Αν ήταν καζίνο ή λέσχη, ίσως και να είχε μόνιμη αστυνομική προστασία. Αν ήταν τηλεοπτικό ριάλιτι, θα είχε ορδές χορηγών και θαυμαστών που θα συνέρρεαν στο βωμό της οθόνης. Κι αν ήταν η βιβλιοπαρουσίαση κάποιου νικητή κάποιου ριάλιτι, θα γινόταν πανζουρλισμός απ’ το βιβλιοφάγο κοινό.
«Γιατί, αν κάτι μας διακρίνει
ως λαό, είναι η φιλαναγνωσία. Και η ροπή μας στις τέχνες, γενικά».
Αυτό θα ήταν το καλό σενάριο, και αν
ίσχυε, μπορεί και να ζούσαμε σήμερα σε μια πιο ανθρώπινη χώρα, με καλλιεργημένους
και συναισθηματικά ευφυείς ανθρώπους. Τα παιδιά μας θα είχαν ίσες ευκαιρίες στη
μόρφωση, και το μεγάλωμά τους δεν θα ήταν μια αγχωτική εμπειρία, αλλά μια υπέροχη
διαδρομή πραγμάτωσης του γονεϊκού μας ρόλου.
«Ό,τι ωραίο γεννήθηκε στην Ελλάδα από καλλιτεχνικής άποψης, έγινε στα χρόνια της δικτατορίας. Όλοι οι μηχανισμοί των καλλιτεχνών μπήκαν στο τούνελ της σκέψης, της ευαισθησίας, της εσωτερικής αντίστασης στη μαλθακότητα. Επαγρυπνούσαν διαρκώς και δημιουργούσαν. Αυτό ήταν το μόνο πράγμα που έτρεμε η δικτατορία»
Γιώργος
Διαλεγμένος
Ήταν η εποχή της άγριας
λογοκρισίας, όταν η χούντα πετσόκοβε κείμενα
«δυνάμενα να διαταράξουν την δημόσιαν τάξιν, που υπονομεύουν τας υγιείς
κοινωνικάς παραδόσεις του Ελληνικού λαού και τα πατροπαράδοτα ήθη κι έθιμά του».
//Απεφασίσθη ότι
μεγάλη συμβολή στην διαφθορά του ελληνικού λαού είχαν 1046 έργα των κάτωθι:
Ευριπίδη, Σοφοκλή, Αισχύλου, Αριστοτέλη, Αριστοφάνη, Ζαν Πωλ Σαρτρ, Τόμας Μαν,
Έλιοτ, Αμπέρ Καμύ, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Κώστα Βάρναλη, Γιάννη Ρίτσου,
Σολόχωφ, Ηλία Ερεμπουργκ, Χόρχε Αμάντο, Τζώρτζ Φίνλεϊ, Διονυσίου Σολωμού,
ειδικά το έργο του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» και Κωστή Παλαμά. Παραπέμπεται στο
στρατοδικείο όποιος ακούει μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και απαγορεύονται οι
ταινίες όπου πρωταγωνιστεί η Μελίνα Μερκούρη και η Ειρήνη Παπά//
Αν ήμασταν μια προχωρημένη κοινωνία, όπως και οι αρχαίοι μας πρόγονοι, θα γυρίζαμε την πλάτη στις φουσκωμένες τηλεπερσόνες, στους ξεπουλημένους δημοσιογραφίσκους και στους “γνωστούς σκηνοθέτες, ηθοποιούς και νταβατζήδες”. Αν ήμασταν μια κοινωνία σκεπτόμενων όντων, κι όχι μια αγέλη χειραγωγημένων δίποδων, δεν θα διασκεδάζαμε εικονικά με το “Στην υγειά μας ρε παιδιά”. Θα γυμνάζαμε την ψυχή μας και θα στήναμε γερά τα μαδέρια της ύπαρξής μας, με λαϊκές όπερες, σπουδαία θεατρικά έργα, μουσικές συναυλίες και εικαστικά δρώμενα. Με κοινωνικές επαφές, γόνιμες συζητήσεις και ανταλλαγές ιδεών. Μια συνέχεια της αρχαίας αγοράς, όπου οι πολίτες θα “αγείρονται” σε λαϊκές συνελεύσεις.
Δυστυχώς, το μόνο που
μας απόμεινε απ’ το αρχαίο ελληνικό θαύμα, είναι μια σκουριασμένη περικεφαλαία,
μια σαραβαλιασμένη πανοπλία κι ένα τσουρούτικο φιλότιμο.
Η μέρα που έκλεισε το
ΕΜΠΡΟΣ ήταν για κάποιους η Τετάρτη, Μάη μήνα. Για όσους μοιράστηκαν τη
χαρά της αυτοοργάνωσης, της αλληλεγγύης, της προσβασιμότητας για όλους στην
τέχνη, δίχως οικονομικά ή φυλετικά κριτήρια, δίχως αποκλεισμούς και ρατσιστικές
αγκυλώσεις, πάντα με κοινές ανησυχίες και με το σπόρο της τέχνης να
καλλιεργείται με αγάπη και φροντίδα, για όλους αυτούς τους ανθρώπους που
στήριξαν αυτή την προσπάθεια, είναι ένα θέατρο που έκλεισε με συνοπτικές και
βάρβαρες διαδικασίες.
“Ποιος θα το θυμάται δέκα χρόνια μετά;” όπως είχε πει ο φάδερ-Ανέμελος κάποτε…
Εδώ ξεχάστηκαν άλλα κι άλλα, το Ελεύθερο-Αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο θα θυμούνται;
«Ο ασθενής στο γύψο
και το θέατρο στο τσιμέντο». Γδέρνει την ψυχή αυτό το βίντεο, αλλά αξίζει η
έκθεσή μας στις σκληρές εικόνες του.
***Οι
φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς
τους***