«Πώς εξαφανίζετε τοπικό λίπος με μαγειρική σόδα»,
έγραφε ο τίτλος του άρθρου. Αμέσως βάλθηκε να ετοιμάσει το μαγικό φίλτρο που,
ίσως, να τη λύτρωνε απ’ την κυτταρίτιδα που κουβαλούσε παιδιόθεν. Δεν πρόσεξε η
τρελή, πως το κείμενο αναφερόταν στα μάτια της κουζίνας.
«Το μόνο που αξίζει πάνω σου, είναι τ’
αμυγδαλωτά σου μάτια, αγάπη μου». Το μοναδικό
ξεροκόμματο φιλοφρόνησης που, ενίοτε, της πέταγε η μητέρα της. Κι ήταν το μοναδικό
σημείο πάνω της, που η Γωγώ δεν ντρεπόταν. Κι ας ήταν δυο μελαγχολικές λίμνες,
μονίμως βουρκωμένες απ’ την απογοήτευση και την παραίτηση. Η μητέρα ήταν όλος ο
κόσμος της, οικογένεια, φίλη και σύμβουλος. Ο πατέρας της έλειπε συχνά απ’ το
σπίτι, «για δουλειές κοριτσάκι μου», της έλεγε όταν ήταν μικρή, αργότερα
βέβαια κατάλαβε πως είχε παραδοθεί αμαχητί στη σκληροτράχηλη Βανέσα, τέως
εστεμμένη ασήμαντων καλλιστείων και νυν παραφουσκωμένη μεσήλικας με
παλιμπαιδίζουσες συμπεριφορές. Ήταν συνειδητή επιλογή να παίξει το ρόλο της
φίλης, και όχι της μητέρας, όταν βρέθηκε μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Κι ας την προειδοποιούσαν
όλοι πως αυτό το ανακάτεμα των ρόλων δεν θα βγει σε καλό.
«Ανακατεύετε μια κούπα σόδα, με ξύδι
και χυμό λεμονιού. Τρίβετε επίμονα με σφουγγάρι, κι αφήνετε για λίγο. Ξεβγάζετε
με ζεστό νερό». Ως εκεί διάβασε. Ετοίμασε το
κατάπλασμα κι άρχισε να τρίβει με λύσσα τα μπούτια της. Σαν να είχε βαλθεί να
ξεκολλήσει απ’ το δέρμα της όλα τα επικριτικά σχόλια που κουβαλούσε το
εικοσάχρονο κορμί της. «Πώς θα βγεις στην παραλία έτσι που είσαι, βρε, μάτια
μου; Πώς θα βάλεις ένα κολλητό
φορεματάκι; Κι άμα γεννήσεις και γεμίσεις ραγάδες, άντε να συμμαζευτείς μετά.
Μα τίποτα δεν πήρες από μένα;»
Tίποτα
δεν έγινε. Τα έγδαρε στο τρίψιμο, μέχρι που μάτωσαν και γέμισαν πληγές. Τα
ξέπλυνε με νερό και κοιτάχτηκε έντρομη στον καθρέφτη. Το κορμί της έμοιαζε
γέρικο σκαρί, παραδομένο να το κουρσέψουν οι ενοχές και η αυτολύπηση. Με την
αυτοπεποίθησή της κατακερματισμένη, συμμάζεψε τα σύνεργα της αποτυχημένης
απόπειρας, έριξε στο νιπτήρα το ζουμί που
περίσσεψε, κι ανακάλυψε έκπληκτη τη χρησιμότητά του, όταν είδε το σιφόνι
ν’ αφρίζει και να ξαναγίνεται γυαλιστερό και πεντακάθαρο από κηλίδες και
βρομιές.
Επί ώρες αναποδογύριζε μανιασμένη τα συρτάρια,
ξεκλείδωνε αμπαρωμένα όνειρα, έψαχνε κλεμμένα χρόνια, αγχωμένα καλοκαίρια, κι
όλο έτρεχε να σωθεί απ’ τη μητρική ιαχή «Πώς ξεχείλωσες έτσι, βρε, αγάπη
μου;» Αδυνατιστικές κρέμες, μαγικά χάπια που κόβουν την όρεξη, μαντζούνια
θαυματουργά και παχύρευστοι ζελέδες, έγιναν ένας μπόγος πάνω στο κρεββάτι της. Αργά
τη νύχτα τα κήδεψε στον κάδο σκουπιδιών. Προς στιγμή μόνο, ένιωσε το λυγρό
αποχωρισμό απ’ τη μητέρα της. Ο μπόγος αιωρήθηκε για δευτερόλεπτα πάνω απ’ τη σιδερένια χοάνη, μέχρι που ρίχτηκε μ’ έναν
ταφικό σπαραγμό:
«Ευχαριστώ
που δεν σου άρεσα, μαμά!»
Τίναξε χαιρέκακα τις παλάμες της, σαν να
ξεφορτώθηκε ένα σιχαμερό κουφάρι. Ξημέρωμα μιας νέας μέρας κι ένιωθε πανάλαφρη
κι απελευθερωμένη απ’ τα βαρίδια του παρελθόντος. Σαν να καθάρισε επιτέλους
τους λεκέδες που μαύριζαν την ψυχή της. Θυμήθηκε τον παφλασμό της σόδας στο
σιφόνι του μπάνιου. «Τελικά έχει θεαματικά αποτελέσματα», σκέφτηκε. Θα
την χρησιμοποιώ τακτικά…
(Ένα χρόνο μετά, η Γωγώ συμμετείχε στην καμπάνια «Αγαπώ
το σώμα μου»)
[οι φωτογραφίες
της ανάρτησης προέρχονται απ’ το pinterest]
-------------------------------------------------------------------------------
To
κείμενο συμμετείχε στο δεύτερο κύκλο του δρώμενου «Τα γνωμικά εμπνέουν»
που οργανώνει και φιλοξενεί στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ η Mary
Pertax.
Ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου την οικοδέσποινα, για την έμπνευση, τη διοργάνωση και τις φροντίδες της! Ευχαριστώ και τους φίλους που το αγκάλιασαν και του χάρισαν τη διάκριση!
Εύχομαι γρήγορη συμφιλίωση με όσα βαραίνουν την ψυχή μας!