Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Je m'en fous



 Ο κύριος Δεμεμέλης είναι ένας καθ’ όλα ευυπόληπτος πολίτης, γνήσιος νοικοκυραίος και υπέρμαχος της τακτικής “κοίτα τη δουλίτσα σου, τρώγε το φαΐ σου και βγάνε το σκασμό”. Λίγο πριν ξεκινήσει η καραντίνα και όντας σίγουρος για τα μέτρα που θα ακολουθούσαν, έκανε επιδρομή στο σούπερ μάρκετ και επέστρεψε το βράδυ στο σπίτι, νικητής και τροπαιούχος. Επί μισή ώρα ξεφόρτωνε την καμπίνα του τζιπ, είχε επιστρατεύσει μάλιστα κι ένα κλαρκ για να κουβαλήσει τις προμήθειες ως το ασανσέρ. Ξεχειλισμένες σακούλες, ντάνες χαρτιά υγείας, μπουκάλες με αντισηπτικά, χλωρίνες, μωρομάντηλα (Κύριος οίδε γιατί τα πήρε αυτά, τα συγκεκριμένα), μακαρόνια, κονσέρβες, όσπρια, λάδια, κρασιά και πολλά ακόμα εδώδιμα αποικιακά. Δυο μέρες μετά, και αφού η αγορά είχε ήδη στεγνώσει από αντισηπτικά και μάσκες, ο κύριος Δεμεμέλης ξαναφόρτωσε μια σακούλα με τις -επιτρεπόμενες αυτή τη φορά- ποσότητες, για να τα στριμώξει στα ράφια της αποθήκης του.

Απ’ την αέναη κυκλοφορία νερού που κελάρυζε στους σωλήνες του, φαίνεται πως έπλενε τα χέρια του πο-λύ  σχο-λα-στι-κά. Κατά πολύ αυξημένη ήταν (και συνεχίζει να είναι) και η χρήση στο καζανάκι. Λογικό, με τόσα τρόφιμα. Τις απογευματινές ώρες δε, που η τηλεόραση έδειχνε τον εθνικό μας λοιμωξιολόγο, ο κύριος Δεμεμέλης πρέπει να είχε απανωτούς οργασμούς, κρίνοντας απ’ τα άγρια μουγκρητά και τις βαριές ανάσες που διέρρεαν απ’ το μισάνοιχτο παραθύρι του. Μετά το πέρας της ενημέρωσης, αντηχούσαν απανωτά καζανάκια, βρύσες, ντουζιέρες, και απορροφητήρας.

Ο κύριος Δεμεμέλης ήταν απ’ τους πρώτους που βγήκε ευθυτενής στο μπαλκόνι για να χειροκροτήσει τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό που έδιναν άνιση μάχη με τον κορωνοϊό. Αμέσως μετά το χειροκρότημα, επέστρεψε στο διαμέρισμά του για να επιδοθεί στη γνωστή τριλογία δραστηριοτήτων: μαγείρεμα, τηλεόραση, καζανάκι. Ως εχέφρων νοικοκυραίος, απέφυγε -πολύ σχολαστικά- να προσφέρει το κατιτίς του στην ομάδα αλληλεγγύης που συγκέντρωνε τρόφιμα για οικογένειες χωρίς εισόδημα, ώστε να περάσουν αξιοπρεπώς τις ημέρες του Πάσχα. «Πόσο θα φάνε πια; Τρακόσα κιλά αηδία θα γίνουν!» μονολογούσε, καθώς παρατηρούσε τις σακούλες με τα συγκεντρωμένα είδη στην είσοδο της πολυκατοικίας. 


Ο κύριος Δεμεμέλης είναι υπέρμαχος της καθαριότητας και της “προσωπικής ευθύνης” και κυκλοφορεί, απαρεγκλίτως, με αντισηπτικά μαντιλάκια, χειρουργική μάσκα και πλαστικά γάντια. Τα οποία, όταν φτάνει έξω απ’ το σπίτι του, ή κατά την έξοδό του απ’ το σούπερ μάρκετ, τα πετάει καταμεσής του δρόμου. Ας κάνουν οι υπάλληλοι του δήμου τη βρώμικη δουλειά, αυτός είναι εντάξει με τη συνείδησή του. Κι ας είναι δυο μέτρα παρακάτω ο πράσινος κάδος. Κι ας βάζει σε κίνδυνο την υγεία των περαστικών. Κι ας επιβαρύνει το ήδη μολυσμένο περιβάλλον με τα σκουπίδια του. “Το σπίτι μας και τίποτ’ άλλο”. Το αγαπημένο του μότο. Αυτό ξέρουμε, αυτό εμπιστευόμαστε. Κι άμα πεθάνει αυτός, φούρνος να μην καπνίσει, κατά τη ρήση του Τζων Στάινμπεκ.

Το σκίτσο είναι του Κ. Γρηγοριάδη και δημοσιεύτηκε στην Εφ.Συν. (06/04/2020)



Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

«Ποιος είδε άνοιξη καιρό... το φόβο να πλανάται» (*)


Αντί στεφάνων και πρωτομαγιάτικων ευχών, δυο φωτεινά παραδείγματα ξεχωριστών ανθρώπων. Έτσι, για να έχουμε να φωτιζόμαστε στη μουντάδα της φετινής άνοιξης. Και για να μην αγνοούμε το ρόλο, τους αγώνες και την κοινωνική τους προσφορά, σ’ όλα τα ζόρια που τραβάμε τα τελευταία χρόνια.


Η Φωτεινή Βελεσιώτου τραγουδά απ’ το σπίτι της το «Ακορντεόν» του Μάνου Λοίζου για τον απεργό πείνας Ibrahim Gökçek. Ο Ibrahim είναι μέλος του συγκροτήματος Grup Yorum και κάνει απεργία πείνας μέχρι θανάτου, έχοντας ξεπεράσει πλέον τις 300 ημέρες αγώνα. Στις 3 του Απρίλη, η σύντροφός του Helin Bölek έπεσε μάρτυρας ύστερα από 288 ημέρες απεργίας πείνας. Ο Ibrahim Gökçek συνεχίζει αλύγιστος την απεργία πείνας, διεκδικώντας να επιτραπούν οι συναυλίες τους στην Τουρκία. 

Η Φωτεινή δεν λείπει ποτέ από συναυλίες και δράσεις αλληλεγγύης. Την θυμάμαι, χρόνια τώρα, να μας δίνει κουράγιο και να μας κερνάει βραδιές μυσταγωγικές με τις θεσπέσιες ερμηνείες της. «Να προσέχετε ο ένας τον άλλο» μ’ αυτό συνήθιζε να μας αποχαιρετάει, σαν προστατευτική μάνα που ξεπροβοδίζει με στοργή τα παιδιά της. Μετά τις τελευταίες της ερμηνείες μέσα απ’ το σπίτι της, ρίχνει κι αυτή μαύρο και σιωπά. Διεκδικώντας το αυτονόητο. 

«Οι καλλιτέχνες, επαγγελματίες του θεάματος και όλοι οι εργάτες του πολιτισμού έχουν και αυτοί δικαίωμα να ζουν με αξιοπρέπεια και όχι σε συνθήκες εξαθλίωσης. Όλοι όσοι μας ακούτε, στηρίξτε με τη δική σας φωνή τους ανθρώπους του πολιτισμού. ΜΑΥΡΟ ΛΟΙΠΟΝ ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ. Σας ευχαριστώ πολύ από καρδιάς, Φωτεινή Βελεσιώτου».

Το τραγούδι "Ποιος είδε άνοιξη καιρό..." δημιουργήθηκε με την αφιλοκερδή συμμετοχή όλων των καλλιτεχνών και όλα τα έσοδα που θα προκύψουν από το τραγούδι, θα διατεθούν στο Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών "Η Σωτηρία" για την αγορά νοσηλευτικού υλικού.

Οι ηχογραφήσεις & οι λήψεις των ερμηνευτών έγιναν με ερασιτεχνικό τρόπο στο σπίτι τους, κάνοντας πράξη το "ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ"
Στρατάκης Νίκος: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... σοκάκια ερημωμένα / με παραθύρια σφαλιχτά κι αυλές δίχως βεγγέρα
Μαρτσάκης Αντώνης: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... να μη βλογούνται γάμοι / κεριά να μην ανάβουνε, ο Θεός να συγχωρέσει
Σπυριδάκης Δημήτρης: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... (‘κλησιές δίχως ανθρώπους / κι αμοναχό του τον παπά, τα Άγια να βγάνει
Στρατάκης Γιώργος: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... φαμίλιες χωρισμένες / και να δειπνούνε χωριστά, οι γέροι απ' τα κοπέλια
Σαριδάκης Κώστας: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... να μην ανοίγουν πόρτες /στον ξένο στο περαστικό να βρει να ξεδιψάσει
Νίκος & Αντώνης Ξυλούρης: Ποιος είδε άνοιξη καιρό..να μην γελούν κοπέλια /
να μη μαζώνουν κοπελιές, λουλούδια απ' τα χωράφια
Μανωλαράκης Ανδρέας: Ποιος είδε άνοιξη καιρό.. το φόβο να πλανάται / εγώ 'μαι απού τα θωρώ Θε μου ξεμίστευγέ μας 

Καλό Μάη να έχουμε, με επίγνωση της ιστορίας που κουβαλάει αυτός ο μήνας!

[Ο τίτλος προέρχεται απ’ το στίχο του ομώνυμου τραγουδιού]

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Ευάλωτα παράθυρα


Κάποιος εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά
από θηρίο της ερήμου ζώο,
την έκανε οικόσιτο
κι ήτανε τρυφερή και διακριτική
και στην αφή τόσο απαλή
πιο απαλή ακόμα κι από γάτα…
Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά
αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά
τον κατασπάραξε,
κανείς δεν ξέρει…
(Αργύρης Χιόνης – Ασήμαντα περιστατικά) 

* * * * *

Στα παιδικά βλέμματα που καιροφυλαχτούν πίσω απ’ τα παράθυρα. Αν έχουμε το κουράγιο, ας βγούμε στα μπαλκόνια να χειροκροτήσουμε αυτά τα “έγκλειστα” παιδιά. Και να τους ζητήσουμε και μια τεράστια συγγνώμη. Αντί να καταναλώνουμε την εθνική μας συγκίνηση στα τηλεοπτικά παράθυρα και στα δάκρυα του κ. Τσιόδρα, ας δούμε πώς θα κάνουμε ζάφτι τα βουρκωμένα παιδικά μάτια που ψάχνουν με αγωνία μια χαραμάδα με φως. Στην αλληγορία του Σπηλαίου ο Πλάτωνας περιγράφει αυτήν ακριβώς την κοινωνία που ζούμε σήμερα. Οι σκιές στον τοίχο και οι αντίλαλοι απ’ τους δεσμοφύλακες, είναι η ψηφιακή αποτύπωση της “πραγματικότητας” έτσι όπως αυτή καθορίζεται απ’ τους τηλεοπτικούς μέντορες. Είναι άλλο να «Μένουμε Σπίτι» κι άλλο να καταντήσουμε σε κατοικίδια όντα που φοβούνται τις σκιές τους.


Φωτογραφία: Gregory Halpern

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ο κύριος Λάζαρος




Στο διπλανό μπαλκόνι, ο κύριος που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, έπιασε σήμερα το λακριντί μ’ ένα κοτσύφι. Μπορεί να είναι και σπουργίτι, δεν είμαι σίγουρη, πάντως είναι ένα μικρόσωμο φαιό πτηνό, που μας επισκέπτεται καθημερινά για να τσιμπολογήσει τα ψίχουλα που του αφήνει στο γείσο ο κύριος που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του. Μένοντας αναγκαστικά σπίτι και έχοντας, πλέον, άφθονο χρόνο για σκότωμα, σκέφτηκα πως θα ήταν αρκετά διασκεδαστικό να κρυφακούσω το παραλήρημα του γείτονα. «Γύρευε τι ζημιά έπαθε ο Χριστιανός που μιλάει με τα πουλιά», σκεφτόμουν με σαρδόνια διάθεση, καθώς τέντωνα τ’ αυτιά μου για να μην χάσω λέξη απ’ το μονόλογό του.



«Άιντε καλό μου, τσίμπα τα σποράκια των λουλουδιών και σύρε ως το παιδί μου στη δίπλα γειτονιά, να τα φυτέψεις στα γλαστράκια του». Αν δεν λογάριαζα το κενό που έχασκε μπροστά μου, θα έγερνα ευχαρίστως πάνω στην κουπαστή, για να δω τις αντιδράσεις του πτηνού. Η αλήθεια είναι ότι, μετά από κάθε φράση του κυρίου -που εξακολουθώ να μην θυμάμαι τ’ όνομά του-, ακουγόταν ένα λεπτεπίλεπτο τιτίβισμα. Ακολουθούσε ξανά η αντρική φωνή, τρυφερή και γλυκόηχη· κι αμέσως μετά, το κορφολόγημα του πτηνού στον πλατύφυλλο βασιλικό. Ανθρώπινοι φθόγγοι και γουργουρητά ευχαρίστησης, εναλλάσσονταν για κάμποση ώρα. «Αρχίζουν οι παρενέργειες της κλεισούρας», σκέφτηκα μειδιώντας στον εαυτό μου. Ακούω φωνές. Και τιτιβίσματα. Και ποιος ξέρει τι άλλο…


Αίφνης ακούστηκε ο κρυστάλλινος ήχος ενός ποτηριού που τσουγγρίζει ένα άλλο. Πράγμα πολύ περίεργο, αφού ο μεσήλικας άντρας ήταν μόνος. Κυριευμένη από μια αχαλίνωτη περιέργεια και αφού έριξα μια κατασκοπευτική ματιά τριγύρω για να βεβαιωθώ πως δεν με έβλεπε κάποιος γείτονας, έσκυψα στην κουπαστή και κρυφοκοίταξα στο διπλανό μπαλκόνι. Του κυρίου που ξεχνούσα τ’ όνομά του. Ήταν σκυμμένος πάνω σ' ένα μαρμάρινο τραπέζι, εμφανώς απορροφημένος απ’ αυτό που έβλεπε, με το κεφάλι στηριγμένο στις παλάμες του. «Καλή Ανάσταση μπαμπά. Στην υγειά μας!» Η φωνή προερχόταν απ’ τα γλιστερά σπλάχνα ενός υπολογιστή. Έμεινε ακίνητος για κάμποσα δευτερόλεπτα αντικρίζοντας την οθόνη. Ένα ποτήρι κρασί κι ένα ψηφιακό τσούγκρισμα με το παιδί του. Λίγα μέτρα μακριά απ’ το σπίτι του κι όμως τόσο απόμακρα, μια ανάσα πριν την Ανάσταση του Χριστού που φέτος μοιάζει σαν μια ατέρμονη αναρρίχηση στο Γολγοθά. Με το ένα του χέρι ακούμπησε ευλαβικά την οθόνη, σαν να άγγιζε ιερό εικόνισμα. Με το άλλο, σκούπισε τα μάτια του.


Το μικρόσωμο πτηνό, που μου διαφεύγει το όνομά του, τσιμπολογούσε τα τελευταία ψίχουλα στην άκρη του τραπεζιού. Σε κάθε τσιμπιά, ανασήκωνε το κεφαλάκι του και παρατηρούσε τον αμίλητο άντρα. Την άκρως σουρεαλιστική σκηνή, συμπλήρωσε το ωστικό κύμα μιας τηλεόρασης. Ο νίπτων σχολαστικά τας χείρας του αστέρας του θεάματος, δολοπλοκούσε πίσω απ’ τις τραβηγμένες κουρτίνες κάποιου διαμερίσματος. «Και κυρίως εσείς, γιαγιάδες και παππούδες, ακούστε με προσεχτικά, όχι ασπασμούς, όχι κοινωνικότητες δεξιά αριστερά…»


Τραβήχτηκα πίσω, πλημμυρισμένη με ενοχές για την αδιακρισία μου. Και για την κλοπή πνευματικών στιγμών στην οποία ανερυθρίαστα επιδόθηκα. Πάνω απ’ την ερημωμένη πόλη, αντηχεί διαρκώς το μονόσυρτο τηλεοπτικό μοιρολόι: «Στο πρώτο σύμπτωμα βήχα ή πυρετού, μένουμε σπίτι και παίρνουμε τηλέφωνο αμέσως τον γιατρό μας…» Κι ήταν η σπαραχτική απαγγελία του γείτονα -που ξαφνικά θυμήθηκα τ’ όνομά του- που έφερε το Άγιο Φως, αυτό που στήνει σκάλες ως τον ουρανό και γιατρεύει την πληγή που χαίνει.


«Έχουν αρχίσει να με κυκλώνουν επικίνδυνα οι ώρες.
Ακούω τα φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ανήσυχα χορικά.
Πρέπει να ζήσω τις αντίστροφες δυνάμεις.
Ω καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη!» (*)


Ο μικρόσωμος ακροατής των στίχων, τίναξε τα φτεράκια του και πέταξε ως το γείσο του μπαλκονιού. Κοίταξε φευγαλέα πίσω του κι ύστερα χάθηκε βιαστικός στα φλογισμένα μονοπάτια του ουρανού. Είχε να μεταφυτέψει τα φιντανάκια του κυρίου Λαζάρου.


(* Νίκος Καρούζος-Η χρησιμότητα της απειλής)


Το κείμενο συμμετέχει στη Φωτο-Συγγραφική σκυτάλη #5, που οργανώνει και συντονίζει η MaryPertax στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ. Η φωτογραφία που παραδίδω στην επόμενη συμμετέχουσα (Fish eye) ανήκει στον ταλαντούχο φίλο Θάνο Τσάκαλο και είναι απ’ τις αγαπημένες μου. Και η αντίστοιχη λέξη είναι: "Ψίθυρος"

Εγκάρδιες ευχές για τις μέρες που διανύουμε. Καλή Ανάσταση σ’ όλους, να μείνετε γεροί και να χαρείτε τις μικρές διαδρομές εντός των σπιτιών, που μπορεί και να κρύβουν πρωτόγνωρες εμπειρίες και προσωπικές ανατροπές.
(Περι)Μένουμε σπίτι και δεν διασπείρουμε τον ιό του φόβου!