Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Άριος Πάγος (*)


Οκέι, εγώ είμαι κάθετη. Τέτοια φαινόμενα να πατάσσονται στη ρίζα τους. Τη ρίζα, μπάι δε γουέι, πότε θα την περάσουμε ένα χεράκι, μιας και το έφερε η κουβέντα; Μην την αφήσουμε τελευταία στιγμή και τρέχω με τ’ αλουμινόχαρτο στο ρεβεγιόν, ε; Έτσι που λες. Πού πας μαντάμ με φέικ πτυχίο; Οκέι, σόρυ. Την αναβάθμισα. Απολυτήριο εννοούσα. Το ακούω στην πρωινή εκπομπή του σκάι και φρικάρω. Δούλευε είκοσι χρόνια καθαρίστρια και δεν είχε βγάλει το δημοτικό, η γελοία! Θεέ μου, σε τι χώρα μεγαλώνουμε τα παιδιά μας; Πόση αμορφωσιά ν’ αντέξει η κοινωνία μας; Πιο σιγά κούκλα μου με το σκαρπέλο, νύχι είναι, δεν ανοίγεις ντομάτες, έλεος δηλαδή! Ένιγουεϊ, τι λέγαμε;

Φωνάζω που λες την προκομένη τη δικιά μου και της λέω, και καλά στο άσχετο: «Ταμάρα χρυσό μου, τι δέσμη ήσουν στο σχολείο;»  «Ταμάρα ντεν πήγκε σκολείο κυρία, έχουμε πόλεμο στο πατρίντα» μου λέει. Ράγισε η κερατίνη στα νύχια μου, για τέτοιο σοκ σου μιλάω. Οκέι, έφτασε ο κόμπος στο χτένι, τα πήρα κρανίο με την Ουκρανή.  Τι χτένισμα προτείνεις για ρεβεγιόν, μπάι δε γουέι; Κάτι μίνιμαλ, γιατί θα παίξω με βινύλ και γκλίτερ φέτος, μην το παραφορτώσω, ε;

Τι έλεγα; Α ναι, για την Ταμάρα. Την σούταρα κανονικά και ψάχνω για απόφοιτη λυκείου, του-λά-χι-στον. Να μιλάει και τη γλώσσα που μου έβγαλε τον αδόξαστο, μέχρι να μάθει τα βασικά. «Ταμάρα  χρυσό μου, αυτό το λέμε στα ελληνικά: “λάτε μακιάτo”, αυτό “εσπρέσσο λούνγκο” κι αυτό “κρεπ σουζέτ”, οκέι;» Τίποτα. Ανεπίδεκτη η Τατάρα! Ας πάει από κει που ήρθε, να καθαρίζει ρέγκες στην ιχθυόσκαλα της Σεβαστούπολης. Εμείς μένουμε Ευρώπη. Άι σιχτίρ πια!

Πού είχαμε μείνει; Α ναι, για την επίορκη καθαρίστρια. Που τόλμησε να σφουγγαρίζει σκάλες και σοβατεπιά, δίχως απολυτήριο δη-μο-τι-κού! Το διανοείσαι; Καλά είχανε κάνει σ’ όλες δαύτες και τις είχανε απολύσει οι δικοί μας. Θέλουνε και θέσεις στο δημόσιο, οι αστοιχείωτες. Κάτι τέτοιες ρίξανε στα βράχια την οικονομία μας. Πιο σιγά εσύ με τη φρέζα, δεν ξεχερσώνεις χωράφι κοπέλα μου, ήμαρτον δηλαδή! Τι μαρτύρια τραβάω Θεέ μου! Κανονικά δηλαδή, πρέπει να ζητήσω αποζημίωση απ’ αυτήν την γιαλαντζί απόφοιτο, για την αποκατάσταση της κερατίνης στα νύχια μου. Μωρέ, μέχρι Άρειο Πάγο θα φτάσω, άμα χρειαστεί... Μήπως να τα βάψω ένα γκρι του πάγου για τις γιορτές;

(*) εκ της Αρίας [ενίοτε και αγρίας] φυλής

Όταν έστελνα τη συμμετοχή μου στην Μαρία, είχα σαν ευχή και υστερόγραφο, μέχρι το τέλος το παιχνιδιού, να έχει γυρίσει στο σπίτι της η γυναίκα αυτή. Ευτυχώς, αυτή τη φορά, υπήρξαν μαζικές αντιδράσεις και κινητοποιήσεις και έντιμοι δικαστές που λειτούργησαν με ευθυκρισία, και όχι με αίσθημα εκδίκησης και εθελοτυφλίας. Ο υγιής ιστός της κοινωνίας μας διαθέτει ακόμα αντανακλαστικά και καλή μνήμη, όσο κι αν κάποιοι ισχυρίζονται (ή επιδιώκουν) το αντίθετο.

Όπως, πολύ εύστοχα, γράφει στο κείμενό της η Μαρία «Μόνο ο Γιάννης Αγιάννης τιμωρείται στην κοινωνία που η απατεωνιά θεωρείται υγιής επιχειρηματικότητα και η απελπισία για ένα ξεροκόμματο, απατεωνιά και μάλιστα καταδικάζεται χωρίς ελαφρυντικά», η πρόσφατη ιστορία μας έχει πολλά παραδείγματα, με κορυφαίο, την πλαστογράφηση πτυχίου από το University College Cork, του επικεφαλής του Eurogroup και Υπουργού Οικονομικών της Ολλανδίας Γερούν Ντάισελμπλουμ. Αλλά αυτός “καθάρισε”, όπως και πολλοί άλλοι. Και μας κούναγε το δάχτυλο επικριτικά. Ο “μπουκλάκιας”!... Με τις υποκλίσεις και τα γλειψίματα του μιντιακού κατεστημένου της χώρας, βεβαίως-βεβαίως…

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Μαρία για το παιχνίδι που φιλοξενεί με υποδειγματική συνέπεια και πολλή δουλειά στο Χάρτινο Καραβάκι της. Ευγνώμων για τη διάκριση και τα σχόλια των φίλων που παρέα συνταξιδέψαμε και σ’ αυτό το παιχνίδι. Καλό μήνα να έχουμε, με γιορτινή διάθεση για “λαμπάκια” και συνειδήσεις αναμμένες, για στολισμένες μέρες, με αλληλεγγύη και αγάπη στον πλησίον μας!


Λίγα λόγια για το "Παίζοντας με τις λέξεις"
Η καταπληκτική ιδέα της Φλώρας του TEXNIS STORIES μας έκανε για χρόνια να γράφουμε και να διαβάζουμε ιστορίες και ποιήματα.
Κάθε μήνα, η Φλώρα πιστή στο ραντεβού με λέξεις που ανανεώνονταν, μας καλούσε να δημιουργήσουμε. Και το κάναμε.
Με αφορμή το παιχνίδι, γράφτηκαν εξαιρετικές ιστορίες και υπέροχα ποιήματα, ξεκαρδιστικά ευθυμογραφήματα, αγαπημένα παραμύθια, αλλά και πόσα άλλα!
Προσωπικά, οφείλω ένα μεγάλο “Ευχαριστώ” στη Φλώρα για το παιχνίδι που εμπνεύστηκε, για τη σκληρή δουλειά που έκανε όλα αυτά τα χρόνια και για μια πολύτιμη συλλογή απ’ τα χειροποίητα κοσμήματά της που στολίζουν τις μνήμες, τα συρτάρια και την καρδιά μου

Φωτογραφίες απ’ το διαδίκτυο

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Χρονοτάξιδο



Τράβηξε το καλώδιο απ’ την πρίζα και τακτοποίησε τα σιδερωμένα στα συρτάρια τους. 
«Τα σώβρακα να τα σιδερώνεις, για να πεθαίνουν τα μικρόβια» άκουγε τη φωνή της συνείδησης απ’ το υπερπέραν. Ύστερα ετοίμασε το αυριανό φαγητό, αφού τεμάχισε με χειρουργική ακρίβεια το κρεμμύδι, έτσι ώστε αυτό να περάσει απαρατήρητο απ’ το ιεροεξεταστικό βλέμμα των παιδιών. Κάτι αξόδευτα κλάματα που είχαν μαζευτεί από καιρό στους κερατοειδείς, κατρακύλησαν στην κατσαρόλα και τσιγαρίστηκαν με τα δάκρυα απ’ το βατικιώτικο∙ «Από ξηροφθαλμία πάντως, δεν κινδυνεύεις, μικρή μου!» ξανακούστηκε η φωνή, απ’ τη χοάνη του απορροφητήρα αυτή τη φορά. Αργά το βράδυ, και αφού τα καλοσιδερωμένα σώβρακα φορέθηκαν και κοιμήθηκαν μακαρίως, μάζεψε τα κουράγια της, το τραπέζι, τα άπλυτα πιάτα, τα βρόμικα ρούχα και τα πεταμένα παιχνίδια στο σαλόνι. Στο γιορτινό χαρτόνι πάνω στο ψυγείο, τα παιδιά είχαν διαγράψει με κόκκινο μαρκαδόρο, άλλο ένα κουτάκι. «Τριάντα μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα». Έβγαλε το αγιοβασιλιάτικο μαγνητάκι, ξεκρέμασε το χαρτόνι κι άρχισε να τρίβει το κοκκινάδι που είχε ξεστρατίσει, πασαλείβοντας την επιφάνεια του ψυγείου. «Χο-χο-χο… ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει» της χαμογέλασε σαρδόνια η αγιοσύνη του. «Πού να τα βάζεις νυχτιάτικα με ανεξίτηλους αγίους;» σκέφτηκε και αποχώρησε παραδομένη και κατάκοπη. Αύριο πάλι…

Λίγο πριν βυθιστεί σ’ έναν ληθαργικό ύπνο, ανέσυρε το μαύρο τεφτέρι της για να κάνει το ταμείο της ημέρας. Σήμερα, έσβησε μια προσβολή απ’ τον μεγάλο. Σήμερα, μια απαξιωτική συμπεριφορά απ’ την κόρη. Σήμερα, μιαν άγρια σπρωξιά απ’ τον Θωμά. Σήμερα, μια αδικία απ’ τον προϊστάμενο. Σήμερα, έβγαλε ένα εισιτήριο με την αμαξοστοιχία. Χτες, είχε ετοιμάσει μια βαλιτσούλα με τα απαραίτητα∙ όλα κουβαριασμένα και ασιδέρωτα, των εσωρούχων συμπεριλαμβανομένων. Αύριο, θα έχει μετανιώσει που δεν τους άφησε πίσω, ένα μαγειρεμένο φαγάκι. Μεθαύριο, θα μάθει πως την ψάχνουν εναγωνίως όλοι τους, για να πραγματώσει τα “σήμερα” που τα άφησε σύξυλα κι εξαφανίστηκε.

Το τεφτέρι γέμισε πια. Απ’ την εύθρυπτη κιμωλία, δεν απόμειναν παρά ελάχιστοι, λευκοί κόκκοι. Ίδια απόχρωση με τις φύτρες που στολίζουν το στεφάνι των μαλλιών της. Τα έπιασε ένα σφιχτό κότσο, όπως τότε που μοσχομυρίζανε ξιδόνερο κι αρισμαρί, και ξάπλωσε νωχελικά στο παράθυρο του κουπέ. Το τρένο ξεκινάει το παλινδρομικό του ταξίδι πάνω στις ξύλινες τραβέρσες κι απ’ το παράθυρο χαζεύει τη διαδρομή προς το “χτες”. Θα μετρήσει αντίστροφα τις μέρες, τα χρόνια, τα όνειρα, θα κάνει σταθμό στο αρυτίδωτο πρόσωπο και στις νεανικές επιθυμίες που, κάποτε, είχαν υποκύψει στα τραύματά τους. Κι αυτή, όλο και θα μικραίνει∙ θα γίνει το κορίτσι με τα στιλπνά μαλλιά που μετράει αντίστροφα τις μέρες ως τα Χριστούγεννα. Ανυποψίαστη για τα βακτήρια που αναπτύσσονται στις ραφές των εσωρούχων και παντελώς αδιάφορη για κρεμμύδια, τρίφτες και τσιγαρίσματα σε κατσαρόλες.

Με την επίγνωση πως το αύριο θα είναι ίδιο κι απαράλλαχτο με το σήμερα, παραδόθηκε κι απόψε στο όνειρο της φυγής, κρυμμένη στο σιδερένιο τρενάκι που είχε μαζέψει νωρίτερα απ’ το σαλόνι.

Φέτος, θα ζητήσει απ’ τον αϊ-Βασίλη μια καινούργια κιμωλία…



Ήταν η συμμετοχή μου στη Φωτο-συγγραφική σκυτάλη ΙΙ
που διοργανώνει η Μarypertax στη Γήινη Ματιά για δεύτερη φορά.
Η φωτογραφία-σκυτάλη, μού παραδόθηκε απ’ το Αριστάκι μας
(Η ζωή είναι ωραία) και προέρχεται απ’ τον ιστότοπο:
Παραδίδω με τη σειρά μου τη σκυτάλη μου στη Μαρίνα 
μαζί με μια αγαπημένη φωτογραφία της πολυαγαπημένης μας
και με όλες μου τις ευχές για όμορφες εμπνεύσεις και καλούς
προορισμούς∙ στο παιχνίδι αλλά και στη ζωή της εν γένει.



[Μαρίνα μου, νομίζω πως είναι απ’ τα αγαπημένα σου θέματα…]

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Εκλήθη προς μετάταξη


“Σύντομον σχολικόν ενθύμιον απ’ την τάδε τάξη
του τάδε δημοτικού, την τάδε χρονιά”
Ο κύριος Φάνης εν μέσω αμνοεριφίων
ανένταχτος αιθεροβάμων και ευφάνταστος καινοτόμος
μας ήρθε στην τάξη  πρωτοκάραβος και απλόκαρδος
με τη βίτσα του τη βεργολυγερή που όλοι μας την τρέμαμε
από κάτι “καλοδασκάλους” κατά το πρωτόκολλο…
αυτός την ξεμασκάλισε την έκανε διχάλα
σαν υδροφάντης την στροβίλιζε στον αέρα
κι έψαχνε να βρει τη νερομάνα φλέβα
“έτσι θ’ ακουρμάζεστε κι εσείς κάτω από κάθε λέξη
ν’ αναζητάτε τις ρίζες και τις πηγές της
να τις φυτεύετε για να καλοκαρπίσουν
γιατί δίχως λέξεις δεν υπάρχει σκέψη
και δίχως σκέψη πεθαίνουν οι ιδέες”…

Τον έφαγε το λησμονοβότανο τον κύριο Φάνη
τον δάσκαλο τον αηδονόλαλο της τάδε τάξης
που έφερε τις λέξεις του μια μέρα να τις ριζοβολήσει
κι όταν τον πήραν είδηση πως φύτευε τους σπόρους του
για ισότητες και δικαιοσύνες και πολεμόχαρους αιμοπότες
αίφνης εκλήθη προς μετάταξη λόγω ψυχικής διαταραχής
κι έτσι επιστρέψαμε κι εμείς τ’ αθώα πρόβατα
στην κανονικότητα του χερσοχώραφού μας
γίναμε μεγάλοι κι ευπρεπείς και άπραχτοι
και ευλαβείς κολλυβογραμματιζούμενοι
μεροδούληδες και μονοφαγάδες
ως ορίζει του ισχυρού ο νόμος.

Ευπειθώς υποφέρω,
Ένας μαθητής σου απ’ τα παλιά
που έφτασε τα χρόνια και τα λόγια σου

Συμμετείχε στο 21ο Συμπόσιο Ποίησης της Αριστέας μας που οργάνωσε και έτρεξε 
στο στέκι της Η ζωή είναι ωραία
Εξαιρετικές συμμετοχές και σ’ αυτό το συμπόσιο, νέες παρουσίες, ξεχωριστές διαδρομές και εκδοχές πάνω στον καμβά των λέξεων που μας έδωσε η Αριστέα. 
Εγκάρδια “ευχαριστώ” στους φίλους γι’ αυτό το  υπέροχο συναπάντημά μας και φυσικά 
στην -άψογα οργανωμένη- Αριστέα μας! 

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Λεωφόρος των Ψυχών


Στην ανατολή της νέας μέρας, ο ήλιος χρυσίζει τις φλούδινες επιφάνειες του ετοιμόρροπου κτιρίου και τρυπώνει απ’ τα αλλοπρόσαλλα μπαλώματα των τοίχων. Ένα γκαζάκι ανάβει για να ζεστάνει το γάλα των παιδιών. Δυο αγόρια κοιμούνται στρυμωγμένα σε μια ντιβανοκασέλα, κουκουλωμένα στο μάλλινο χράμι που κουβάλησαν απ’ την πατρίδα τους. Ο άντρας είχε φύγει αξημέρωτα παρέα μ’ ένα τσούρμο συμπατριώτες, με την ικεσία της γυναίκας του να γυρίσει το βράδυ σπίτι και να είναι καλά. «Να προσέχεις τα παιδιά» της είπε, καθώς εκείνη του έβαζε σε μια πλαστική σακούλα ένα σάντουιτς κι ένα χυμό. Μια φευγαλέα ματιά στα αγόρια που κοιμόντουσαν γαληνεμένα κι ένας αναστεναγμός να τον συνοδεύει βασανιστικά στο καθημερινό του δρομολόγιο. Τόσα σπίτια  που έχει μερεμετίσει σ’ αυτή την ξένη πόλη, ας γινόταν ν’ αποκτήσουν κάποτε και τη δική τους γωνιά∙ να έχουν τα παιδιά το δωμάτιό τους και η γυναίκα του ένα καθαρό κουζινάκι να μαγειρεύει τα φαγητά της πατρίδας τους.

«Άστο να το φάνε τα παιδιά, εγώ θα κάνω το κουμάντο μου με τους άλλους».
«Μη νοιάζεσαι, έχει και για τα παιδιά. Να τρως καλά μην αρρωστήσεις!»

Η βραδινή ομίχλη έγλειφε ακόμα τη ράχη της πόλης, όταν ο Μοχάμεντ άφηνε το διαμερισματάκι τους. Για να καταφέρουν να το νοικιάσουν νόμιμα και να μην βρεθούν πάλι στο δρόμο, είχε βάλει ενέχυρο σ’ έναν επιτήδειο δανειστή το χρυσό ρολόι του πατέρα του, το μοναδικό κειμήλιο που κατάφεραν να περισώσουν απ’ το ταξίδι θανάτου που έκαναν μ’ ένα σαπιοκάραβο απ’ τα παράλια της Τουρκίας. Ο λιγδιάρης μαυραγορίτης που έβαζε στο χέρι τα τιμαλφή των προσφύγων μόλις πατούσαν τα πόδια τους στο λιμάνι, το πρωί ήταν ένας καθωσπρέπει επιχειρηματίας που διατηρεί κεντρικό ενεχυροδανειστήριο και το βράδυ μεταμορφωνόταν σε αδίστακτο θηρίο που κατατρώει τ’ απομεινάρια αξιοπρέπειας από ανθρώπους ναυαγισμένους. Ό,τι γλύτωσαν απ’ τους διακινητές και τα τσακάλια που λυμαίνονται τους πρόσφυγες στις συνοριακές ζώνες, το ξόδεψαν για ν’ αναστήσουν το παμπάλαιο διαμερισματάκι, στα προσφυγικά της Αθήνας∙ εκεί που απάγκιασαν πριν χρόνια οι Μικρασιάτες πρόσφυγες κι εκεί που βρήκαν καταφύγιο οι κυνηγημένοι μαχητές του ΕΛΑΣ. Οι παλιές πληγές στους εξωτερικούς τοίχους απ’ τα πολυβόλα των συμμάχων στον εμφύλιο, θυμίζουν στην ξεκληρισμένη οικογένεια το βομβαρδισμένο σπίτι που άφησαν απελπισμένοι πίσω τους.

Τ’ αγόρια ξεκινούν για το σχολείο, σφιχτοκρατημένα στις παλάμες της μάνας τους. Δεν εγκαταλείπει τα κάγκελα του προαυλίου, αν δεν σιγουρευτεί πως μπήκαν στην αίθουσα για μάθημα. Επιστρέφει βιαστική στο σπίτι, να τους ετοιμάσει το μεσημεριανό φαγητό. Καθώς πλένει τα παιδικά φλιτζάνια στο νεροχύτη, μια καλοντυμένη γυναίκα τής χτυπάει το παραθυράκι της κουζίνας. Η Ραζάν φοβισμένη, της κάνει νόημα να φύγει, αλλά γρήγορα διαπιστώνει πως η ηλικιωμένη κυρία επιμένει και δείχνει να έχει φιλικές προθέσεις.

Στρυμώχτηκαν στο μικρό τραπέζι. Η Ραζάν ένιωσε μια ζεστή αύρα να τυλίγει το παγωμένο κουζινάκι. Με σπαστά λόγια και με νοήματα που μόνο τα τυραγνισμένα σώματα ξέρουν να μιλούν, αφέθηκαν μ’ εμπιστοσύνη η μια στην άλλη. Πάνω στον λουλουδάτο μουσαμά του τραπεζιού, η Ραζάν παραμέρισε τα παιδικά βιβλία κι ακούμπησε ένα δίσκο με καφέδες και λουκούμια. Οι μοσχοβολιές του χαρμανιού ανακατεύτηκαν με τα δροσερά φύλλα του βασιλικού, φρεσκοκομμένα απ’ το γλαστράκι στο περβάζι του νεροχύτη.

«Ο πόλεμος κι η προσφυγιά μάς ενώνουν, με τον ίδιο πόνο βρέθηκαν εδώ οι παππούδες μου απ’ την Καππαδοκία. Εδώ μέσα έστησαν απ’ την αρχή τη ζωή τους και ρίχτηκαν στον αγώνα για δημιουργία. Σ’ αυτή την αυλίτσα άπλωνε τις μπουγάδες της η γιαγιά μου, σε τούτο δω το περβάζι είχε τους βασιλικούς της…»

Η ηλικιωμένη κυρία άγγιξε συγκινημένη τη σχισμάδα του τοίχου πάνω απ’ το παιδικό ντιβάνι.
«Εδώ είχαν το εικονοστάσι τους».
«Τα βράδια βλέπω τις σκιές τους, γαληνεύω που είναι πάνω απ’ τα παιδιά και φυλάνε τα όνειρά τους».

Ένας κιτρινισμένος φάκελος ανοίχτηκε με κατάνυξη.
Φωτογραφίες παλιές απ’ την πατρίδα τους, χαμόγελα σε μια αυλή κάτω από μια χαρουπιά, τα χαρτιά τους και τα διαβατήρια, οι πρώτες ζωγραφιές των παιδιών, τα ιερά τους κτερίσματα που μύριζαν ακόμα το μοσχολίβανο απ’ το παλιό εικονοστάσι, ανακατεμένο με την αρμύρα της θάλασσας που παραλίγο να τους κλείσει για πάντα στα ευρύπορα λαγόνια της.

«Αυτό σας ανήκει. Μη ρωτάς πού το βρήκα. Ξεχρεώνω αμαρτίες του γιου μου. Εδώ να το κρύψεις, πλάι στα δικά σου εικονίσματα».

Οι θάλασσες δεν έχουν οδοδείκτες, αν είχαν όμως, θα τη λέγανε «Λεωφόρο των Ψυχών». Στο θαλάσσιο μονοπάτι που απλώνεται ως το τρικάταρτο του Θεού, λημεριάζουν ακέφαλες μέδουσες, καταραμένες γοργόνες, ξωθιές και μανιασμένα τελώνια, αλυσοδεμένοι γαλεριάνοι και στοιχειωμένοι αράπηδες∙ κι είναι και κάτι καλοκυράδες, απ’ τις σχοινένιες σκάλες του παραδείσου, να μοιράζουν τ’ αθάνατο νερό στους αδικημένους.

Η Ραζάν αναρωτιόταν το βράδυ στον άντρα της, αν αυτή η καμπούρα στην πλάτη της καλής κυρίας, ήταν απ’ τα κυρτωμένα της κόκαλα ή από φτερά, κρυμμένα στο πανωφόρι της…



Συμμετείχε στο 16ο "Παίζοντας με τις λέξεις", που οργάνωσε και φιλοξένησε  η Μαρία μας στο mytripsonblog. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ όλους τους φίλους για την υπέροχη συγγραφική εμπειρία που μοιραστήκαμε και φυσικά στην Μαρία μας που παραχωρεί χρόνο, χώρο και αγάπη για το παιχνίδι των λέξεων. Αυτή τη φορά, έκρυβε πολλές εκπλήξεις και νέο αίμα στην ομάδα. Ευχαριστούμε πολύ Μαράκι!
Σημείωση: Στο παιχνίδι των λέξεων, η ιστορία συρρικνώθηκε για τις ανάγκες του μέτρου, εδώ είναι στην αρχική της μορφή.