Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

Μια επιστολή απ’ τα παλιά

 

«Μέσα σ’ αυτή τη φοβερή στιγμή της παγκόσμιας κρίσης πλήθυνε το κακό, που ήτανε πάντα πολύ, μεγάλωσε η αθλιότητα των απαθλιωμένων ανθρώπων. Ο εργάτης, ο φτωχός αγρότης, ο μικροεπαγγελματίας, ο υπάλληλος ζούνε μέσα σε μια αδιάκοπη αγωνία.

Από τη μια βλέπουνε το πενιχρό τους μεροδούλι να γίνεται κάθε μέρα λιγότερο, τη στιγμή που όλα ακριβαίνουν, ή βλέπουνε τα λιγοστά προϊόντα του ολόχρονου μόχθου τους να μένουν απούλητα ή να πουλιούνται σε τιμές εξευτελιστικές.

Από την άλλη, κάθε μέρα κρούει την πόρτα τους το σκιάχτρο της αναδουλειάς με τη συντρόφισσά της, την πείνα. Και σ’ όσα σπίτια μπει μέσα το μεγάλο κακό ρημάζουνε πια.

Άγριος πόλεμος κοινωνικός έχει ξεσπάσει και οι πεινασμένοι διεκδικώντας τα πιο απλά δικαιώματά τους στη ζωή, γίνονται θύματα κι από τούτη την πλευρά. Μα απ’ όλους τους κυνηγημένους και τους απόκληρους τα τραγικότερα θύματα είναι τα παιδιά. Το παιδί του προλετάριου, το παιδί του φτωχού αγρότη, το εργαζόμενο παιδί, το παιδί του βιοπαλαιστή ήτανε πάντα σε θέση σκληρή και μειονεκτική. Μα τώρα έγινε πια η μοίρα του αβάσταχτη.

Η φτωχή μάνα, που είναι υποχρεωμένη να δουλεύει από την αυγή ως τη νύχτα μακριά από το σπίτι της, αφήνει τα παιδιά της ολημερίς στο έλεος του δρόμου., του διαβάτη και της γειτόνισσας, τ’ αφήνει να κυλιούνται στη λάσπη και στο χώμα για να τους φέρει το βράδυ λίγο ψωμί, χωρίς να προφταίνει και χωρίς να μπορεί ούτε μια ματιά να τους ρίξει, σκοτωμένη καθώς είναι από την κούραση.

Κι αν η μάνα μένει στο σπίτι, πού να προφτάσει ο πατέρας ν’ αντικρίσει το έξοδο για τα παιδιά με το μικρό του μεροκάματο. Κι αν δεν έχει δουλειά ούτε η μάνα ούτε ο πατέρας, γιατί είναι άνεργος ή απεργός; Ξυπολυσιά και αρρώστια και πείνα και κρύο και ακαθαρσία και αμορφωσιά και βούρκος και βάσανα σωματικά και κόλαση ψυχική, είναι η μοίρα των φτωχών παιδιών. Διπλή και τριπλή εκμετάλλευση, ξύλο και εξαθλίωση και εξαχρείωση γεμάτη είναι η ζωή του εργαζόμενου παιδιού.

Το πικρότερο κατακάθι της προλεταριακής δυστυχίας αυτά το πίνουν, το μαρτυρικό στεφάνι αυτά το φορούν. Τα φτωχά παιδιά είναι των σκλάβων οι σκλάβοι, των πεινασμένων οι πεινασμένοι, των παγωμένων οι παγωμένοι, των άρρωστων οι άρρωστοι, των απόκληρων οι απόκληροι. Αυτά μπαίνουνε στην κόλαση με το πρώτο αντίκρισμα της ζωής. Την ηλικία της χαράς, της ξενοιασιάς και του γέλιου αυτά δεν τη γνωρίζουν.

Απέναντι στην απέραντη τούτη τραγωδία, που πλημμυρίζει τα σκοτεινά υπόγεια και τις υγρές αυλές μέσα στις πολιτείες, τα χαμόσπιτα των συνοικισμών και τις καλύβες της αγροτιάς σ’ όλη τη χώρα, η βοήθεια που η επίσημη και ιδιωτική φιλανθρωπία καταπιάνεται να δώσει δεν είναι ούτε σα σταγόνα νερού σε φλογισμένο καμίνι. Τα ελατήριά της άλλως τε δεν είναι καθαρά. Για να υπάρχει της χρειάζεται να υπάρχουνε θύματα. Ο φτωχός εργαζόμενος λαός που είναι το θύμα, και τα παιδιά που είναι διπλά θύματα, πρέπει να ζητήσουνε και να βρούνε τη βοήθεια και την απολύτρωση από τον ίδιο τον εαυτό τους.

Δεν πρέπει να περιμένουν τη σωτηρία τους από την άλλη πλευρά. Και του πιο αδύνατου η δύναμη διπλασιάζεται, όταν ενώσει τη λιγοστή του μπόρεση με την προσπάθεια των συντρόφων του. Όταν ο εργάτης , ο αγρότης, ο φτωχός εργαζόμενος λαός νιώσει μιαν ολοκληρωτική αλληλεγγύη να τον ενώνει με όλους τους συντρόφους του στη δυστυχία και μέσα στα σύνορα της χώρας κι όξω απ’ αυτή σ’ όλες τις χώρες της γης, και όταν κινηθεί ομόψυχα και ολόψυχα να βοηθήσει τον εαυτό του και τους άλλους, τότε θα βρει το δρόμο της ανακούφισης και της σωτηρίας. Αλληλεγγύη των δυστυχισμένων! Να το σύνθημα μιας καινούργιας δράσης, που μπορεί να φέρει τα πιο χειροπιαστά αποτελέσματα. Αλληλεγγύη οργανωμένη, ενεργητική ζωντανή, θετική και έμπρακτη, είναι ο πρώτος όρος της σωτηρίας.

Η εργατική τάξη, τοπίο συνειδητό και το πιο οργανωμένο κομμάτι του εργαζόμενου λαού, πρέπει να βαδίσει πρώτη το δρόμο αυτό στην ολότητά της, απάνω από τα κόμματα και κάθε πολιτική διαίρεση.

Αλληλεγγύη και ενότητα. Και μαζί με τον εργαζόμενο φτωχό λαό πρέπει να βαδίσουν όσοι νιώθουν τον εαυτό τους αλληλέγγυο με κείνους, που αγωνίζονται για την απολύτρωση, όσοι νιώθουν και όσοι πονούν. Ελάτε να βοηθήσουμε τα παιδιά! Ελάτε να οργανώσουμε την αλληλεγγύη σε τούτο τον τομέα. Να βοηθήσουμε το ξύπνημα και τη συνειδητοποίηση της αλληλεγγύης, να βοηθήσουμε να φανερωθεί έμπρακτα στο πρόβλημα του φτωχού παιδιού.

Η αλληλεγγύη των εργαζομένων κάνει θάματα. Μα και το πιο μικρό βήμα που μπορεί να γίνει απάνω σε τούτο το σωστό δρόμο, θα έχει τεράστια σημασία. Γιατί θα ξυπνήσει τη συνείδηση του σκοτεινού δρόμου σε χιλιάδες χιλιάδων ανθρώπους. Όσοι μπορούν, όσοι θέλουν, όσοι νιώθουν, ας κινηθούν. Τώρα είναι η στιγμή. Κάθε μέρα που περνάει θέτει τα προβλήματα οξύτερα και επιτακτικότερα. Ο αγώνας για τα δικαιώματα του παιδιού του εργαζόμενου λαού είναι ένας ευγενικός αγώνας.

Ας έρθουνε μαζί μας, όσοι θέλουνε να προσφέρουνε και τις πιο μικρές υπηρεσίες στο μεγάλο τούτο έργο. Η βοήθειά τους θα είναι πολύτιμη. Μια οργανωτική επιτροπή πρέπει να πάρει στα χέρια της το ζήτημα αμέσως. Μια εντατική δουλειά πρέπει ν’ αρχίσει, που θα ξυπνήσει, θα φωτίσει θα κινητοποιήσει μάζες και που πριν απ’ όλα θα διοργανώσει έμπρακτη αλληλεγγύη, θα δώσει άμεση βοήθεια για το παιδί.

Ας γράψουνε σε μένα, όσοι επιθυμούν να συνεργαστούν στην «Παιδική Βοήθεια»

Αθήνα, Δεκέμβρης 1932

Δημήτρης Γληνός»

 


1932, η χρονιά της επίσημης πτώχευσης της Ελλάδας, όταν η «μάχη της δραχμής» χάθηκε και κηρύχτηκε στάση πληρωμών. Ήταν η τέταρτη χρεοκοπία στη νεοελληνική ιστορία (πρώτη το 1827, δεύτερη 1843, Τρίτη 1893). Τότε γράφτηκε ένα δραματικά επίκαιρο κείμενο από τον Δημήτρη Γληνό, κορυφαία πνευματική προσωπικότητα, κομμουνιστή και πρωτεργάτη του δημοτικιστικού κινήματος. Και δεν είναι επίκαιρο το κείμενο μόνο από τις αναλογίες της φτώχειας και ότι- και τότε και τώρα- τα παιδιά είναι τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης, αλλά γιατί ο Γληνός εξηγεί καθαρά την πραγματική σημασία της αλληλεγγύης σε αντιδιαστολή με την ακμάζουσα τότε «φιλανθρωπία». 

Η επιστολή του Γληνού δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέοι πρωτοπόροι» (τ. Νοέμβρη- Δεκέμβρη 1932).

Σαν να μην πέρασε μια μέρα…

Πηγή 


Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Απρίλης σκληρός *

Με τόσα ψέματα που έχουμε καταναλώσει τελευταίως, έχουν εξαντληθεί τ’ αποθέματα για την αυριανή πρωταπριλιά. Με γυμνές αλήθειες θα βολευτούμε από δω και πέρα. Με την επίγνωση πως ο κόσμος ασχήμυνε και πως ο ερχομός της άνοιξης είναι προσωπική μας ευθύνη.

Δίχως προετοιμασίες για πασχαλινά γλέντια κι εκδρομές, ξεσηκωνόμαστε μ’ ένα υπέροχο βαλσάκι που είχε γραφτεί ειδικά για τον δεύτερο μήνα της άνοιξης. Η ευτυχία άλλωστε, κρύβεται σε μικρές χαραμάδες του χρόνου. Σ’ ένα θεϊκό τραγούδι, σ’ ένα ματσάκι κατακόκκινες παπαρούνες, σε μια δειλά ειπωμένη αλήθεια και σε μια γενναία μοιρασιά αγάπης με όσους συνυπάρχουμε. Κάπως έτσι εξημερώνεται κι ο πόνος.

[…μη με ζαλίζεις λέγοντάς μου ότι ο κόσμος έχει ανάγκη χαρωπά ποιηματάκια.

 Αυτό που θέλει ν’ ακούσει ο άνθρωπος που βγήκε ζωντανός από το Άουσβιτς

 δεν είναι ότι τα πουλάκια κάνουν τσίου – τσίου στα κλαδάκια, αλλά ότι και

 κάποιος άλλος πέρασε από εκεί και ξέρει τι σημαίνει πόνος] 

έγραφε η Σίλβια Πλαθ, όταν προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με τους προσωπικούς της εφιάλτες.


Τραγουδάει η Φωτεινή Βελεσιώτου, σε μουσική του Λάζαρου Σαμαρά και στίχους της Σοφίας Καραχάλιου. Περιλαμβάνεται στο -ζωντανά ηχογραφημένο- διπλό άλμπουμ της Φωτεινής «Τα Διαλεγμένα», που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2016.

* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *

*Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος απ’ το στίχο «Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός» του Τ.S. Eliot στην «Έρημη Χώρα» (μετ. Γ. Σεφέρης)

Φωτογραφία: Θάνος Τσάκαλος

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Έτσι ήτανε

 


Παππού, σήκου, παππούλη: Σήμερα είναι μέρα επίσημη: Τι φυλάς το στρώμα και βογγάς; Όλο βογγάς κι όλο μαλώνεις – σώνεις πια: Έβγα να ιδής: Έλα ν’ αλλάξης και να πας στην αγορά. Ο κόσμος έχει πανηγύρι σήμερα – Σάββατο Λαζάρου:

Το μαθητούδι ζωηρό, καθώς μπήκε στο σπίτι, έφυγε κιόλα. Τόξερε ο παππούς πως ήταν η τρανή. Παραμονή, της Έξοδος η μέρα… Αχ, τέτοια μέρα δε θα ξαναφανή – μήτε ο θεός να δώση:

Τόξερε ο παππούς, κι αυτό από μέρες κι από νύχτες συλλογιόταν. Ο πονεμένος νους του σερνότανε τριγύρω στη μεγάλη Θύμηση. Και την περίμενε τη μέρα αυτή, σα νάτανε ναρχόταν άλλη μια φορά, πρώτη φορά – του κάκου:

Μα του μικρού ταγγόνου οι χαρωπές φωνές του ξάφνισαν το νου. Κι εκεί, να πάλι το τρελόπαιδο μπροστά του. Άφησε τις τρεχάλες για να ξαναρθή και να του γίνη πειρασμός και πάλι.

-Ακόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θα μου γίνης αυτού πέρα; Απόλυσε κι η εκκλησιά:

-Καλά, καλά, μωρέ παιδί, μη με μαλώνεις τόσο· γέρος είμαι, δε μπορώ να σηκωθώ. Εδώ άσε με να σήπωμαι…

-Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδο!

Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της λιτανείας η βοή, που έφτανε απ’ τον άλλο δρόμο, κρυφή τρεμούλα τούχυσε στα σωτικά· ο νους του σάλεψε άξαφνα.

-Έφτασα: Τ’ άρματά μου:

Ορθός τινάχτηκε σαν παλληκάρι. Ανάλλαγος, ανάμαλλος ζώστηκε το σπαθί. Και βγήκε.

Τα μάτια αγριωπά στυλώνει γύρω του. Κάτι σα να ζητή. Το κανόνι και το τουφέκι γεμίζει όλη τη χώρα μ’ αμέτρητη βοή. Κόσμος πολύς στην αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Όλοι τ’ άρματα κρατούν – και ρίχνουν:

Ο λαός παίζει με τη φαντασιά του το παιγνίδι αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να ξαναζωντανέψη τη μεγάλη εικόνα, έτσι για να δη «πώς ήτανε» – κι ο γέρος πάει να το πιστέψη.

Βρίσκεται με ταγγόνι στης λιτανείας την ουρά, κι ακολουθούν. Τέλος στους Τάφους έφτασαν. Εκεί χιλιάδες συναγμένοι στέκονται κι ακούν έναν που βγάνει λόγο, μα ο λόγος είν’ ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει, και δεν καταλαβαίνει. Ακούει, και καρτερεί· σαν κάτι φαίνεται να καρτερή…

-Ωρέ, δεν ήταν έτσι: κράζει με δυνατή φωνή.

Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού.

Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα, και δε μιλεί. Τέλος κόπηκε το τραγούδι.

-Να, ωρέ, έτσι ήτανε:

Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καϊμό του.



Γιάννης Βλαχογιάννης - 16/12/1911

“ΕΤΣΙ ΗΤΑΝΕ” από το βιβλίο “ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

-----------------------------------------------------------------------

Ζωγραφικός πίνακας: “Η αυτοθυσία”, εκτίθεται στο μουσείο ιστορίας και τέχνης του Μεσολογγίου, François-Émile de Lansac (1827)

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Η αυλαία του “καρναβαλιού”


Ας το κάνουμε να φανεί σαν παιχνίδι. Οι χαρταετοί μας θα κάνουν έξυπνους ελιγμούς και θα υψωθούν πάνω απ’ τις εναέριες κάμερες της αστυνομίας. Τους ανοιξιάτικους ανθούς απ’ τα ξινόδεντρα θα τους πετάξουμε χαρτοπόλεμο στα κρανοφόρα ανδρείκελα, και τις σκισμένες μας σημαίες για δικαιοσύνη και ισότητα, θα τις κάνουμε σερπαντίνες να τυλιχτούν γύρω απ’ τις γκρίζες στολές τους, κι ας τις ξεσκίσουν κι αυτές, παράπλευρες απώλειες θα πούμε πως ήταν.

Μόλις σου πω «Πονάω», βγαίνεις. Φέτος θα πολεμήσουμε στ’ αλήθεια με τους κακούς, γι’ αυτό κράτα σφιχτά το δρακόσπαθό σου κι άνοιξε δρόμο για το μέλλον σου. Και μην πιστέψεις επ’ ουδενί  τον βασιλιά καρνάβαλο που θα σε καλοπιάσει με ζαχαρένιες υποσχέσεις και πολύχρωμα κομφετί αριστείας. Μην αφήσεις τα σκοτάδια του να μαυρίσουν την ψυχούλα σου. Εσύ εκεί. Με τα χεράκια σου θα σκάβεις λαγούμια στη λάσπη. Μ’ ένα μικρό λυχναράκι θα φωτίζεις το δρόμο σου. Μέχρι να ενωθεί η φλόγα σου με τις άλλες, να γίνουν η πυρκαγιά που θα κάψει τον βασιλιά του σκότους.

[Καλά Κούλουμα σ' όλους!]

 


(οι φωτογραφίες προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)