιχνίδι. Να μου κόβεις βουκαμβίλιες απ’ το ενετικό πηγάδι και να στολίζεις τα μαλλιά μου στο φεγγαρόφωτο. Να διαβάζουμε βιβλία και να λιώνουμε τις νύχτες σε ξύλινα τραπέζια, με ρακές, αναλύσεις και πειράγματα. Να μου αγγίζεις κρυφά το χέρι κάτω απ’ το καρό τραπεζομάντηλο. Να ερωτευόμαστε το φιλότιμο, την καθαρή ματιά, το στητό περπάτημα, τη μαγκιά του πονεμένου που σφίγγει τα δόντια, να γινόμαστε ένα μικρό σύμπαν, μια ατσαλένια γροθιά. Να γινόμαστε «ένα»!


Όχι μωρέ, δεν είναι η νοσταλγία που μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Στ’ αλήθεια είμαι εδώ κοντά σας. «Πώς ήρθα;»…  Από μια χαραμάδα του χρόνου τρύπωσα κι άλλαξα διάσταση. Αντί για το τέρμα, ξαναγύρισα πίσω, στην εποχή της αφετηρίας. Είχα και μια παλιά φωτογραφία, κειμήλιο του συγχωρεμένου του παππού μου. Την πήρα μαζί μου για χάρτη, στην πορεία μου προς το «Κάποτε».  Τότε που γρατζούναγε το μπουλγαρί με τον Φουσταλιέρη και σηκωνόταν ο πατέρας, με τα χέρια ανοιγμένα σαν το Χριστό πάνω στο Σταυρό του.  Κι έφερνε τις βόλτες του και δάκρυζαν τα βυζαντινά του μάτια  απ’ την κατάνυξη της στιγμής… «…Όσο βαρούν τα σίδερα…». Και γινόταν αγρίμι η ψυχή κι άνοιγε ο νους διάπλατα, έβρισκε διέξοδο ο πόνος και γινόταν πείσμα και λυσσαλέα ανυπακοή στον καταχτητή. Εκεί, στο μικρό αυτοσχέδιο θυσιαστήριο που στήνανε τα βράδια, με όπλο τους τη γνώση και το σεβασμό της ζωής, σκοτώνανε το θάνατο,  σε μικρούς πύρινους κύκλους από παρέες. Απελπιστικά ερωτεύσιμοι ήρωες, παθιασμένοι με το παρόν που τους έλαχε να ζήσουν και έντιμοι με την ιστορία που αφήνανε πίσω τους.

Να κάτσω μαζί σας; Να χωθώ σ’ αυτή τη γωνίτσα της φωτογραφίας;  Στη σχισμή μιας ανάμνησης;  Στην αντίστροφη διαδρομή του λεπτοδείκτη;  Να κλέψω λίγη δόξα, λίγο απ’ το λούστρο της γενιάς σας; Κι αν είναι να επιστρέψω στο «Τώρα», να μου έχετε έτοιμο ένα αυτοσχέδιο αερόστατο. Κι όταν ζορίζομαι πολύ, ν’ ανηφορίζω το βλέμμα μου σε σας, να νιώθω τα φτερουγίσματά σας, να μη λογαριάζω τις ουράνιες αποστάσεις, να καβαλάω το χρόνο και να σας έρχομαι επίσκεψη.  Έχω ανάγκη από ένα μεταφυσικό φάρο, εδώ που με ξέβρασε ο χρόνος.  Στην άκρη του Πουθενά και στην εποχή του Τίποτα.

Να θυμάμαι την ιστορία μου, για να μπορώ να τη συνεχίσω…

Βασισμένο σε μια ιδέα της Ελένης απ' το Καρυδότσουφλο για ένα μουσικό ταξίδι στις μουσικές που αγαπήσαμε.
Το κείμενο είχε πάρει παλαιότερα μέρος στο παιχνίδι λέξεων στο ΤEXNIS STORIES της  aγαπημένης μας Φλώρας.
Καλή συνέχεια στις μουσικές μας περιπλανήσεις!

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Καράβι συστημένο μέσω ΕΛ.ΤΑ.

Τραβάω ένα νούμερο απ’ το μηχάνημα που ξερνάει χαρτάκια στο ταχυδρομείο.
Περιμένω τη σειρά μου, παρατηρώντας τα πακέτα στα απέναντι ράφια που περιμένουν κι αυτά με τη σειρά τους, τους παραλήπτες τους.
Κρατάω σφιχτά το μαγικό χαρτάκι που κατέφτασε στα χέρια μου, αφού έκανε μια μίνι περιοδεία στη βόρεια Ελλάδα.
Η ειδοποίηση «Έχεις πακέτο» έφτασε στον πολύπαθο προορισμό της, αφού προηγουμένως ταξίδεψε στην όμορφη συμπρωτεύουσα, σε άλλη παραλήπτρια που προφανώς θα πήρε τη δικιά μου ειδοποίηση (?) Κομφούζιο!.... έχω την υποψία πως η αποστολέας μέχρι τη Νικολούλη θα κατέφευγε, προκειμένου να βρει το χαμένο ειδοποιητήριό μου…

 Με δυναμική παρέμβαση λοιπόν του πανίσχυρου Βιμ, η κατάσταση διαλευκάνθηκε και οι ειδοποιήσεις βρήκαν τις σωστές παραλήπτριες.
Δεν θα είχα καταλάβει τις διαστάσεις που πήρε το ζήτημα, αν δεν με κοίταζε έντονα η υπάλληλος του ταχυδρομείου μόλις είδε την ειδοποίηση.
«Εσείς είστε λοιπόν η παραλήπτρια;»
«Περιμένατε κάποιαν άλλη;»
«Χαμός έγινε γι αυτό το πακέτο... Το έστειλαν κατά λάθος Θεσσαλονίκη και...»
Μου λέει τον πόνο της, της λέω το δικό μου πως «...είχαμε ξεροσταλιάσει τόσες μέρες να περιμένουμε!...», και φεύγω με το φάκελλο-υπερπαραγωγή της Αριστέας υπό μάλης.

Στη διαδρομή προς τη δουλειά, δεν κρατιέμαι και κάνω μια πρόχειρη στάση για ν’ ανοίξω το πακέτο.
Δεν έχω υπολογίσει η αφελής, πως είναι πιο απλό ν’ απασφαλίσεις μια βόμβα,  παρά ν’ ανοίξεις πακέτο τυλιγμένο απ’ την Αριστέα.
Ξετυλίγω ίσαμε μια καλούμπα σπάγκο, αλλά διαπιστώνω πως για ν’ ανοίξω μια δίοδο στις κολλητικές ταινίες και στα χαρτιά περιτυλίγματος, πιθανόν να χρειαστώ δισκοπρίονο.

Στο ράδιο παίζει ένα αγαπημένο του Μάνου.
Βρίσκω πως εκφράζει απόλυτα αυτό που νιώθω και συγκινούμαι απ’ αυτή την απροσδόκητη συγκυρία.

Στο κάθισμα του συνοδηγού, είναι απλωμένη η μικρή μου περιουσία:
* ένα σαπούνι ντεκουπαρισμένο, συσκευασμένο σαν καραμέλα,  σε διαφανές σελοφάν με κορδέλες στο πλάι...
* και μια κάρτα/σελιδοδείκτης με ντεκουπάζ στις ίδιες αποχρώσεις με το δίσκο
* κι ένα κολλημένο σημείωμα στο εσωτερικό, με γραμματοσειρά “Iris’’
* κι ένας ξύλινος δίσκος σερβιρίσματος, με όλη την τέχνη και το μεράκι της…
Τι άλλο θέλει μια μέρα για να γίνει ξαφνικά μαγική;

 Είναι κι αυτή η "Κοινωνία ώρα αγάπης" που μας έχει βάλει για διαγώνισμα.
Που άμα δεν το κατέχεις το ντεκουπάζ, τι να ζωγραφίσεις πάνω στο σκαρί της;
Γιατί άντε και γράφεις δυο αράδες με συγκινητικά και ευχολόγια.
Η μηχανή δεν παίρνει μπροστά με τα λόγια.
Θέλει να τραβήξεις την άγκυρα και να κάνεις τα χέρια σου χωνιά:
“H ζωή είναι ωραία βρε ρεμάλια!... μην τη χαραμίζετε στα ρηχά!”
Κι εκεί μέσα στην κίνηση της λεωφόρου, με το ημερήσιο δρομολόγιο προκαθορισμένο και απελπιστικά προβλέψιμο,
ένα λευκό πανί υψώθηκε κι έγινε το χιουντάι, μικρό καράβι!
Γιατί αυτό είναι το καύσιμο της αγάπης.
Κάποιος να σε νοιάζεται,
να βουτήξει τα χέρια του στις μπογιές και στα διαλυτικά για να σε πάει ξαφνικά βαρκάδα στο ρεύμα προς Αμπελόκηπους.

Τα τραγούδια λένε πάντα την αλήθεια.
Αριστέα, δικό σου!