-
Πήρες το χάπι
της πίεσης;
-
Το
πήρα.
-
Πάω να φέρω το
γιαουρτάκι μας… μα τι κοιτάς τόση ώρα στη σερβάντα χριστιανέ μου;
-
Τη φωτογραφία
του γάμου μας… θυμάσαι ρε Χαρικλάκι;
-
Ξεχνιούνται
αυτά μωρέ Θόδωρε;
-
Τα ξεθωριάζει
λίγο η αχλή του χρόνου, μα εμείς αφήκαμε τις
υποθήκες μας Χαρικλάκι μου… θυμάσαι που σε κρυφοκοίταζα κάθε πρωί στο παραθύρι σας
κι αγκομαχούσα σαν το γκαζοζέν στο Χασάνι;
-
Εμ, γιατί νομίζεις
πως στηνόμουν σα θαλαμοφύλακας πίσω απ’ την κουρτίνα; Περίμενα να φανείς στην
άκρη του δρόμου, με τις μπατανόβουρτσες και τους
τενεκέδες με τους ασβέστες…θυμάσαι το χάρτινο καπέλο που’χες φτιαγμένο μ’
εφημερίδες;
-
Και με παίρνει
πρέφα ο γέρος σου μια μέρα και μ’ αρχίζει στο κυνήγι… «Ρε σατανά, με το Ρίζο στο κεφάλι
κυκλοφορείς;…ρε να μας κάψεις θέλεις;…πανάθεμά σε!»
-
Σ’ εκτιμούσε ο σχωρεμένος…μα
τι νά’κανε; Έτρεμε τη σκιά του ο φουκαράς… παντού χαφιέδες στη γειτονιά, σαν
τις κατσαρίδες βγαίνανε απ’ τα λαγούμια τους οι άτιμοι…
-
Δεν στο’χα πει
τότε να μην σε πικράνω, μα τον έπιασα ένα ξημέρωμα
στο καρβουνιάρικο του Πολυχρόνη και τον φοβέρισα πως αν δεν σε πάρω, θα πέσω
απ’ το βράχο στ’ Ασβεστοκάμινα και το κρίμα στο
λαιμό του!
-
Κι εγώ
σου΄κρυψα κάτι τότες για να μη στεναχωρεθείς...
-
Τι
πράμα ρε Χαρικλάκι;
-
Σίγουρα το
πήρες το χαπάκι ε;
-
Εδωνά είν’ το
πακέτο, πες εσύ κι αν χρειαστεί παίρνω ολάκερη την καρτέλα.
-
Θυμάσαι τη
μαντάμ Ζωρζέτ που δούλευα στο ραφτάδικό της;… ένα πρωινό πριν φύγω απ’ το
σπίτι, του λέω αποφασισμένη: «Πατέρα, αν δε δώκεις την ευκή σου να
στεφανωθώ το Θόδωρο, φεύγω για το βουνό». Αφήνιασε ο χριστιανός: «Μωρή
με τους κατσαπλιάδες θα πας;… θα σας κρεμάσουν με συρματόσχοινο
οι χωροφυλάκοι… και τη φαμίλια σου δε τη σκέφτεσαι;… αν γλυτώσουμε τ’
απόσπασμα, θα τό’βρουμε απ’ το κονσερβοκούτι!»
-
Ρε τον άτιμο το
γέρο!... ώστε γι αυτό μου’ρθε με την ουρά στα σκέλια κείνο το βράδυ; «Θοδωρή
παιδί μου, κοίτα ν’ αλλάξεις μυαλά γιατί σας βλέπω για γαμήλιο ταξίδι στον
Άη-Στράτη...άμε τώρα να κονομήσεις κουστουμιά και κάνα μπαλωμένο πατούμενο κι
έλα σπίτι να τήνε ζητήσεις σαν άντρας».
-
Αλήθεια βρε
Θόδωρε, πώς το ξετρύπωσες κείνο το φράκο με το ημίψηλο;
-
Θυμάσαι τον
ξάδερφο που γυρνούσε με τα μπουλούκια στα χωριά, παριστάνοντας τον Μέγα Μάγο; Μέγας
πειναλέος ο φουκαράς, είχε φάει το λαγό,
κάτι περιστέρια που τα’βγαζε απ’ το ημίψηλο, παραλίγο να φάει και το καπέλο στο
τέλος…του ξηγήθηκα λοιπόν λίγο χαρουπάλευρο και μια χούφτα σταφίδες, με τη συμφωνία να μου
δανείσει τη στολή του για ένα βράδυ.
-
Ώστε έτσι
λοιπόν...εσύ με δανεικό φράκο κι εγώ με τη χασεδένια κουρτίνα που βρήκα στο μπαούλο
της μάνας μου και την έραψα νυφικό σ’ ένα βράδυ...
-
Ξέχασες την
προίκα μας Χαρικλάκι, τη γκαζιέρα και τη μπακιρένια μπραγάτσα… θυμάσαι το
τραπέζι του γάμου μας;
-
Πώς δε
θυμάμαι!... με το φράκο και το ημίψηλο, να ρουφάς τη μπομπότα με ριζάρια και
κρεμμυδόφυλλα!...
-
Και δεν υπήρχαν
και κολονάτα τότες… σήμερα που τα’χουμε, σκονίζονται στη σερβάντα…
Η σερβάντα του Θοδωρή και της Χαρίκλειας, είχε την τιμή να φιλοξενηθεί στον 11ο κύκλο του "Παίζοντας με τις λέξεις" στο ζεστό στέκι της Μαρίας μας (mytripsonblog).
Η ιστορία του ζευγαριού, είναι φτιαγμένη από μικρά κομμάτια αληθινών
ιστοριών• από αφηγήσεις συγγενών και φίλων για τ’ άγρια χρόνια που πέρασαν.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν πως, παρά τα πέτρινα χρόνια που βίωσαν, τα λόγια τους πάντα διανθίζονται με
χιούμορ, έστω και πικρό• είναι όλοι τους με γαληνεμένη τη μνήμη, καθαρή τη συνείδηση και
τακτοποιημένο το θυμό τους.
Τα εισιτήρια δηλαδή για την αθανασία.
Ευχαριστώ πολύ την Μαρία μας για τις φροντίδες της κι όλους τους φίλους
που συμμετείχαν, αξιολόγησαν και συντρόφευσαν.