Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Οι αναμνήσεις μιας σερβάντας [Παίζοντας με τις λέξεις #11]

-      Πήρες το χάπι της πίεσης;
-      Το πήρα.
-      Πάω να φέρω το γιαουρτάκι μας… μα τι κοιτάς τόση ώρα στη σερβάντα χριστιανέ μου;
-      Τη φωτογραφία του γάμου μας… θυμάσαι ρε Χαρικλάκι;
-      Ξεχνιούνται αυτά μωρέ Θόδωρε;
-      Τα ξεθωριάζει λίγο η αχλή του χρόνου, μα εμείς αφήκαμε τις υποθήκες μας Χαρικλάκι μου… θυμάσαι που σε κρυφοκοίταζα κάθε πρωί στο παραθύρι σας κι αγκομαχούσα σαν το γκαζοζέν στο Χασάνι;
-      Εμ, γιατί νομίζεις πως στηνόμουν σα θαλαμοφύλακας πίσω απ’ την κουρτίνα; Περίμενα να φανείς στην άκρη του δρόμου, με τις μπατανόβουρτσες και τους τενεκέδες με τους ασβέστες…θυμάσαι το χάρτινο καπέλο που’χες φτιαγμένο μ’ εφημερίδες;
-      Και με παίρνει πρέφα ο γέρος σου μια μέρα και μ’ αρχίζει στο κυνήγι… «Ρε σατανά, με το Ρίζο στο κεφάλι κυκλοφορείς;…ρε να μας κάψεις θέλεις;…πανάθεμά σε!»
-      Σ’ εκτιμούσε ο σχωρεμένος…μα τι νά’κανε; Έτρεμε τη σκιά του ο φουκαράς… παντού χαφιέδες στη γειτονιά, σαν τις κατσαρίδες βγαίνανε απ’ τα λαγούμια τους οι άτιμοι…
-      Δεν στο’χα πει τότε να μην σε πικράνω, μα τον έπιασα ένα ξημέρωμα στο καρβουνιάρικο του Πολυχρόνη και τον φοβέρισα πως αν δεν σε πάρω, θα πέσω απ’ το βράχο στ’ Ασβεστοκάμινα και το κρίμα στο λαιμό του!
-      Κι εγώ σου΄κρυψα κάτι τότες για να μη στεναχωρεθείς...
-      Τι πράμα ρε Χαρικλάκι;
-      Σίγουρα το πήρες το χαπάκι ε;
-      Εδωνά είν’ το πακέτο, πες εσύ κι αν χρειαστεί παίρνω ολάκερη την καρτέλα.
-      Θυμάσαι τη μαντάμ Ζωρζέτ που δούλευα στο ραφτάδικό της;… ένα πρωινό πριν φύγω απ’ το σπίτι, του λέω αποφασισμένη: «Πατέρα, αν δε δώκεις την ευκή σου να στεφανωθώ το Θόδωρο, φεύγω για το βουνό». Αφήνιασε ο χριστιανός: «Μωρή με τους κατσαπλιάδες θα πας;… θα σας κρεμάσουν με συρματόσχοινο οι χωροφυλάκοι… και τη φαμίλια σου δε τη σκέφτεσαι;… αν γλυτώσουμε τ’ απόσπασμα, θα τό’βρουμε απ’ το κονσερβοκούτι!»
-      Ρε τον άτιμο το γέρο!... ώστε γι αυτό μου’ρθε με την ουρά στα σκέλια κείνο το βράδυ; «Θοδωρή παιδί μου, κοίτα ν’ αλλάξεις μυαλά γιατί σας βλέπω για γαμήλιο ταξίδι στον Άη-Στράτη...άμε τώρα να κονομήσεις κουστουμιά και κάνα μπαλωμένο πατούμενο κι έλα σπίτι να τήνε ζητήσεις σαν άντρας».
-      Αλήθεια βρε Θόδωρε, πώς το ξετρύπωσες κείνο το φράκο με το ημίψηλο;
-      Θυμάσαι τον ξάδερφο που γυρνούσε με τα μπουλούκια στα χωριά, παριστάνοντας τον Μέγα Μάγο; Μέγας πειναλέος ο φουκαράς, είχε  φάει το λαγό, κάτι περιστέρια που τα’βγαζε απ’ το ημίψηλο, παραλίγο να φάει και το καπέλο στο τέλος…του ξηγήθηκα λοιπόν λίγο χαρουπάλευρο  και μια χούφτα σταφίδες, με τη συμφωνία να μου δανείσει τη στολή του για ένα βράδυ.
-      Ώστε έτσι λοιπόν...εσύ με δανεικό φράκο κι εγώ με τη χασεδένια κουρτίνα που βρήκα στο μπαούλο της μάνας μου και την έραψα νυφικό σ’ ένα βράδυ...
-      Ξέχασες την προίκα μας Χαρικλάκι, τη γκαζιέρα και τη μπακιρένια μπραγάτσα… θυμάσαι το τραπέζι του γάμου μας;
-      Πώς δε θυμάμαι!... με το φράκο και το ημίψηλο, να ρουφάς τη μπομπότα με ριζάρια και κρεμμυδόφυλλα!...
-      Και δεν υπήρχαν και κολονάτα τότες… σήμερα που τα’χουμε, σκονίζονται στη σερβάντα… 


Η σερβάντα του Θοδωρή και της Χαρίκλειας, είχε την τιμή να φιλοξενηθεί στον 11ο κύκλο του "Παίζοντας με τις λέξεις" στο ζεστό στέκι της Μαρίας μας (mytripsonblog). 
Η ιστορία του ζευγαριού, είναι φτιαγμένη από μικρά κομμάτια αληθινών ιστοριών• από αφηγήσεις συγγενών και φίλων για τ’ άγρια χρόνια που πέρασαν.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν πως, παρά τα πέτρινα χρόνια που βίωσαν, τα λόγια τους πάντα διανθίζονται με χιούμορ, έστω και πικρό• είναι όλοι τους με γαληνεμένη τη μνήμη, καθαρή τη συνείδηση και τακτοποιημένο το θυμό τους.
Τα εισιτήρια δηλαδή για την αθανασία.

Ευχαριστώ πολύ την Μαρία μας για τις φροντίδες της κι όλους τους φίλους που συμμετείχαν, αξιολόγησαν και συντρόφευσαν.
Στο επανιδείν κι ας μην αφήνουμε κανέναν να μας κλέψει τo γέλιο μας! 

Κυριακή 23 Απριλίου 2017

Όταν η δημοκρατία πέθανε στην κοιτίδα της (*)

«Καλωσήρθατε στο Νταχάου της Αθήνας»
Το καλωσόρισμα στο κολαστήριο της ΕΑΤ-ΕΣΑ στο πάρκο Ελευθερίας απ’ τον πρόεδρο του ΣΦΕΑ (Συνδέσμου Φυλακισθέντων Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974) Κώστα Μανταίου. Η βαριά ξύλινη πόρτα ανοίγει και μας αποκαλύπτει τους χώρους «φιλοξενίας» των πολιτικών κρατουμένων που πέρασαν απ’ αυτό το κολαστήριο. Η εμβληματική προτομή του αγωνιστή Σπύρου Μουστακλή στον προαύλιο χώρο, μας είχε ήδη προετοιμάσει ψυχολογικά γι αυτά που θα αντικρίζαμε. Τα δωμάτια βασανισμού, οι κατάλογοι ονομάτων, οι νεκροί, πρωτοσέλιδα από εφημερίδες εποχής, οι τοίχοι που έχουν ακόμα φυλαγμένες τις μαρτυρικές ανάσες των ηρώων στις ρωγμές τους, τα αντικείμενα που έφτιαχναν οι εξόριστοι, τα γράμματα στους δικούς τους, φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα, μπροσούρες, πολύγραφοι και παράνομα έντυπα.

Το Μουσείο Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης,  επισκέπτονται σχολεία –κυρίως στην επέτειο του Πολυτεχνείου- αλλά στην πλειοψηφία τους τα παιδιά δεν γνωρίζουν τίποτα γι αυτή τη μαύρη περίοδο της ιστορίας μας. Όπως μας είπε ο κ. Μανταίος, έχουν γίνει αλλεπάλληλα αιτήματα στο υπουργείο παιδείας, να προστεθούν κεφάλαια με ιστορικό υλικό στα σχολικά βιβλία. Μάταια όμως. Με το πρόσχημα να μην πυροδοτούμε τα παλιά μας εθνικά μίση, είναι προτιμότερο να μην αναμοχλεύουμε την ιστορία. Μ’ αυτή τη λογική, ας μην μαθαίναμε για την  επανάσταση του ’21 ή το ένδοξο έπος του ’40 (που κι αυτό στρεβλά το διδαχτήκαμε).

«Μετά από 128 μέρες στην απομόνωση, γυρίζοντας πίσω στη φυλακή νόμιζα πως λευτερώθηκα. Μου’φερνε λίγο φαγάκι η μάνα μου και δε μπορούσα να το φάω, το χάιδευα συγκινημένος, γιατί ήταν απ’ τα χεράκια της. Έβλεπα απ’ το παράθυρο της φυλακής τη γειτονιά μου, τους δρόμους που παίζαμε, θυμόμουν τους παλιούς έρωτες στα φοιτητικά χρόνια κι έτσι κρατήθηκα όρθιος…» μας διηγήθηκε βουρκωμένος ο κ. Μανταίος.

Για την ιστορία: απ’ το κτίριο αυτό «πέρασαν» χιλιάδες αγωνιστές, που αφού βασανίστηκαν βάναυσα και ανακρίθηκαν, παραπέμφθηκαν σε στρατοδικείο κι από εκεί στις φυλακές ή τις εξορίες. Ανάμεσά τους επώνυμοι και ανώνυμοι αγωνιστές, στρατιωτικοί και πολίτες, άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και επαγγέλματος. Τα κτίρια του πρώην στρατοπέδου Ε.Α.Τ.-Ε.Σ.Α. έχουν παραχωρηθεί, ως προς την χρήση, στον Σ.Φ.Ε.Α. 1967-1974, στο Δήμο Αθηναίων και στο Μουσείο «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».

Με την ευχή να μην γκρεμιστεί άλλο ιστορικό μνημείο όπως έγινε με το περίφημο Εφηβείο Αβέρωφ –προορισμένο αρχικά για την αναμόρφωση ανηλίκων- μετέπειτα Φυλακές Αβέρωφ· στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο Άρειος Πάγος, όπου μόνο μια λιτή μαρμάρινη στήλη στο προαύλιο θυμίζει ότι «Στο χώρο αυτό λειτούργησαν επί δεκαετίες οι Φυλακές Αβέρωφ. Αιωνία η μνήμη στου Έλληνες και Ελληνίδες που κρατήθηκαν και θυσιάστηκαν στις Φυλακές».
Γιατί εκτός απ’ τα αρχαία μας μνημεία που μας κάνουν υπερήφανους, υπάρχουν και τα μαύρα κληροδοτήματα της σύγχρονης ιστορίας μας. Πέρα απ’ την κατάφορη προσβολή των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, τις διώξεις και τα εγκλήματα, κληρονομήσαμε μνημεία σαν τη θρυλική ταράτσα της Μπουμπουλίνας, τα νησιά εξορίας, τους τοίχους εκτελέσεων και τα μπουντρούμια της απομόνωσης και των βασανιστηρίων. Κληρονομήσαμε και την προδοσία της Κύπρου που ακόμα βολοδέρνει στα σαλόνια των ευρωπαϊκών χωρών χωρίς ουσιαστικές προοπτικές για την οριστική λύση του προβλήματος.

Επίσης για την ιστορία: Μετά την πτώση της χούντας κατατέθηκαν μηνύσεις εναντίον 150 αστυνομικών-βασανιστών. Ωστόσο το μαχαίρι της αποχουντοποίησης δεν έφτασε στο κόκκαλο και τελικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου οδηγήθηκαν μόλις 16. Απ’ αυτούς, άλλοι αθωώθηκαν απ’ τα Εφετεία και άλλοι καταδικάστηκαν για απλές σωματικές βλάβες, ενώ τους επιβλήθηκαν εξαγοράσιμες ποινές. Ακόμη και τα ηγετικά μέλη της ΕΣΑ (Χατζηζήσης, Θεοφιλογιαννάκος, Πέτρου) που δικάστηκαν από στρατοδικείο και καταδικάστηκαν, δεν εξέτισαν το σύνολο της ποινής τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη διάρκεια των δικών τους οι βασανιστές αντέκρουσαν όλες τις κατηγορίες και δήλωσαν ότι έκαναν απλά το καθήκον τους. Παρά τις μαρτυρίες των θυμάτων, κανένας αστυνομικός της Ασφάλειας δεν έδειξε μετανοημένος. Ούτε ένας δεν παραδέχτηκε έστω μια πράξη βίας. «Τα βασανιστήρια είναι απαραίτητα για την προστασία του πολιτισμού μας» δήλωνε σε δικηγόρο της Διεθνούς Αμνηστίας ένας από τους ηγέτες της Χούντας, η οποία, σύμφωνα με στρατηγό του αμερικάνικου Πεντάγωνου, «ήταν, που να πάρει ο διάολος, η καλύτερη κυβέρνηση μετά τον Περικλή!».


(* Τίτλος άρθρου του e-περιοδικού Spiegel, με την ευκαιρία συμπλήρωσης μισού αιώνα απ’ το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967)

Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Με δανεικό βεγγαλικό

Γι αυτούς που η νηστεία είναι από ανάγκη κι όχι από θρησκευτική επιλογή…
Γι αυτούς που καθόλου δεν ανησυχούν μην βάλουν παραπανίσια κιλά την περίοδο των γιορτών…
Γι αυτούς που δεν θα ζήσουν -ίσως ποτέ- μια εορταστική απόδραση στο γραφικό Γαλαξίδι ή σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί…
Γι αυτούς που δεν αγωνιούν πόσα μποφόρ θα φυσάει στο Αιγαίο τις παραμονές των γιορτών ή αν εξελίσσεται ομαλά η κίνηση στις εθνικές οδούς…
Γι αυτούς που αδιαφορούν για τις τιμές του οβελία ή της γαλοπούλας ή το κόστος του γιορταστικού τραπεζιού…
Γι αυτούς που δουλεύουν ανήμερα του Πάσχα για να πάρουν το επιπλέον 75% του ημερομισθίου τους…
Ή γι αυτούς που δουλεύουν σ’ όλα τα ανήμερα γιατί πρέπει να εξυπηρετήσουν τους υπόλοιπους που απολαμβάνουμε τις αργίες…
Γι αυτούς που σηκώνουν ισοβίως το σταυρό της επιβίωσης, δίχως να ελπίζουν σε κάποια επικείμενη Ανάσταση…
Γι αυτούς που τα πυροτεχνήματα μιας Ανάστασης ή μιας Πρωτοχρονιάς, ηχούν σαν ανελέητοι βομβαρδισμοί στα μοναχικά τους σπίτια, ή στα δωμάτια που φιλοξενούν τις κουρασμένες τους υπάρξεις…
Γι αυτούς που σπρώχνουν ευγενικά τις γιορτές απ’ το κατώφλι τους, γιατί οι γιορτές θέλουν στολίδια και δώρα, θέλουν τις κατσαρόλες γεμάτες και τους φούρνους να ψήνουν αφράτα τσουρεκάκια και θέλουν και παιδάκια χαρούμενα να πλάθουν κουλουράκια με τις μαμάδες τους, θέλουν σπίτια να μυρίζουν ήλιο κι αλεύρι για όλες τις χρήσεις και θέλουν καινούργια παπούτσια και κάρτες αλλαγής και λαμπαδόκουτα και σακούλες γεμάτες να πηγαινοέρχονται στους δρόμους, θέλουν, και τι δε θέλουν οι άτιμες…

Κι άντε να εξηγήσεις στο Λενάκι να μην ανησυχεί, γιατί βγαίνουμε σταδιακά απ’ την κρίση και πως το χρέος είναι ένα τικ βιώσιμο, σε αντίθεση με τον μπαμπά που έσκασε απ’ τη στεναχώρια του γιατί έμεινε άνεργος και πως η μαμά δε γινόταν να είναι κοντά της το βράδυ της Ανάστασης γιατί είχε βάρδια λάντζα στην οικογενειακή ταβέρνα «Η ωραία Ελλάς» και πως τα βεγγαλικά που άκουγε μοναχή της τα μεσάνυχτα απ’ την κοντινή εκκλησία, ήταν για μια Ανάσταση που δεν την αφορά ακόμα…
Και πως το δικό της βεγγαλικό, θέλει πολλές σταυρώσεις ακόμα για να λάμψει.

«Χρόνια πολλά κοριτσάκι μου, να προσέχεις μέχρι να γυρίσω… θα φέρω και λίγη μαγειρίτσα να φάμε παρέα το πρωί… σ’ αφήνω, έχω πολλή δουλειά απόψε… σ’ αγαπώ πολύ…»

Ένα κοριτσίστικο βλέμμα κολλημένο στο τζάμι του παραθύρου. Ο ουρανός να σκίζεται από πολύχρωμα βεγγαλικά κι οι καμπάνες να παιανίζουν χαρμόσυνα την ανάσταση του Χριστού.

Καρφώνει τα μάτια της ψηλά. «Να έχω κι εγώ ένα βεγγαλικό σε παρακαλώ; Μόνο ένα…»

φωτογραφία: https://birdemetutopya.tumblr.com/

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Η θυσία [Πασχαλινή ιστορία]

Μια φορά κι έναν καιρό –πάνε τώρα χρόνια– μια σκοτεινή κι αλλόκοτη βραδιά, ο Χριστός κατέβηκε στον κόσμο. Πρώτη φορά κατέβαινε στη γη, και μοναχός Του βάδιζε στην τύχη· ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό, ένα δρομάκι ήσυχο φαι­νότανε μπροστά Του, ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει. και καθώς πήρε το δρομάκι εκείνο, βγήκε προς τη μεριά της Ιουδαίας. Φορούσε ρούχα ταπεινά κι απλά, κι ακουμπούσε μαλακά σ’ ένα κλαρί, που μόλις το ’χε κόψει μέσ’ στο δάσος· δε μπορούσε κανείς να Τον γνωρίσει κι από τίποτα, εξόν απ’ τα μεγάλα Του τα μάτια, που φέγγανε γλυκά μέσ’ στο σκοτάδι, σα δυο μεγάλα σιωπηλά φεγγάρια· έμοιαζε τώρα σαν προσκυνητής, από κείνους που ξεκινάν για τόπους μακρινούς, και ζούνε διακονεύ­οντας στο δρόμο το ψωμί τους. Τα ρόδα τ’ ανοιξιάτικα μοσκοβολούσαν τώρα. Γύρω ήταν απλω­μένη ησυχία· τ’ άστρα φεγγοβολούσανε ψηλά, με τα γλυκά τρεμου­λιαστά τους φώτα.

Κι έτσι που περπατούσε αφαιρεμένος, βυθισμένος πάντα μέσ’ στις σκέψεις Του, είδε άξαφνα, στο στρίψιμο του δρόμου, ένα πλήθος άλλα φώτα που βαδίζανε, και φτάναν τώρα όλα μαζί, σαν ένα μεγάλο αστερισμό· τράβηξε τότε προς αυτά τα φώτα, μαντεύοντας πώς σίμωνε σε κάποια πολιτεία. Κι αληθινά, εκεί, σ’ αυτό το μέρος, ήτανε μια μεγάλη πολιτεία που, καθώς πλησίαζε, μεγάλωνε, κι άρχιζε πια να ξεχωρίζει και τα σπίτια της: ήταν όλα γύρω φωτισμένα κι ήταν παντού η ίδια φωταψία, σάμπως να γινόταν πανηγύρι· ερχό­ταν, όσο σίμωνε, στ’ αυτιά Του, το βουητό και των ανθρώπων οι φωνές. Κι όταν έφτασε ακόμα πιο σιμά, είδε να προβάλουν από πέ­ρα, ένα πλήθος άνθρωποι που φώναζαν, και βαστούσαν πέτρες και κοντάρια, κι αναμ­μένους κόκκινους δαυλούς· ήταν άντρες, γυ­ναίκες και παιδιά, και φώναζαν μαζί, και βλαστημούσαν, και χτυπούσαν τον αέρα με τις βέργες, σκούζοντας ώρες-ώρες σαν τρελοί.
Κι όταν άρχισε να βλέπει πιο καλά, είδε, μπροστά, να περπατάνε στρατιώτες, με λόγχες, με λοφία και με κράνη· κι είχανε στη μέση κάποιον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος αυ­τός ήταν ξυπόλητος, όλο κουρέλια γύρω κι ελεεινός· στα μαλλιά του είχανε βάλει ένα στεφάνι αγκάθια και τσουκνίδες, και κουβαλούσε μ’ αγωνία κάποιο ξύλο.

Τα μάγουλα του ήταν γδαρμένα κι όλο αίματα, γιομάτα χώματα, φτυσιές κι ακαθαρσίες. Και το πλήθος γύρω του βοούσε, σα θά­λασσα φριχτή κι ανταριασμένη. Και των πυρσών οι κόκκινες αν­ταύγειες, φωτίζανε παράξενα τα σπίτια, κι έκαναν να χορεύουν οι σκιές, μεγαλωμένες των ανθρώπων οι σκιές, στους φωτισμένους τοίχους, γύρω-γύρω. Τότε ο Χριστός, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, πήγε σ’ έναν άνθρωπο σιμά, που πήγαινε κι αυτός μαζί, τραβών­τας τα μαλλιά του, –και γύρεψε να μάθει τι συμβαίνει.

Κι αυτός Του είπε, σκύβοντας στ’ αυτί του:
"Είν’ ένας προφήτης –δεν τον ξέρεις;– είν’ ένας προφήτης ξακουστός: ήρθε στον κόσμο για να φέρει την αγάπη· μ’ αυτοί δεν τον κατάλαβαν διόλου, γιατί μιλούσε λόγια των Αγγέλων. Κι οι βασιλιάδες οι τρανοί τον φοβηθήκανε, και δώσαν προσταγή να τον κρεμάσουν· και τώρα πάνε για να τον κρεμάσουν…"

Και καθώς μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε ποτάμι.
Κι ο Χριστός, μπήκε τότε μέσ’ στο πλήθος, και θέλησε να ιδεί στο πρόσωπό του· και καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνία, μπό­ρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και κείνος τότε σήκωσε τα μάτια και Τον κοίταξε.

Κι όλος ο κόσμος έσβησε τριγύρω κι ο Χριστός, τίποτ’ άλλο πια δεν έβλεπε, παρά τα φοβερά εκείνα μάτια. Και μοιάζανε σα δυο λυγμοί χαράς. Και λέγανε τα μάτια εκείνα τώρα: «Είμαστε το τραγούδι της Αγάπης, και το τραγούδι της Αθανασίας -και δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο- τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη· τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη!»  Κι αυτά τα μάτια δε σφαλνούσανε ποτέ, κι έλαμπαν απ’ το φως τού μαρτυρίου…

Κι ο προφήτης σκόνταψε και τρέκλισε, γιατί και κείνος γνώρισε τα μάτια του Χριστού, κι έπεσε χάμου, με τα μούτρα μέσ’ στο χώμα. Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι, και τον τραβούσαν για να σηκωθεί –μέσ’ στις φωνές και μέσ’ στη φασαρία– βρήκε την ευκαιρία ο Χριστός, και παίρνοντας στην πλάτη του το ξύλο, μπήκεν Αυτός στη θέση του προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν τον ήξερε, εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας –τράβηξεν ίσια για να σταυρωθεί…

Και κατόπι απ’ την Ταφή κι απ’ την Ανάσταση –καθώς τη διετήρησε η παράδοση κι οι μαρτυρίες των τεσσάρων Αποστόλων– ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύρισε ξανά στον ουρανό, πήγε κατευθείαν στον Πατέρα Του, και τον βρήκε που μιλούσε μ’ έναν Άγγελο.
-        Γιατί το έκανες αυτό; του λέει τότε εκείνος αυστηρά.
-        Δεν ξέρω αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.

Και δυο μεγάλα δάκρυα λαμπρά, ήταν έτοιμα να στάξουν απ’ τα μάτια Του.
-        Θα μου κάνεις άλλοτε τη χάρη, να μην ανακατώνεσαι διόλου στις μικροϋποθέσεις των ανθρώπων του ξαναείπε πάλι ο Θεός. Αυτές οι καλοσύνες να σου λείπουν…
Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την κουβέντα που είχε με τον Άγγελο.

 Πασχαλινό διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, δημοσιευμένο στις 19 Απριλίου 1925 στο ποιοτικό περιοδικό ποικίλης ύλης «Μπουκέτο», με το οποίο συνεργαζόταν ο Λαπαθιώτης εκείνη την περίοδο.

Εύχομαι ειλικρινά να μην χρειαστεί να Τον ξανασταυρώσουμε για να γιορτάζουμε αργότερα την Ανάστασή Του. Τον προσωπικό μας «μάρτυρα», «προφήτη», καλό ή κακό εαυτό, τον εχθρό ή το φίλο μας, όποιον συναντήσουμε τέλος πάντων στην προσωπική μας διαδρομή και κουβαλάει ένα σταυρό στην πλάτη του. Κι αν ακόμα αποδειχτεί πως δεν είναι σταλμένος εξ ουρανού, εμείς ωστόσο θα έχουμε βάλει ένα χεράκι να καθαριστούν και αναπλαστούν οι σύγχρονοι «Γολγοθάδες».

Με γαλήνη και αγάπη να περάσουν κι αυτές οι γιορτές!

[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]