-Αχ, Στέλιο, ήρθες; Πώς
από ‘δω; Τι κάνεις, στο σπίτι όλοι καλά;
Έλα να σου πω τώρα εγώ,
τι σημαίνει προσαρμοστικότητα. Πώς είναι να μαζεύεις σαράντα χρόνων ένσημα και
να ‘ναι τα πνευμόνια σου σακατεμένα απ’ τη σκόνη και τα χημικά. Πώς θα ένιωθες
κι εσύ αν ανήκες στη γενιά των «περήφανων γηρατειών» κι είχες για αντάλλαγμα
μια κατακρεουργημένη σύνταξη, που πιότερο εκδικητική φαντάζει γιατί εξακολουθούμε
και ζούμε οι «κωλόγεροι» κι επιβαρύνουμε το κράτος. Πώς γίνεται να κρατάς άθικτη
την αξιοπρέπειά σου κι ας σε φλομώνουν διαρκώς με τύψεις κι ενοχές, κι εσύ να
πρέπει να προσκυνάς και να φιλάς το χέρι του δυνάστη σου. Να σου πω πώς
στήνεται ένα νοικοκυρεμένο σπιτικό και πώς κάνεις οικονομία ακόμα και στον αέρα
που αναπνέεις. Πώς είναι να συντρέχεις τ’ άνεργα παιδιά σου και να τους
μαθαίνεις αξίες και αγάπη για την πατρίδα, ακόμα κι αν αυτή έχει απωλέσει οριστικά
την υπόληψή της.
Να σε μάθω βήμα-βήμα,
Στέλιο μου, πώς επιβιώνεις στους άγριους χειμώνες. Χρόνια τώρα, από τότε που
θυμάμαι τον εαυτό μου, να κόβουμε και να ράβουμε για να μη λείψει τίποτα στα
παιδιά μας. Ξέρεις από φτώχεια, καλέ μου άνθρωπε; Αν ήξερες, θα μέτραγες τα
λόγια σου και θ’ αλφάδιαζες τη σκέψη σου. Από ‘σένα περιμέναμε νομίζεις να μας
κάνεις σεμινάρια οικονομίας και σωστής διαχείρισης; Βρε, Στέλιο μου, κανείς δεν
σου έμαθε πως η αξία του ανθρώπου καταχτιέται μετά από επώδυνη και μακρόχρονη βιοπάλη;
Και πως η αριστεία που τόσο σας αρέσει να πιπιλίζετε, αφορά τους ανθρώπους που
έχουν για εύσημα στη ζωή τους μια στοίβα καρτέλες ενσήμων. Βαρέα-ανθυγιεινά,
Στέλιο μου. Ξέρεις τι χρώμα έχουν;
Κι αν νομίζεις πως θα
σε γλύφουμε σα δαρμένα σκυλιά, μακριά νυχτωμένος που είσαι… Τη βαρυχειμωνιά που
έρχεται να τη φοβάσαι εσύ κι οι όμοιοί σου. Εμείς θα τη βολέψουμε και φέτος
όπως κάνουμε μια ζωή. Ρεφενέ όλοι μια παρέα γύρω απ’ τη ξυλόσομπα, θα
ζεσταθούμε με τσίπουρο και ρετσίνα και με όσους αυτοσχέδιους μεζέδες αντέχει ο προϋπολογισμός μας. Αλίμονο
σ’ εσάς που δεν ξέρετε πώς δουλεύεται η γη και πώς ατσαλώνεται η ψυχή στην
αδικία.
Όπως σε βλέπω και με
βλέπεις, στο λέω και να το θυμάσαι. Να τη φοβάσαι τη ματιά μας, Στέλιο μου.