Στις μανάδες που αποχωρίστηκαν
τα παιδιά τους. Στη φρίκη ενός πολέμου. Στο αεροδρόμιο ή σ’ ένα λιμάνι. Από
κάποιο τραγικό παιχνίδι της μοίρας. Στις μανάδες που σήμερα θ’ ανάβουν το
καντήλι σ’ ένα μνήμα και θα κλαίνε βουβά.
Στις γυναίκες που δεν
ένιωσαν τη χαρά της μητρότητας, αλλά έγιναν μανάδες για τα ορφανά του κόσμου.
Στις γιαγιάδες που επιστρατεύτηκαν
σε καιρούς ζοφερούς, να ξανακάνουν τη μητρική τους θητεία, και να σταθούν
φύλακες άγγελοι στα παιδιά και στα εγγόνια τους.
Στις μανάδες μας που παλεύουν
γενναία με το γήρας, την αρρώστια ή και την ανημπόρια. Τα αποστεωμένα τους δαχτυλάκια
που, μέρα με τη μέρα, ξεσφίγγουν το κράτημά τους απ’ τη ζωή, είναι αυτά που μας
δείχνουν ακόμα το δρόμο. “Προχώρα με το κεφάλι ψηλά και όρθια την ψυχή, μη
σταματάς σε κανένα εμπόδιο!”
Στις ακριβές μας μανάδες
που μας δίδαξαν με τα ισχνά τους μέσα, την ύψιστη τέχνη της αγάπης. Και κάθε τους
δάκρυ αποχωρισμού, είναι και μια σταλιά απ’ την ψυχή τους. Που κάνει τον κόσμο
πιο όμορφο.
*Ο
τίτλος της ανάρτησης είναι απ’ τον στίχο της Μυρτιώτισσας (λογοτεχνικό
ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου) στο ποίημά της «Μανούλα»
//Αν με πηγαίναν
αύριο στην κρεμάλα
μανούλα μου μανούλα
δόλια μάνα
ξέρω ποιανού το δάκρυ
στάλα στάλα
θα ’πεφτε από τα
μάτια τα μεγάλα
μανούλα μου μανούλα
δόλια μάνα//
“Ένας ευαίσθητος
ληστής” του Νίκου Γκάτσου
"Σα νάμαι, λένε, από
τη Σπάρτη
έχω παιδί τον Πρώτο Αντάρτη―
κι εσύ τ’ αντέχεις, βρε καρδιά μου!"
Ο επίλογος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος απ' το τραγούδι του αξέχαστου Καζαντζίδη
"Μάνα μου".
Α ρε Στελάρα... να είστε και οι δυο σας καλά εκεί πάνω ♥
ανοίξτε τα ποιήματα που γράφτηκαν για να την
θυμίζουν
ανοίξτε τα ποιήματα που γράφτηκαν για να
λησμονηθούν
ανοίξτε τα σφαλισμένα χείλη
τις αποθήκες με τις κραυγές
τις αποθήκες με τα ποιήματα
το εύμορφο στόμα
το αμαρτωλό νερό
το ανευχάριστο όνειρο
την στενάχωρη θάλασσα
ανοίξτε τις ευδαιμονικές μουσικές
ανοίξτε το παραμύθι με τους νεκρούς μας φίλους
ανοίξτε τα μαξιλάρια με τα πούπουλα
ανοίξτε τους ανασασμούς των κρίνων
ανοίξτε τα γράμματα της φυλακής
ανοίξτε όλες τις φυλακές
ανοίξτε τα πορτοφόλια των διαβόλων
ανοίξτε τις ζωές των νοικοκυραίων
ανοίξτε τα παντελόνια των τραπεζικών
ανοίξτε τις βαριές ψυχές της Κυριακής
ανοίξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών
ανοίξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών
ανοίξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών
και κλείστε την τηλεόραση
*** Θάνος Ανεστόπουλος ***
Και να που βγήκες
πάλι αληθινός. Έγινε η απώλεια συνήθειά μας κι εμείς γιατροπορευόμαστε με κάτι
βραδιές στην Απανεμιά, όταν μας μάθαινες την τέχνη της μελαγχολίας. Βασικό
συστατικό η αγάπη. Κι ο έρωτας. Η δημιουργία. Η αξιοπρέπεια. Η αλήθεια. Μελαγχολούσαμε
ευτυχισμένοι. Ήταν τότε που τα δάκρυά μας έκαναν κρότο κι ο αποχαιρετισμός είχε
τον υπαινιγμό μιας μικρής ανάστασης, όπως τα κρίνα που επιμένουν ν’ ανθίζουν
διάφανα, σε πείσμα των καιρών, εσύ θα μας καλείς να πιούμε τη ζωή, μιλώντας μας
για τον θάνατο, «μήπως και αφήσουμε λιγότερο από τη ζωή μας να πάει χαμένη…»
Τέτοιες μέρες που ο
πόνος σκαλίζει τις ψυχές μας, είναι κάτι μνήμες-βάλσαμα να μας θυμίζουν πως ο ρομαντισμός,
μπορεί να σώσει την παρτίδα. Πλάι στο μικρό φωτιστικό, ανάβεις τσιγάρο,
στερεώνεις τα γυαλιά σου, τακτοποιείς τις παρτιτούρες, αγγίζεις την κιθάρα σου
και απαγγέλεις Πολυδούρη και Μπουκόβσκι. Οι φόβοι μας σκαρφαλώνουν στο ταβάνι,
το τρυπάνε με θόρυβο και διαλύονται σα γιορτινά βεγγαλικά.
}Άραγε
θα θυμάται κάποιος τ’ όνομά μας
της
ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια
τα
πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας;
Άραγε
υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρα μας!~*
Στο βίντεο, ο Θάνος στη μπουάτ
Απανεμιά στην Πλάκα (2012)
*Απ’
το τραγούδι “Τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου”. Στίχοι: Παντελής
Ροδοστόγλου - Μουσική: Διάφανα Κρίνα
Οι φωτογραφίες της ανάρτησης
προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους
Θάνος Ανεστόπουλος (1967
– 3 Σεπτεμβρίου 2016). Φιλόσοφος, ποιητής, καλλιτέχνης, ιδρυτής της μπάντας
Διάφανα Κρίνα. Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη τον Φεβρουάριο του 1967 και
έφυγε χτυπημένος από καρκίνο στις 3 Σεπτεμβρίου 2016. «Έφυγε ένα πένθιμο του
Φθινοπώρου δείλι»
Στέρεψε το μελάνι
μου. Μ’ όσο έχει α-ομείνει στα σ-λάχνα
μου, σου γράφω αυτό το τελευταίο γράμμα.
Γέρασα. Σκουριάζουν
οι κλειδώσεις και τα γρανάζια μου αραχνιάζουν. Ως κι ο ατσάλινος κύλινδρος, το
καμάρι της νιότης μου, δεν μετακινείται εύκολα. Α-ό τότε -ου χάλασε ο καλός του
σύντροφος, εκείνος ο αστραφτερός τσιγκελωτός μοχλός -ου τον έσπρωχνε ν’ αλλάξει
αράδα, αφέθηκε κι αυτός στην ακινησία. Τι τα θες; Όλα ξεκίνησαν τότε -ου μ-ήκε ανάμεσά
μας η ηλεκτρική, αν και μαθαίνω -ως κι αυτή την εγκατέλειψες για χάρη μιας -αρδαλής
οθόνης. Μέχρι να τη βαρεθείς κι αυτή και ν’ αναζητήσεις νεότερα μοντέλα.
Μαθαίνω βέβαια, ότι
νοστάλγησες την -αλιά μας σχέση και ψάχνεις να με βρεις στα -αλιατζίδικα -ου μ’
είχες ξε-ουλήσει. Μη χάνεις άδικα το χρόνο σου. Και να με βρεις, δεν θα μ’
αναγνωρίσεις έτσι -ου έγινα. Δεν σε θέλω κι εγώ τώρα. Μόνο -ου σκέφτομαι εκείνα
τα λογιστικά σου κατεβατά, τους ισολογισμούς με τα καρμ-όν και τις καρφίτσες,
ανατριχιάζω! Βαρέθηκα να -αριστάνω και τον εξομολογητή σου, ν’ ακούω καρτερικά
ταμυστικά σου, να εξυ-ηρετώ τα ερωτικά
σου γράψε-σκίσε, κι όλα αυτά δίχως α-αιτήσεις,
μόνο με λίγο λαδάκι την ξε-έταξες τη σχέση μας. Και τι κατάλαβα; Στην -ρώτη αναβάθμιση μ’ αντάλλαξες, δίχως
δεύτερη σκέψη, μ’ εκείνη τη φανταχτερή Αμερικάνα. (*)
«-ου να μαδήσει η
μαργαρίτα σου, ξεδιάντρο-η!» την είχα καταραστεί
τότε -ου σε είδα να την χαϊδεύεις λάγνα. Ελ-ίζω να έ-ιασε η κατάρα μου!
Ό-ως κατάλαβες, χάνω
και τα -λήκτρα μου σιγά σιγά… σα γριά ξεδοντιάρα μοιάζω. Τελευταία μου ελ-ίδα
να ξεφύγω α-‘ αυτό το καταγώγιο, είναι ένας ευγενικός κύριος -ου μαζεύει γριές
μηχανές σαν κι εμένα. Με -αζαρεύει, μέρες τώρα, στο αφεντικό μου. Άκουσα -ως
είναι ένας διάσημος συλλέκτης και αγοράζει μανιωδώς -αλιά μοντέλα. «Θ’
αλλάξει η ζωή σου!», μου κρυφο-ληκτρολόγησε μια καλοσυντηρημένη Γερμανίδα Olympia, στην έκθεση με vintage αντικείμενα -ου
συμμετείχαμε -ρόσφατα.
Αν είμαι τυχερή, σε
λίγο θα βρεθώ στα χέρια του. Θα με ξαραχνιάσει, θα με γυαλίσει και θα μου
αλλάξει λάδια και μελάνια. Θα με στολίσει στη βιτρίνα του, κοντά στις ένδοξες
γραφομηχανές της συλλογής του. Θ’ ακούω τις ιστορίες τους και θα βιώνω
συγκινημένη την αίγλη των κατόχων τους.
Ταξίδι στο χρόνο και γύρω στο 1873, θ’ ακούσω τα -λήκτρα
της ατσάλινης μηχανής του Μαρκ Τουέιν, όταν ετοίμαζε το -ρώτο δακτυλογραφημένο κείμενο
του “Τομ Σώγιερ”.
Θ’ αφουγκραστώ την
-αλιά underwoodτου
1926, όταν κυοφορούσε στα σ-λάχνα της το αριστούργημα του Έρνεστ Χεμινγουέι «Για
-οιον χτυ-ά η καμ-άνα».
Θα κρυφτώ στον Γυάλινο Κόσμο του Τένεσι
Ουίλιαμς. Σε μια υγρή φτωχογειτονιά της Νέας Ορλεάνης, στους ήχους ενός θλιμμένου τζαζ κοματιού, θα τον δω να βάζει ενέχυρο τη γραφομηχανή του για ν’ αγοράσει λίγο
φαγητό. Του την είχε δωρίσει η τυραγνισμένη του μητέρα, όταν ήταν δέκα χρονών,
κι ήταν αυτή -ου έμελλε να γράψει το «Λεωφορείον ο -όθος».
Κι ένα χειμωνιάτικο
δειλινό, θα ταξιδέψω στο Όριεντ Εξ-ρές, συντροφιά με την Άγκαθα Κρίστι. Στο
κου-έ του τρένου, θα μας -εριμένει ένας Βέλγος ντέντεκτιβ κι ένα μυστηριώδες έγκλημα.
Κι αν μ’ αξιώσει η
μοίρα μου, θα συντροφεύσω ένα ξενύχτι του μεγάλου μας Ελύτη. Στη γεμάτη με
βιβλία μικρή του κάμαρα, θα συλλογιέται στίχους, σαν να βρίσκεται στη γέφυρα ενός
καραβιού, καταμεσής στο Αιγαίο, με τη γεύση της αλμύρας και τις μυρωδιές του καφέ
και του τσιγάρου, θα χαράζει αφειδώλευταστο χαρτί τ’ άφθαρτα έργα
του.
}
Τα όσα η μοίρα μου ‘γραφε
κι άλλος κανείς δεν ξέρει,
τα βρήκα μέσα στον καφέ,
τα διάβασα στο χέρι…~
Αθήνα 1972. Ο Ελύτης μπροστά στη γραφομηχανή του. Photo:ΜΑΡΙΟ ΒΙΤΙ
Είναι γιατί λαχταρώ,
ακόμα και με το σακάτικο σώμα μου, κι ας έχω ένα γράμμα λειψό, να σκαλίζω
λέξεις φωτεινές:
να μένουν σαν αναμμένα λυχναράκια
στο διάβα του χρόνου. Να μη χαθούν οι μνήμες, να μη γίνουν ένα μάτσο λαμαρίνες τα
κορμιά μας.
~
{
~
[*] Γραφομηχανὴ IBM
Selectric ΙΙ που κυκλοφόρησε μετά το 1960. Οι δεκάδες βραχίονες με τους
χαρακτήρες, έτσι όπως υπήρχαν στις παλιές γραφομηχανές, αντικαταστάθηκαν από
μια σφαιρική κεφαλή (μαργαρίτα), μεγέθους όσο μια μπάλα του γκολφ, με ανάγλυφους
χαρακτήρες στην επιφάνειά της.
-----------------------------------------------
Το κείμενο συμμετέχει
στη “Mίνι
Σκυτάλη” #2, που οργανώνει η MaryPertaxαπ’ το ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ
ΜΑΤΙΑ
Ευχαριστώ τους φίλους
“σκυταλοδρόμους” για το κοινό μας ταξίδι πάνω σε φωτογραφίες και κείμενα!
Μεγάλο ευχαριστώ στην
εμπνεύστρια και ψυχή του παιχνιδιού, την Μαίρη μας!
*** Ευχές για μια άνευ παθών Μεγαλοβδομάδα, με την κατάνυξη των
ημερών να μας χαρίζει φώτιση και εσωτερική ηρεμία ***
[Σημ. Οι φωτογραφίες της
ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]
‟Την Πέμπτη ήταν κιόλας τρεισήμισι
μέρες που βρισκόμουν εκεί. Δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα μου εδώ και πενήντα
οκτώ ώρες, μα εξακολουθούσα να μην πεινάω. Οι φωνές και οι απειλές του
Θεοφιλογιαννάκου και η αγωνία μου για τα πρόσωπα που κινδύνευαν ίσως να συλληφθούν
μου έφερναν συνεχώς διάθεση για εμετό. Κατά τις δέκα ο Θεοφιλογιαννάκος με
κάλεσε και πάλι, αυτή τη φορά για να μου κάνει μια πρόταση:
-Μιλήσαμε με τον
πρωθυπουργό για σας, μου είπε, και με ποιο τρόπο είναι δυνατό να σας
εμποδίσουμε να κάνετε κι άλλο κακό στην πατρίδα μας. Αποφασίσαμε ότι θα είστε
λιγότερο επικίνδυνη αν φύγετε στο εξωτερικό. Κάντε μας λοιπόν μια μικρή λίστα
των πραγμάτων που θέλετε, να τα βάλουν σε μια βαλίτσα και να σας συνοδέψουμε
στο αεροδρόμιο. Πιθανόν να γράψετε κανένα άρθρο, θα πείτε τα δικά σας για λίγο,
και ύστερα θα μπείτε στη χορεία των άλλων αλητών, της Ελένης Βλάχου και των
άλλων. Τον ρώτησα αν αυτό εσήμαινε ότι θα χάσω την ελληνική μου υπηκοότητα.
-Βεβαίως, είπε.
Κάθισα πίσω στην καρέκλα μου πιο αναπαυτικά. Ένιωθα τώρα δυνατή.
-Με τη θέλησή μου
ποτέ δεν φεύγω, είπα. Έμεινε κατάπληκτος. Μου μίλησε για τα μαρτύρια που
επρόκειτο να τραβήξω στο ΕΑΤ – ΕΣΑ κατά τις επόμενες μέρες ή βδομάδες της
ανακρίσεως, μαρτύρια για τα οποία δεν είχα ιδέα, και για την τελική δικαστική
απόφαση που θα μ’ έστελνε για χρόνια στη φυλακή να σαπίσω.
-Σας συνιστώ ζωηρώς
να δεχθείτε την προσφορά τώρα που σας την κάνουμε. Πιστέψτε με πως γλιτώνετε
από πολλά οδυνηρά πράγματα.
-Φαίνεται πως το
τίμημα για να είσαι Έλληνας είναι πολύ μεγάλο, μα δέχομαι να το καταβάλω,
απάντησα.
-Θα το μετανιώσετε
πικρά, μου είπε„
Η Αμαλία Φλέμιγκπεριγράφει
το διάλογο που είχε με τον Θεοφιλογιαννάκο κατά τη διάρκεια της σύλληψής της
από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου.
“ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ- Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Η Αμαλία Φλέμινγκ,
χήρα του ονομαστού εφευρέτη της πενικιλίνης δόκτορος Αλεξάνδρου Φλέμινγκ, εκτός
από Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνίδων Επιστημόνων (ΣΕΕ), δραστηριοποιήθηκε για
την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα δικαιώματα των γυναικών και την
ειρήνη: Διεθνής Αμνηστία (πρώτη πρόεδρος του ελληνικού τμήματος), Δημοκρατική
Μέριμνα, Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Επιτροπή για τον Επαναπατρισμό των
Πολιτικών Προσφύγων, Επιτροπή για την απελευθέρωση του Τουρκικού λαού και τη
Δημοκρατία. Το 1965 τιμήθηκε με το παράσημο Ευποιίας.
Κατά τη διάρκεια της
δικτατορίας ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση και συνελήφθη τον Αύγουστο
του 1971, με την κατηγορία ότι σχεδίαζε την απόδραση του Αλέκου Παναγούλη.
Ανακρίθηκε 25 ημέρες, βασανίστηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε από το έκτακτο
στρατοδικείο Αθηνών.
Η δικτατορία όμως
φοβούμενη τον αντίκτυπο που θα είχε στη διεθνή κοινότητα η φυλάκισή της, την άφησε ελεύθερη και την απέλασε, ενώ της αφαίρεσε και την ελληνική
ιθαγένεια. Επέστρεψε στο Λονδίνο απ’ όπου ξαναγύρισε μετά την πτώση της
δικτατορίας. Κατέθεσε ως μάρτυρας στη δίκη των βασανιστών του ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου
αναφέρθηκε ιδιαίτερα στη χρήση παραισθησιογόνων και άλλων ουσιών κατά τη
διάρκεια ανακρίσεων στην περίοδο της χούντας.
Η Αμαλία Φλέμινγκ στη δίκη της από τη
χούντα -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ASSOCIATED PRESS
Υ.Γ. Ημέρα μνήμης η
σημερινή. Δεν ξεχνάμε τους "ψυχικά νοσούντες" κατά το
παραληρηματικό αφήγημα της κας Δόμνας Μιχαηλίδου (της φεγγαροκρουσμένης), δεν
ξεχνάμε την ταράτσα της Μπουμπουλίνας, το στρατόπεδο του Διονύσου, τις φάλαγγες
στο καταδρομικό Έλλη, τις φυλακές στο Μπογιάτι, το κολαστήριο της ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Δεν ξεχνάμε τον Παναγούλη,
τον Μουστακλή, τον Λαμπράκη, τον Μανδηλαρά, τον Κώστα
Γεωργάκη, την Μαρία Καλαβρού, τον Χρήστο Ρεκλείτη, την Μαρία
Καλλέργη, κι όλους τους ήρωες που στρατεύτηκαν για την ειρήνη και τη
δημοκρατία και γι' αντάλλαγμα βίωσαν την απόλυτη βαρβαρότητα των
"εθνοσωτήρων".
Δεν ξεχνάμε και δεν
συγχωρούμε!
«Τότε που κοιμόμασταν… αμέριμνοι με τα
παράθυρα ανοιχτά»
[Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]