Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

Γιορτή βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως

 


Συνεπές στο φθινοπωρινό ραντεβού του, το 52ο φεστιβάλ βιβλίου ανοίγει και φέτος τις πόρτες του στο Πεδίον του Άρεως. Θα είναι ανοιχτό καθημερινά, απ’ την Παρασκευή 6 Σεπτέμβρη, έως την Κυριακή 22, με ελεύθερη είσοδο. Θα φιλοξενηθούν 200 εκδοτικοί οίκοι, 280 περίπτερα και 200 πολιτιστικές εκδηλώσεις, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και πολλά δρώμενα. Η καρδιά του πολιτισμού χτυπάει ξανά στην πολύπαθη πόλη μας και το σύνθημα είναι σταθερά το ίδιο «Η γνώση είναι η δύναμή μας».

Το ραντεβού μας είναι για την Πέμπτη 12/09, απ’ τις 08.00 έως τις 10.00 το βράδυ. Θα σας περιμένω στα περίπτερα των 24γραμμάτων (159 – 160 & 161) για να τα πούμε από κοντά. Για να θυμηθούμε συντροφιά τα εμπριμέ μας χρόνια και να πάρουμε καθαρές ανάσες στις σελίδες των βιβλίων. Γιατί όπως έγραψε κι ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες:

«Πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης»



Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024

Απογραφή καλοκαιριού

 


ë11 χρόνια Απάγκιο

Έγραφα πέρυσι στα αντίστοιχα γενέθλιά του: “Αποκαρδιωτικό αλλά καθιερωμένο, πλέον, να ‘γιορτάζουμε’ τα γενέθλια του Απάγκιου με διάκοσμο από στάχτες κι αποκαΐδια. Εν μέσω αποπνικτικής ατμόσφαιρας λοιπόν, αγναντεύοντας τη βροχή από καύτρες και αιωρούμενα σωματίδια, στέλνω την αγάπη και την ευγνωμοσύνη μου στους φίλους Απαγκιώτες”.

Δεν ξέρω για πόσα ‘γενέθλια’ ακόμα θ’ αντέξουμε να καιγόμαστε. Στερέψαμε από δέντρα, αφανίσαμε τα ζώα του δάσους -φίλη μού έλεγε ότι στην Κυψέλη εθεάθη μια αλεπού (!)- και όσοι εξ ημών πενθούμε (γιατί κάποιοι θησαυρίζουν πάνω απ’ τις στάχτες), ξέρουμε καλά πως μας περιμένει μια αλλοτριωμένη ζωή. Στα παιδιά μας παραδίδουμε την τέφρα απ’ τα πυρπολημένα δέντρα και ένα χρεωκοπημένο μέλλον.

………………………………………………………………………………….

ëΣε άλλα νέα, είχε και θέατρο η αρχή του καλοκαιριού. Με τη θεατρική μας ομάδα «Τσαλακωμένοι», ανεβάσαμε τη «Στιγμή μας», μια διασκευή του έργου «Αριθμημένοι» του Ελίας Κανέτι. 4 παραστάσεις στο Ηράκλειο και προοπτική να συμμετέχουμε σε κάποιο φθινοπωρινό φεστιβάλ. Ήταν μοναδική εμπειρία ζωής και άξιζε όλη την προετοιμασία και την κούραση του χειμώνα. Ήταν μια συλλογική προσπάθεια που μας έμαθε κυρίως να συνυπάρχουμε με ανθρώπους διαφορετικής ηλικίας και κουλτούρας, να παραμερίζουμε προσωπικές φιλοδοξίες και να δουλεύουμε για έναν κοινό στόχο. Το αποτέλεσμα μάς δικαίωσε. Για όσους τολμηρούς θέλουν να παρακολουθήσουν την παράσταση, θα τη βρουν εδώ. Εναλλακτικά, εδώ είναι το τρέιλερ. Θα χαρώ πολύ αν μου γράψετε σχόλια και κριτικές. Το βίντεο είναι μια επαγγελματική δουλειά που επιμελήθηκε ένας εκ των ‘συμπρωταγωνιστών’ μας J

…………………………………………………………………………………..

ëΑρχές Ιούλη ταξιδέψαμε στη Νότια Ιταλία, τη Σικελία και τα ελληνόφωνα χωριά στην Απουλία. Δεν χωράνε σε λέξεις τα συναισθήματα απ’ αυτή την περιήγηση. Κρατάω μονάχα την εικόνα απ’ τους φιλόξενους και απίστευτα εξυπηρετικούς ντόπιους, -αν και δεν μιλούν γρι αγγλικά, μια χαρά συνεννοηθήκαμε με τη γλώσσα του σώματος-, και το πόσο χαμογελαστοί, αξιοπρεπείς και εξωστρεφείς είναι, παρότι είναι οικονομικά & κοινωνικά παραγκωνισμένοι απ’ τους βόρειους που τους θεωρούν ως τη «ντροπή της χώρας». Στη Σικελία βρεθήκαμε τις μέρες που ήταν ενεργά και τα δύο ηφαίστεια (Αίτνα και Στρόμπολι) και, εκτός απ’ τις υψηλές θερμοκρασίες, όλα ήταν καλυμμένα από μαύρη σκόνη, ωστόσο οι ντόπιοι ήταν απτόητοι, συνηθισμένοι γαρ από τέτοια φαινόμενα. Μοιραία σκεφτόμασταν πως, αν κάτι αντίστοιχο συνέβαινε στη χώρα μας, τα κανάλια θα είχαν πάρει φωτιά με μηνύματα πανικού και δυσοίωνες προβλέψεις ειδικών «ηφαιστειολόγων». Επίσης, δεν αποφύγαμε τη σύγκριση του άρτιου σιδηροδρομικού δικτύου που διαθέτουν, με τα δικά μας σαράβαλα. Τα βαγόνια του τραίνου μεταφέρονται ακτοπλοϊκά απ’ το νότιο σημείο της Ιταλίας (Ρήγιο) σε ειδικά διαμορφωμένες ράγες πάνω στο πλοίο, για να συνεχίσουν τις διαδρομές τους στη Σικελία. Όλο το οδικό δίκτυο που διασχίσαμε στη Σικελία και στη Νότια Ιταλία, διέθετε τούνελ και αερογέφυρες, γι’ αυτό και η διαδρομή ήταν μια νοητή ευθεία, δίχως στροφές και κακοφτιαγμένους δρόμους (βλέπε τις δικές μας καρμανιόλες).

ΑΛΜΠΕΡΟΜΠΕΛΟ: η πόλη των τρούλλων

 Στο βίντεο, μια μικρή γεύση απ’ το πανέμορφο χωριό στην περιοχή της Απουλίας που είναι χτισμένο με πέτρινα ασβεστολιθικά κτίσματα με κωνικές στέγες, χωρίς κανένα συνδετικό υλικό. Οι Τρούλλοι του Αλμπερομπέλο, όπως και το Παλέρμο, συγκαταλέγονται στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.


ΣΥΡΑΚΟΥΣΕΣ: Στις διαδρομές της ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, στα υπόγεια λατομεία του ανθρώπινου πόνου και στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, το σημαντικότερο μετά απ’ αυτό της Επιδαύρου. Απίστευτα φροντισμένοι όλοι οι χώροι και τα μνημεία. Το αρχαίο θέατρο έχει επενδυθεί με ειδικό κάλυμμα για να προστατεύεται από καιρικά φαινόμενα. Οποιαδήποτε σύγκριση με τα δικά μας, είναι  περιττή...


Ταορμίνα & Κατάνια. Κάθε γωνιά κι ένα -καλοδιατηρημένο- μνημείο. Στην Κατάνια κυριαρχεί το «μαύρο μπαρόκ» λόγω της ηφαιστειακής στάχτης που έχει επικαλύψει τα πανέμορφα κτίρια. Στην παραδοσιακή ψαραγορά της, κάτι σαν τη δική μας στην Αθήνα, μόλις κλείσουν τα ψαράδικα το μεσημέρι, μαζεύουν και καθαρίζουν τους πάγκους κι όλη η περιοχή γίνεται ένα υπέροχο στέκι για φαγητό και διασκέδαση. Έχει απίστευτη ενέργεια αυτό το μέρος...

Στερνατία: Εκεί που οι κάτοικοι σού λένε «Καλημέρα». Μια μικρή πόλη στην επαρχία του Λέτσε στην Απουλία και μία από τις εννιά πόλεις της Grecìa Salentina όπου ομιλείται η ελληνική διάλεκτος Griko. Στο ναό  του πολιούχου Αγίου Γεωργίου (σύμφωνα με την παράδοση ο Άγιος προστάτεψε από μεγάλη θύελλα τους κατοίκους και τις σοδειές τους) μας υποδέχτηκε ο Giorgio Vincenzo Filieri και μας τραγούδησε «με την καρδίαν σ’ αγαπώ». Εδώ μιλούν την παραδοσιακή Γραικάνικη γλώσσα που παραπέμπει στον Όμηρο (το ‘ιμάτιον’ αντί για ‘πουκάμισο’ και το ‘άλας’ αντί για ‘αλάτι’), ωστόσο όπως μας είπε, δεν έχουν πια καμιά υποστήριξη απ’ το ελληνικό κράτος ώστε να μη σβήσει η γλώσσα και η παράδοση. Παρά τις δεσμεύσεις από διάφορους επιφανείς Έλληνες (τελευταία επίσκεψη ήταν αυτή της ΠΘ Κ. Σακελλαροπούλου που υποσχέθηκε βιβλία και δασκάλους για τα ελληνόφωνα σχολεία), αλλά τίποτα δεν έγινε τελικά. Κάθε ηλικιωμένος που φεύγει, παίρνει μαζί του τη γνώση της γλώσσας Griko αλλά και την ιστορική κληρονομιά που κουβαλάει αυτός ο τόπος. Κι άντε να τους εξηγήσεις πως εδώ κλείνουν τα δικά μας σχολεία, σιγά μη νοιαστούν για τα ελληνόφωνα της Κάτω Ιταλίας...


Στους δρόμους του Παλέρμο ένα ζευγάρι βγάζει γαμήλιες φωτογραφίες, η Αγία Ροζαλία -προστάτιδα της πόλης- δεσπόζει στο μπαλκόνι ενός καθεδρικού και στην κεντρική πλατεία ξεχωρίζει ένα θεόρατο σκουρόχρωμο μνημείο για τα θύματα της Μαφίας. Όλα συνυπάρχουν αρμονικά σ’ αυτή την πολυπολιτισμική γωνιά της Ιταλίας. 

Και μια μικρή γεύση απ’ το ιστορικό κέντρο ΚΟΥΑΤΡΟ ΚΑΝΤΙ…



…………………………………………………………………………………..

ëΜου λείψατε πολύ, όλοι. Ήταν μια συνειδητή αποχή απ’ τον κόσμο του διαδικτύου. Μια μικρή ανάπαυλα απ’ τις ζοφερές ειδήσεις που βαραίνουν αβάσταχτα. Θα τα πούμε και μέσα απ’ τα μπλογκ σας. Στέλνω τις πιο θερμές ευχές μου για ένα ανέφελο αποκαλόκαιρο. Να ξαναβρούμε το βηματισμό μας. Κι όσο οι τηλεοράσεις δίνουν οδηγίες θανάτου, εμείς να μένουμε προσηλωμένοι στο στόχο. Όπως το λέει και η ηρωίδα στο θεατρικό μας έργο, όταν όλα καταντούν μαύρα κι άραχνα: “Άξαφνα, στην ησυχία, στη διάφανη ηρεμία, του κόσμου όλου η ατονία κι όλη η μονοτονία και η κάθε δυστροπία, θα γενεί Ελευθερία. Ελευθερία”… 

 

 

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Next?

 


Χτες το βράδυ η γιαγιά ανέβασε πυρετό. Ήταν από μέρες άρρωστη και ήθελε νοσηλεία, αλλά ο γιατρός της μας είπε να το ξεχάσουμε για δημόσιο νοσοκομείο. «Αν δεν έχει ιδιωτική ασφάλεια, είναι πιο ασφαλές να την έχετε σπίτι. Τουλάχιστον θα έχει ένα κρεββάτι να κοιμάται, αντί να την πετάξουν σ’ ένα ράντσο», μας είπε επί λέξει. Η μαμά επέμενε ότι χρειάζεται ενδοφλέβια αντιβίωση και έναν εξειδικευμένο γιατρό να την περιθάλψει. Ο οικογενειακός μας γιατρός δεν της απάντησε, μόνο κούνησε μ’ ένα συμπονετικό μειδίαμα το κεφάλι του. «Εξειδικευμένο γιατρό… ενδοφλέβια αγωγή… μα πού ζούνε αυτοί οι άνθρωποι;» μονολογούσε καθώς άνοιγε την πόρτα για να φύγει.

Είχε πάρει να σουρουπώνει όταν καλέσαμε το ασθενοφόρο. «Μη χάνουμε άλλο χρόνο… ψήνεται στον πυρετό», φώναζε πανικόβλητη η μαμά, καθώς έπαιρνε με τρεμάμενα χέρια τις Πρώτες Βοήθειες. Πέρασαν τρεις ώρες περίπου μέχρι ν’ ακούσουμε τη σειρήνα στο δρόμο. Η γιαγιά δεν είχε πλέον επαφή με το περιβάλλον και η ανάσα της ολοένα και βάραινε. Η μαμά έπαιρνε και ξανάπαιρνε το 166 και η απάντηση ήταν η ίδια. «Έχουμε τρία επείγοντα περιστατικά με παιδάκια και μία έγκυο. Αμέσως μετά, θα κινηθούμε προς εσάς». Καημένη γιαγιά! Σ’ αυτή την ηλικία, να θέλεις και ασθενοφόρα! Αντί να κάτσεις ήσυχα-ήσυχα να πεθάνεις στη γωνιά σου, θες κι εσύ μεγαλεία! Εξαιτίας σου βουλιάζουν τα δημόσια ταμεία. Εσύ, και κάτι ασυνείδητοι καρκινοπαθείς, οδηγείτε την οικονομία μας στα βράχια!

Κάποιος άνοιξε την τηλεόραση, ίσως ο μπαμπάς που δεν άντεχε αυτή τη βασανιστική αναμονή. Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο, ενημερωθήκαμε απ’ τα δελτία ειδήσεων πως η χώρα βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης και πως συντελείται επανάσταση στον χώρο της υγείας με καινοτόμες παρεμβάσεις στα νοσοκομεία και ριζικές ανακαινίσεις στα κέντρα υγείας. Όταν ακούστηκε η φωνή του πρωθυπουργού να δηλώνει στις κάμερες: “Βήμα-βήμα χτίζουμε το νέο Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οποίο έχουμε οραματιστεί και το οποίο αξίζουν όλες οι Ελληνίδες και όλοι οι Έλληνες», η γιαγιά έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό που κλιμακώθηκε σε βογκητό. Τυχαίο θα πρέπει να ήταν, γιατί όπως είπαμε, δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Ούτε η γιαγιά, ούτε κι ο πρωθυπουργός.

Η επόμενη είδηση αφορούσε την ‘επανάσταση’ στο χώρο της παιδείας. «Έρχεται το ψηφιακό σχολείο!» αναφώνησε με στόμφο η εκφωνήτρια. Η γιαγιά ξαναβόγκηξε. Η μαμά βογκούσε στο τηλέφωνο: «Έρχεται το ασθενοφόρο, γαμώ την τρέλα μου; ΤΗΝ ΧΑΝΟΥΜΕ, ΣΑΣ ΛΕΩ!...». Η φωνή απ’ την άλλη άκρη του τηλεφώνου, βογκούσε κι αυτή. Κάτι για υποστελέχωση της υπηρεσίας, κάτι για σωματική και ψυχική εξάντληση των πληρωμάτων, κάτι άλλα για ασθενοφόρα-σαράβαλα που μένουν παροπλισμένα λόγω βλάβης και διάφορα άλλα δυσνόητα… Στο τέλος, την ρώτησε απελπισμένος: «Δεν σας βρίσκεται κανένα αγροτικό με καρότσα, να την πάτε μόνοι σας;»

Έχουν περάσει δυο μερόνυχτα απ’ αυτό το βράδυ και η γιαγιά είναι αποθηκευμένη σ’ ένα ράντσο κάποιου διαδρόμου, στο βάθος κάποιου νοσοκομείου. Πλάι της είναι μια σακούλα με τα αναλώσιμα υλικά που μας είπαν ν’ αγοράσουμε, μια αλλαξιά σεντόνια, οι εικονίτσες της και οι τελευταίες εξετάσεις της για να τις δει ο γιατρός που, κάποιαν απροσδιόριστη στιγμή, θα περνούσε. Τα ρυτιδιασμένα χεράκια της έχουν γίνει μπλαβί απ’ τα πολλά τρυπήματα. Ο φλεβοκαθετήρας που ο νοσηλευτής παιδευόταν επί ώρα να της βάλει, ήταν απ’ τα χειρίστης ποιότητας υλικά που υπάρχουν -ακόμα- διαθέσιμα στα νοσοκομεία. «Να λέτε και δόξα τω Θεώ που τον βρήκαμε κι αυτόν! Κινέζικος-ξεκινέζικος, τη δουλίτσα του θα την κάνει!»

Από μια ανοιγμένη τηλεόραση κάποιου θαλάμου, ακούγονται τα νέα απ’ τη Γάζα και τα ρημαγμένα νοσοκομεία της. Αίμα παντού. Η γιαγιά συνεχίζει να μην έχει επαφή με το περιβάλλον. Απ’ τη φλεβίτσα της πετάγεται αίμα. Ο καθετήρας έσπασε. Ταυτόχρονα, μια ρουκέτα σκάει στο κτίριο που κάποτε ήταν νοσοκομείο. Παιδιά ουρλιάζουν αιμόφυρτα, μανάδες τραβάνε τα μαλλιά τους με απόγνωση, ακούγονται μονάχα σφυριχτά από βόμβες που σκάνε τριγύρω, η μαμά κλαίει με αναφιλητά, ανακατεύονται τα δάκρυα και γίνονται χείμαρρος, τι να πρωτοκλάψεις ετούτες τις ώρες, οι ηγέτες διαπραγματεύονται -λέει η εκφωνήτρια- μια νοσηλεύτρια τρέχει σαν παλαβή από θάλαμο σε θάλαμο με τρύπια γάντια και πρησμένα πόδια, η γιαγιά καρφώνει το βλέμμα της στο λεκιασμένο ταβάνι, μυρίζει αίμα και βρωμιά ο διάδρομος… απ’ έξω ακούγονται διαδηλώσεις, οι κρότοι των δακρυγόνων μπλέκονται με τις βόμβες των Ισραηλινών, ένας υπουργός πανηγυρίζει για τα απογευματινά χειρουργεία κι ένα αόρατο χέρι αγγίζει τρυφερά το δικό της. Ούτε μια στιγμούλα δεν χρειάστηκε. Τόσο κράτησε το πέρασμά της στην αιωνιότητα. Ευτυχώς ο Θεός που, πάντα, η γιαγιά πίστευε, ήταν φιλεύσπλαχνος μαζί της. Δεν της άξιζε άλλη κόλαση.

Ή όπως θα το έλεγαν οι νεοφιλελεύθεροι τεχνοκράτες στη γλώσσα τους: «Το κοντέρ της μηδενίστηκε. Next?»

[Η φωτογραφία προέρχεται απ’ το διαδίκτυο και ανήκει στον δημιουργό της]

 

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

«Η μάνα μου»…

 


Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….



Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά….



Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.


Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μας μοσκομύριζε. Αγαπούσα πού τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού διηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε ‘γω της στορούσα τους βίους των αγίων που ‘χα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δεν έφτανα τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.



Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: Αλήθεια λες; Και μου χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε κατέβει από τον παράδεισο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.


Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου, δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρουδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού…

Νίκος Καζαντζάκης – «Αναφορά στον Γκρέκο»

 


ëΜέρα που είναι σήμερα, οι σκέψεις και οι ευχές μας ας είναι με τις  Μάνες  που δεν θα πάρουν αγκαλιές.

Στις μάνες της Ελένης, του Ιάσονα, του Παύλου, της Γαρυφαλλιάς, του Ζακ, του Βασίλη, του Άλκη, του Λουκμάν, της Καρολάιν, του Βαγγέλη... στις τραγικές Μανάδες των Τεμπών που παλεύουν με τον πόνο και το άδικο. Και σε τόσες άλλες...


Φωτογραφίες: Τάκης Τλούπας