Πουαρό, μον αμί, είσαι
η τελευταία μου ελπίδα. Μένω Ελλάδα, είμαι υπεύθυνος για την προστασία των
πολιτών, κι έχω να διαλευκάνω μια σειρά από ανεξιχνίαστους φόνους. Σαν να μην
έφτανε αυτό, έχω χρεωθεί και την απόδραση ενός βαρυποινίτη. Βασικά, οι δραπέτες
ήτανε δύο, αλλά τον έναν τον τσακώσανε κάτι τσακάλια πατριώτες σου και θα μας τον
στείλουνε πακέτο αυτές τις μέρες. Ο άλλος όμως, για κακή μου τύχη, δεν είναι Βέλγιο.
Έφαγα τον τόπο να τόνε βρω, αλλά έχει κρυφτεί ο κερατάς στου βοδιού το κέρατο. Πού
θα μου πάει όμως; Δεν θα τον πετύχω σε καμιά μεριά; Θα στόνε περιποιηθώ εγώ,
έννοια σου! Όχι τίποτ’ άλλο αλλά στην αρχή της θητείας μου, τους είχα υποσχεθεί
το αφήγημα: «Νόμος και τάξη».
Πουαρό, είμαι
απελπισμένος. Αν δεν τα καταφέρω, με βλέπω σύντομα, να φυτεύω κι εγώ κολοκυθάκια
στον κήπο μου. Ντεκαντάνς, μον αμί!
Επιβεβαίωσε άφιξη και
βοήθειά σου, σιβουπλέ. Ή τουλάχιστον, στείλε οδηγίες κολοκυθοκαλλιέργειας.
Πάντα δικός σου,
Μισέλ
ΥΓ: Φέρε και τον λοχαγό
Χέιστινγκς μαζί σου. Έχουμε θαυμάσια πίστα για γκολφ στον αρχαιολογικό χώρο της
Ακρόπολης. Ξέρω ότι ο Άρθουρ είναι λάτρης του σπορ.
* * * * *
Μισέλ mon cher, σήμερα
το πρωί η πιστή μου γραμματέας μις Λέμον, μου παρέδωσε την επιστολή σας. Non mon
ami, ο Πουαρό και τα διάσημα φαιά του κύτταρα, έχουν αποσυρθεί προ πολλού. Eh
bien, σας δίνω τη συμβουλή μου. Ξεκινήστε να φυτεύετε κολοκυθάκια. En vérité, είναι
η πιο κατάλληλη εποχή, μην το αναβάλλετε στιγμή. Μια ακόμα θαυμάσια ιδέα είναι
να καλλιεργήσετε το μουστάκι σας. Ο Πουαρό θα σας δώσει τα πολύτιμα μυστικά του
για το σωστό κέρωμα και πώς θα το διατηρείτε γυαλιστερό και τσιγκελωτό.
Όσο για τον δραπέτη σας,
να θυμάστε mon ami, πως ο δολοφόνος δεν ξαναγυρίζει ποτέ στον τόπο του
εγκλήματος. Και να προσέχετε τι υπόσχεστε στους υπηκόους σας, γιατί «Οι ελέφαντες
θυμούνται» και η εκδίκηση θα έρθει κάποια στιγμή, από εκεί που δεν το
περιμένετε.
C’est fini Μισέλ,
αυτά είχα να σας πω. Βon courage!
ΥΓ: La honte,
l'humiliation! Κάνατε πίστα στην Ακρόπολη; Good Lord!!! που θα έλεγε κι ο φίλος
μου Άρθουρ! Σ’ αυτή τη χώρα χειρίζεστε την ιστορία σας με εγκληματική συμπεριφορά! Καλή τύχη Μισέλ mon ami! Θα σας χρειαστεί...
[Oι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το
διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]
Στις μανάδες που αποχωρίστηκαν
τα παιδιά τους. Στη φρίκη ενός πολέμου. Στο αεροδρόμιο ή σ’ ένα λιμάνι. Από
κάποιο τραγικό παιχνίδι της μοίρας. Στις μανάδες που σήμερα θ’ ανάβουν το
καντήλι σ’ ένα μνήμα και θα κλαίνε βουβά.
Στις γυναίκες που δεν
ένιωσαν τη χαρά της μητρότητας, αλλά έγιναν μανάδες για τα ορφανά του κόσμου.
Στις γιαγιάδες που επιστρατεύτηκαν
σε καιρούς ζοφερούς, να ξανακάνουν τη μητρική τους θητεία, και να σταθούν
φύλακες άγγελοι στα παιδιά και στα εγγόνια τους.
Στις μανάδες μας που παλεύουν
γενναία με το γήρας, την αρρώστια ή και την ανημπόρια. Τα αποστεωμένα τους δαχτυλάκια
που, μέρα με τη μέρα, ξεσφίγγουν το κράτημά τους απ’ τη ζωή, είναι αυτά που μας
δείχνουν ακόμα το δρόμο. “Προχώρα με το κεφάλι ψηλά και όρθια την ψυχή, μη
σταματάς σε κανένα εμπόδιο!”
Στις ακριβές μας μανάδες
που μας δίδαξαν με τα ισχνά τους μέσα, την ύψιστη τέχνη της αγάπης. Και κάθε τους
δάκρυ αποχωρισμού, είναι και μια σταλιά απ’ την ψυχή τους. Που κάνει τον κόσμο
πιο όμορφο.
*Ο
τίτλος της ανάρτησης είναι απ’ τον στίχο της Μυρτιώτισσας (λογοτεχνικό
ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου) στο ποίημά της «Μανούλα»
//Αν με πηγαίναν
αύριο στην κρεμάλα
μανούλα μου μανούλα
δόλια μάνα
ξέρω ποιανού το δάκρυ
στάλα στάλα
θα ’πεφτε από τα
μάτια τα μεγάλα
μανούλα μου μανούλα
δόλια μάνα//
“Ένας ευαίσθητος
ληστής” του Νίκου Γκάτσου
"Σα νάμαι, λένε, από
τη Σπάρτη
έχω παιδί τον Πρώτο Αντάρτη―
κι εσύ τ’ αντέχεις, βρε καρδιά μου!"
Ο επίλογος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος απ' το τραγούδι του αξέχαστου Καζαντζίδη
"Μάνα μου".
Α ρε Στελάρα... να είστε και οι δυο σας καλά εκεί πάνω ♥
ανοίξτε τα ποιήματα που γράφτηκαν για να την
θυμίζουν
ανοίξτε τα ποιήματα που γράφτηκαν για να
λησμονηθούν
ανοίξτε τα σφαλισμένα χείλη
τις αποθήκες με τις κραυγές
τις αποθήκες με τα ποιήματα
το εύμορφο στόμα
το αμαρτωλό νερό
το ανευχάριστο όνειρο
την στενάχωρη θάλασσα
ανοίξτε τις ευδαιμονικές μουσικές
ανοίξτε το παραμύθι με τους νεκρούς μας φίλους
ανοίξτε τα μαξιλάρια με τα πούπουλα
ανοίξτε τους ανασασμούς των κρίνων
ανοίξτε τα γράμματα της φυλακής
ανοίξτε όλες τις φυλακές
ανοίξτε τα πορτοφόλια των διαβόλων
ανοίξτε τις ζωές των νοικοκυραίων
ανοίξτε τα παντελόνια των τραπεζικών
ανοίξτε τις βαριές ψυχές της Κυριακής
ανοίξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών
ανοίξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών
ανοίξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών
και κλείστε την τηλεόραση
*** Θάνος Ανεστόπουλος ***
Και να που βγήκες
πάλι αληθινός. Έγινε η απώλεια συνήθειά μας κι εμείς γιατροπορευόμαστε με κάτι
βραδιές στην Απανεμιά, όταν μας μάθαινες την τέχνη της μελαγχολίας. Βασικό
συστατικό η αγάπη. Κι ο έρωτας. Η δημιουργία. Η αξιοπρέπεια. Η αλήθεια. Μελαγχολούσαμε
ευτυχισμένοι. Ήταν τότε που τα δάκρυά μας έκαναν κρότο κι ο αποχαιρετισμός είχε
τον υπαινιγμό μιας μικρής ανάστασης, όπως τα κρίνα που επιμένουν ν’ ανθίζουν
διάφανα, σε πείσμα των καιρών, εσύ θα μας καλείς να πιούμε τη ζωή, μιλώντας μας
για τον θάνατο, «μήπως και αφήσουμε λιγότερο από τη ζωή μας να πάει χαμένη…»
Τέτοιες μέρες που ο
πόνος σκαλίζει τις ψυχές μας, είναι κάτι μνήμες-βάλσαμα να μας θυμίζουν πως ο ρομαντισμός,
μπορεί να σώσει την παρτίδα. Πλάι στο μικρό φωτιστικό, ανάβεις τσιγάρο,
στερεώνεις τα γυαλιά σου, τακτοποιείς τις παρτιτούρες, αγγίζεις την κιθάρα σου
και απαγγέλεις Πολυδούρη και Μπουκόβσκι. Οι φόβοι μας σκαρφαλώνουν στο ταβάνι,
το τρυπάνε με θόρυβο και διαλύονται σα γιορτινά βεγγαλικά.
}Άραγε
θα θυμάται κάποιος τ’ όνομά μας
της
ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια
τα
πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας;
Άραγε
υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρα μας!~*
Στο βίντεο, ο Θάνος στη μπουάτ
Απανεμιά στην Πλάκα (2012)
*Απ’
το τραγούδι “Τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου”. Στίχοι: Παντελής
Ροδοστόγλου - Μουσική: Διάφανα Κρίνα
Οι φωτογραφίες της ανάρτησης
προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους
Θάνος Ανεστόπουλος (1967
– 3 Σεπτεμβρίου 2016). Φιλόσοφος, ποιητής, καλλιτέχνης, ιδρυτής της μπάντας
Διάφανα Κρίνα. Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη τον Φεβρουάριο του 1967 και
έφυγε χτυπημένος από καρκίνο στις 3 Σεπτεμβρίου 2016. «Έφυγε ένα πένθιμο του
Φθινοπώρου δείλι»
Στέρεψε το μελάνι
μου. Μ’ όσο έχει α-ομείνει στα σ-λάχνα
μου, σου γράφω αυτό το τελευταίο γράμμα.
Γέρασα. Σκουριάζουν
οι κλειδώσεις και τα γρανάζια μου αραχνιάζουν. Ως κι ο ατσάλινος κύλινδρος, το
καμάρι της νιότης μου, δεν μετακινείται εύκολα. Α-ό τότε -ου χάλασε ο καλός του
σύντροφος, εκείνος ο αστραφτερός τσιγκελωτός μοχλός -ου τον έσπρωχνε ν’ αλλάξει
αράδα, αφέθηκε κι αυτός στην ακινησία. Τι τα θες; Όλα ξεκίνησαν τότε -ου μ-ήκε ανάμεσά
μας η ηλεκτρική, αν και μαθαίνω -ως κι αυτή την εγκατέλειψες για χάρη μιας -αρδαλής
οθόνης. Μέχρι να τη βαρεθείς κι αυτή και ν’ αναζητήσεις νεότερα μοντέλα.
Μαθαίνω βέβαια, ότι
νοστάλγησες την -αλιά μας σχέση και ψάχνεις να με βρεις στα -αλιατζίδικα -ου μ’
είχες ξε-ουλήσει. Μη χάνεις άδικα το χρόνο σου. Και να με βρεις, δεν θα μ’
αναγνωρίσεις έτσι -ου έγινα. Δεν σε θέλω κι εγώ τώρα. Μόνο -ου σκέφτομαι εκείνα
τα λογιστικά σου κατεβατά, τους ισολογισμούς με τα καρμ-όν και τις καρφίτσες,
ανατριχιάζω! Βαρέθηκα να -αριστάνω και τον εξομολογητή σου, ν’ ακούω καρτερικά
ταμυστικά σου, να εξυ-ηρετώ τα ερωτικά
σου γράψε-σκίσε, κι όλα αυτά δίχως α-αιτήσεις,
μόνο με λίγο λαδάκι την ξε-έταξες τη σχέση μας. Και τι κατάλαβα; Στην -ρώτη αναβάθμιση μ’ αντάλλαξες, δίχως
δεύτερη σκέψη, μ’ εκείνη τη φανταχτερή Αμερικάνα. (*)
«-ου να μαδήσει η
μαργαρίτα σου, ξεδιάντρο-η!» την είχα καταραστεί
τότε -ου σε είδα να την χαϊδεύεις λάγνα. Ελ-ίζω να έ-ιασε η κατάρα μου!
Ό-ως κατάλαβες, χάνω
και τα -λήκτρα μου σιγά σιγά… σα γριά ξεδοντιάρα μοιάζω. Τελευταία μου ελ-ίδα
να ξεφύγω α-‘ αυτό το καταγώγιο, είναι ένας ευγενικός κύριος -ου μαζεύει γριές
μηχανές σαν κι εμένα. Με -αζαρεύει, μέρες τώρα, στο αφεντικό μου. Άκουσα -ως
είναι ένας διάσημος συλλέκτης και αγοράζει μανιωδώς -αλιά μοντέλα. «Θ’
αλλάξει η ζωή σου!», μου κρυφο-ληκτρολόγησε μια καλοσυντηρημένη Γερμανίδα Olympia, στην έκθεση με vintage αντικείμενα -ου
συμμετείχαμε -ρόσφατα.
Αν είμαι τυχερή, σε
λίγο θα βρεθώ στα χέρια του. Θα με ξαραχνιάσει, θα με γυαλίσει και θα μου
αλλάξει λάδια και μελάνια. Θα με στολίσει στη βιτρίνα του, κοντά στις ένδοξες
γραφομηχανές της συλλογής του. Θ’ ακούω τις ιστορίες τους και θα βιώνω
συγκινημένη την αίγλη των κατόχων τους.
Ταξίδι στο χρόνο και γύρω στο 1873, θ’ ακούσω τα -λήκτρα
της ατσάλινης μηχανής του Μαρκ Τουέιν, όταν ετοίμαζε το -ρώτο δακτυλογραφημένο κείμενο
του “Τομ Σώγιερ”.
Θ’ αφουγκραστώ την
-αλιά underwoodτου
1926, όταν κυοφορούσε στα σ-λάχνα της το αριστούργημα του Έρνεστ Χεμινγουέι «Για
-οιον χτυ-ά η καμ-άνα».
Θα κρυφτώ στον Γυάλινο Κόσμο του Τένεσι
Ουίλιαμς. Σε μια υγρή φτωχογειτονιά της Νέας Ορλεάνης, στους ήχους ενός θλιμμένου τζαζ κοματιού, θα τον δω να βάζει ενέχυρο τη γραφομηχανή του για ν’ αγοράσει λίγο
φαγητό. Του την είχε δωρίσει η τυραγνισμένη του μητέρα, όταν ήταν δέκα χρονών,
κι ήταν αυτή -ου έμελλε να γράψει το «Λεωφορείον ο -όθος».
Κι ένα χειμωνιάτικο
δειλινό, θα ταξιδέψω στο Όριεντ Εξ-ρές, συντροφιά με την Άγκαθα Κρίστι. Στο
κου-έ του τρένου, θα μας -εριμένει ένας Βέλγος ντέντεκτιβ κι ένα μυστηριώδες έγκλημα.
Κι αν μ’ αξιώσει η
μοίρα μου, θα συντροφεύσω ένα ξενύχτι του μεγάλου μας Ελύτη. Στη γεμάτη με
βιβλία μικρή του κάμαρα, θα συλλογιέται στίχους, σαν να βρίσκεται στη γέφυρα ενός
καραβιού, καταμεσής στο Αιγαίο, με τη γεύση της αλμύρας και τις μυρωδιές του καφέ
και του τσιγάρου, θα χαράζει αφειδώλευταστο χαρτί τ’ άφθαρτα έργα
του.
}
Τα όσα η μοίρα μου ‘γραφε
κι άλλος κανείς δεν ξέρει,
τα βρήκα μέσα στον καφέ,
τα διάβασα στο χέρι…~
Αθήνα 1972. Ο Ελύτης μπροστά στη γραφομηχανή του. Photo:ΜΑΡΙΟ ΒΙΤΙ
Είναι γιατί λαχταρώ,
ακόμα και με το σακάτικο σώμα μου, κι ας έχω ένα γράμμα λειψό, να σκαλίζω
λέξεις φωτεινές:
να μένουν σαν αναμμένα λυχναράκια
στο διάβα του χρόνου. Να μη χαθούν οι μνήμες, να μη γίνουν ένα μάτσο λαμαρίνες τα
κορμιά μας.
~
{
~
[*] Γραφομηχανὴ IBM
Selectric ΙΙ που κυκλοφόρησε μετά το 1960. Οι δεκάδες βραχίονες με τους
χαρακτήρες, έτσι όπως υπήρχαν στις παλιές γραφομηχανές, αντικαταστάθηκαν από
μια σφαιρική κεφαλή (μαργαρίτα), μεγέθους όσο μια μπάλα του γκολφ, με ανάγλυφους
χαρακτήρες στην επιφάνειά της.
-----------------------------------------------
Το κείμενο συμμετέχει
στη “Mίνι
Σκυτάλη” #2, που οργανώνει η MaryPertaxαπ’ το ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ
ΜΑΤΙΑ
Ευχαριστώ τους φίλους
“σκυταλοδρόμους” για το κοινό μας ταξίδι πάνω σε φωτογραφίες και κείμενα!
Μεγάλο ευχαριστώ στην
εμπνεύστρια και ψυχή του παιχνιδιού, την Μαίρη μας!
*** Ευχές για μια άνευ παθών Μεγαλοβδομάδα, με την κατάνυξη των
ημερών να μας χαρίζει φώτιση και εσωτερική ηρεμία ***
[Σημ. Οι φωτογραφίες της
ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]