Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Έτσι ήτανε

 


Παππού, σήκου, παππούλη: Σήμερα είναι μέρα επίσημη: Τι φυλάς το στρώμα και βογγάς; Όλο βογγάς κι όλο μαλώνεις – σώνεις πια: Έβγα να ιδής: Έλα ν’ αλλάξης και να πας στην αγορά. Ο κόσμος έχει πανηγύρι σήμερα – Σάββατο Λαζάρου:

Το μαθητούδι ζωηρό, καθώς μπήκε στο σπίτι, έφυγε κιόλα. Τόξερε ο παππούς πως ήταν η τρανή. Παραμονή, της Έξοδος η μέρα… Αχ, τέτοια μέρα δε θα ξαναφανή – μήτε ο θεός να δώση:

Τόξερε ο παππούς, κι αυτό από μέρες κι από νύχτες συλλογιόταν. Ο πονεμένος νους του σερνότανε τριγύρω στη μεγάλη Θύμηση. Και την περίμενε τη μέρα αυτή, σα νάτανε ναρχόταν άλλη μια φορά, πρώτη φορά – του κάκου:

Μα του μικρού ταγγόνου οι χαρωπές φωνές του ξάφνισαν το νου. Κι εκεί, να πάλι το τρελόπαιδο μπροστά του. Άφησε τις τρεχάλες για να ξαναρθή και να του γίνη πειρασμός και πάλι.

-Ακόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θα μου γίνης αυτού πέρα; Απόλυσε κι η εκκλησιά:

-Καλά, καλά, μωρέ παιδί, μη με μαλώνεις τόσο· γέρος είμαι, δε μπορώ να σηκωθώ. Εδώ άσε με να σήπωμαι…

-Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδο!

Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της λιτανείας η βοή, που έφτανε απ’ τον άλλο δρόμο, κρυφή τρεμούλα τούχυσε στα σωτικά· ο νους του σάλεψε άξαφνα.

-Έφτασα: Τ’ άρματά μου:

Ορθός τινάχτηκε σαν παλληκάρι. Ανάλλαγος, ανάμαλλος ζώστηκε το σπαθί. Και βγήκε.

Τα μάτια αγριωπά στυλώνει γύρω του. Κάτι σα να ζητή. Το κανόνι και το τουφέκι γεμίζει όλη τη χώρα μ’ αμέτρητη βοή. Κόσμος πολύς στην αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Όλοι τ’ άρματα κρατούν – και ρίχνουν:

Ο λαός παίζει με τη φαντασιά του το παιγνίδι αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να ξαναζωντανέψη τη μεγάλη εικόνα, έτσι για να δη «πώς ήτανε» – κι ο γέρος πάει να το πιστέψη.

Βρίσκεται με ταγγόνι στης λιτανείας την ουρά, κι ακολουθούν. Τέλος στους Τάφους έφτασαν. Εκεί χιλιάδες συναγμένοι στέκονται κι ακούν έναν που βγάνει λόγο, μα ο λόγος είν’ ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει, και δεν καταλαβαίνει. Ακούει, και καρτερεί· σαν κάτι φαίνεται να καρτερή…

-Ωρέ, δεν ήταν έτσι: κράζει με δυνατή φωνή.

Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού.

Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα, και δε μιλεί. Τέλος κόπηκε το τραγούδι.

-Να, ωρέ, έτσι ήτανε:

Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καϊμό του.



Γιάννης Βλαχογιάννης - 16/12/1911

“ΕΤΣΙ ΗΤΑΝΕ” από το βιβλίο “ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

-----------------------------------------------------------------------

Ζωγραφικός πίνακας: “Η αυτοθυσία”, εκτίθεται στο μουσείο ιστορίας και τέχνης του Μεσολογγίου, François-Émile de Lansac (1827)

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Η αυλαία του “καρναβαλιού”


Ας το κάνουμε να φανεί σαν παιχνίδι. Οι χαρταετοί μας θα κάνουν έξυπνους ελιγμούς και θα υψωθούν πάνω απ’ τις εναέριες κάμερες της αστυνομίας. Τους ανοιξιάτικους ανθούς απ’ τα ξινόδεντρα θα τους πετάξουμε χαρτοπόλεμο στα κρανοφόρα ανδρείκελα, και τις σκισμένες μας σημαίες για δικαιοσύνη και ισότητα, θα τις κάνουμε σερπαντίνες να τυλιχτούν γύρω απ’ τις γκρίζες στολές τους, κι ας τις ξεσκίσουν κι αυτές, παράπλευρες απώλειες θα πούμε πως ήταν.

Μόλις σου πω «Πονάω», βγαίνεις. Φέτος θα πολεμήσουμε στ’ αλήθεια με τους κακούς, γι’ αυτό κράτα σφιχτά το δρακόσπαθό σου κι άνοιξε δρόμο για το μέλλον σου. Και μην πιστέψεις επ’ ουδενί  τον βασιλιά καρνάβαλο που θα σε καλοπιάσει με ζαχαρένιες υποσχέσεις και πολύχρωμα κομφετί αριστείας. Μην αφήσεις τα σκοτάδια του να μαυρίσουν την ψυχούλα σου. Εσύ εκεί. Με τα χεράκια σου θα σκάβεις λαγούμια στη λάσπη. Μ’ ένα μικρό λυχναράκι θα φωτίζεις το δρόμο σου. Μέχρι να ενωθεί η φλόγα σου με τις άλλες, να γίνουν η πυρκαγιά που θα κάψει τον βασιλιά του σκότους.

[Καλά Κούλουμα σ' όλους!]

 


(οι φωτογραφίες προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)


Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Να σκέφτεσαι τους άλλους

 


Καθώς ετοιμάζεις το πρωινό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.

Μην ξεχνάς να ταΐζεις τα περιστέρια.

Όταν πολέμους ξεκινάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.

Μην ξεχνάς όσους λαχταρούν την ειρήνη.

 

Όταν πληρώνεις το νερό, να σκέφτεσαι τους άλλους.

Εκείνους που μόνο τα σύννεφα έχουν να τους θηλάσουν.

Όταν γυρνάς στο σπιτικό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.

Μην ξεχνάς όσους ζουν σε αντίσκηνα.

 

Όταν τ’ αστέρια μετράς πριν κοιμηθείς, να σκέφτεσαι τους άλλους.

Εκείνους που δεν έχουνε πού να πλαγιάσουν.

Όταν ελεύθερα μιλάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.

Εκείνους που δεν τους αφήνουν να μιλήσουν.

 


Και καθώς σκέφτεσαι εκείνους, τους άλλους,

στον εαυτό σου γύρισε και πες:

«Αχ και να ήμουν ένα κερί στο σκοτάδι».

Μαχμούντ Νταρουΐς

                          . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .




Ο Παλαιστίνιος ποιητής Μαχμούντ Νταρουίς γεννήθηκε στις 13 του Μάρτη 1941, σ’ ένα χωριό κοντά στη βόρεια ισραηλινή πόλη Άκκο κι εγκατέλειψε το ισραηλινό έδαφος το 1970, ενώ είχε ήδη βιώσει τον κατ’ οίκον περιορισμό. Εθνικός ποιητής της Παλαιστίνης και απ’ τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της σύγχρονης αραβικής λογοτεχνίας, ο Νταρουίς αγωνίστηκε με συνέπεια για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της πατρίδας του.

Φυλακίστηκε για τη δράση του και έζησε 26 χρόνια εξόριστος. Έγραψε 30 ποιητικές συλλογές, που έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 40 γλώσσες, και έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Έφυγε απ’ τη ζωή στις 9 Αυγούστου 2008, στα 67 του χρόνια,  μετά από εγχείρηση καρδιάς.

 

(Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Με τους λύκους, ή με τις μέλισσες; (*)



Δεν φρίττω τόσο με τον θύτη, όσο με τον βολεμένο κυρ-Παντελή που τον υπερασπίζεται, με -δήθεν- αθώα επιχειρήματα (Γιατί τώρα;)

Δεν σιχαίνομαι τόσο τον δικηγόρου ενός διαβόλου -έμμισθος δικολάβος είναι άλλωστε- όσο τα τηλεοπτικά περιττώματα  μιας δήθεν ενημερωτικής εκπομπής που δεν επικεντρώνεται στο έγκλημα, αλλά στα βουρκωμένα μάτια του θύτη και στο τι έφαγε για βραδινό στο κελί του. Να το πω κομψά, όπως θα το έθετε κι ο εθνικός μας γλωσσοδιασώστης: Εκοπρίσθη η φοράς παρά τοις αλωνίοις!


Δεν φοβάμαι τόσο τους “επαγγελματίες βιαστές”, όσο τους φέροντες περγαμηνές και πτυχία, τους κατέχοντες επιφανή αξιώματα κι ακριβοπληρωμένες από -δημόσιο χρήμα- θέσεις, σπουδάρχες και υπερφίαλους καθηγητάδες, καρεκλοβιδωμένους αξιωματούχους, κορδελοκόφτες εγκαινίων και πωληταράδες των μαρμάρων μας, πολιτικούς γυρολόγους και υπηρέτες ξένων αφεντάδων. Χρόνια τώρα, σιωπούν κατά το δοκούν, και φωνασκούν περί αριστείας και πολιτισμού. Που δεν έχουν αφήσει μάρμαρο στη θέση του!  Αχ μωρέ αχρείοι, ας  ήταν από μια μεριά ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, και θα σας φασκέλωνε όλους.

//Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια - φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ' Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν. [...]

Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μη καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε…//


Μπράβο σ’ όλα τα παιδιά που βρήκαν το κουράγιο να τα βάλουν με τον προσωπικό τους δαίμονα. Καθάρισαν για πάρτη μας. Και μας έβαλαν επιτέλους μπροστά στην ευθύνη μας. Να διαλέξουμε θέση. Με ποιους είμαστε. Με τους “μέτριους κι ατάλαντους” (κατά το Λιγνάδειον αφήγημα), ή με τους επηρμένους αρίστους που θεωρούν την κοινωνία και τους νόμους τσιφλίκι τους;

«Υπάρχει κάποιος που αμφιβάλλει για το ήθος του;» είχε ρωτήσει ευθαρσώς η υπουργός “πολιτισμού” στη βουλή, την περίοδο που τον διόρισε. Μόνο που τη λέξη “ήθος”, τη διασώζουν, ακόμα, κάτι σπουδαίοι άνθρωποι σαν τον Σπύρο Μπιμπίλα. Όπως θα το έλεγε κι ο καθηγητής -που δεν έχει ακούσει τίποτα για το φόνο- ο Μπιμπίλας είναι ο “ταπεινός διακομιστής της ανθρωπιάς. Αριστεύει, όχι με δημόσιο χρήμα, αλλά με τη διαρκή παρουσία του σε συσσίτια, δράσεις, αγώνες, έμπρακτη βοήθεια σε άπορους ηθοποιούς και όχι μόνο.

Γιατί, με όλο το σεβασμό κυρ-καθηγητά μου, αυτό που προέχει να σώσουμε, δεν είναι η γλωσσική μας συνείδηση, όπως εναγωνίως δηλώνετε στα μέσα δικτύωσης. Ας σώσουμε πρώτα την κοινωνία από κάτι περιτρίμματα που τη μολύνουν με την ύπαρξή τους. Κι ύστερα βλέπουμε…

*Φράση απ’ το κείμενο-καταπέλτη του κ. Νίκου Βασιλειάδη προς τον Γ. Μπαμπινιώτη. 


Πολύ καλό μήνα σε όλους! Μύρισε λίγη "άνοιξη" έξω, ή ιδέα μου είναι;