Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Η αυλαία του “καρναβαλιού”


Ας το κάνουμε να φανεί σαν παιχνίδι. Οι χαρταετοί μας θα κάνουν έξυπνους ελιγμούς και θα υψωθούν πάνω απ’ τις εναέριες κάμερες της αστυνομίας. Τους ανοιξιάτικους ανθούς απ’ τα ξινόδεντρα θα τους πετάξουμε χαρτοπόλεμο στα κρανοφόρα ανδρείκελα, και τις σκισμένες μας σημαίες για δικαιοσύνη και ισότητα, θα τις κάνουμε σερπαντίνες να τυλιχτούν γύρω απ’ τις γκρίζες στολές τους, κι ας τις ξεσκίσουν κι αυτές, παράπλευρες απώλειες θα πούμε πως ήταν.

Μόλις σου πω «Πονάω», βγαίνεις. Φέτος θα πολεμήσουμε στ’ αλήθεια με τους κακούς, γι’ αυτό κράτα σφιχτά το δρακόσπαθό σου κι άνοιξε δρόμο για το μέλλον σου. Και μην πιστέψεις επ’ ουδενί  τον βασιλιά καρνάβαλο που θα σε καλοπιάσει με ζαχαρένιες υποσχέσεις και πολύχρωμα κομφετί αριστείας. Μην αφήσεις τα σκοτάδια του να μαυρίσουν την ψυχούλα σου. Εσύ εκεί. Με τα χεράκια σου θα σκάβεις λαγούμια στη λάσπη. Μ’ ένα μικρό λυχναράκι θα φωτίζεις το δρόμο σου. Μέχρι να ενωθεί η φλόγα σου με τις άλλες, να γίνουν η πυρκαγιά που θα κάψει τον βασιλιά του σκότους.

[Καλά Κούλουμα σ' όλους!]

 


(οι φωτογραφίες προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)


Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Να σκέφτεσαι τους άλλους

 


Καθώς ετοιμάζεις το πρωινό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.

Μην ξεχνάς να ταΐζεις τα περιστέρια.

Όταν πολέμους ξεκινάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.

Μην ξεχνάς όσους λαχταρούν την ειρήνη.

 

Όταν πληρώνεις το νερό, να σκέφτεσαι τους άλλους.

Εκείνους που μόνο τα σύννεφα έχουν να τους θηλάσουν.

Όταν γυρνάς στο σπιτικό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.

Μην ξεχνάς όσους ζουν σε αντίσκηνα.

 

Όταν τ’ αστέρια μετράς πριν κοιμηθείς, να σκέφτεσαι τους άλλους.

Εκείνους που δεν έχουνε πού να πλαγιάσουν.

Όταν ελεύθερα μιλάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.

Εκείνους που δεν τους αφήνουν να μιλήσουν.

 


Και καθώς σκέφτεσαι εκείνους, τους άλλους,

στον εαυτό σου γύρισε και πες:

«Αχ και να ήμουν ένα κερί στο σκοτάδι».

Μαχμούντ Νταρουΐς

                          . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .




Ο Παλαιστίνιος ποιητής Μαχμούντ Νταρουίς γεννήθηκε στις 13 του Μάρτη 1941, σ’ ένα χωριό κοντά στη βόρεια ισραηλινή πόλη Άκκο κι εγκατέλειψε το ισραηλινό έδαφος το 1970, ενώ είχε ήδη βιώσει τον κατ’ οίκον περιορισμό. Εθνικός ποιητής της Παλαιστίνης και απ’ τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της σύγχρονης αραβικής λογοτεχνίας, ο Νταρουίς αγωνίστηκε με συνέπεια για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της πατρίδας του.

Φυλακίστηκε για τη δράση του και έζησε 26 χρόνια εξόριστος. Έγραψε 30 ποιητικές συλλογές, που έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 40 γλώσσες, και έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Έφυγε απ’ τη ζωή στις 9 Αυγούστου 2008, στα 67 του χρόνια,  μετά από εγχείρηση καρδιάς.

 

(Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Με τους λύκους, ή με τις μέλισσες; (*)



Δεν φρίττω τόσο με τον θύτη, όσο με τον βολεμένο κυρ-Παντελή που τον υπερασπίζεται, με -δήθεν- αθώα επιχειρήματα (Γιατί τώρα;)

Δεν σιχαίνομαι τόσο τον δικηγόρου ενός διαβόλου -έμμισθος δικολάβος είναι άλλωστε- όσο τα τηλεοπτικά περιττώματα  μιας δήθεν ενημερωτικής εκπομπής που δεν επικεντρώνεται στο έγκλημα, αλλά στα βουρκωμένα μάτια του θύτη και στο τι έφαγε για βραδινό στο κελί του. Να το πω κομψά, όπως θα το έθετε κι ο εθνικός μας γλωσσοδιασώστης: Εκοπρίσθη η φοράς παρά τοις αλωνίοις!


Δεν φοβάμαι τόσο τους “επαγγελματίες βιαστές”, όσο τους φέροντες περγαμηνές και πτυχία, τους κατέχοντες επιφανή αξιώματα κι ακριβοπληρωμένες από -δημόσιο χρήμα- θέσεις, σπουδάρχες και υπερφίαλους καθηγητάδες, καρεκλοβιδωμένους αξιωματούχους, κορδελοκόφτες εγκαινίων και πωληταράδες των μαρμάρων μας, πολιτικούς γυρολόγους και υπηρέτες ξένων αφεντάδων. Χρόνια τώρα, σιωπούν κατά το δοκούν, και φωνασκούν περί αριστείας και πολιτισμού. Που δεν έχουν αφήσει μάρμαρο στη θέση του!  Αχ μωρέ αχρείοι, ας  ήταν από μια μεριά ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, και θα σας φασκέλωνε όλους.

//Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια - φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ' Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν. [...]

Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μη καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε…//


Μπράβο σ’ όλα τα παιδιά που βρήκαν το κουράγιο να τα βάλουν με τον προσωπικό τους δαίμονα. Καθάρισαν για πάρτη μας. Και μας έβαλαν επιτέλους μπροστά στην ευθύνη μας. Να διαλέξουμε θέση. Με ποιους είμαστε. Με τους “μέτριους κι ατάλαντους” (κατά το Λιγνάδειον αφήγημα), ή με τους επηρμένους αρίστους που θεωρούν την κοινωνία και τους νόμους τσιφλίκι τους;

«Υπάρχει κάποιος που αμφιβάλλει για το ήθος του;» είχε ρωτήσει ευθαρσώς η υπουργός “πολιτισμού” στη βουλή, την περίοδο που τον διόρισε. Μόνο που τη λέξη “ήθος”, τη διασώζουν, ακόμα, κάτι σπουδαίοι άνθρωποι σαν τον Σπύρο Μπιμπίλα. Όπως θα το έλεγε κι ο καθηγητής -που δεν έχει ακούσει τίποτα για το φόνο- ο Μπιμπίλας είναι ο “ταπεινός διακομιστής της ανθρωπιάς. Αριστεύει, όχι με δημόσιο χρήμα, αλλά με τη διαρκή παρουσία του σε συσσίτια, δράσεις, αγώνες, έμπρακτη βοήθεια σε άπορους ηθοποιούς και όχι μόνο.

Γιατί, με όλο το σεβασμό κυρ-καθηγητά μου, αυτό που προέχει να σώσουμε, δεν είναι η γλωσσική μας συνείδηση, όπως εναγωνίως δηλώνετε στα μέσα δικτύωσης. Ας σώσουμε πρώτα την κοινωνία από κάτι περιτρίμματα που τη μολύνουν με την ύπαρξή τους. Κι ύστερα βλέπουμε…

*Φράση απ’ το κείμενο-καταπέλτη του κ. Νίκου Βασιλειάδη προς τον Γ. Μπαμπινιώτη. 


Πολύ καλό μήνα σε όλους! Μύρισε λίγη "άνοιξη" έξω, ή ιδέα μου είναι;

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

“Αν δε φας θεριό δε θεριεύεις” *


Κάθε πρωί σαν άνοιγε το παράθυρό της και αντίκριζε το πέλαγος έλεγε: «Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός!» και ρουφούσε με τα μεγάλα ρουθούνια της τη θαλασσινή αρμύρα ηδονικά, λες και ρουφούσε όλο τον πλούτο που κρύβει μέσα της εκείνη η ωραία θάλασσα: τα λαυράκια, τα μερτζάνια, τους στακούς, τα στρείδια…

-Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός! Σήμερα τι να ψήσω!

Δηλαδή τι να πρωτοψήσει ήθελε να πει. Να πάρει μεγάλα μύδια να τα κάνει τσακιστά, ή να πάρει μικρότερα για να τα κάνει αχνιστά ή πλακί ή τηγανητά με σκορδαλιά ή καλύτερα να τα κάνει με το ρύζι – σαλμαδάκι…
Η μέρα της άρχιζε με τον καφέ του Δημητρού που τον έψηνε πάντα μόνη της, γιατί, σαν τις μαχαρανές, η Λωξάντρα πίστευε πως απ’ το χέρι της γυναίκας του ο άντρας πρέπει να τρώει και να πίνει. Ύστερα τον βοηθούσε να ντυθεί, τον φιλούσε, τον σταύρωνε και κατέβαινε μαζί του τη σκάλα την πλατιά, που ένωνε τα δυο της μπράτσα στο πλατύσκαλο για να σε κατεβάσει απαλά στη μεγάλη μαρμαροστρωμένη αυλή που είχε κατάντικρα την ξώπορτα.

Τη γλεντά τη ζωή της η Λωξάντρα μέσα σ’ αυτή την κουζίνα. Μαγειρεύει για να τέρπει και να τέρπεται. Και όλη την ώρα δοκιμάζει το φαϊ στ’ αλάτι του. Τρώει εκείνη, δίνει και στον Ταρνανά.
-Διες και συ, πώς σε φαίνεται στ’ αλάτι του;
-Μμμμ… δυσκολεύεται να απαντήσει ο Ταρνανάς, πρέπει να ξαναδοκιμάσει.
Η Σουλτάνα, η υπηρέτρια, πατάει τις φωνές:
-Καλέ κυρία, αύριο θα μεταλάβετε, κοτόπουλο τρώτε;
-Ποιος έφαε, μωρή, κοτόπουλο;
Το φαΐ δοκίμασε η γυναίκα στ’ αλάτι του.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ”

(* τίτλος ανάρτησης και αποσπάσματα απ’ το βιβλίο της,

εκδ. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ)

 

Η Κωνσταντινούπολη της Μαρίας Ιορδανίδου

[Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]