Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Η πύλη της άμμου (*)

Το περσινό φθινόπωρο στο θέατρο βράχων του Βύρωνα, ο Γιώργης Ξυλούρης έστησε ένα πρωτοποριακό στη σύλληψη και απόλυτα πετυχημένο μουσικό σμίξιμο όλων των μουσικών ρευμάτων της Κρήτης, με λύρες, βιολιά, λαούτα, μαντολίνα, ασκομπαντούρες, θιαμπόλια και αγαπημένους δημιουργούς. Απ’ τους λυράρηδες της Σητείας και τους ερασιτέχνες μαντιναδόρους των Ανωγείων, μέχρι τον Ψαραντώνη και τον Ross Daly. Ένα μουσικό ταξίδι γεμάτο παράδοση, ιστορία, περηφάνια και ελπίδα.


Σ’ ένα ασφυχτικά γεμάτο θέατρο που η συγκίνηση και η κατάνυξη επικρατούσε σ’ όλη τη διάρκεια των τεσσάρων ωρών που κράτησε η συναυλία, θυμάμαι έντονα τα λόγια του Γιώργη στην εισαγωγή αλλά και σ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Ήταν μια μυσταγωγία, ένα κάλεσμα σ’ αυτούς που είχαν φύγει απ’ τη ζωή, αλλά που η παρουσία τους ήταν εκεί, ανάμεσά μας, γιατί η μουσική έχει αυτά τα κρυφά μονοπάτια, ξεγλιστρά και φτάνει ως τα μεϊντάνια τ’ ουρανού κι ενώνει ζωντανούς κι αγγέλους.

 Με την υπόσχεση πως αυτό το σμίξιμο θα έχει συνέχεια, ο Γιώργης μας αποχαιρέτησε εκείνο το βράδυ πολύ συγκινημένος και περήφανος για την καταγωγή και τους προγόνους του. Μόλις δυο μήνες μετά, τέτοιες μέρες ήταν, όταν πέταξε ξαφνικά μακριά μας από καρδιακή ανακοπή ενώ οδηγούσε τη μηχανή του. Ο Θεός είναι αλάνθαστος στο σημάδι κι οι βασιλιάδες της γενιάς μας όσο πάνε και λιγοστεύουν.

 Τις ίδιες μέρες του Νοέμβρη, έφυγε πριν δεκαοχτώ χρόνια ο μεγάλος μας ποιητής και ζωγράφος, Μιχάλης Κατσαρός, αφήνοντας πίσω του την πολύτιμη Διαθήκη του.

 Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία.


Εκεί που τελειώνει η θάλασσα κι αρχινάει η γραμμή τ’ ουρανού,  στην πύλη της άμμου του Λουδοβίκου, στο φαράγγι των νεκρών στο Ζάκρο, στις χαραυγές του Φραγκοκάστελου παρέα με τους Δροσουλίτες, στα γκρέμια του Ψηλορείτη συντροφιά με τους Κουρήτες που φυλάνε ακόμα τα περάσματα των θεών ως το ξωκλήσι της Παναγιάς στην αετοφωλιά του Μέρωνα, εκεί που δραπετεύουν οι θνητοί αφήνοντας πίσω τις πολύτιμες κληρονομιές τους. Ένα κερί αναμμένο στη μνήμη τους να σιγοκαίει την προσδοκία μας. Πως θα μυρίζουν βασιλικό και μαντζουράνα οι χειμώνες μας, πως θ’ ακούγονται τα βήματά τους στα κεφαλόσκαλα,  πως τα λόγια τους θ’ ανθίζουν στους χωματένιους δρόμους, θα βγάζουν αγριοφράουλες και δυόσμους και θα καθόμαστε αντάμα στα γιορτινά τραπέζια, να υψώνουμε ποτήρια και να καλοπιάνουμε τα σύννεφα στ’ Αστερούσια, να παραμερίζουν για λίγο τα περάσματά τους, να κοινωνούμε μαζί τους το πρώτο κρασί του βαρελιού και τα καζανέματα και τα γλέντια στις απάνω γειτονιές.


(*) Ο τίτλος της ανάρτησης είναι δανεισμένος απ’ το ομώνυμο τραγούδι του Γιώργου Δραμουντάνη ή Λουδοβίκου των Ανωγείων. Στο σημείωμα του δίσκου του γράφει: 
"Η Πύλη της Άμμου είναι η πόρτα που βγάζει στο αβέβαιο,στο δύσκολο,στο τίποτε. Είναι μια πύλη όπου ο άνεμος ραπίζει και ο χρόνος φορεί κουρελιασμένη πέτρα. Πάνω στην άμμο είμαστε αδιάβαστοι στο περπάτημα, ούτε αφήνουμε ούτε βρίσκουμε καθαρά ίχνη. Όλοι κάποτε διαβαίνουμε την ωραία Πύλη της Άμμου και είναι σαν να ξαναμπαίνουμε στην κολυμπήθρα..."


Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Οικογενειακές ιστορίες τύπου: "Μάνα φεύγω, πάω εργαστήρι" / "Ζώνη να βάλεις!"

Ήταν ένα γλυκό φθινοπωρινό πρωινό, οι κορφές των κυπαρισσιών στραφτάλιζαν στ’ ανέβασμα του ήλιου, τ’ αηδόνια κελαηδούσαν μελωδίες, κάτι πλατανόφυλλα ήταν απλωμένα σ’ ένα μπουγαδόσκοινο και μια αεικίνητη ύπαρξη στροβιλιζόταν στ’ ανθισμένα παρτέρια του κήπου. Η μάνα της την παρατηρούσε ανήσυχη και κάθε τόσο της φώναζε με αυστηρή φωνή, που στον απόηχό της όμως έσταζε μέλι: «Κουβέρτα να πάρεις... και φέρε πίσω τα μανταλάκια, έχω μπουγάδα ν’ απλώσω... κι αυτά τα πλατανόφυλλα, γιατί στο καλό  τ’ άπλωσες ρε πουλάκι μου;»

 Το “Airis Place” είναι ένας ζεστός πολυ-χώρος και αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα απόλυτης ευταξίας και αρχιτεκτονικής στην τοποθέτηση αντικειμένων και υλικών. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το μικρό αυτό εργαστήρι θα ανακηρυχθεί ιστορικός χώρος, αφού εδώ θα έχουν αναβιώσει τα αρχαία συμπόσια, η λαϊκή αγορά (πολύ κουβάλημα ρε παιδιά!), η σύγχρονη έκδοση των τοιχογραφιών με τη μέθοδο ντεκουπάζ, μαθήματα Κρακελέ και «Γέλα-ρε», πίνακες σε καμβάδες, ξύλα κοπής, δίσκους σερβιρίσματος, μπιμπερό και φύλλα δέντρων, καθώς και αναπαλαιώσεις σε μικροέπιπλα. Επίσης λειτουργεί τα τελευταία χρόνια παράρτημα “Σαπουνογραφίας” και ήδη έχουν διακοσμηθεί και δωρηθεί πέντε κοντέινερ σαπούνια “Νταβ” και δύο γλυκερίνης. Η τελευταία τάση θέλει την πολυτάλαντη δημιουργό να παρεμβαίνει δημιουργικά σε παλιές εγκυκλοπαίδειες (εικοσάτομες) και να τις κοκκαλώνει στο κεφάλαιο: «Η ζωή είναι ωραία».

Στις ετοιμασίες για το χειμερινό της εργαστήρι, ένας έντονος πόνος στη μέση την αιφνιδίσε. Ξαφνιάστηκε... παραξενεύτηκε... Mα πως; H μέρα μου ήταν αρκετά χαλαρή”.
Απλά έβαφε μια μεσοτοιχία, ενώ ταυτόχρονα πληκτρολογούσε ένα χαϊκού, κουλάντριζε και τον Μαξ που σαλιάριζε με τη γειτόνισσα, φωτογράφιζε στο ενδιάμεσο τις νευρώσεις ενός μαρουλόφυλλου, πέρναγε γκλίτερ κάτι κλασέρ, είχε ρίξει και μια πατσαβουρόπιτα στο φούρνο, έστρωνε και κάτι φλοκάτες στο δίπατο και κατεβαίνοντας τη σκάλα για ογδοηκοστή φορά, συνέβη το μοιραίο κάτω απ’ το υπόστεγο του κήπου.

-      Να σε τρίψω με λίγη Βολταρέν να ισιώσεις;
-      Αχ… την έβαλα για διαφανές ανάγλυφο σ’ ένα κρακελέ που έκανα πρόσφατα…
-      Πάω να φέρω τα βαζάκια να σου ρίξω καμιά βεντούζα τουλάχιστον…
-      Τα έκανα ρεσώ για τον κήπο… ΠΟΝΑΩ!
-      Α το βρήκα!... κάπου είχε πάρει το μάτι μου ένα Λέοντος.
-      Αυτό το αυτοκόλλητο με τις τρύπες λες;
-      Αυτό. ΠΟΝΑΣ;
-      Το είχα βάλει τις προάλλες στο εξώφυλλο ενός βιβλίου…
-      ΤΟ ΕΜΠΛΑΣΤΡΟ;
-      Μα ναι, το έκανα περίγραμμα για να ψεκάσω με το πιστόλι του πάουερτεξ, ροζ πουά μοτίβα. Πού είναι το παράξενο αγάπες μου;… ΠΟΝΑΩ!
-      Εκείνα τα μεσουλίντ που σου είχα φέρει το καλοκαίρι…
-      Αχ εκείνα τα μικρά άσπρα κουφετάκια; Δεν ξέρεις πώς μ’ εξυπηρέτησαν Αφρούλι μου! Τα κόλλησα στο γαμήλιο στεφάνι των παιδιών… είχαν σωθεί οι πέρλες και μου έλειπαν κάνα-δυο για να συμπληρώσω την τρέσα. Έκτακτη έγινε!

Οι συγκεκριμένες «Οικογενειακές ιστορίες» είναι αφιερωμένες με πολλή αγάπη στην Αριστέα. Γιατί έχει καταφέρει να δημιουργήσει -εξ αποστάσεως- μιαν ανοιχτή “Εστία” όπου συνυπάρχουμε πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας (τύφλα να’χει η Χίλαρυ)!
Με χιούμορ, φροντίδα και νιάξιμο, αλλά και με συνέπεια και πειθαρχία στα όρια που η ίδια έχει ορίσει.
Και γιατί στην τελική, οι συναισθηματικοί δεσμοί είναι συχνά πιο ισχυροί απ’ τους δεσμούς αίματος.




Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Το κορίτσι του νυχάδικου


Η Τζίνα είναι υπάλληλος  πολυσύχναστου νυχάδικου. Είχα την ευκαιρία να τη γνωρίσω από κοντά, αλλά τη βλέπω και κάθε πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά μου. Περιμένοντας στο φανάρι της περιοχής, την χαζεύω από μακριά να ετοιμάζει τα σύνεργά της. Συνήθως εκείνη την ώρα, τακτοποιεί τα μπουκαλάκια με τα βερνίκια, καθαρίζει τους νιπτήρες ή εξυπηρετεί ήδη την πρώτη πελάτισσα της μέρας.

Είναι  μικροκαμωμένη και αέρινη.  Από μακριά,  μοιάζει με αραχνοΰφαντη κουρτίνα,  που κινείται κατά τη φορά του ανέμου. Το δέρμα της είναι σχεδόν διάφανο και τα άκρα της είναι ισχνά, αλλά καλοσχηματισμένα. Το μόνο στοιχείο που δίνει όγκο στη φιγούρα της, είναι  οι πορφυρές  μπούκλες της,  που πέφτουν σαν κατακόκκινος καταρράκτης ως τη μέση της. Έχει μάτια υγρά και φλύαρα, που όταν βρίσκουν άλλα μάτια-αποδέκτες, στήνουν αμέσως κουβέντα μαζί τους. Το στόμα της είναι μια μικρή, άγρια ορχιδέα. Άλλοτε διάπλατα ανοιχτή, αποκαλύπτοντας μια σειρά μαργαριταρένια δόντια. Κι άλλοτε σφραγισμένη, έτσι όπως οι οδηγίες της ιδιοκτήτριας το απαιτούν. 
//Δεν μιλάμε, παρά μόνο για τα εντελώς απαραίτητα. Μόνο αν μας απευθύνουν το λόγο, απαντάμε ευγενικά και λακωνικά//

Το λεξιλόγιό της περιλαμβάνει περιορισμένες φράσεις, όπως «Περάστε στο νιπτήρα παρακαλώ». Και γενικά, ό,τι έχει να κάνει με πόδια, νύχια, φτέρνες, κάλους, χρώματα,  βερνίκια και τεχνοτροπίες. Είναι εκπαιδευμένη στο να ξεπετάει ανά μισάωρο την κάθε πελάτισσα.  Και να δέχεται αδιαμαρτύρητα, όλα τα ραντεβού-σφήνες. Η παραγωγικότητά της μετριέται σε ζευγάρια πόδια και χέρια ανά ημέρα, σε  χρόνους και σε σιωπές. Όσο λιγότερο μιλάει κι όσο περισσότερο αποδίδει, τόσο η θέση της γίνεται λιγότερο  επισφαλής για τη σεζόν που τρέχει.

Η Τζίνα δεν είναι παρά ένα αναλώσιμο ανταλλακτικό στη φάμπρικα της ομορφιάς. Ανά πάσα στιγμή, μπορεί να βρεθεί άνεργη και να αντικατασταθεί απ’ την επόμενη «Τζίνα», που περιμένει στην ουρά των άνεργων κοριτσιών. Ακόμα και στις «δύσκολες μέρες»  που τις βγάζει με αναβράζοντα αναλγητικά,  είναι υποχρεωμένη  να παίξει επάξια την παράστασή της. Να καθίσει  στο σκαμνάκι της και να σκύψει στα πόδια που είναι απλωμένα απέναντί της.  Απεριποίητα και ανυπόμονα να δεχτούν τις φροντίδες της.  Να τα πλύνει, να τα τυλίξει στην πετσέτα, να τα περιποιηθεί και να τα χαλαρώσει με τα χάδια και τις μαλάξεις της. Οι κλεφτές ματιές της κινούνται αγχωμένα, ανάμεσα στην αφεντικίνα, στο ρολόι και στην πελάτισσα.  Που συνήθως ξεφυλλίζει αδιάφορα ένα περιοδικό, ή συζητάει με την κάτοχο των ποδιών του διπλανού νιπτήρα.

Η Τζίνα δεν θα αποκτήσει ποτέ ένα πολυσέλιδο βιογραφικό. Που να γράφει το πραγματικό της όνομα «Ευγενία» κι όχι το επαγγελματικό της ψευδώνυμο. Δεν θα νιώσει την αγωνία των συνομηλίκων της, που τούτη την εποχή δίνουν πανελλήνιες  εξετάσεις. Στην καθημερινότητά της, δεν προσμένει τίποτα περισσότερο,  απ’ την εύνοια της ιδιοκτήτριας κι  ένα ευτελές φιλοδώρημα  στο μεταλλικό κουτάκι που υπάρχει για όλα τα κορίτσια στο ταμείο. Ίσως κι ένα βλέμμα κατανόησης απ’ την πελάτισσα που περιποιείται. Ενδεχομένως, να μην της πουν ποτέ πόσο ανακουφιστικά είναι τα χάδια της. Και πόσο όμορφα είναι τα λουλούδια που ζωγραφίζει μ’ ένα μικροσκοπικό πινέλο πάνω στα νύχια. Καμιά πελάτισσα δεν θα αντιληφθεί το καρδιοχτύπι της, την ώρα που της βγάζει με ευλαβική προσοχή τις πλαστικές σαγιονάρες και της φοράει τα πέδιλα. Με χειρουργικές κινήσεις. Να μην χαλάσει το χρώμα. Και διαμαρτυρηθεί η πελάτισσα. Και τα ξανακάνει όλα απ’ την αρχή. Ασετόν, βερνίκι, χρώμα, λουλουδάκι και περίγραμμα. Κι έχοντας χρεώσει το «ποινικό της μητρώο» με μια δυσαρεστημένη πελάτισσα και αρκετή ώρα χασομέρι.
Και δεν θα διαβάσει  ίσως ποτέ, πως οι άνθρωποι που κατέχουν την τέχνη του αγγίγματος, είναι βαθιά μορφωμένοι. 

Σημείωση:  Η ιστορία της Τζίνας είχε πρωτοδημοσιευτεί τον Ιούνιο του ’13 στο παλιό ιστολόγιο που με φιλοξενούσε. Ανασύρθηκε χάρις στη δυνατή μνήμη και στην παρότρυνση της Αριστέας, στην οποία και την αφιερώνω με όλη μου την ευγνωμοσύνη και αγάπη. Από τότε πέρασαν τρία και κάτι χρόνια, τα νύχια όμως εξακολουθούν να είναι το φλέγον θέμα για κάποιες υπάρξεις και η περιποίησή τους το μέσο επιβίωσης για τις απανταχού Τζίνες.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Οι ήρωες που ξεχάστηκαν κι εμείς που κοιμόμαστε ήσυχοι

// Οι καιροί που οι ήρωες κοιμούνταν ήσυχοι κάτω απ' το χώμα τους πέρασαν. Τώρα οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχοι. Γιατί τη θυσία τους δεν την πήραν μαζί τους. Την άφησαν κληρονομιά σ' αυτούς που θάρθουν - όχι για να επαναλάβουν τη θυσία - αλλά για να την κάνουν δύναμη που προλαβαίνει τις τέτοιες θυσίες.

Δεν είναι ανάγκη ο τροχός της Ιστορίας να βουλιάζει μες στο αίμα για να πάει η Ιστορία μπροστά - αν ο Παρθενώνας δεν ξεχάστηκε, δεν πρέπει να ξεχαστεί ούτε το Μακρονήσι. Γιατί οι Χτίστες του ακόμη δεν ξανάσαναν. Αγρυπνούμε πάντα πάνω στο γκρεμό τους με τ' αφτί στημένο κατά τη στεργιά, μην τύχει και πάψει ν' ακούεται η φωνή που χιλιάδες χρόνια ακούεται μες στην Ιστορία:
"Φύλακες Γρηγορείτε, για να μην σας πιάσουν στον ύπνο κείνοι που κυνηγούν τον ύπνο σας!"
Περιμένω κι εγώ μέρα τη μέρα να με μπαρκάρουν. Ξέρω πως είμαι "ναύλος". Όμως δεν περίμενα ήρεμα. Είναι ανώφελο να παρασταίνω εδώ τον άτρομο. Φιλολογία με τον κίνδυνο δεν γίνεται. Το ά γ ν ω σ τ ο έρχεται καταπάνω μου αφηνιασμένο, χωρίς όνομα, χωρίς διαστάσεις. Μακρονήσι δε θα πει τίποτα. Τα νησιά μονάχα τους δεν μισούν, δεν σκοτώνουν. Δεν έχουν κακία. Όλη την κακία την μάζεψαν - αλλίμονο -εκείνοι που απ' τ’ όνομα τους βγήκε η λέξη "α ν θ ρ ω π ι σ μ ό ς".


Ένα βράδυ δεν κοιμήθηκα. Τελείωσα όλα μου τα τσιγάρα και τώρα κάθομαι με τα μάτια ανοιχτά κι αγρυπνώ. Μήπως - αλήθεια φοβάμαι; Σε ποιον να το πω; Όμως ναι, φοβάμαι. Μα μπροστά σε τί; Μπροστά στο θάνατο ή μπροστα στις αμφιβολίες της αθανασίας; Σκέφτηκα ακόμη μια φορά. Σκέφτηκα πολλές ακόμη φορές. Σκέφτηκα σκληρά, βασανιστικά. Κι αποφάσισα. Ναι. Κι εγώ αυτήν αγαπούσα. Αυτήν, την απλή, την αστόλιστη ζωούλα...Που πάει με τα πόδια στο μπακάλη για ν' αγοράσει ψωμί κι ελιές. Αυτήν...Κι όχι την άλλη, κείνην που φιγουράρει στα βιβλιοπωλεία. Τον ήλιο αγαπούσα κι εγώ. Τον ήλιο που ζέσταινε τη ράχη μου. Όχι τα φωτοστέφανα!
....Πού το ξέρω γω πού θα βρίσκομαι αύριο;
Τελευταία οι αποφάσεις παίρνονται απότομα. Καταργήθηκε η γραφειοκρατία. Οι υπουργοί κυβερνούν χειρονακτικά. Με χειρονομίες και σήματα.

"Αποστείλατε  είκοσιν  εκ των  εις χείρας σας κρατουμένων δια να κατηγορηθώσιν ως προδόται και να εκτελεσθώσιν"

Η συντομία μήτηρ πάσης Τυραννίας. Αλλά...Ας σταματήσουμε. Γιατί έφτασε η ώρα να μπούμε στο δεύτερο κύκλο. Να κάνουμε την άγραφη τραγωδία μας γραφτή. Και πρέπει να το κάνουμε τώρα. Όσο ζουν ακόμη τα μάτια κείνα που δεν τα θόλωσε το αίμα ή τα δάκρυα. Υπάρχουν νεκροί όρθιοι που δεν μπορούν να κοιμηθούν αν δε μιλήσουν. Εύκολα που γίνονται όλα στις παλιές τραγωδίες! Έμπαιναν στα βιβλία ή κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Δεν έμπαιναν  στα παπούτσια. Η φαντασία έχει την τάση να πετά, πότε να περπατά με τα πόδια, πολύ περισσότερο να μπαίνει μέσα σε κάτι σόλες που από ώρα σε ώρα κινδύνευαν να βρεθούν στον αέρα. Γι' αυτό, ό,τι κι αν είναι τούτο το βιβλίο - τραγωδία, ελεγεία, κομμός - πρέπει να αποσπασθεί αμέσως από τα χέρια του συγγραφέα του και να παραδοθεί στα χέρια του αναγνώστη.

Το χαρτί λυώνει...Και τα γράμματα γρήγορα σβήνουν, και χάνονται. Λοιπόν ...ας αρχίσουμε. Η μέρα είναι ζεστή. Τα κατοπινά - το πού θα τα εμπιστευθούμε αυτά τα χαρτιά, το πώς θα τα σώσουμε - αυτά είναι δεύτερη έγνοια...//
Ηρώ Κωνσταντοπούλου
Στέλιος Καρδάρας

Ηλέκτρα Αποστόλου

Ιουλία Μπίμπα

Λέλα Καραγιάννη

Ναπολέων Σουκατζίδης

Κατίνα Σηφακάκη
[Το κείμενο είναι απόσπασμα απ’ το βιβλίο του  Μενέλαου Λουντέμη, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα / Σαρκοφάγοι ΙΙ]