«Άντε αγάπη μου. Λίγο ακόμα να
στεριώσουμε κάπου και να κάνουμε τη φαμίλια μας…»
«Λίγο ακόμα να μεγαλώσει το
παιδί, να σπουδάσει και να πάρει τη στράτα του…»
«Λίγο ακόμα να ξεχρεώσουμε το
δάνειο, ν’ ανασάνουμε μια σταλιά, να χαρούμε όση ζωή μάς απόμεινε…»
«Λίγο ακόμα να τελειώσει και το
φανταρικό του…»
«Θα τα βολέψουμε Μάρθα μου,
τελειώνουν κι οι δόσεις του στεγαστικού, λίγο ακόμα και θα χαρούμε κι εμείς…»
~ // ~
O
Στέργιος κι η
Μάρθα είχαν εφεύρει τη δική τους κλίμακα για να μετρούν τις δεκαετίες της ζωής
τους. Το “λίγο ακόμα” τους, ξεκίνησε την εποχή που ένωσαν τις ζωές τους κι
έφτασε ως τα γεράματά τους. Εκείνος τότε, άρτι αφιχθείς απ’ την Ρουμανία
εκεί όπου κατέφυγαν οι γονείς του, μετά τον εμφύλιο, ως πολιτικοί πρόσφυγες. Κυνηγημένοι
κομμουνιστές κι οι δυο τους, έστησαν τις ζωές τους πάνω στις στάχτες και μεγάλωσαν
με αγάπη και φροντίδα το μονάκριβο αγόρι τους. Ο πατέρας του τον μύησε στην
τέχνη της μουσικής, κι ο Στέργιος θα γινόταν ένας ταλαντούχος βιρτουόζος του
βιολιού, αν δεν τους προλάβαιναν οι πολιτικές αναταραχές και η απώλεια των
γονιών του. Οι απέλπιδες προσπάθειες των ελληνικών κοινοτήτων να
επαναπατριστούν ναυάγησαν οριστικά και οι περισσότεροι δεν κατάφεραν να
ξαναδούν την πατρίδα τους, εξαιτίας της εγκληματικής ολιγωρίας
~ // ~
«Χορεύετε δεσποινίς;» Η γνωριμία τους έγινε σ’ ένα βορειοελλαδίτικο κεφαλοχώρι, εκεί όπου κατέφυγε ο “νεαρός υπαίθριος βιολιστής” φιλοξενούμενος σε μια μακρινή θεία, τη μοναδική διασωθείσα συγγενή απ’ τα ξεκληρισμένα σόγια των γονιών του. Οι λιγοστοί εναπομείναντες που γλύτωσαν τις εκτελέσεις απ’ τους ΜΑΥδες και τους χωροφύλακες, άφησαν τα κοκκαλάκια τους, άλλοι εξορισμένοι στη Γυάρο, κι άλλοι στα ρουμανικά χώματα.
Η “πανέμορφη
νεαρά ενζενί” που περιόδευε μ’ ένα μπουλούκι θεατρίνων, είχε μόλις τελειώσει
το νούμερό της και ζύγιζε με τη ματιά της τον νεαρό που υποκλινόταν μπροστά της.
Το βαλσάκι που έριχνε και την αυλαία στην επιθεώρηση που «εφιλοξενείτο στο
ιστορικόν καφενείον του Θύμιου Ζαμπέλη, ειδικώς διαμορφωμένον δια την περίστασιν»
ήταν η απαρχή ενός μεγάλου έρωτα. Πίσω απ’ το γαριασμένο σεντόνι, που επιστρατεύτηκε
και για χρέη θεατρικής αυλαίας, διαγράφονταν οι φιγούρες τους να χορεύουν ανάλαφρα,
σαν ερωτευμένοι ημίθεοι που ίπτανται τρυφερά προς την ευτυχία.
Η
σχέση τους ξεκίνησε όταν άρχισαν να διαλύονται τα μπουλούκια και η χώρα έμπαινε
στην τροχιά της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Δούλεψαν σκληρά με συνεχείς
μετακινήσεις σε πανηγύρια και υπαίθρια γλέντια, ο Στέργιος καθιερώθηκε ως λαϊκός
μουσικός που έπαιζε με το δοξάρι του τις χαρές και τα βάσανα του κοσμάκη και η
Μάρθα σαν πιστό σκυλί να τον ακολουθεί κατά πόδας και να φροντίζει τα πάντα. Απ’
το κούρντισμα του βιολιού, ως το καλοσιδερωμένο του κουστούμι και το σωστό κουμάντο
στα έσοδά τους. Προλάβανε τις καλές εποχές που, με σκληρή δουλειά, έβγαζαν ένα αξιοσέβαστο
μεροκάματο.
~ // ~
“Δεν
είμαστε γέροι, γέρο μου, νεαροί υπερήλικες είμαστε!” Τον πείραζε εκείνη, κι ας
έβλεπε τις βαθιές χαρακιές στα πρόσωπά τους, κι ας είχε προσέξει το ελαφρύ
τρέμουλο στα χέρια του που δεν μπορούσαν πια ούτε ένα βιμπράτο να παίξουν στο
βιολί. Μήτε μπορούσε να συγκρατήσει ό,τι έπιανε, τις προάλλες τού έπεσε το φλιτζάνι με το πιατέλο, χύθηκε κι ο καφές στο πάτωμα κι έκανε ένα
μαυριδερό λεκέ στα πλακάκια, κι εκείνος κοιτούσε αποσβολωμένος τα σκούρα ζουμιά
που λέρωναν τους αρμούς, σαν παραμορφωμένη καρδιά που στραγγίζει το μαύρο αίμα της,
του φάνηκε. Έτρεμε σύγκορμος κι έβαλε το καλό του χέρι στήριγμα, για να
κατευνάσει το ανεξέλεγκτο, να το συνεφέρει απ’ την ταραχή, να το μαλώσει για τη
ζημιά, λες κι ήταν ξένο σώμα που εισέβαλλε στη ζωή του για να την κάνει
καθημερινό μαρτύριο.
Από
εκείνη τη μέρα, το έκαναν συνήθειο να πίνουν απ’ το ίδιο φλιτζάνι. Με πρόσχημα
τις οδηγίες του γιατρού να μετριάσουν τους καφέδες, η Μάρθα βρήκε μια πρώτης
τάξεως δικαιολογία να τον προστατεύει από τέτοια μικρά ατυχήματα. “Θα
μαθαίνω και τα μυστικά σου, που τόσα χρόνια δεν αξιώθηκες να μου τα
εμπιστευτείς”, του είπε με προσποιητά αυστηρό βλέμμα, καθώς του στήριζε το
φλιτζάνι στο στόμα για να ρουφήξει την πρώτη γουλιά. “Σιγά τα μυστικά, λες
και ξεκολλήσαμε ποτέ οι δυο μας! Μια ζωή
τσιμπούρι ο ένας στον άλλο, μόνο βιολί δεν έχουμε παίξει ακόμα παρέα. Αν ήταν
τρόπος, θα μου βαστούσες και το δοξάρι, ε Μαρθούλα;”
~ // ~
Ανήμερα
της γιορτής της, τους βρήκε το κακό. “Ένας ισχυρός σεισμός έπληξε την πόλη
και προξένησε σοβαρές ζημιές σε κτίρια και υποδομές. Μέχρι στιγμής δεν έχουν
αναφερθεί θύματα”, έλεγε το δελτίο ειδήσεων εκείνη τη μέρα. Η οικογενειακή
τους φωτογραφία βρέθηκε πεταμένη στο δρόμο, μαζί με ό,τι απόμεινε απ’ την
κάμαρά τους. Ολόκερη η σκεπή είχε ξεκολλήσει απ’ τη βάση της, κι αν δεν ήταν
προχωρημένη η ώρα, θα τους καταπλάκωνε στο κρεββάτι τους. Στη μικρή αυλή που
έπιναν αμέριμνοι εκείνο το πρωινό τον καφέ τους, αντίκρυσαν όλα τους τα “λίγο
ακόμα” να σωριάζονται σε συντρίμμια τριγύρω τους. “Μη γυρίσεις πίσω το
κεφάλι σου, γέρο μου!” έσφιξε το χέρι της στο μπράτσο του και του έδινε το
ρυθμό. Η φωνή της ακούστηκε σαν αδέξια δοξαριά που γρατζούναγε με πόνο το θηλυκό
παραμιλητό της.
«Μόνο
μπροστά θα βλέπουμε. Λίγο ακόμα και θα περάσει κι αυτό. Φτάνει που είμαστε
όρθιοι. Φτάνει που είμαστε μαζί!...»
Είχε πάρει το μάτι της το μισοθαμμένο βιολί. Μονάχα ο κοχλίας και η μισή ταστιέρα είχαν απομείνει ραγισμένα πάνω απ’ τα χαλάσματα. Σαν ετοιμοθάνατος που αποχαιρετά με περηφάνεια τη ζωή.
Η συμμετοχή μου στον 6ο γύρο της Φωτο-Συγγραφικής Σκυτάλης που διοργανώνει
η Μαίρη στην Γήινη Ματιά της, όπου μπορείτε να παρακολουθήσετε την πορεία της μέχρι τώρα.
Με τη σειρά μου παραδίδω την παρακάτω φωτογραφία στον επόμενο “δρομέα” μας, Βασίλη Διακοβασίλη, με τη συνοδευτική λέξη: Χάρτης