Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

"Δι' ασήμαντον αφορμή" η πιο σημαντική μουσική συνεύρεση

Πώς είναι να πνίγεσαι στον ωκεανό των προβλημάτων και να ψάχνεις εναγωνίως λίγη επιφάνεια, να βγάλεις το κεφάλι σου απ’ το νερό για να πάρεις ανάσα;
Πόση ευγνωμοσύνη μπορείς να νιώσεις εκείνα τα δευτερόλεπτα, για το οξυγόνο που μπαίνει στα πνευμόνια σου;
Πόσο νόημα παίρνει ξαφνικά το απλό και αυτονόητο θαύμα της ύπαρξης;
Τόσο, όσο διαρκεί μια Φωτεινή συναυλία.
Η Φωτεινή δεν χρειάζεται συστάσεις για τους μύστες της καλής μουσικής. Κάτι είχα διαβάσει κατά καιρούς στις ελάχιστες συνεντεύξεις που έχει δώσει, τα τραγούδια της τα είχα βάλει στην καρδιά μου και η χαρακτηριστική φωνή της με πήγαινε λίγο  παραπάνω απ’ τα εγκόσμια πάθη και λάθη μου. Υποψιαζόμουν πως είναι ένας απλός άνθρωπος, καταδεκτική και σπάταλη σε εγκάρδιες αγκαλιές και καθαρές ματιές και πως η φωνή της είναι ένα εισιτήριο για το πιο πανάκριβο ταξίδι. Ανηφορίζοντας από νωρίς στο θέατρο Πέτρας που έδωσε προχτές τη συναυλία της, είχα την πεποίθηση πως θα βγει, όπως όλοι οι καλλιτέχνες που σέβονται –πρωτίστως- τον εαυτό τους, μία με μιάμιση ώρα μετά την προγραμματισμένη ώρα έναρξης, σε μια σκηνή που θα είναι ήδη τακτοποιημένη από  τεχνικούς και οργανωτές, θα πάρει το μικρόφωνο και θ’ αρχίσει το τραγούδι. Έκπληκτη ξεχώρισα την αεικίνητη φιγούρα της από μακριά, με τον ήλιο ακόμα ντάλα να καίει τις τσιμεντένιες κερκίδες, κι εκείνη να στήνει με τους τεχνικούς μηχανήματα, να κατεβαίνει μες στην καλή χαρά και ν’ αγκαλιάζει τον κόσμο, και να σκαρφαλώνει ξανά στη σκηνή κάνοντας καλαμπούρια  με τους τεχνικούς. Ατόφια και γήινη, δίχως να λογαριάζει κούραση και ιδρωτάρι, λες και δεν είχε ανάγκη να είναι ξεκούραστη και προετοιμασμένη να εκτεθεί σε τόσο κόσμο. Για μια στιγμή ένιωσα πως πήγαμε επίσκεψη σπίτι της και πως έτρεχε δώθε-κείθε να μας καλοδεχτεί και να μας κεράσει τα καλούδια της. Με καμάρι μας παρουσίασε τους δεξιοτέχνες μουσικούς της μπάντας τους, όλοι νέα παιδιά και πολύ ταλαντούχοι, που διαρκώς τους εμψύχωνε και τους παίνευε, σαν να ήταν παιδιά της.
 Λένε πως απ’ τους φίλους μας, φαίνεται ποιοι είμαστε. Ισχύει! Οι φίλοι της Φωτεινής την τίμησαν με την παρουσία τους κι εμείς γίναμε κοινωνοί αυτής της ευλογημένης παρέας, που αντέχει στο χρόνο και στις ψυχρές λογικές των εταιρειών και των μετρήσεων. Όλοι τους πανάξιοι τεχνίτες της μουσικής, σπουδαίοι άνθρωποι και έντιμοι μ’ αυτό που υπηρετούν. Απ’ τα τραγούδια της Μπέλλου, ίσαμε τους ήχους της Συρίας. Ένα υπέροχο μελωδικό ταξίδι πάνω στο γεωγραφικό χάρτη που δεν έχει σύνορα. Στη μουσική. Κρήτη, Κομοτηνή, Καβάλα, Χαλέπι. Ψαραντώνης, Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Αργύρης Μπακιρτζής και Χάικ Γιαζιτζιάν. Κι εκεί που λες: «Πάει, χάθηκε η ελπίδα!», στήνεται μια πάνοπλη συναυλία στο φεγγαρόφωτο και κάνει το απόλυτο πραξικόπημα στο ολοκληρωτικό καθεστώς της γενικευμένης απογοήτευσης και της μιζέριας.

Ο Ψαραντώνης παίζει τη λύρα του και μια μικρή παρέα νέων παιδιών κατεβαίνουν απ’ τις κερκίδες και στήνονται μπροστά στα σιδερένια κιγκλιδώματα με τα κινητά ανά χείρας να καταγράφουν τη θρυλική «Πετροπέρδικα» και την «Τίγρη». Σε λίγο κι άλλοι, μέχρι που γέμισε ο χώρος κι έγιναν μια μεγάλη νεανική παρέα που σιγοντάριζε τον σπουδαίο λυράρη , χορεύοντας κυκλωτικούς συρτούς.
Πήγαμε ξανά την αγαπημένη «Ατέλειωτη Εκδρομή» του Μάνου Ελευθερίου, αφού κάναμε μια στάση στην «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη κι ανατριχιάσαμε με τη στεντόρεια φωνή του Θανάση Γκαϊφύλλια.

Ο αγαπημένος ερμηνευτής και δεξιοτέχνης στο ούτι Χάικ Γιαζιτζιάν, μας κατηφόρισε στους μαγικούς ήχους του τόπου του. Σεμνά και ταπεινά, αλλά με μια απίστευτη δυναμική στη φωνή και στα τραγούδια του, που αποτυπώνουν το παράπονο του ξεριζωμού αλλά και την περηφάνια του που μας έκανε ν’ αγαπήσουμε την Αρμένικη μουσική.
 Με την εμβληματική φωνή του Αργύρη Μπακιρτζή, βουτήξαμε στα αγαπημένα νερά των Χειμερινών Κολυμβητών και βγήκαμε στην ακτή του Βαμβακάρη, όπου τραγούδησε ντουέτο με την Φωτεινή το «Να πεθάνεις»…
 Στο τέλος της συναυλίας μας περίμενε μια απροσδόκητη έκπληξη. Τα φώτα έσβησαν, η Φωτεινή άφησε το μικρόφωνο και κάτω απ’ το μισογεμάτο φεγγάρι πήρε βαθειά ανάσα και τραγούδησε Δημήτρη Λάγιο. «Θα με δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι…». Δίχως μουσική, με τα πνευμόνια της να πάλλονται απ’ τη συγκίνηση και τη φωνή της να ρέει γάργαρη στο χώρο και να τον πλημμυρίζει νότες και άφατη κατάνυξη. Τι να λένε τα ηχεία και οι τεχνικές επεξεργασίες του ήχου; Η μεταλλική φωνή της έκανε γκελ στο πέτρινο νταμάρι κι έπεσε πάνω μας σα βροχούλα λυτρωτική που μας ξέπλυνε απ’ το φόβο και μας γέμισε ελπίδα και πληρότητα. «Δεν μας αξίζει αυτό που περνάμε, μόνο μας όπλο είναι οι μουσικές και τα τραγούδια, η παράδοση και οι ρίζες μας…»
Η φωνή της σκέπασε ακόμα και τον απόηχο απ’ τα νταβαντούρια της παραπλήσιας καφετέριας. Συμβολικά και κυριολεκτικά, η Φωτεινή νίκησε το ακατάσχετο μινύρισμα και το ζόφο.

 Φωτεινή μου, ένα τεράστιο "Ευχαριστώ" για το Φως που μας κέρασες απλόχερα εκείνο το βράδυ.


Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Καφεδάκια στο Πεκίνο

-      Μάνα γύρισα!... Μάνα;
-      Σσσς... τι φωνάζεις καλέ;
-      Κοιμάται κανείς;... Ωχ!... τ’ είν’ αυτό στο κεφάλι σου ρε μάνα;
-      Σώπασε λίγο παιδί μου... επικοινωνώ με Πεκίνο αυτή τη στιγμή...
-      Αχ, τι μπήκε πάλι στην ξεροκεφάλα σου;
-      Συσκευή εικονικής πραγματικότητας είναι καλέ!... μου τη δάνεισε η κυρία Υπατία στον τρίτο.
-      Δεν δανειζόσουν καλύτερα το ατμοσίδερο  που μ’ έχεις αφήσει ασιδέρωτο τόσες μέρες;
-      Να βρεις μια γυναίκα να νοικοκυρευτείς, μπάφιασα πια!...
-      Ναι το ξέρω ρε μάνα, αλλά απόψε πρέπει να γίνει αυτό;
-      Ξέρεις τι είχε πει ο Μάο αγόρι μου; Η γνώση αρχίζει απ’ την πράξη. Τουτέστιν, όσο καλή κι αν είναι μια θεωρία, αν δεν την εφαρμόζουμε στην πράξη, παραμένει χωρίς αξία.
-      Έχεις μαγειρέψει τίποτα στην πράξη ή θα φάμε το προτσές της θεωρίας;
-      Επειδή ξέρω πόσο κομφορμιστής είσαι, έχω βάλει στο φούρνο ένα ταψί παστίτσιο. Κι άσε με τώρα γιατί μπαίνω σ’ άλλη διάσταση…
-      Μήπως μπορείς να κάνεις μια στάση στη διάσταση της κουζίνας; Πεινάω!
-      Αδύνατον! Παρακολουθώ τη συνομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού με κάτι Κινέζους επενδυτές... Ααααχ, μη βγαίνεις στο μπαλκόνι ρε πουλάκι μου... μούσκεμα είναι, δεν βλέπεις τα νερά;
-      Βγαίνει ο Τσίπρας στο μπαλκόνι;
-      Σ’ εσένα το λέω καλέ!

-      Συγνώμη κυρία Φρόσω, θα περιμένω εδώ στο κεφαλόσκαλο μέχρι να στεγνώσει... έκανα πατημασιές;
-      Καλέ όχι!… δεν το’λεγα σε σένα παλικάρι μου!... στον αχαΐρευτο το γιο μου φωνάζω...
-      Θα σου’λεγα κάνα κινέζικο τώρα, αλλά σέβομαι τους επενδυτές... το Πεκίνο μου μέσα!
-      谢谢 你会 语吗 

-      Ώου μάϊ γκούντνες!... γουάτ πέρφεκτ γκλάσιζ!... Άϊ καν σι Μίσεζ Φρόσω φρομ ντάουν Πετράλωνα!.... Μόνο καφέ δεν ψήνει αυτό το μαραφέτι!...
-      你好???
-      Άϊ σέι δατ ονλυ κόφι νταζ νοτ ψήνει... καπούτ;
-      Καλέ καφεδάκια θέλετε;... θα σας ψήσω εγώ κάτι μερακλίδικα που δεν θα ξαναπιούν τσάι στη ζωή τους!... πόσους να φτιάξω κυρ-Αλέξη μου;
-      Μισό να τους ρωτήσω αν θέλουν... εεεεεμ... σόρυ γκάιζ, γουλντ γιου λάικ γκρικ μερακλαντάν κόφι φρομ δε λιτλ χαντς οφ Μίσεζ Φρόσω;

-      () ... ΝΟ THANKS!
-      ΝΑΙ αμέ, θέλουν!... οπότε κυρία Φρόσω ψήσε καμιά εικοσαριά μέτριους με φουσκάλες, μπας και πετύχουμε καμιά καλή επένδυση! Κι άμα τον πιούμε, θα μας πεις και το φλιτζάνι ε;  
-      Τόσο καλά πάνε οι διαπραγματεύσεις;
-      Ξέρεις τι έλεγε ο Κομφούκιος κυρία Φρόσω μου; «Ο Μεγάλος Άντρας ούτε ανησυχεί, ούτε φοβάται».
-      Ξέρεις τι έλεγε ο σχωρεμένος ο άντρας μου κυρ-Αλέξη;
«Άκου την ξένη συμβουλή, κράθειε και τη δικιά μου   
γιατί εμέν’ αριστερά εχτύπα η καρδιά μου
όποιος μπορεί το λόγο του να τόνε κάνει πράξη
το “όχι” δεν θα χρειαστεί σε “ναι” να το αλλάξει»

-         Χάθηκε η σύνδεση… δεν σας ακούω καλά κυρία Φρόσω!
-         Μου τέλειωσαν οι μονάδες της ανάπτυξης… για πάρε το μηδέν κυρ-Αλέξη μου!


[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Στην Ελλάδα [12ο συμπόσιο ποίησης]


Στο φευγάτο,
τ΄ αυγουστιάτικο καράβι  το γεμάτο
στο κατάστρωμα να βλέπουμε τους γλάρους
να μετράμε ακρωτήρια και φάρους
και στην πλώρη μας αδέσποτες γοργόνες
ν’ αρμενίζουν στους θαλάσσιους μυώνες
τραπεζάκια και καρέκλες στη λιακάδα
στον ορίζοντα ένα κάδρο από Ελλάδα.

Λιμανάκι,
στο μισό βιβλίο πιάνουμε νησάκι
αποβίβαση σε πέτρινο σοκάκι
μυρωδιές από ασβέστη κι από πάστρα
μπουκαμβίλιες  ξεχειλίζουν απ’ τη  γλάστρα
στο λευκό μιας Παναγιάς θα δροσιστούμε
με γλυκό του κουταλιού θα κεραστούμε
μια αυλόπορτα θα μας καλωσορίσει
η κυρά τα γιασεμιά της θα ποτίζει
«Καλώς τους!...»  και τα χέρια στην ποδιά της θα σκουπίζει
ένα τσαμπί σταφύλι, μια αγκαλιά κι ένα περβάζι
το μπαλκόνι του Αιγαίου μια δαντέλα τ’ αγκαλιάζει
κουρτίνα πάλλευκη, μπλε ουρανός, βασιλικός που ευωδιάζει.

Το φεγγάρι,
στο μπαλκόνι μας λευκό μαργαριτάρι
ο Θεός μας και μεγάλη του η χάρη
που μας κλήρωσε ταξίδια στις λιακάδες
απ’ το Ιόνιο ως πέρα στις Κυκλάδες
κι ένα σπίτι στην κορφή του Ψηλορείτη
ως του Έβρου να απλώνεται την κοίτη.

Ένας σταυρός  
πυξίδα, προσευχή, σημαία
κι αν αγριεύει ο καιρός
για μιαν Ιθάκη θα ορτσάρουμε
στους χάρτες του Οδυσσέα.



Το εισιτήριο γι αυτό το ταξίδι  ήταν ευγενική χορηγία της Αριστέας που οργάνωσε με απόλυτη επιτυχία το 12ο Συμπόσιο Ποίησης. Η λέξη της αυτή,έγινε πλοηγός αναζήτησης για διάφορους προορισμούς και οι συμμετοχές ήταν πέρα από κάθε ταξιδιωτική προσδοκία. Εκτός όμως απ’ τις ποιητικές αποδράσεις που κάναμε όλοι μας στα ήρεμα νερά της, φάνηκε για άλλη μια φορά πως όταν έχουμε κοινή πυξίδα και καλό κυβερνήτη, δενόμαστε όλοι ΜΑΖΙ και γινόμαστε μια δυνατή ομάδα.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ από καρδιάς σε όλους τους συνταξιδιώτες μου και τα σέβη μου στην εμπνεύστρια και αρχηγό της γλυκιάς αυτής συνήθειας! Καλό μήνα σε όλους!

 (φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο)

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Πετάγομαι πάνω

Να’ μαι κι εγώ… καλώς σας βρήκα!...Δεν άργησα πολύ ε; Έχασα το δρόμο μου και μπλέχτηκα στα στενά. Τι έχουμε απόψε;… Α!... τσιπουράκι και γαύρο μαρινάτο!...  Μισό να πεταχτώ να βρω την παλιά κασέτα του Στέλιου. Να το κάψουμε απόψε! Το σύμπαν!  
«Στην υγειά μας και να πεθάνει ο φόβος!». 
Κι ύστερα να βάλουμε τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου, ν’ ανταλλάξουμε στίχους και ματιές και φιλιά και χτυπήματα στην πλάτη. 

Να τσουγκρίσουμε ποτήρια και να ματώσουμε με τον  «Αύγουστο» του Νικόλα. 

   Κι αν είναι να κλάψουμε, ας το κάνουμε τραγουδώντας την «Καντάτα για τη Μακρόνησο».


Να ξαναστήσουμε Κυριακάτικα τραπέζια, με λινά τραπεζομάντηλα και μυρωδιές ψητού. Να περιμένει η μάνα μας στην ορθάνοιχτη αυλόπορτα και τα μάγουλα των παιδιών να τα γδέρνει η αλισάχνη κι οι φανέλες τους να μυρίζουν  ιδρώτα απ’ το παιχνίδι. Να μου κόβεις βουκαμβίλιες απ’ το ενετικό πηγάδι και να στολίζεις τα μαλλιά μου στο φεγγαρόφωτο. Να διαβάζουμε βιβλία και να λιώνουμε τις νύχτες σε ξύλινα τραπέζια, με ρακές, αναλύσεις και πειράγματα. Να μου αγγίζεις κρυφά το χέρι κάτω απ’ το καρό τραπεζομάντηλο. Να ερωτευόμαστε το φιλότιμο, την καθαρή ματιά, το στητό περπάτημα, τη μαγκιά του πονεμένου που σφίγγει τα δόντια, να γινόμαστε ένα μικρό σύμπαν, μια ατσαλένια γροθιά. Να γινόμαστε «ένα»!


Όχι μωρέ, δεν είναι η νοσταλγία που μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Στ’ αλήθεια είμαι εδώ κοντά σας. «Πώς ήρθα;»…  Από μια χαραμάδα του χρόνου τρύπωσα κι άλλαξα διάσταση. Αντί για το τέρμα, ξαναγύρισα πίσω, στην εποχή της αφετηρίας. Είχα και μια παλιά φωτογραφία, κειμήλιο του συγχωρεμένου του παππού μου. Την πήρα μαζί μου για χάρτη, στην πορεία μου προς το «Κάποτε».  Τότε που γρατζούναγε το μπουλγαρί με τον Φουσταλιέρη και σηκωνόταν ο πατέρας, με τα χέρια ανοιγμένα σαν το Χριστό πάνω στο Σταυρό του.  Κι έφερνε τις βόλτες του και δάκρυζαν τα βυζαντινά του μάτια  απ’ την κατάνυξη της στιγμής… «…Όσο βαρούν τα σίδερα…». Και γινόταν αγρίμι η ψυχή κι άνοιγε ο νους διάπλατα, έβρισκε διέξοδο ο πόνος και γινόταν πείσμα και λυσσαλέα ανυπακοή στον καταχτητή. Εκεί, στο μικρό αυτοσχέδιο θυσιαστήριο που στήνανε τα βράδια, με όπλο τους τη γνώση και το σεβασμό της ζωής, σκοτώνανε το θάνατο,  σε μικρούς πύρινους κύκλους από παρέες. Απελπιστικά ερωτεύσιμοι ήρωες, παθιασμένοι με το παρόν που τους έλαχε να ζήσουν και έντιμοι με την ιστορία που αφήνανε πίσω τους.

Να κάτσω μαζί σας; Να χωθώ σ’ αυτή τη γωνίτσα της φωτογραφίας;  Στη σχισμή μιας ανάμνησης;  Στην αντίστροφη διαδρομή του λεπτοδείκτη;  Να κλέψω λίγη δόξα, λίγο απ’ το λούστρο της γενιάς σας; Κι αν είναι να επιστρέψω στο «Τώρα», να μου έχετε έτοιμο ένα αυτοσχέδιο αερόστατο. Κι όταν ζορίζομαι πολύ, ν’ ανηφορίζω το βλέμμα μου σε σας, να νιώθω τα φτερουγίσματά σας, να μη λογαριάζω τις ουράνιες αποστάσεις, να καβαλάω το χρόνο και να σας έρχομαι επίσκεψη.  Έχω ανάγκη από ένα μεταφυσικό φάρο, εδώ που με ξέβρασε ο χρόνος.  Στην άκρη του Πουθενά και στην εποχή του Τίποτα.

Να θυμάμαι την ιστορία μου, για να μπορώ να τη συνεχίσω…

Βασισμένο σε μια ιδέα της Ελένης απ' το Καρυδότσουφλο για ένα μουσικό ταξίδι στις μουσικές που αγαπήσαμε.
Το κείμενο είχε πάρει παλαιότερα μέρος στο παιχνίδι λέξεων στο ΤEXNIS STORIES της  aγαπημένης μας Φλώρας.
Καλή συνέχεια στις μουσικές μας περιπλανήσεις!