//Δεν μου αρέσει η παρέλαση. Θυμάσαι τότε που
ήμουν μικρή και στάθηκα πολλή ώρα στον ήλιο και μου πόνεσε το κεφάλι και
έκανα εμετό και παραλίγο να πεθάνω;
Ναι... Τι
γυρεύουν τα σκυλιά στην παρέλαση; Ξεμπουκάρουν συνέχεια και τελειωμό δεν έχουν. Θα 'ναι καμιά εκατοστή... Τα σέρνουν στη μέση της πλατείας. Τα στριμώχνουν
κολλητά το ένα με το άλλο... Δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα!
Η χωροφυλακή.
Προχώρησαν με τ' άλογά τους προς τα κει. Αν βέβαια είναι η χωροφυλακή... Δεν
είμαι πια βέβαιος, δεν καταλαβαίνω τις στολές τους...
Περίμενε... Πάλι
αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονται και θέλουν να περάσουν κάτω απ' τα σκοινιά...
Ήσυχα - ήσυχα... Ε, συ, κύριε, με τη τραγιάσκα πού πας, μέσα - μέσα. Και συ χοντρή,
που μου θες να σταθείς πρώτη - πρώτη, κι εσύ, κι εσύ, μπρος γρήγορα στη θέση
σας... Χα! Τα προσκοπάκια ξέρουν τη δουλειά τους. Το κάρο άρχισε να κυλάει
σιγά, ξεπρόβαλε ολόκληρο - δε βλέπω καλά - μ' εμποδίζουν αυτοί πάνω στ' άλογα.
Δεν είναι κάρο!... Ζωή! Είναι ένα κλουβί, ένα μακρόστενο κλουβί πάνω σε ρόδες,
και μέσα πρέπει να είναι ζώα, γιατί πηδούν αρπάζονται απ' τα κάγκελα...
Πάλι αυτοί με τ' άλογά τους!... Είναι,
είναι άνθρωποι! Ζωή! Κουβαλούν ανθρώπους μέσα στο κλουβί! Αυτοί που είναι
μέσα είναι όλοι ακρωτηριασμένοι... Άλλος χωρίς πόδια, άλλος χωρίς χέρια.. Κι
ένας χωρίς κεφάλι! Θε μου! Δεν κάνω λάθος, είναι χωρίς κεφάλι... Κι ωστόσο ο
λαιμός του σαλεύει...
Οι άνθρωποι όρμησαν και σπάσαν τα σκοινιά, χύμηξαν στην πλατεία... Αλλά δεν τους αφήνουν, τους σπρώχνουν πάλι πίσω,
τους χτυπούν. Οι πρόσκοποι τους χτυπούν με τα σπασμένα σκοινιά, οι άλλοι
κατέβηκαν απ' τ' άλογά τους και τους χτυπούν κι εκείνοι με τα κοντάρια τους.
Ένας κρατά μια γυναίκα απ' τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, την κλωτσά στο πρόσωπο...//
Απόσπασμα απ’ το μονόπρακτο έργο “Παρέλαση” της Λούλας Αναγνωστάκη.
Ολόκληρη η τριλογία της “Η διανυκτέρευση”, “Η
πόλη” και “Η παρέλαση” πρωτοπαίχτηκε απ’ το
Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Όντας διαχρονικό
και τραγικά επίκαιρο, παίζεται διαρκώς σε θεατρικές σκηνές της Αθήνας και όχι
μόνο. Μία εξ αυτών ήταν και η παράσταση του Ένκε Φεζολάρι, το χειμώνα του 2012
στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Άραγε το είχε προβλέψει τότε ο ταλαντούχος (και αλβανικής
καταγωγής) Ένκε, ότι θα έρθει η εποχή που τα εκκολαπτήρια του φασισμού και του
συντηρητισμού θα αναβιώνουν χρόνο με το χρόνο;
Στο
έργο της αξέχαστης Λούλας Αναγνωστάκη, πρωταγωνιστούν δυο αδέρφια, η Ζωή και ο
Άρης. Ζουν σαν εξόριστοι στην ασφάλεια
του δωματίου τους και εντελώς απομονωμένοι απ’ τον έξω κόσμο. Η μόνη τους επαφή
με την πόλη και τους ανθρώπους, είναι ένα “παράθυρο”.
Η ιδέα της παρέλασης που γίνεται κάτω απ’ το σπίτι τους, μοιάζει σαν η μοναδική
διέξοδος απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Απ’ το παράθυρο θα παρακολουθήσουν
την έναρξη, την απρόσμενη εξέλιξη και την αποτρόπαια έκβαση της παρέλασης. Απ’
το μικρό αυτό φεγγίτη, θα εισβάλει ο έξω κόσμος που τόσο καιρό αποφεύγουν και
θα τους συντρίψει. Στις
αποχρώσεις της γαλανόλευκης σημαίας, θα προστεθεί το κόκκινο του αίματος, γιατί
με αίμα είναι βαμμένη η ιστορία αυτού του τόπου. Κι εκεί θα μείνουν
εγκλωβισμένοι και μετέωροι• στην προσδοκία, τα όνειρα, τις μνήμες, το
αβάσταχτο παρόν, το ζοφερό μέλλον, το φόβο... όλα αυτά που μας κρατούν ακόμα
και σήμερα ακινητοποιημένους σ’ ένα ”παράθυρο”, θιασώτες μιας παρέλασης. Και μένει αναπάντητο το ερώτημα, που και η Αναγνωστάκη το αφήνει –σκόπιμα ίσως; - στο
έργο της: θα βγουν επιτέλους στο προσκήνιο οι θεατές; Θα υπερβούν το φόβο τους για να παρέμβουν στη μελλοντική ιστορία; Ή θα παραμείνουν
αποστασιοποιημένοι κομπάρσοι και φοβισμένοι θεατές, ανακυκλώνοντας τα ανθρώπινα πάθη και λάθη τους στο διηνεκές;
Με την προσδοκία να γιορτάσουμε σύντομα την εθνική μας απελευθέρωση απ' το φόβο και τις αγκυλώσεις. Δίχως τυμπανοκρουσίες και στρατιωτικούς σχηματισμούς, αλλά μόνο με επίγνωση του ρόλου και της ευθύνης μας να διαμορφώσουμε την ιστορική συγκυρία που ανήκουμε.