Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Δι’ ευχών

 


 «Ο  ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…» *

Καημένε μου Βάρναλη

και να ̓σουνα σε μια μεριά

να θωρούσες το σύγχρονο γέροντα

βαριαναστενάζοντα και νεφελοσκεπασμένο

κόπιασε να σε χαρώ

στην έρημη πόλη μου

εντός της μαθουσάλειας κάμαρής μου

να ξεγελάσουμε με κατιτίς

κι αυτά τα Χριστούγεννα

μέσα απ’ τα εικονίσματα φανερώσου

απ’ τα βιβλία σου τα ιερά ξεπρόβαλε

δεν έχω κι ένα ποτηράκι ρακή να σε φιλέψω

μόνο μια θαλασσοδαρμένη γωνιά νέμομαι

ένα τραπεζάκι σαρακιασμένο

ελάχιστα ψιχία εναπομείναντα απ’ τα χτες

μια καρέκλα παντέρημη

κι ένα καρφί πίσω απ’ την πόρτα

μια χλαίνη κλαίουσα και διάτρητη

ωσάν την γηραιάν καρδίαν μου

κρεμάμενη επί ξύλου

υπέρ πίστεως και πατρίδος πεσούσα

και εκ πενιχράς συντάξεως εκπεσούσα

 

κόπιασε κι εσύ

αόρατε καβαλάρη

αρχάγγελε και λυτρωτή μου

ντύθηκα την πανοπλία της λήθης

“αντέχει ακόμα ο παλιόγερος”

ραμφίζουν τ’ αγριοπούλια ολούθε

μα εγώ δεν χρήζω πλέον της αντιμισθίας τους

επιστρέφω νικητής στην παιδική μου φάτνη

ετούτο είναι το θαύμα Σου το μέγα

μεταλαβαίνω

το σώμα και το αίμα Σου

ένθεος και παραδομένος

στο έλεός Σου!»

Θαλπερή αύρα εισόρμησε 

στην υγρή κάμαρα

σπουργίτης κελάηδησε τη νεκρώσιμο

τσιμπολόγησε τ’ αντίδωρα

πάνω στο τραπέζι

και φτερούγισε ως το γαλάζιο ρυάκι

της απολησμονιάς

 

ένα μικρό αγόρι

έμπλεο χαράς

ξαναζούσε τα Χριστούγεννα

των αλκυονίδων εποχών

πανάλαφρη σαν κρυστάλλινη νιφάδα

ακροβολίστηκε η ψυχή του

αέρινη

όσο το φτεράκι

του συνεργού σπουργίτη.

 *Απόσπασμα απ’ “Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη” - Κώστας Βάρναλης (“Πεζός λόγος” εκδ. ΚΕΔΡΟΣ)

Πηγή φωτογραφίας


Συμμετείχε στο 26ο Συμπόσιο Ποίησης που οργάνωσε και φιλοξένησε, και φέτος, η Αριστέα μας.

Με εξαιρετικούς συνδαιτυμόνες κι αυτή τη φορά, συγκινητικές συμμετοχές που καταγράφουν εύγλωττα τη διάθεση των ημερών και μια άψογη πυργοδέσποινα που μας έκλεισε με τον πιο γλυκό τρόπο, ετούτη την ολότελα “πεζή” χρονιά. 

Εις το επανιδείν λοιπόν, ας είμαστε όλοι καλά, για ν’ ανταμώνουμε και να “ξεφαντώνουμε”.




Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Φως - Το xmas δέντρο των bloggers

 


Φρυκτωρίες με φωτιές φίλων

φίλιους φρύκτους να πυροδοτούν τους πυρσούς της ελπίδας

Φως-φανάρι πως φτάνουμε στο φινάλε


Φυτέψαμε τις λέξεις μας

φροντίσαμε τα φυντάνια τους

φυλλορροήσαμε τους φόβους μας

φορτίσαμε με φαντασία τις φθαρτές μας φλεβίτσες

να στήσουμε μια φάτνη φέτος

να υποδεχτούμε το θείο βρέφος

με φωνήεντα άχραντα

και φθόγγους ανεπίληπτους 

 

Κύριε, ελέησόν μας!

να φωταγωγήσουμε το φριχτό έρεβος

με φωτόσπαθα να σημαδέψουμε το στήθος του

την ώρα που κατάλευκα γιασεμάκια

θα φτιάχνουν αστρικά φάσματα στο θόλο Σου!



Λίγα λόγια για το διαδικτυακό δέντρο που εμπνεύστηκε και μας κάλεσε να στολίσουμε παρέα, η Μαρίνα Τσαρδακλή, μέσα απ’ το μπλογκ της:

"Εκεί που ερωτεύομαι τη ζωή"

Στολίζουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο βάζοντας ο καθένας το στολίδι του που δεν είναι άλλο από ένα θετικό μήνυμα. Κάθε μέρα αυτού του μήνα, και μέχρι να ολοκληρώσουμε τα 24 γράμματα, στολίζουμε συντροφιά με φίλους μπλόγκερς, επιλέγοντας ο καθένας μια λέξη που ξεκινάει απ’ το γράμμα που μας παρέδωσε  η Μαρίνα.

Όπως προφανώς θα καταλάβατε, το γράμμα μου είναι το φ και η λέξη που επιλέγω είναι το  << φως>>. Μια φράση του Καζαντζάκη σαν επίλογος και μια κρυφή προσδοκία να ξαστερώσει γρήγορα:

Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια!

Ευχές απ’ την καρδιά μου με παραδοσιακά κάλαντα απ’ την Κρήτη:


πηγή φωτογραφίας

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Click away δισκία ανεμελιάς

 


Καταπίνονται αμάσητα κατά τη διάρκεια των γαλάζιων άρτων και θεαμάτων.

Στις ΜΕΘ μετράνε αντοχές και στην Ερμού μποτάκια.

Μη ξεχνάς να ξεχνάς ότι:

Χιλιάδες μικροέμποροι που έστησαν με αίμα μια μικρή επιχείρηση, που χρυσοπλήρωσαν για μια άδεια σε υπαίθριες αγορές, που φορτώθηκαν εμπόρευμα και περίμεναν τις γιορτές για να βγάλουν -τουλάχιστον- τα έξοδά τους, νέα παιδιά που ξεκίνησαν με όνειρα ένα μικρό συνοικιακό καφέ ή ένα σουβλατζίδικο, ένα παραδοσιακό μπακάλικο, ή ένα νυχάδικο τα κορίτσια που τέλειωσαν μια τεχνική σχολή, τα παιδιά που έλιωσαν τον απαυτό τους για να τελειώσουν ένα ωδείο και θα διέπρεπαν σε κάποιον άλλο πλανήτη που ο πολιτισμός δίνει τα φώτα του και δεν απλώνει ταπεινωτικά την παλάμη του στα πεζοδρόμια, όλοι αυτοί που τόλμησαν στην επιχειρηματικότητα, που επένδυσαν σε μια μικρή βιοτεχνία, που έσυραν όλη την οικογένεια να βάλει πλάτη στο στήσιμο, για μια ζωή με αξιοπρέπεια… και που δεν χωράνε στα μεγαλόπνοα σχέδια τύπου Πισσαρίδη, ή οποιουδήποτε βολεμένου οικονομολόγου που αποφασίζει για τις τύχες των άλλων. Οι ζωές των παιδιών που δουλεύουν στα σκλαβοπάζαρα των μεγαλομάγαζων, δίχως ωράρια και στην ουσία δίχως δικαιώματα, είναι απλά δεδομένα στα διαγράμματα ενός εξελόχαρτου. Απλό. Βάζεις σε μια κολώνα ανθρώπους, στη διπλανή αριθμούς, και πατάς το σύνολο.


Click
away το λένε στη γλώσσα των τεχνοκρατών, πάντα αρέσκονται σε ξενόγλωσσες και άνευ νοήματος ορολογίες. Ο θάνατος του εμποράκου, να το λέμε στα ελληνικά. Η γλώσσα μας, οι συνήθειές μας, το αλισβερίσι που γίνεται στις λαϊκές αγορές και στα πανηγύρια, η χαρά της βόλτας και του παζαρέματος, η επαφή με τον κόσμο, τα ντόπια προϊόντα των παραγωγών, οι άνθρωποι που φτιάχνουν μικρές κοινότητες, χαμογελάνε ο ένας στον άλλο, αλληλοϋποστηρίζονται, όλοι αυτοί οι “μικρομεσαίοι”, ο συμπαθής κλάδος που χρησίμευσε ως προεκλογικός άσσος στα πολιτικά παιχνίδια τους, για να έρθουν τώρα, να τους καταδικάσουν σε οικονομικό θάνατο, στυγνά και απροσχημάτιστα. Και ανέμελα.



Υστεριόγραφο: Περιδιαβαίνοντας στα βορβορώδη στέκια κάποιων επιφανών “κυριών” που άλλοτε σχολιάζουν ανερυθρίαστα την κομψότητα της Μάγδας Φύσσα κι άλλοτε βάζουν στο βουλημικό στόμα τους την «καταθλιπτική Ακρίτα» με μια καταβόθρα ακολούθων να ξερνάει χολή και μίσος, θυμήθηκα τον μικρό Παναγιώτη Ραφαήλ που έδωσε μια σκληρή μάχη για τη ζωή του και βγήκε νικητής. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του κ. Κικίλια να μην πάει στη Βοστόνη (αρνήθηκε την οικονομική στήριξη, γιατί κατά τη γνώμη του, δεν υπήρχε καμία ελπίδα, όποτε δεν χρειαζόταν να δαπανηθούν χρήματα για τη ζωή ενός παιδιού – είναι το εξελόχαρτο που λέγαμε), η ίδια κυρία λοιπόν, είχε υποστηρίξει τον πολιτικό της συνδαιτημόνα, χαρακτηρίζοντας “λαϊκιστές” όσους στήριξαν το παιδί και την οικογένειά του. Άλλη μια “μετατροπή” της γλώσσας και του νοήματος, η ανάγκη να θεραπευτεί ένα παιδί, βαφτίστηκε “εργαλειοποίηση”. Και η αλληλεγγύη του κόσμου βαφτίστηκε “έλλειψη σοβαρότητας”. 


ΥΓ. Για τη διάβρωση της γλώσσας και των εννοιών τα έλεγε ο Όργουελ στο βιβλίο του, να τα μελετάμε αυτά παιδιά, γιατί τα ζούμε στο πετσί μας.

Καλή χώνεψη σ’ όσους καταναλώνουν ακόμα δημοσιογραφικά απόβλητα!

Καλές αγορές σ’ όσους θα στηθούν στα πεζοδρόμια και μην ξεχάσετε ν’ ανάψετε ένα κεράκι στη μνήμη του εμποράκου. Μέρες που είναι…




Αυτός μάλλον πήρε τις κιλότες του κυρ-Μιχάλη


Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

120 ml κονιάκ

 


//Mε το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ' τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο…// [*}

Kαι μετράω τις αντοχές μου, τις απλώνω στο παγωμένο δωμάτιο, μήπως και φτουρήσουνε και με βγάλουν ως τα Χριστούγεννα. Μου λείπουν τ’ ανόθευτα γέλια, κάτι αγκαλιές σφιχτές, οι λέξεις οι δαντελένιες κι εκείνες οι καραμελωμένες αναμονές για τις γιορτές. Μου λείπουν οι βόλτες οι αναίτιες και τ’ απρόσμενα καλέσματα, δίχως το πώς και το γιατί. Μου λείπει η αυθόρμητη καλημέρα με το γείτονα, τα κουρασμένα χαμόγελα που έχουν τα κορίτσια στα ταμεία των σούπερ μάρκετ, το παιδικό μελίσσι που οδοιπορούσε χαρούμενο κάθε μεσημέρι, ζαλωμένο σχολικές τσάντες, συμβατές με τετράδια, κασετίνες, μολύβια και αδιαπραγμάτευτα όνειρα. Το ρούτερ του γείτονα δεν δουλεύει, μαμά, και μας λείπουν τα βασικά υλικά της συνταγής. Πώς να κάνεις μάθημα δίχως υπολογιστές και φορτιστές ευτυχίας, και πώς να φτιάξεις μελομακάρονα με δανεικό αλεύρι, μαμά; Πώς να μυρίσει το σπίτι σιρόπια και κανελλογαρύφαλλα από μια οθόνη; Δεν μου βγαίνει το μέτρημα, μαμά. Τόσοι οι νεκροί, τόσοι οι νεκροζώντανοι, τόσα τα χαρτόνια που στολίζουν πάλι φέτος τους δρόμους μας «Είμαι άνεργος, πεινάω». Μέλι ούτε για δείγμα και 120ml κονιάκ δεν τα χωράει ούτε το παγουρίνο μου, μαμά!

Μετράω αντίστροφα τις μέρες μέχρι να ελεηθώ μ’ ένα επίδομα, μετράω κι όλο με κλέβουν στο ζύγι, μαμά. Ουκέτι καιρός για χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα, γιατί φέτος θ’ αναβιώσουμε το «Μαζί τα φάγαμε» μ’ ένα  πλουσιοπάροχο «Εσύ φταις που πέθανες» και να μη σκας αν πεθάνουμε μαμά, γιατί στα Βέλγια και στα Λουξεμβούργα, λέει, πέθαναν περισσότεροι. Κουράστηκα να μετράω, τόσα τσουρέκια αγόρασε ο πρωθυπουργός απ’ τον Τερκενλή, τόσες εκατόμβες νεκρών, τόσες νεκρώσιμες μετακινήσεις και άσκοπες δημοσκοπήσεις, ούτε ξύσμα φιλότιμου και τόσες δόσεις υπέρκομψης ξεδιαντροπιάς. Πόσα φέρετρα με νεκρούς που έφυγαν άκλαυτοι και ασαβάνωτοι, με πόση κανονικότητα γλιστράνε μακριά μας οι παππούδες κι οι γιαγιάδες, πόσα χρόνια ζωής θα είχαν ακόμα άραγε, αν αντί για δημοσιογράφους ταΐζανε τη δημόσια υγεία, αν αντί για ηφαιστειακά καλέσματα σε τουρίστες με πανάκριβα διαφημιστικά σποτ, εξόπλιζαν -απ’ την άνοιξη- τα νοσοκομεία με γιατρούς και νοσηλευτές;  Αν αντί για τη Σαντορίνη και την Αντίπαρο ήταν όλοι τους στο μέτωπο της μάχης;  Αν αντί να αφοδεύουν δακρυγόνα και ξυλοκοπήματα, είχαν αγκαλιάσει με ενσυναίσθηση και ευθύνη τον Άνθρωπο;

Πόσα ml μελαγχολίας λέει η συνταγή, μαμά;


Χριστούγεννα [**}

Δεν περιμένω όμως τίποτα πια
Τον Αι Βασίλη απλώς τον λέγαν μπαμπά
Κι είν' ένας πρώην Έλλην αριστερός
Ένας θνητός
Με τ' όνειρό του δίχως στέγη καμιά
⭒☆━━━━━━━━━━━━━━━☆⭒

Τα πλεϊμομπίλ μου είν' εξαιτίας μου κουτσά
Σβησμένα στη σαμπάνια βεγγαλικά
Ίσως για κάποιους νά 'ναι ακόμα γιορτή
Μα ποιοι είν' αυτοί;
Ζουν σε θερμοκοιτίδες ή σε χωριά;

[*] ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

[**] Φοίβος Δεληβοριάς

Photo: "Christmas shop window in Paris, 1947" - Robert Doisneau