και να
μερεμετίσουμε τη χελιδονοφωλιά στο μπαλκονάκι μας•
να καταχωνιάσουμε στα
τρίσβαθα του παταριού
τις χνουδάτες μεγαλοϊδέες
μας
τα κατσιασμένα μας
«Εγώ»
και τα ξεχειλωμένα «Έχω» μας
και το αχολόϊ και
τα «Αμάν» μας...
και να ξεθάψουμε τις
πάνινες λέξεις μας τις ξεχασμένες•
“κλαίω - γελάω
ελπίζω - συγχωράω
νιώθω - αντιστέκομαι
συμπάσχω και
εμπνέομαι
πέφτω και σηκώνομαι
ζω!”
Να τις λιάσουμε
σαν ασπρόρουχα
να ξετσαλακωθούν επιτέλους
να ξαναμπούν σπίτι
μας
παρέα να κάτσουμε στο
τραπέζι
να κόψουμε της
ζωής το πρόσφορο•
«Από καρπού σίτου, οίνου και ελαίου
αυτών ενεπλήσθημεν ...» [*]
Στα καρφάκια που
έχουμε μπηγμένα κατάκαρδα
να κρεμάσει ξανά η
μάνα τα υφαντά μπρισίμια της
«Κι αυτό θα περάσει»
και να φυτέψει την
ευχή της
στη μέση μιας
αυλής
σπορά για τους
επόμενους
“σπουργίτες”...
Το 15ο Συμπόσιο Ποίησης της Αριστέας μας,
καλωσόρισε την άνοιξη με την πιο ωραία λέξη: ΖΩΗ. Την ευχαριστώ απ’ την καρδιά
μου για τη φιλοξενία του Μαγιάπριλου, καθώς και όλους τους φίλους που συμμετείχαν και
σ’ αυτό το Συμπόσιο.
«Να ξετελέψω δα τα χορταρούδια και θα σας εκάμω πιταράκια που σας
αρέσουνε».
Τα χορταρούδια της γιαγιάς που
τότε τα περιφρονούσαμε και ψάχναμε ευκαιρίες να πάρουμε στη ζούλα κανένα
σουβλάκι απ’ το λιμάνι, εκτιμήθηκαν δεόντως με τα χρόνια κι η διατροφική τους
αξία αναγνωρίστηκε πανηγυρικά. Αν η γιαγιά βλέπει από κει πάνω τα πιάτα της να διαπρέπουν σήμερα σαν γκουρμεδιές στο
εξωτερικό, θα σφίγγει το κεφαλομάντηλό της χαμογελαστή και θα μας
κατακεραυνώνει με τη στεντόρεια φωνή της: «Θωρείτε
βρε κοπέλια που σας τα’λεγα τοτεσάς;»
Η γιαγιά δεν είχε χρυσούς σκούφους και καριέρα στην τηλεόραση, ούτε
γράμματα ήξερε, ούτε συνταγές και
πάγκους παρασκευής διέθετε. Τα χόρτα του
τόπου της, ήταν αυτά που κράτησαν ταϊσμένη την οικογένεια στα χρόνια της
γερμανικής κατοχής, συνοδευόμενα σπανίως με κανένα καρβέλι που φυγάδευε με
χίλιους κινδύνους κάποιο απ’ τα εννιά παιδιά της και που αν δεν ήταν η πείνα να
τους έχει κάνει αγριμοπόδαρους, οι γερμαναράδες θα τους είχαν στήσει στο εκτελεστικό
με συνοπτικές διαδικασίες. Από τότε, τα χόρτα και τα βοτάνια της Κρήτης
γινήκανε αγαπημένη συνήθεια και μ’ αυτά γιατροπόρεψε και ανάστησε παιδιά και
εγγόνια.
Τα χορταρούδια της
γιαγιάς, απόκτησαν με το χρόνο πολυδιάστατες χρήσεις και φιλοσοφικές
προεκτάσεις. Τα αγριόπρασσα, οι καυκαλήθρες και τα μυρώνια, για τσιγαριαστά τσικάλια
με κατσικάκι. Ο στύφνος, οι βρούβες, τα σταμναγκάθια και οι ασκόλυμπροι,
βρασμένα με λαδάκι και μπόλικο λεμόνι. Οι άγριες αγκινάρες, ωμές με ξυδάκι για
τις νηστίσιμες μέρες της Μεγαλοβδομάδας. Αγριομάραθα, κουτσουνάδες και λάπαθα
για πίτες και γιαχνιστά τσικάλια με χοχλιούς. Ασφόδελους, αμανίτες και
σπαράγγια, για σφουγγάτα στη χόβολη. Και τα θρυλικά γυάλινα βαζάκια της με τα
δίκταμα, τις μαλοτήρες, τ’ αρισμαρί και τα φασκόμηλα, αλφαδιασμένα στο μικρό
ραφάκι της κουζίνας, με μια λευκή δαντελίτσα καρφωμένη στο γείσο, πάντα σ’
ετοιμότητα να προσφέρουν τις θεραπευτικές τους ιδιότητες, συνοδεία θυμαρίσιου
μελιού ή σιροπιού από πετιμέζι. Η “αντιβίωση”
της γιαγιάς αποδείχτηκε αλάνθαστη και αποτελεσματικότατη.
Στα χρόνια της ευδαιμονίας και της πολυφαγίας, η γιαγιά έμεινε πιστή στις
παραδόσεις της. Τα πιάτα της μας περίμεναν πάντα αχνιστά και μοσχομυριστά,
αραδιασμένα πάνω στο λινό τραπεζομάντηλο, όσο αυτή μας καλωσόριζε με τα χέρια
της ορθάνοιχτα στην αυλόπορτα. Η μερίδα της
ήταν πάντα λιγοστή, μα καλοχόρταινε να μας παρατηρεί να γεμίζουμε τις αισθήσεις
και το στομάχι μας με τις λαχταριστές μαγεριές της. Ένα τσούρμο παιδιά τότε, με
τις φανέλες μας ιδρωμένες απ’ το παιχνίδι και τα μάγουλά μας γδαρμένα απ’ την
αλισάχνη, γεμίζαμε τις αποσκευές μας με εικόνες, τρυφερές στιγμές κι αληθινό
νοιάξιμο· η συρμαγιά μας για το μέλλον, που τότε δεν μπορούσαμε να την
εκτιμήσουμε ως της άξιζε.
Κάθε σούρουπο, καθώς
η νύχτα σκέπαζε τρυφερά με το σεντόνι της την πόλη, με προβολέα το φεγγάρι να
φωτίζει το ενετικό κάστρο και υπό την πολύβουη ορχήστρα των τζιτζικιών, η αυλή
της γιαγιάς γινόταν ιερή τράπεζα κι
εμείς μύστες μιας πανάρχαιας τελετής που υμνούσε την αγάπη, το φιλότιμο, την
καθαρή ματιά και το στητό περπάτημα. Κατέβαινε κι ο παππούς απ’ το ουράνιο μεϊντάνι
του, παρέα με τον Φουσταλιέρη που έπαιζε το μπουλγαρί του και πλάι απ’ το
πιθάρι με τη βυσσινιά βουκαμβίλια, χόρευε ο πατέρας με τα χέρια του ανοιγμένα
σαν το Χριστό πάνω στο σταυρό του, με τα βυζαντινά του μάτια δακρυσμένα απ’ την
κατάνυξη «Όσο βαρούν τα σίδερα / αμάν-αμάν βαρούν τα μαύρα ρούχα…».
Ζωντάνευαν
οι διηγήσεις της γιαγιάς για τις παλιές αποσπερίδες, τότε που σχημάτιζαν
μικρούς πύρινους κύκλους από παρέες κι αυτοσχέδια γλέντια, για να ξορκίζουν τον
πόνο τους και να μένουν ενωμένοι σα μια γροθιά απέναντι στον κατακτητή. Με
μοναδικά όπλα το σεβασμό στις ρίζες τους και την επίγνωση του χρέους τους. Παθιασμένοι με το παρόν που τους έλαχε να ζήσουν κι έντιμοι
με την ιστορία που άφηναν πίσω τους.
Η γιαγιά έφυγε στα βαθειά της γεράματα, έχοντας τη συνείδησή της εναργή και
σε πλήρη λειτουργία. Πριν
απαντηθεί με το σύντροφό της στο μπεντένι του Θεού, μας εμπιστεύτηκε τον κωδικό
πρόσβασης στην ευζωία: «Να μη τρώτε μπουνταλές, αμέ μόνο ό,τι σας
πέμπει η μάνα-γη… γιάε, τα χορταρούδια και τα μάθια σας! Ούλα σας τα ορμήνεψα,
ξα σας τώρα!»
Τη γιαγιά τη βλέπουμε τακτικά να ξεκορφίζει με το κρητικό μαχαίρι και το
υφαντό της βουργιάλι τους μπαξέδες του παραδείσου, να στήνει βεγγέρες με το
παρεάκι της και να ροζωνάρει με τους αγγέλους. Εκεί
που τελειώνει η θάλασσα κι αρχινάει η γραμμή τ’ ουρανού, στο φαράγγι των νεκρών στο Ζάκρο, στις
χαραυγές του Φραγκοκάστελου παρέα με τους Δροσουλίτες, στα γκρέμια του
Ψηλορείτη συντροφιά με τους Κουρήτες που φυλάνε ακόμα τα περάσματα των θεών ως
το ξωκλήσι της Παναγιάς στην αετοφωλιά του Μέρωνα, εκεί που δραπετεύουν οι
θνητοί αφήνοντας πίσω τις πολύτιμες κληρονομιές τους.
Ένα κερί αναμμένο στη μνήμη τους να σιγοκαίει την προσδοκία μας. Πως θα μυρίζουν βασιλικούς και μαντζουράνες οι
χειμώνες μας, πως θ’ ακούγονται τα βήματά τους στα κεφαλόσκαλα, πως τα λόγια
τους θ’ ανθίζουν στους χωματένιους δρόμους, θα βγάζουν αγριοφράουλες και
δυόσμους και θα καθόμαστε αντάμα στα γιορτινά τραπέζια, να υψώνουμε ποτήρια και
να καλοπιάνουμε τα σύννεφα στ’ Αστερούσια, να παραμερίζουν για λίγο τα
περάσματά τους, να κοινωνούμε μαζί τους το πρώτο κρασί του βαρελιού και τα
καζανέματα και τα γλέντια στις απάνω γειτονιές.
[Φιλοξενήθηκε στο ΑΝΕΜΟΛΟΓΙΟ του Γιώργου Ιατρίδη, τον οποίο
ευχαριστώ θερμά!]
Και
παίκτες έχει, απ’ αυτούς του ορίτζιναλ όμως, που δεν τραβαγιάρουν για μια τηλεθέαση,
αλλά για ένα μεροκάματο.
Κυριακή
πρωί στο παζάρι του Σχιστού. Ένα εμπριμέ
ποτάμι από ανθρώπους, πάγκους και πραμάτειες. Ένας δρόμος που μετράει σχεδόν
τρία χιλιόμετρα, με κάθε λογής προϊόντα προς πώληση. Από αυτοκίνητα μέχρι ωδικά
πτηνά. Απ’ την αρχή της διαδρομής, ακουγόταν πίσω μας μια στεντόρεια
φωνή που τραγουδούσε λαϊκά τραγούδια, συνοδευόμενη από ένα
ακορντεόν. Ο νεαρός κάτοχος της φωνής,
διέσχιζε με σταθερό βηματισμό το δρόμο, παίζοντας ασταμάτητα τις νότες του
και τραγουδώντας το ένα τραγούδι μετά το
άλλο. Έκανα στην άκρη για να περάσει, όταν διαπίστωσα πως βάδιζε σαν
κουρντισμένος σε μια τυφλή ευθεία και ξαφνιάστηκα στη δεύτερη διαπίστωση· είχε
πρόβλημα όρασης, ωστόσο περιδιάβαινε με άνεση το παζάρι σαν να ήξερε με
ακρίβεια τη διαδρομή, τραγουδώντας ασταμάτητα και συγκρατώντας στο ένα του χέρι
ένα πλαστικό ποτηράκι για τα κέρματα. Ήταν μια αλλόκοτη σκηνή, σαν αυτές που
νιώθεις πως είσαι σε λάθος διάσταση, πως αυτό που βλέπεις κι ακούς, θα ταίριαζε σε μια μουσική σκηνή κι
όχι στους δρόμους ενός παζαριού. Όχι πως είχε ανάγκη το μικρόφωνο, ο άνθρωπος
ήταν μια κινητή ορχήστρα από μόνος του και η φωνή του ήταν σκάλες καλύτερη από επαγγελματίες
τραγουδιστές που απολαμβάνουν την άνεση της πίστας και την αποθέωση του κοινού
τους.
Στην
επιστροφή τον συναντήσαμε σε μια υπαίθρια ψησταριά, να δέχεται τα κεράσματα
μιας παρέας. Με το βλέμμα του υψωμένο στον ουρανό κι ένα γαλήνιο χαμόγελο
ευγνωμοσύνης, σήκωνε το ποτήρι του προς όλες τις κατευθύνσεις . Ύστερα από λίγο
ζαλώθηκε τ’ ακορντεόνκαι πριν πιάσει
πάλι τις νότες του, μας άνοιξε διάπλατα τα παραθυρόφυλλα της ψυχής μας για να μπει το φως του:«Παιδιά… την υγειά μας να’χουμε κι όλα θα γίνουν!..»
Ψάχνοντας
αργότερα στο διαδίκτυο, βρήκα τον Αντώνη τον Μερακλή, που βλέπει όσα δεν μπορούμε να δούμε όλοι εμείς οι
ανοιχτομάτηδες· που σπούδασε μουσική και διαβάζει βιβλία, που οργώνει τις
αγορές για να κερδίσει αξιοπρεπώς ένα μεροκάματο, που θαυμάζει τον Γονίδη και
ονειρεύεται τη μέρα που θα παρατήσει το δρόμο και θα βρεθεί σε μια μουσική σκηνή. Αξίζει το χρόνο
και τον κόπο μας αυτό το σύντομο βίντεο, με μια συνέντευξή του σε πρωινή
εκπομπή. Προσέξτε την αντίδρασή του όταν ερωτάται πώς θα νιώσει την πρώτη μέρα
που θα βρεθεί σ’ ένα μουσικό στέκι…
Παρά
τις υποσχέσεις της παρουσιάστριας βέβαια, ο Αντώνης συνεχίζει να παίζει στους
δρόμους και να χαραμίζει το καταπληκτικό του ταλέντο, την ψυχή και το πάθος που
έχει για το τραγούδι. Υπάρχουν κι άλλα βίντεο με τον Αντώνη, σ’ ένα απ’ αυτά
τον επισκέπτεται σπίτι του το ίνδαλμά του ο Γονίδης και του κάνει τη μεγάλη
έκπληξη. Ίσως να έχει ήδη καταφέρει να έρθει πιο κοντά στο όνειρό του, ίσως και
όχι. Όπως κι ίδιος έχει διαπιστώσει άλλωστε, η πίστα σήμερα θέλει τσαχπινιά και
καλή εμφάνιση, η φωνή και το ταλέντο δεν αρκούν.Εκείνο που δεν μπορούμε όλοι εμείς να
καταλάβουμε, είναι τι χρώμα έχουν τα όνειρά του.Ίσως και να είναι λιγότερο γκρίζα απ’ τα δικά
μας…
Στην
προσωπική μου κλίμακα, αυτό το παιδί είναι ο απόλυτος νικητής του ριάλιτι που
λέγεται ζωή και ανθρώπινη δύναμη. Ο Ιρλανδός συγγραφέας C. Lewis είχε πει: «Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: αυτοί που λένε στο Θεό “γενηθήτω
το θέλημά σου” κι αυτοί που τους λέει ο Θεός “καλά, κάνε ό,τι νομίζεις”.
Κι ο Αντώνης κάνει αυτό που γουστάρει. Και το κάνει έντιμα και παλληκαρήσια. Μπορεί να μην κατακτήσει ποτέ τη showbiz, αλλά
έχει καταφέρει το ακατόρθωτο. Να μας ξεναγεί σταδικά του φωτεινά μονοπάτια, αυτά που ούτε καν
μπορούσαμε να φανταστούμε ότι υπάρχουν.
Ευγένιος Ντελακρουά, Επεισόδιο του ελληνικού αγώνα, λάδι σε μουσαμά
Σκέφτηκα να σου µιλήσω για τονΚαραϊσκάκη,
Αλλά το µυαλό σου θα πάει στογήπεδο.
Σκέφτηκα να σου µιλήσω για το21,
Αλλά ο νους σου θα πάει στηνΟρίτζιναλ.
Συλλογίστηκα πολύ, για να καταλήξω αν αξίζει να σε ταλαιπωρήσω για κάτι τόσο
µακρινό, τόσο ξένο.
Δύο
αιώνες πίσω κάποια γεγονότα… Τι να λένε σε σένα; Σε σένα που βιάζεσαι να φύγεις.
Να πας για τσιγάρο, για καφέ ή για κάτι άλλο.
Θα
σου µιλήσω λοιπόν προσωπικά. Εγώ ο δάσκαλος που δούλεψα ένα χρόνο σε αυτό το σχολείο και σε δεκαπέντε µέρες φεύγω για αλλού...
Σε σένα που είσαι εδώ ένα, δύο, τρία,
ή και περισσότερα χρόνια…
Θα σου µιλήσω σταράτα,
για να σου εκφράσω δυο σκέψεις µου.
Οι µαθητές που συνάντησα µέσα στις τάξεις,
οι µαθητές που δίδαξα φέτος
στη συντριπτική τους πλειονότητα µε σεβάστηκαν,
αν και δεν ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις του µαθήµατος.
Πολλοί όµως από τους υπόλοιπους µαθητές
δε µε σεβάστηκαν, µε προσέβαλαν κατ' επανάληψη.
Με έργα, µε λόγια, µε ύβρεις.
Δείχνοντας ένα χαρακτήρα και ένα ήθος
που µε σόκαρε, που µε έβαλε σε µελαγχολικές σκέψεις.
Αυτό το φαινόµενο αποδεικνύει
πως κάτι σάπιο υπάρχει σ’ αυτό το σχολείο.
Πως εκτός του γνωστικού ελλείμματος
το συγκεκριµένο σχολείο χωλαίνει δραµατικά
και στο ηθικοπλαστικό του έργο,
στη διαµόρφωση δηλαδή των µαθητικών ψυχών και πνευµάτων.
Και η ευθύνη για αυτήν την αποτυχία
είναι ευθύνη αποκλειστικά δική µας,
των δασκάλων σας και των γονιών σας.
Δεν έχουµε κατορθώσει να σας δείξουµε
πως χωρίς αρχές η ζωή σας αύριο θα είναι µια κόλαση.
Πως χωρίς όνειρα και στόχους θα χρειαστείτε υποκατάστατα,
θα καταφύγετε πιθανόν σε επιλογές που θα σας ξεφτιλίσουν,
θα σας κάνουν να σιχαίνεστε τον εαυτό σας,
θα σας γεµίσουν τη ζωή πλήξη και κούραση,
θα σας γεράσουν πρόωρα.
Αν όµως θέλετε µια συµβουλή από ένα δάσκαλο,
σκεφτείτε το παράδειγµα τουΜακρυγιάννη,
που έφτασε αγράµµατος µέχρι τα πενήντα σχεδόν,
για να καταλάβει τότε πως η µόρφωση, η καλλιέργεια
ήταν το όπλο που έλειπε από την προσωπική του θήκη.
Και κάθισε µε πολλή δυσκολία και χωρίς δάσκαλο
και έµαθε πέντε κολλυβογράµµατα,
για να µας πει την ιστορία του βίου του,
το παραµύθι της επανάστασης των υπόδουλων Ρωµιών.
Αυτό το παράδειγµα είναι για σένα το πιο κατάλληλο,
και µπορείς τριάντα χρόνια νωρίτερα από το στρατηγό Μακρυγιάννη
να ακολουθήσεις το δρόµο που εκείνος έδειξε,
το µονοπάτι της καλλιέργειας, το δρόµο της παιδείας,
τη λεωφόρο της προσωπικής σου προκοπής.
Δεν είστε σε τίποτε λιγότερο ικανοί από
τον µπάσταρδο γιο της καλογριάς, τον Γιώργη Καραϊσκάκη.
Ήταν κι αυτός αθυρόστοµος σαν κι εσάς,
αλλά είχε αυτό που από τα αλβανικά µάθαµε σαν µπέσα.
Ήταν πάνω απ´ όλα µπεσαλής. Αυτό
θα 'θελα να έχετε κι εσείς. Υπευθυνότητα, µπέσα, τσίπα.
Να αναλαµβάνετε τις ευθύνες σας.
Να απεχθάνεστε την υποκρισία, να σιχαίνεστε το συµφέρον.
Να µισείτε το ψέµα και την ευθυνοφοßία.
Η αγάπη για τον τόπο του, η λατρεία για την πατρίδα του
ήταν αυτό που χαρακτήριζε τη ζωή του Νικήτα Σταµατελόπουλου,
τουΝικηταρά.
Αγωνίστηκε στη διάρκεια της επανάστασης,
συνέßαλε στην απελευθέρωση της πατρίδας του
κι έπειταφυλακίστηκε,
για να χαθεί σ' ένα στενοσόκακο του Πειραιά,
σχεδόν τυφλωµένος, πάµπτωχος και εγκαταλειμμένος απ’ όλους.
Δε ζήτησε τίποτε από την ελεύθερη Ελλάδα
κι όταν οι γύρω του τον παρακινούσαν να απαιτήσει
από την κυβέρνηση µια πλούσια σύνταξη, απαντούσε πως η πατρίδα τον αµείβει πολύ
καλά,
λέγοντας ψέµατα, για να µην προσβάλει την πατρίδα του.
Είναι
δύσκολο, το κατανοώ, το παράδειγµα του Νικηταρά. Αλλά νοµίζω πως κι εσείς είστε ικανοί για τα δύσκολα,
μπορείτε ν’ ακολουθήσετε το δρόµο της αξιοπρέπειας,
να προσπαθήσετε τίµια και µε αγωνιστικότητα
για εσάς και για το µέλλον της οικογένειας που
αύριο θα κάνετε.
Ξέρω,
καταλαβαίνω, αντιλαµβάνοµαι. Πως σας προτείνωµια διαδροµή ζωής δύσκολη και απαιτητική,
όταν δίπλα σας κυριαρχεί ο εύκολος δρόµος
των γονιών, των δασκάλων, των πολιτικών,
της εποχής στην οποία µεγαλώνετε.
Όµως κάθε εποχή ελπίζει στους νέους της.
Περιµένει από αυτούς να σηκώσουν ψηλά και µε επιτυχία τη σηµαία του αγώνα
και να οδηγήσουν την πατρίδα τους, τον τόπο τους
σε καλύτερες µέρες, σε πιο φωτεινές σελίδες.
Κι όταν βλέπω την εποχή µας
να µαραζώνει χωµένη στην αλλοτρίωση,
να ξεψυχά απ’ την τηλεοπτική ανία,
να µουχλιάζει από το κυνήγι της ευκολίας…
Μόνο σ’ εσάς ελπίζω,
στην ειλικρινή σας διάθεση
ν' αγωνιστείτε,
ν’ αντισταθείτε,
να πολεµήσετε,
να νικήσετε.
Μη µας απογοητεύσετε.
[Οµιλία Δασκάλου για την επέτειο της 25ης
Μαρτίου - 2ο ΕΠΑΛ Αχαρνών]
«Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα την εποχή εκείνη,
πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, γιατί την παιδεία την
κρατούσαν στα χέρια τους οι “τροπαιούχοι του άδειου λόγου”, καθώς είπε ο
ποιητής, που δεν έλειψαν ακόμη. Δεν επαινώ
τον Μακρυγιάννη γιατί δεν έμαθε γράμματα, αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν
του έδωσε τα μέσα να τα μάθει. Γιατί αν είχε πάει σε δάσκαλο, θα είχαμε ίσως
πολλές φορές τον όγκο των Απομνημονευμάτων σε μια γλώσσα, όλο κουδουνίσματα και
κορδακισμούς· θα είχαμε ίσως περισσότερες πληροφορίες για τα ιστορικά των
χρόνων εκείνων, θα είχαμε ίσως ένα Σούτσο της πεζογραφίας, αλλά αυτή την
αστέρευτη πηγή ζωής, που είναι το βιβλίο του Μακρυγιάννη, δε θα την είχαμε. Και
θα ήταν μεγάλο κρίμα».