Πώς είναι να πνίγεσαι στον ωκεανό των προβλημάτων και
να ψάχνεις εναγωνίως λίγη επιφάνεια, να βγάλεις το κεφάλι σου απ’ το νερό για
να πάρεις ανάσα;
Πόση ευγνωμοσύνη μπορείς να νιώσεις εκείνα τα
δευτερόλεπτα, για το οξυγόνο που μπαίνει στα πνευμόνια σου;
Πόσο νόημα παίρνει ξαφνικά το απλό και αυτονόητο
θαύμα της ύπαρξης;
Τόσο, όσο διαρκεί μια Φωτεινή συναυλία.
Η Φωτεινή δεν χρειάζεται συστάσεις για τους μύστες
της καλής μουσικής. Κάτι
είχα διαβάσει κατά καιρούς στις ελάχιστες συνεντεύξεις που έχει δώσει, τα τραγούδια της τα είχα βάλει στην καρδιά
μου και η χαρακτηριστική φωνή της με πήγαινε λίγο παραπάνω απ’ τα εγκόσμια πάθη και λάθη μου. Υποψιαζόμουν
πως είναι ένας απλός άνθρωπος, καταδεκτική και σπάταλη σε εγκάρδιες αγκαλιές
και καθαρές ματιές και πως η φωνή της είναι ένα εισιτήριο για το πιο πανάκριβο
ταξίδι. Ανηφορίζοντας από νωρίς στο θέατρο Πέτρας που έδωσε προχτές τη συναυλία
της, είχα την πεποίθηση πως θα βγει, όπως όλοι οι καλλιτέχνες που σέβονται –πρωτίστως-
τον εαυτό τους, μία με μιάμιση ώρα μετά την προγραμματισμένη ώρα έναρξης, σε
μια σκηνή που θα είναι ήδη τακτοποιημένη από τεχνικούς και οργανωτές, θα πάρει το μικρόφωνο
και θ’ αρχίσει το τραγούδι. Έκπληκτη ξεχώρισα την αεικίνητη φιγούρα της από
μακριά, με τον ήλιο ακόμα ντάλα να καίει τις τσιμεντένιες κερκίδες, κι εκείνη
να στήνει με τους τεχνικούς μηχανήματα, να κατεβαίνει μες στην καλή χαρά και ν’
αγκαλιάζει τον κόσμο, και να σκαρφαλώνει ξανά στη σκηνή κάνοντας καλαμπούρια με τους τεχνικούς. Ατόφια και γήινη, δίχως να
λογαριάζει κούραση και ιδρωτάρι, λες και δεν είχε ανάγκη να είναι ξεκούραστη και
προετοιμασμένη να εκτεθεί σε τόσο κόσμο. Για μια στιγμή ένιωσα πως πήγαμε
επίσκεψη σπίτι της και πως έτρεχε δώθε-κείθε να μας καλοδεχτεί και να μας κεράσει
τα καλούδια της. Με
καμάρι μας παρουσίασε τους δεξιοτέχνες μουσικούς της μπάντας τους, όλοι νέα
παιδιά και πολύ ταλαντούχοι, που διαρκώς τους εμψύχωνε και τους παίνευε, σαν να
ήταν παιδιά της.
Λένε πως απ’ τους φίλους μας, φαίνεται ποιοι
είμαστε. Ισχύει! Οι φίλοι της Φωτεινής την τίμησαν με την παρουσία τους κι εμείς
γίναμε κοινωνοί αυτής της ευλογημένης παρέας, που αντέχει στο χρόνο και στις ψυχρές
λογικές των εταιρειών και των μετρήσεων. Όλοι τους πανάξιοι τεχνίτες της μουσικής,
σπουδαίοι άνθρωποι και έντιμοι μ’ αυτό που υπηρετούν. Απ’ τα τραγούδια της Μπέλλου,
ίσαμε τους ήχους της Συρίας. Ένα υπέροχο μελωδικό ταξίδι πάνω στο γεωγραφικό
χάρτη που δεν έχει σύνορα. Στη μουσική. Κρήτη, Κομοτηνή, Καβάλα, Χαλέπι. Ψαραντώνης,
Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Αργύρης Μπακιρτζής και Χάικ Γιαζιτζιάν. Κι εκεί που λες: «Πάει,
χάθηκε η ελπίδα!», στήνεται μια πάνοπλη συναυλία στο φεγγαρόφωτο και κάνει το
απόλυτο πραξικόπημα στο ολοκληρωτικό καθεστώς της γενικευμένης απογοήτευσης και
της μιζέριας.
Ο Ψαραντώνης
παίζει τη λύρα του και μια μικρή παρέα νέων παιδιών κατεβαίνουν απ’ τις κερκίδες
και στήνονται μπροστά στα σιδερένια κιγκλιδώματα με τα κινητά ανά χείρας να
καταγράφουν τη θρυλική «Πετροπέρδικα»
και την «Τίγρη». Σε λίγο κι άλλοι,
μέχρι που γέμισε ο χώρος κι έγιναν μια μεγάλη νεανική παρέα που σιγοντάριζε τον
σπουδαίο λυράρη , χορεύοντας κυκλωτικούς συρτούς.
Πήγαμε ξανά την
αγαπημένη «Ατέλειωτη Εκδρομή» του Μάνου
Ελευθερίου, αφού κάναμε μια στάση στην «Πρέβεζα»
του Καρυωτάκη κι ανατριχιάσαμε με τη στεντόρεια φωνή του Θανάση Γκαϊφύλλια.
Ο αγαπημένος
ερμηνευτής και δεξιοτέχνης στο ούτι Χάικ Γιαζιτζιάν, μας κατηφόρισε στους μαγικούς
ήχους του τόπου του. Σεμνά και ταπεινά, αλλά με μια απίστευτη δυναμική στη φωνή
και στα τραγούδια του, που αποτυπώνουν το παράπονο του ξεριζωμού αλλά και την
περηφάνια του που μας έκανε ν’ αγαπήσουμε την Αρμένικη μουσική.
Με την εμβληματική φωνή του Αργύρη Μπακιρτζή, βουτήξαμε
στα αγαπημένα νερά των Χειμερινών Κολυμβητών και βγήκαμε στην ακτή του
Βαμβακάρη, όπου τραγούδησε ντουέτο με την Φωτεινή το «Να πεθάνεις»…
Στο τέλος της συναυλίας μας περίμενε μια απροσδόκητη
έκπληξη. Τα φώτα έσβησαν, η Φωτεινή άφησε το μικρόφωνο και κάτω απ’ το
μισογεμάτο φεγγάρι πήρε βαθειά ανάσα και τραγούδησε Δημήτρη Λάγιο. «Θα με
δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι…». Δίχως μουσική, με τα πνευμόνια της να
πάλλονται απ’ τη συγκίνηση και τη φωνή της να ρέει γάργαρη στο χώρο και να τον
πλημμυρίζει νότες και άφατη κατάνυξη. Τι να λένε τα ηχεία και οι τεχνικές
επεξεργασίες του ήχου; Η μεταλλική φωνή της έκανε γκελ στο πέτρινο νταμάρι κι
έπεσε πάνω μας σα βροχούλα λυτρωτική που μας ξέπλυνε απ’ το φόβο και μας γέμισε
ελπίδα και πληρότητα. «Δεν μας αξίζει αυτό που περνάμε, μόνο μας όπλο είναι οι
μουσικές και τα τραγούδια, η παράδοση και οι ρίζες μας…»
Η φωνή της σκέπασε ακόμα και τον απόηχο απ’ τα
νταβαντούρια της παραπλήσιας καφετέριας. Συμβολικά και κυριολεκτικά, η Φωτεινή νίκησε
το ακατάσχετο μινύρισμα και το ζόφο.
Φωτεινή μου, ένα
τεράστιο "Ευχαριστώ" για το Φως που μας κέρασες απλόχερα εκείνο το βράδυ.