[η μαύρη
εκδοχή]
«Μη
περιμένεις την ευτυχία να σου χτυπήσει την πόρτα», μου λέγαν
οι μεγάλες.
«…κυνήγα
τη μοίρα σου μη σε κυνηγήσει εκείνη!»
Ήμουν
η μικρότερη βλέπεις και μου το παίζανε άνετες κι ωραίες. Αυτές είχανε πάντα την
πρωτοκαθεδρία στο σπίτι. Καινούργια ρούχα, μοντέρνα παπούτσια, εξόδους κι
εκδρομές με τις παρέες τους. Εγώ μια ζωή έμενα πίσω γιατί δεν καταδεχόντουσαν
να με παίρνουν μαζί τους. «Τι να το κάνουμε το μυξιάρικο μαζί μας;» λέγανε στη μάνα
κάθε φορά που στολιζόντουσαν για να βγουν. Χτυπιόμουν να με πάρουν έστω μια
φορά μαζί τους στα πάρτι που πηγαίνανε, έκλαιγα γοερά στην εξώπορτα κι αυτές
εκεί… πείσμα και ξιπασιά. Ποτέ δεν μου ψώνισαν δικά μου ρούχα, ποτέ δεν
απόκτησα τα παιχνίδια που λαχταρούσα· με τ’ αποφόρια τους με ντύνανε και τα στραπατσαρισμένα
τους παπούτσια, όταν τα βαριόντουσαν και τα είχαν για πέταμα. Τώρα που το
σκέφτομαι κι εγώ για πέταμα ήμουν, αφού ένα βράδυ πήρε τ’ αυτί μου τη μεγάλη να
λέει στη μάνα μας «το μικρό κατά λάθος το κάνατε ε;». Έφαγε κάτι χαστούκια
ξεγυρισμένα που ακούστηκαν ως το πίσω δωματιάκι που ήμουν χωμένη και διάβαζα.
Το φχαριστήθηκα πολύ εκείνο το ξυλοφόρτωμα, ως το επόμενο πρωί που την είδα
πρησμένη, με τα μάγουλά της μελανιασμένα. Διαμιάς τα ξέχασα όλα κι έτρεξα να την
αγκαλιάσω και να την παρηγορήσω στην αγκαλιά μου. Έκλαψα τόσο πολύ εκείνη τη
μέρα, σαν να τις είχα φάει εγώ απ’ τη μάνα. Καλύτερα να’ δερνε εμένα η
συγχωρεμένη, λιγότερος θα ήταν ο πόνος…
[η
κόκκινη εκδοχή]
Μια
ζωή, παραγκωνισμένη ήμουν. Τα καλύτερα τα είχε η πρωτότοκη, αφού ήταν και το
πρώτο τους παιδί· «η μικρή πριγκίπισσα», έτσι τη φώναζε ο μπαμπάς. Ζούσανε ακόμα
η γιαγιά κι ο παππούς και δεν της αφήνανε χατίρι που να μην της το κάνουνε.
Αυτή είχε τις καλύτερες κούκλες, τα πιο φανταχτερά ρούχα και τα πιο ακριβά
λουστρινάκια. Καιρό τους παρακάλαγα να μου πάρουν ένα ποδήλατο με καλαθάκι μπροστά
που το λαχταρούσα τόσο και λέγανε πως δεν τους φτάνουν τα λεφτά γιατί
περιμέναμε κι άλλο αδερφάκι. Και μόλις ήρθε κι η μικρή, πάει… με ξεχάσανε
εντελώς εμένα. Μόνο να ξεσκατίζω και να βοηθάω τη μάνα με το μωρό με είχανε. Κι
επειδή ήταν καλύτερη μαθήτρια στο σχολείο, δεν έχαναν αφορμή να μου το
κοπανάνε. Μια ζωή να με συγκρίνουν με τη μικρή που είναι άριστη στα μαθήματα
και με τη μεγάλη που είναι σωστή κούκλα· «…ίδια η γιαγιά η Θεανώ η αρχόντισσα, που
στα νιάτα της είχε ξεσηκώσει τις γύρω συνοικίες στη Σμύρνη μαζί με τους
τουρκομαχαλάδες…». Κι έτρεχα εγώ, πότε να μοιάσω της μιας στη
γραμματοσύνη και πότε στην καπατσοσύνη και στο σκέρτσο της μεγάλης. Και τι
κατάλαβα; Μια μαντηλοδεμένη γεροντοκόρη θα καταντήσω στο τέλος…
[η γκρι εκδοχή]
Αυτές
είναι μικρές ακόμα, έχουν καιρό να βρουν τις τύχες τους. Η μικρή καλά τα
κατάφερε, σπούδασε κι είναι ανεξάρτητη. Βέβαια, ας μην ήμουν εγώ να τη φροντίζω
και να βοηθάω τους γονείς μας με τις δουλειές στο σπίτι και θα’ βλεπα τα
καζάντια της. Τυχερή που ήρθε τελευταία, γιατί ήταν στο επίκεντρο της προσοχής μας.
Όλοι την είχαμε σαν τη μικρή μας προστατευόμενη. Και τη μεσαία εγώ τη μεγάλωσα,
κι ας ήμουν μικρό κοριτσάκι ακόμα. Μου φόρτωσαν την ευθύνη της δίχως να ρωτήσει κανείς τους αν
άντεχα τόσο βάρος στις πλάτες μου. Καλά που είχα τις φίλες μου και ξεδίναμε
λίγο τα βράδια γιατί θα είχα τρελαθεί με τόσες υποχρεώσεις πάνω μου.
Μικρομέγαλο με φωνάζανε γιατί ντυνόμουν σαν τη μαμά και μου άρεσαν τα λούσα.
Μεγάλωσα πριν της ώρας μου και φταίνε όλοι τους που έχασα την παιδική μου
ηλικία. Εγώ να τρέχω στο σχολείο να παίρνω τους ελέγχους τους, εγώ στις γιορτές
τους, εγώ να τις παρηγορώ όταν πρωτοείδανε το πρώτο αίμα στο βρακί τους. Η μαμά
μόνο να ξενοδουλεύει για να μη μας λείψει τίποτα. Κι όταν χήρεψε να μου λένε
όλοι πως -σαν πιο μεγάλη που είμαι- πρέπει να τη βοηθάω να μην πάθει τίποτα
γιατί «τι θ’ απογίνετε μοναχά σας τρία κορίτσια;»… Κουράστηκα μωρέ.
Θέλω να κατέβω απ’ τα ψηλά τακούνια που φοράω από μικρή. Ας είχα την τύχη της μικρής
μας και τι στον κόσμο!
[Επίλογος]
«Τελούμε ετήσιο μνημόσυνο στη μνήμη της πολυαγαπημένης
μας μητέρας Αγγελικής…
οι κόρες Θεανώ,
Θεοδοσία και Δόμνα…»
Μέχρι
να ψάλλει το «Δι’ ευχών» ο
παπά-Τιμόθεος δεν είχαν ανταλλάξει πολλές κουβέντες. Είχαν να ειδωθούν καιρό και
στο τελευταίο τους σμίξιμο ειπώθηκαν βαριές κουβέντες. Λες και το φευγιό της μάνας
τους, άνοιξε διάπλατα τη στρόφιγγα στις ψυχές τους κι όλα τα φαρμάκια που είχαν
φυλαγμένα μέσα τους, ξεχύθηκαν με ορμή δυνατού χειμάρρου. Βάδισαν σκυφτές κι
απόμακρες ως το μνήμα της, η καθεμιά μ’ ένα μπουκετάκι λουλούδια στο ένα χέρι
κι ένα μουσκεμένο μαντήλι στο άλλο. Τρεις σκυφτές μαυροφορεμένες φιγούρες σε
διαφορετικά μονοπάτια η καθεμιά, μα με απόλυτο συγχρονισμό στις περπατησιές τους
·λες και κάποιος τους βαστούσε το μέτρο. Η κυρά-Αγγελική τις παρακολουθούσε
βουβή μέσα απ’ την ξεθωριασμένη φωτογραφία στο μαρμάρινο σταυρό, καθώς η
φλογίτσα απ’ το καντήλι τρεμόπαιξε για λίγο κι ένα ανεπαίσθητο φτερούγισμα
ακούστηκε από ψηλά. Η μικρή καθώς λιβάνιζε σκόνταψε σε μια προεξοχή του
διπλανού τάφου και σχεδόν αυτόματα η μεγάλη την αγκάλιασε προστατευτικά, ενώ ταυτόχρονα
η μεσαία έσκυψε στα πόδια της να δει πού χτύπησε. Όλες μαζί ένα ανθρώπινο
κουβάρι, αγκαλιάστηκαν κάτω απ’ το θεόρατο κυπαρίσσι με τον ασπρισμένο κορμό.
Ένα λυγισμένο κλαράκι λευτερώθηκε απ’ το
βάρος του πουλιού που καθόταν στην άκρη του κι ορθώθηκε ξανά στην
επουράνια κορυφογραμμή· σαν μια ιερή ευχαριστία για το άχθος που έφυγε και την
ελπίδα που ζωγράφιζε το χρυσό φως του ήλιου.