Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Το δώρο της Μαριλένας… [o presente de Marilena]

…είναι ένα χειροποίητο καδράκι, φτιαγμένο με την απλή [*όπως λέει η ίδια], τεχνική:  «decoupage σε εφημερίδα, με ακρυλικά, faux δέρμα, βινύλ, παλαίωση,  και άλλες τσαχπινιές».


Όταν διάβασα στον τίτλο του blog της, ότι είμαι η τυχερή της κλήρωσης για το δώρο αυτό:  «Decoupage και τεχνική κάδρο από εφημερίδα», το έπαιξα ψύχραιμη. Ότι και καλά εγώ τα ντεκουπάζ τα παίζω στα δάχτυλα και πολύ το εκτίμησα αυτό το έργο της φιλενάδας μου. Ξεσκόνισα κάτι λίγα ντεκουπαζένικα που ξέρω από άλλες φίλες που πιάνουν τα χέρια τους, αλλά τίποτα... (πάντως, αν πέσουν  κεφάλαια: κρακελέ και shabby chic, το έχω κορίτσια! Να’ναι καλά η Αριστέα). 

 Ανακουφίστηκα διαβάζοντας πως έχει διευκρινίσεις παρακάτω.
«Εδώ είμαστε!... Τώρα τό’χω!...» θριαμβολόγησα η αδαής.
«Είναι ζωντανό υλικό, μην το φοβηθείς, πατιέται…», μου γράφει σαν διευκρίνιση.
»…κι αν δεν καταλαβαίνεις αυτή την απλούστατη διαδικασία, δες αυτό το τουτόριαλ -που είναι στα πορτογαλικά βέβαια- αλλά θα το καταλάβεις!»
 Ευτυχώς είχε φωτογραφίες κι έτσι κατάλαβα περί τίνος πρόκειται...

"Ωωω... σ’ αυτή την απειροελάχιστη κοιλότητα του καπλαμά, θα μπορούσα να ζωγραφίσω ένα μελανογραφικό σαν-σούι, με στοιχεία μπαρόκ και μια ιδέα παστέλ ροκοκό..."

Ø
Βοηθήστε να βελτιωθεί το λήμμα, αν βρήκατε σφάλμα ή παράλειψη. Θα με υποχρεώσετε!

Η Μαριλένα είναι ένα κορίτσι που αγαπάει τρελά ό,τι κάνει, και κάνει ό,τι αγαπάει με τρέλα και φαντασία. Ζωγραφική, γλυπτική, ποίηση & συγγραφή, θέατρο και... σταματάω εδώ, γιατί θα γίνει Κούγκι όταν θα διαβάσει αυτές τις γραμμές (στα πορτογαλέζικα πώς είναι το "Κούγκι" Παναγία μου;)

Έχω πάρει κι άλλα πακέτα της, όλα φτιαγμένα με τη μαγική της συνταγή. Ζαχαρένια αστερόσκονη, απαλά χρώματα, αέρινα υλικά, τολμηρές τεχνοτροπίες, ρομαντικά ταξιδάκια πάνω στο καρουσέλ της τέχνης της...
Μαριλένα μου... σ’ ε υ χ α ρ ι σ τ ώ !!!  [muito  obrigado!!!]

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Parfait Amour (*)

-         Σε είχα σα βασίλισσα μη βρέξει και μη στάξει!
-         Γιατί εγώ δεν ήμουνα σε όλα μου εντάξει;
-         Που δούλευα νυχθημερόν τίποτα μη σου λείψει!
-         Ποια άλλη θα περίμενε τα πόδια σου να τρίψει;
Mε θερμοσίφων’ ανοιχτό;
Και  σώβρακο κολλαριστό;
Και το γιουβέτσι αχνιστό;
Ποια θα σου είχε μπακλαβά;
Όχι για πες μου. Ποια;
-         Σου ζήτησα εγώ ποτές να φτιάχνεις μπακλαβάδες;
Από τη μια με γλύκαινες κι ύστερα με φαρμάκωνες με άδικους καβγάδες!
-         Ξέρεις γιατί σου γκρίνιαζα;  Γιατί ξενοκοιτούσες!
-         Και τη δική σου την ουρά ενίοτε κουνούσες!
-         Πότε μωρέ Απόστολε κούνησα την ουρά μου;  
Που ήμουνα υπόδειγμα τριάντα χρόνια γάμου!
-         Γιατί εγώ δεν ήμουνα; Και που λοξοκοιτούσα,
για να ζηλέψεις τό΄κανα, όταν μου είπες μια βραδιά πως δεν σε συγκινούσα.
-         Το’πα γιατί μου είπανε πως τά’χεις με τη χήρα…
-         Ποια χήρα βρε Βασούλα μου;
-         Του μακαρίτη του Μηνά… της θειας σου η βαφτιστήρα.
-         Αν ήθελα βρε Βάσω μου εγώ να στα φορέσω…  
-         Δεν μου τα φόρεσες ποτές, όπερ να υποθέσω;
-         Μη σώσω να ξημερωθώ, στ’ ορκίζομαι αητέ μου!
-         Μήτε κι εγώ στα φόρεσα κι ας είχα τα σουξέ μου!
-         Τότε προς τι Βασούλα μου αυτό το καβγαδάκι;
-         Μόνος σου το ξεκίνησες να μου μιλάς με υφάκι!
-         Τό’κανα για ν’ ανάψουνε λιγάκι τα αίματά μας,
γιατί πολύ βαλτώσαμε μες τα προβλήματά μας.
-         Και πώς θα την κρατήσουμε τη λίμπιντο ακμαία;
Με κασκορσέ απ’ τον πόλεμο  και τρίχινη σκελέα;
-         Eίσαι να πάμε στο σεξ-σοπ να πάρουμε ιδέες;
-         Δε ντρέπεσαι Απόστολε; Ο νους σου τρέχει διαρκώς σε εμμονές χυδαίες!
-         Πού είναι η χυδαιότητα;.... τι εννοείς ρε Βάσω;
Εγώ σλιπάκια αθλητικά θέλω να αγοράσω!
-         Άντε καλά... σάμπως θ’ αλλάξω και εγώ, κάτι παλιές κιλότες.
-         Καλά που το κατάλαβες, τέτοιες φορούσανε παλιά οι Σφακιανοί κι οι Χιώτες!
-         Και τι προτείνεις δηλαδή να πάρουμε για μένα;
-         Ζαρτιέρες και κομπινεζόν... τα έχω απωθημένα!
-         Και να με δουν στη γειτονιά ν’ απλώνω τέτοια ρούχα;
Έχουμε γιο της παντρειάς θ’ αρχίσουνε τα γιούχα!
-         Και δηλαδή ξοφλήσαμε αν παντρευτεί ο γιος μας;
Μόνο για να γεννήσουμε είν’ ο προορισμός μας;
-         Γεράσαμε Απόστολε αυτή είναι η ουσία!
-         Δεν έχει δικαιώματα η τρίτη ηλικία;
-         Μα να φορέσω νεγκλιζέ που είμαι γεμάτη ζάρες;
-         Εγώ γυμνή σε σκέφτομαι και μού’ρχονται αντάρες!
-         Μπα σε καλό σου Απόστολε, μού’ρχεται να γελάσω!
Στα εξήντα μου το “εργόχειρο” πάλι να ξαναπιάσω;
-         Γιατί γελάς ρε Βάσω;
Ξέχασες που παντρεύτηκε στα ογδόντα του ο Πικάσο;

[Aφιερωμένο εξαιρετικά σε κάτι ζευγαράκια που κάνουν το μεταπτυχιακό τους στη ζωή και τον έρωτα.
Tότε που όλοι τους θεωρούν παροπλισμένους…]

Η Βάσω και ο Αποστόλης φιλοξενήθηκαν στο 18ο συμπόσιο ποίησης της Αριστέας κι ευχαριστούν θερμά την οικοδέσποινα και τους φίλους που τους τίμησαν με την ψήφο εμπιστοσύνης τους. Πιασμένοι χέρι-χέρι αποχώρησαν απ’ το συμπόσιο, σχολιάζοντας έντονα την πρωτόγνωρη εμπειρία τους.
-         Είδες που σου τα έλεγα πως άξιζε να’ρθούμε;
-         Φοβόμουν βρε Απόστολε να μη ρεζιλευτούμε!
-         Το έχασες το στοίχημα κι απόψε δεν κοιμάσαι!
-         Δεν θα κεράσεις ένα ντρινκ λιγάκι να φτιαχτούμε;
-         Parfait amour κορίτσι μου, όπως παλιά, θυμάσαι;
 (* η τέλεια αγάπη)

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Η παρέλαση



//Δεν μου αρέσει η παρέλαση. Θυμάσαι τότε που ήμουν μικρή και στάθηκα πολλή ώρα στον ήλιο και μου πόνεσε το κεφάλι και έκανα εμετό και παραλίγο να πεθάνω;

Ναι... Τι γυρεύουν τα σκυλιά στην παρέλαση; Ξεμπουκάρουν συνέχεια και τελειωμό δεν έχουν. Θα 'ναι καμιά εκατοστή... Τα σέρνουν στη μέση της πλατείας. Τα στριμώχνουν κολλητά το ένα με το άλλο... Δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα!
Η χωροφυλακή. Προχώρησαν με τ' άλογά τους προς τα κει. Αν βέβαια είναι η χωροφυλακή... Δεν είμαι πια βέβαιος, δεν καταλαβαίνω τις στολές τους...

Περίμενε... Πάλι αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονται και θέλουν να περάσουν κάτω απ' τα σκοινιά... Ήσυχα - ήσυχα... Ε, συ, κύριε, με τη τραγιάσκα πού πας, μέσα - μέσα. Και συ χοντρή, που μου θες να σταθείς πρώτη - πρώτη, κι εσύ, κι εσύ, μπρος γρήγορα στη θέση σας... Χα! Τα προσκοπάκια ξέρουν τη δουλειά τους. Το κάρο άρχισε να κυλάει σιγά, ξεπρόβαλε ολόκληρο - δε βλέπω καλά - μ' εμποδίζουν αυτοί πάνω στ' άλογα. Δεν είναι κάρο!... Ζωή! Είναι ένα κλουβί, ένα μακρόστενο κλουβί πάνω σε ρόδες, και μέσα πρέπει να είναι ζώα, γιατί πηδούν αρπάζονται απ' τα κάγκελα...

Πάλι αυτοί με τ' άλογά τους!... Είναι, είναι άνθρωποι! Ζωή! Κουβαλούν ανθρώπους μέσα στο κλουβί! Αυτοί που είναι μέσα είναι όλοι ακρωτηριασμένοι... Άλλος χωρίς πόδια, άλλος χωρίς χέρια.. Κι ένας χωρίς κεφάλι! Θε μου! Δεν κάνω λάθος, είναι χωρίς κεφάλι... Κι ωστόσο ο λαιμός του σαλεύει...

Οι άνθρωποι όρμησαν και σπάσαν τα σκοινιά, χύμηξαν στην πλατεία... Αλλά δεν τους αφήνουν, τους σπρώχνουν πάλι πίσω, τους χτυπούν. Οι πρόσκοποι τους χτυπούν με τα σπασμένα σκοινιά, οι άλλοι κατέβηκαν απ' τ' άλογά τους και τους χτυπούν κι εκείνοι με τα κοντάρια τους. Ένας κρατά μια γυναίκα απ' τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, την κλωτσά στο πρόσωπο...//

Απόσπασμα απ’ το μονόπρακτο έργο “Παρέλαση” της Λούλας Αναγνωστάκη.
Ολόκληρη η τριλογία της “Η διανυκτέρευση”, “Η πόλη” και “Η παρέλαση” πρωτοπαίχτηκε απ’ το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Όντας διαχρονικό και τραγικά επίκαιρο, παίζεται διαρκώς σε θεατρικές σκηνές της Αθήνας και όχι μόνο. Μία εξ αυτών ήταν και η παράσταση του Ένκε Φεζολάρι, το χειμώνα του 2012 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Άραγε το είχε προβλέψει τότε ο ταλαντούχος (και αλβανικής καταγωγής) Ένκε, ότι θα έρθει η εποχή που τα εκκολαπτήρια του φασισμού και του συντηρητισμού θα αναβιώνουν χρόνο με το χρόνο;
Στο έργο της αξέχαστης Λούλας Αναγνωστάκη, πρωταγωνιστούν δυο αδέρφια, η Ζωή και ο Άρης. Ζουν σαν εξόριστοι στην  ασφάλεια του δωματίου τους και εντελώς απομονωμένοι απ’ τον έξω κόσμο. Η μόνη τους επαφή με την πόλη και τους ανθρώπους, είναι ένα “παράθυρο”. Η ιδέα της παρέλασης που γίνεται κάτω απ’ το σπίτι τους, μοιάζει σαν η μοναδική διέξοδος απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Απ’ το παράθυρο θα παρακολουθήσουν την έναρξη, την απρόσμενη εξέλιξη και την αποτρόπαια έκβαση της παρέλασης. Απ’ το μικρό αυτό φεγγίτη, θα εισβάλει ο έξω κόσμος που τόσο καιρό αποφεύγουν και θα τους συντρίψει. Στις αποχρώσεις της γαλανόλευκης σημαίας, θα προστεθεί το κόκκινο του αίματος, γιατί με αίμα είναι βαμμένη η ιστορία αυτού του τόπου. Κι εκεί θα μείνουν εγκλωβισμένοι και μετέωροι στην προσδοκία, τα όνειρα, τις μνήμες, το αβάσταχτο παρόν, το ζοφερό μέλλον, το φόβο... όλα αυτά που μας κρατούν ακόμα και σήμερα ακινητοποιημένους σ’ ένα ”παράθυρο”, θιασώτες μιας παρέλασης.  Και μένει αναπάντητο το ερώτημα, που και  η Αναγνωστάκη το αφήνει –σκόπιμα ίσως; - στο έργο της: θα βγουν επιτέλους στο προσκήνιο οι θεατές; Θα υπερβούν το φόβο τους για να παρέμβουν  στη μελλοντική ιστορία; Ή θα παραμείνουν αποστασιοποιημένοι κομπάρσοι και φοβισμένοι θεατές, ανακυκλώνοντας τα ανθρώπινα πάθη και λάθη τους στο διηνεκές;
Με την προσδοκία να γιορτάσουμε σύντομα την εθνική μας απελευθέρωση απ' το φόβο και τις αγκυλώσεις. Δίχως τυμπανοκρουσίες και στρατιωτικούς σχηματισμούς, αλλά μόνο με επίγνωση του ρόλου και της ευθύνης μας να διαμορφώσουμε την ιστορική συγκυρία που ανήκουμε. 

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Εν Πύργω…

Αθήνα-Πύργος: σκάρτες τέσσερις ώρες, χωρίς αλέ-ρετούρ, αλλά με φουλ πακέτο προσφορών.

Θερμοκρασία: έκανε ντουέτο με την πίεση· γύρω στους είκοσι βαθμούς, που όσο πλησιάζαμε στον προορισμό μας, αυξανόταν κατακόρυφα μαζί με την αγωνία και την προσμονή.

Παρασκευή και 13: καθόλου γρουσούζικη δεν αποδείχτηκε η μέρα, τουναντίον, ήταν γεμάτη μπουκλωτές αγκαλιές, συγκινήσεις και κρασοκατανύξεις.

Το ραντεβού μας με την Γιούλη ορίστηκε σε κεντρικό σημείο της πόλης. Ήταν η πρώτη που θα συναντούσα, για να πάμε παρέα στην Αριστέα κι από κει στο βιβλιοπωλείο του Αγαθοκλή. Δεν γνωριζόμασταν κι έτσι όπως ήμουν στημένη καταμεσής του δρόμου, χαμογελούσα στην κάθε διερχόμενη - υποψήφια “Γιούλη”. Κι αυτές ανταπέδιδαν συγκαταβατικά τα χαμόγελα, με όλη την κατανόηση που επιστρατεύει κάθε σοβαρός άνθρωπος σε μια αλαφροΐσκιωτη που παρατηρεί τους περαστικούς με ύφος Μις Μαρπλ, λίγο πριν ανακαλύψει τον δολοφόνο της Λαίδης Καμίλα Τρεσίλιαν, στο κτήμα του Ντέβον. Ευτυχώς η αποκάλυψη της Γιούλης έγινε εγκαίρως και πριν εκτεθώ ανεπανόρθωτα στην τοπική κοινωνία του Πύργου. Και του Ντέβον γενικότερα.

Η Γιούλη εν τω μεταξύ, καθόλου δεν μου κίνησε τις αρχικές υποψίες ότι ήταν αυτή που περίμενα. Ίσα-ίσα που η αετίσια ματιά μου την αγνόησε παντελώς, θεωρώντας βέβαιο πως είναι μια νεαρή μαθήτρια που σχόλασε απ’ το φροντιστήριο.  Εκείνη βέβαια με αναγνώρισε και για να προλάβει την περαιτέρω έκθεσή μου με τις περαστικές, μου έκανε σινιάλο ανεμίζοντας το βιβλίο μου. «Θα είχε δουλειά κι έστειλε την ανιψιά της», σκέφτηκα. Το σερί των ατυχών μου προβλέψεων τερματίστηκε εκεί·  όταν η γλυκιά Γιούλη μου μίλησε και αναγνώρισα τη στεντόρεια  φωνή της (προς στιγμή νόμιζα πως ήταν πλέι-μπακ, για τόση ταχύνοια μιλάμε!..)

Κι ύστερα φύγαμε για να συναντήσουμε την Αριστέα. Με την οποία γνωριζόμασταν ήδη, οπότε η προκαθορισμένη μας συνάντηση, μου φαινόταν υπόθεση ρουτίνας (σαν έμπειρο λαγωνικό της Σκότλαντ Γυαρντ ένα πράγμα). Ωστόσο, μετά από αρκετά πισωγυρίσματα επί της κεντρικής λεωφόρου, τηλέφωνα, «όχι τόσο χαμηλά», ξανά-μανά τηλέφωνα, «λίγο πιο πάνω, εκεί που είναι μισάνοιχτη μια κυπαρισσολαδί γκαραζόπορτα», τελικά σταματήσαμε αποκαμωμένοι στο πάρκινγκ ενός φούρνου, αναζητώντας στα βάθη της λεωφόρου, η μια την άλλη. Στο χρονικό διάστημα που μας πήρε για να συναντηθούμε επιτέλους από κοντά, η μις Μαρπλ θα είχε εξιχνιάσει ήδη το μυστηριώδες έγκλημα και θα έπινε το τσάι της με τον αγαπημένο της ανιψιό Ρέημοντ και τη λαίδη Σέτζγουικ, στο μπαλκόνι του πολυτελούς ξενοδοχείου Μπέρτραμ. Μια ανάσα δρόμος απ’ το Ντέβον.

Μια ανάσα δρόμος και το κέντρο της πόλης, όπου θα συναντήσουμε τον Αγαθοκλή και τον αδερφό του. Εκεί, στο μοντέρνο και στυλάτο χώρο τους, με περιμένει η επόμενη έκπληξη. Το απλόχωρο πατάρι του βιβλιοπωλείου, λειτουργεί ως αναγνωστήριο και είναι υπέροχα διακοσμημένο και φιλόξενο. Στον φαρδύ ξύλινο πάγκο, κειμήλιο απ’ το παρελθόν όπως μας διηγήθηκε, συστηθήκαμε, γελάσαμε, συζητήσαμε και οργανώσαμε κάποιες λεπτομέρειες της παρουσίασης. Ήταν απ’ αυτές τις συναντήσεις που ξέρεις πως ήταν μοιραίο να γίνουν, με ανθρώπους που σου είναι οικείοι, αν και είναι η πρώτη φορά που τους βλέπεις.


Σαββατιάτικο πρωινό, λιακάδα, καφεδάκι στο Κατάκολο, θάλασσα να φοράει τα γιορτινά της και μια πόλη-κούκλα! Τι άλλο να ζητήσει κανείς απ’ την καλή του μοίρα;
«Μπορούμε να σας τραβήξουμε μια φωτογραφία;»
«Και δεν τραβάτε;»
«Ποιες ήταν αυτές ρε μάνα;»
«Μήτε για γλαροδόλωμα δεν κάνουν... δεν τις είδες κουνήματα και σκέρτσα; Θε μου σχώρα με!...»


Σάββατο απόγευμα, ανήμερα της παρουσίασης (μεγάλ’ η χάρη της) και η αγωνία κορυφώνεται στον πύργο της διαγαλαξιακής Πριγκίπισσας Άϊρις. Παρά τις προτροπές των φίλων να αποφύγει να ετοιμάσει την Άρτα με τα Γιάννενα, εκείνη ετοίμασε τελικά και την Άρτα και τα Γιάννενα και την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, μέχρι και τις παρυφές του Σαιντ-Μαίρυ-Μιντ λίγο έξω απ’ το Λονδίνο. Η Μις Μαρπλ έλειπε μόνο απ’ τις πιατέλες της. Φυσικά και δεν περίσσεψε χρόνος να ετοιμαστεί με την ηρεμία της, αφού τύλιγε, έψηνε, ξεφούρνιζε και ματατύλιγε... κι αν δεν πηγαίναμε να την πάρουμε λίγη ώρα πριν την παρουσίαση, ίσως να έψηνε ακόμα. Φορτώσαμε ένα καμιόνι ρολίνια, τοστίνια, σφολιατίνια και λοιπά εδέσματα και ποτά και ξεκινήσαμε για την παρουσίαση. Η αγωνία μου πήγε γρήγορα περίπατο, αφού ένιωσα απ’ την πρώτη στιγμή πως είμαι στα νερά μου, παρέα με “ωραίους” ανθρώπους. Γνώρισα επιτέλους από κοντά και τις διαδικτυακές φίλες μας, την Ελένη, την Νάσια και το ηρωικό “Αφρούλι”, την επιστήθια φίλη της Αριστέας μας (τέρας ηρεμίας, χαλάρωσης και υπερβατικού διαλογισμού).
Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε με το απαιτούμενο τρακ, τόσο όσο χρειαζόταν μέχρι να συγχρονιστούμε, να χαλαρώσουμε και να γίνουμε μια παρέα. Ερασιτέχνες όλοι μας· συγγραφείς, ακροατές, ομιλητές, συνδαιτυμόνες σε μια  βιβλιο-γιορτή, βρήκαμε γρήγορα τα κοινά μας βήματα και περάσαμε αξέχαστα. Ακόμα και η μικρή συντροφιά που έμεινε ως αργά στο πατάρι του Αγαθοκλή για κουβέντα και ανταλλαγές εμπειριών, ήταν απ’ τις πιο ωραίες στιγμές της παρουσίασης. Εκτός πρωτοκόλλου σχεδόν όλα, δίχως ιδιαίτερες προετοιμασίες και πρόβες, αλλά μόνο με τις φροντίδες των φίλων που είχαν φροντίσει για τα δέοντα. Ένα θα σας πω. Ο Αγαθοκλής με υποδέχτηκε εκείνο το απόγευμα στο βιβλιοπωλείο του, δείχνοντάς μου το πατάρι «Σας έχω μια έκπληξη, ανεβείτε να δείτε». Το πατάρι έπαιζε κρητικές μουσικές, στο τραπέζι με περίμενε ένα καλάθι λουλούδια και δυο σειρές μεταλλικές καρέκλες είχαν στοιχηθεί περιμένοντας τους επισκέπτες. Και ήταν όλοι τους υπέροχοι!
Απέραντη ευγνωμοσύνη για τους καλούς φίλους που βρέθηκαν κοντά μου και με στήριξαν και σ’ αυτήν την προσπάθεια!




Υ.Γ. Μαζί με τις καλύτερες αναμνήσεις μου απ’ αυτό το ταξίδι, κρατάω καλά φυλαγμένη μέσα μου την εικόνα ενός νέου κοριτσιού, που ήρθε στην παρουσίαση και μας μίλησε για το κοινωνικό φροντιστήριο, τους καθηγητές που το στηρίζουν χρόνια τώρα και τα όνειρά της. Καθάριο βλέμμα, έντιμη γλώσσα και επίγνωση του ρόλου της.  Γιατί υπάρχουν κι αυτά τα παιδιά. Δεν είναι οι επώνυμοι μαχητές ενός ριάλιτι, αλλά οι πιο έντιμοι αγωνιστές της ζωής.