Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Η Ανάκριση

Δεν θα τολμούσα να κάνω πρόταση για θέατρο. Αν δεν είχα περάσει μια ζόρικη θεατρική εμπειρία, που χάραξε την ψυχή και τη μνήμη μου. Οριστικά και αμετάκλητα. Θέατρο Τζένη Καρέζη, με τον Καζάκο να ανεβάζει το επίκαιρο έργο "Η Ανάκριση" (Die Ermittlung, 1965) ένα ορατόριο σε 11 ωδές,του Γερμανού συγγραφέα Πέτερ Βάις.

Ένα αποκαλυπτικό και σκληρό κατηγορητήριο κατά του ναζισμού, βασισμένο στα πρακτικά της δίκης βασικών στελεχών του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης και εξόντωσης του Άουσβιτς. Ένα έργο που αναφέρεται στο σήμερα, με αδιαμφισβήτητα στοιχεία του χθες. Ένα πολύ κοντινό μας χθες, που έγραψε τις πιο σκοτεινές και απάνθρωπες σελίδες της ιστορίας. Το έργο αφυπνίζει και προειδοποιεί για τον κίνδυνο να επαναληφθούν και σήμερα, πανομοιότυπα ρατσιστικά και φασιστικά φαινόμενα. Γιατί πέρα απ’ τον κοινωνικό χαρακτήρα του θέματος, καταδεικνύεται μια ολόκληρη βιομηχανία πολέμου, με μεγάλες εταιρείες που πλούτισαν απ’ τις στρατιές των δωρεάν εργατικών χεριών. Και εξελίχθηκαν σε κολοσσούς, που μονοπωλούν σήμερα την παγκόσμια αγορά. Αφού χρηματοδότησαν και υποστήριξαν τη χιτλερική μηχανή.

Ο Γερμανός συγγραφέας Πέτερ Βάις, παρουσίασε το έργο "Η Ανάκριση", αφού παρακολούθησε τη δίκη της Φρανκφούρτης για το Άουσβιτς. Ήταν η πρώτη μεγάλη δίκη που πραγματοποιήθηκε από τη γερμανική δικαιοσύνη εναντίον των ναζιστών εγκληματιών και στην οποία κατέθεσαν 359 μάρτυρες, εκ των οποίων 248 επιζήσαντες του στρατοπέδου. Ο Βάις βασιζόμενος σε αυτή τη δίκη, έδωσε μορφή σ’ ένα θεατρικό κείμενο, που μας αναγκάζει να ακολουθήσουμε ολόκληρη τη μαρτυρική πορεία: να φτάσουμε με τα τρένα στην αποβάθρα, να μπούμε στο στρατόπεδο από την αποκρουστική πύλη που είχε την επιγραφή “Η Εργασία Απελευθερώνει”, να είμαστε παρόντες στα βασανιστήρια και στις εκτελέσεις στο “Μαύρο Τοίχο” και να φτάσουμε μπροστά στους φούρνους των κρεματορίων, όπου αποτεφρώθηκαν, μόνο στο συγκρότημα στρατοπέδων του Άουσβιτς, περίπου 1.500.000 άνθρωποι, απ' όλες τις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης. Πλήθος Εβραίων - ανάμεσά τους και 55 έως 60.000 Έλληνες Εβραίοι -, ένα πλήθος κομμουνιστών και προοδευτικών διανοούμενων, ένας τεράστιος αριθμός Σοβιετικών αιχμάλωτων πολέμου, από το Ανατολικό Μέτωπο, Αντιστασιακοί, Τσιγγάνοι, Ομοφυλόφιλοι και άλλες ομάδες πολιτών που “νόθευαν” το αίμα της Άριας φυλής.


Οι πτυχές της γενοκτονίας αναφέρονται χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης από την πλευρά του συγγραφέα. Το σκηνικό είναι μια ψυχρή αίθουσα δικαστηρίου. Με την υποστήριξη οπτικοακουστικού υλικού, που παρουσιάζει ιστορικές φωτογραφίες. Κορυφαία στιγμή, η συμμετοχή του δημοσιογράφου Νίκου Μπογιόπουλου στην παράσταση. Δεν θα αποκαλύψω ποιος είναι ο ρόλος του -είναι καταλυτικός- αλλά η παρουσία του Νίκου Μπογιόπουλου φωνάζει «Μην ξεχνάς!»…



Αξίζει την προσοχή μας.
Παίζεται στο θέατρο ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ
Ακαδημίας 3, τηλ. 210 363 6144

Παίζουν: Παύλος Ορκόπουλος, Τζένη Κόλλια, Θόδωρος Γράμψας, Γιάννης Γούνας, Μαρία Τζάνη, Εύα Κοταμανίδου (συγκλονιστική), Δημήτρης Καλατζής, Σπύρος Τσεκούρας, Κωνσταντίνος Καζάκος, Κώστας Μπάρας, Ευθύμης Ξυπολυτάς



Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Η Αγγέλα "γαζώνει" την κρίση


Photo: http://levkonoe.dreamwidth.org/2012/11/06/
Σήκωσε το βαρύ ρολό της βιτρίνας και ξεκλείδωσε την πόρτα. Μπήκε στο μικροσκοπικό μαγαζί, άφησε τη τσάντα της πάνω στον πάγκο εργασίας, έβαλε το ραδιόφωνο να παίζει τον αγαπημένο της σταθμό κι ετοίμασε τον πρωινό καφέ της στο γκαζάκι. Υπό τους ήχους μιας σονάτας, στοίχισε τις πολύχρωμες κουβαρίστρες δίπλα στη ραπτομηχανή και τακτοποίησε τα φιγουρίνια πάνω στο μικρό τραπεζάκι από πλεξιγκλάς. Κάθε τόσο, κοντοστεκόταν και επιθεωρούσε προσεκτικά το χώρο. Τράβηξε την κουρτίνα ν’ αεριστεί το μικρό δοκιμαστήριο, ευθυγράμμισε τα καλοδιπλωμένα ρούχα στα ράφια και στερέωσε καλύτερα τα χαρτάκια σε κάποια απ’ αυτά. «Κυρία Όλγα, στρίφωμα
και φερμουάρ, παραλαβή: Πέμπτη απόγευμα». Όλα είχαν ένα μικρό τετράγωνο χαρτάκι καρφιτσωμένο στην άκρη τους. Της αρέσει να υπάρχει τάξη στα ρούχα που της εμπιστεύονται για μεταποίηση. Αλλά είναι εξίσου μεθοδική, στις μικρές-διεκπεραιωτικές λεπτομέρειες της δουλειάς της.

«Δεν γίνονται δεκτά προς μεταποίηση, ακάθαρτα ρούχα» μια μικρή πλαστικοποιημένη ταμπέλα, στην είσοδο του μικρού ατελιέ της. Αποτρεπτικό για κάποιους, πιστοποίηση ποιότητας και επαγγελματισμού για τους υπόλοιπους. Τόλμησα να τη ρωτήσω μια μέρα, την ώρα που σημάδευε με καρφίτσες το στρίφωμα ενός παντελονιού. “Πώς σας ήρθε και βάλατε αυτή την ταμπέλα;”. Στον ολόσωμο καθρέφτη που στεκόμουν, είδα ν’ ανασηκώνει το βλέμμα της και να με κοιτάζει αυστηρά πίσω απ’ τα χαμηλωμένα γυαλιά της. Μου απάντησε κοιτώντας με στον καθρέφτη. Γονατισμένη στα πόδια μου, με τη μεζούρα περασμένη στο λαιμό της κι αφού έβγαλε μια καρφίτσα που είχε στερεωμένη στα χείλια της. “Τα ρούχα παίρνουν το σχήμα και τις μυρωδιές των ανθρώπων που τα φοράνε. Είναι ένα κομμάτι του εαυτού τους. Αν είναι βρώμικα, δεν μπορώ να δουλέψω πάνω τους. Μου αποσπά την προσοχή και τη φαντασία η λέρα τους. Κι οι άνθρωποι που δεν σέβονται τα ρούχα τους, δεν θα σεβαστούν και τη δουλειά μου. Δεν θέλω πάρε-δώσε μαζί τους!”. Aνέβασε τον κοκάλινο σκελετό στα μάτια της και συνέχιζε ν’ αλφαδιάζει το στρίφωμα. Μύρισα τη μυρωδιά απ’ τα μαλλιά της. Πράσινο σαπούνι και μια αύρα από κολόνια λεμόνι.

Η Αγγέλα υπήρξε απόλυτα συνεπής στο χρόνο και στην ποιότητα της δουλειάς που ανέλαβε. Προσωπικά, το έβλεπα σαν υπόθεση ρουτίνας, να κοντύνει ένα καινούργιο τζιν παντελόνι. Δεν είχα σκεφτεί καν, τις μικρές λεπτομέρειες που μου εξήγησε με υπομονή και ακρίβεια. Θα γαζωθεί με ίδιου χρώματος κλωστή, ώστε να ταιριάζει με τις πλαϊνές ραφές. Θα του αφήσω λίγο αέρα παραπάνω στο πίσω μέρος, αφού θα το φοράς με τακούνια. Αν το κάνω εντελώς ίσιο, θα το πατάς με τις φτέρνες σου και θα κάνει αντιαισθητικές τσαλάκες. Θα το πλύνεις μόλις το πάρεις, για να φύγουν οι σκόνες και τα χνούδια που έχει πάνω του. Όταν το βαρεθείς, δεν το πετάς! Μπορούμε να το κάνουμε καινούργιο, γαζώνοντας σκόρπια μπαλώματα με χρωματιστά υφασμάτινα κομματάκια…”.

Έφυγα απ’ το μικρό μοδιστράδικο, με αισθήματα ευθύνης προς το παντελόνι μου. Η Αγγέλα μου τη φόρτωσε επιμελώς στην πλαστική τσάντα, μαζί με το υποδειγματικά διπλωμένο ρούχο. “Καλοφόρετο!” την άκουσα να μου φωνάζει την ώρα που έφευγα. Από τότε την επισκέπτομαι συχνά και επιδιώκω να πηγαίνω σε ώρες αιχμής. Απολαμβάνω τους διαλόγους της με τις πελάτισσες και κρατάω σημειώσεις απ’ τις φιλοσοφημένες ατάκες της.

Όχι, εγώ αυτό το ρούχο δεν θα στο στενέψω!... Να το πας αλλού!... Τι θα πει γιατί; Μα δεν το βλέπεις; Αν στενέψει κι άλλο θα διαγράφει αυτά που θέλεις να κρύψεις! Και είναι αυτά που σε κάνουν ξεχωριστή! Ναι, ναι… αυτά τα παχάκια στην περιφέρεια είναι δικά σου. Είναι το σώμα σου. Αγάπησέ το!... Κι άλλη φορά, να μην ψωνίζεις με το μάτι, αλλά με την καρδιά. Να παίρνεις ρούχα που θα ντύνουν αυτό που είσαι. Κι όχι αυτό που θα ήθελες να είσαι!...”. Περίμενα πως η υποψήφια πελάτισσα θα μάζευε το φουστάνι και την τσαλακωμένη αξιοπρέπειά της και θα έφευγε θυμωμένη. Αντιθέτως όμως, βγήκε χαμογελαστή απ’ το δοκιμαστήριο, την ευχαρίστησε για την ειλικρίνειά της και την καληνύχτισε. Η Αγγέλα έχασε την αξία ενός στενέματος, αλλά είμαι βέβαιη πως κέρδισε μια πελάτισσα.


Τη συνάντησα τυχαία ένα βράδυ, την ώρα που ετοιμαζόταν να κλείσει το μαγαζί. Έσβησε το φως και κουβάλησε ως την πόρτα μια μεγάλη τσάντα, φορτωμένη με ρούχα. Την καλησπέρισα και μου ανταπόδωσε το χαιρετισμό. Διέκρινα στο ισχνό φως της λάμπας, ένα χαμόγελο παιδιού, τη στιγμή που ζει την απόλυτη ευχαρίστηση. “Θέλετε βοήθεια μήπως; Φορτωμένη σας βλέπω…”. “Α!... είναι ρούχα για ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Είναι όλα μπαλωμένα με κομμάτια που περισσεύουν απ’ τα ρούχα των πελατών. Ή από ξεχασμένες παραγγελίες που δεν ήρθαν ποτέ να τις πάρουν. Θυμάσαι το στρίφωμα του παντελονιού σου; Μπάλωσε το παντελόνι του Αφζάλ, ενός παιδιού απ’ το Πακιστάν”. «Κι όλα αυτά τι είναι;» τη ρώτησα παραξενεμένη. Μου άνοιξε με καμάρι τη σακούλα. «Δες!...Έχω αναλάβει το ντύσιμο και τη διακόσμηση μιας ολόκληρης οικογένειας. Δυστυχώς δεν μπορώ να βοηθήσω με άλλο τρόπο... έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα. Αλλά έστω κι έτσι, νιώθω ότι κάτι προσφέρω κι εγώ».

Μου έδειξε με καμάρι το περιεχόμενο της τσάντας. Μαξιλαροθήκες από ρετάλια, παιδικές κουρτίνες με ανάγλυφους ήρωες από πολύχρωμα κορδόνια και παλιά φερμουάρ, μπαλωμένα ρούχα που τα ανάστησε και τους έδωσε στυλ, μέχρι και αεροστόπ για τις πόρτες, φτιαγμένα από μανίκια και μπατζάκια παντελονιών. «Έχω στήσει και μια αυτοσχέδια σχολή ραπτικής, για όσες κοπέλες είναι χωρίς δουλειά. Έρχονται μερικά απογεύματα το μήνα. Για αντάλλαγμα, με βοηθάνε στη συγκέντρωση υλικού. Αρχίσαμε να κατασκευάζουμε και κοσμήματα με παλιά νήματα και κουμπιά. Ίσως κάποια στιγμή να καταφέρουμε να κάνουμε μια μικρή έκθεση. Ή ένα συνεταιρισμό... Καλά να’μαστε και δεν θα κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια!».

Η γνωριμία με την Αγγέλα, ήταν απ’ αυτές τις μαγικές συγκυρίες, που συμβαίνουν συχνά σε όλους μας. Συναντιέσαι μ’ έναν απλό άνθρωπο και διαπιστώνεις πως εκπέμπει δυνατά μηνύματα στις συχνότητες σου. Φτάνει να είσαι διαθέσιμος δέκτης για να διακρίνεις πως, πίσω από μια ραπτομηχανή, κρύβεται ένα μικρό «οπλοστάσιο».

Η Αγγέλα κατάφερε να ξεφύγει απ’ την ψυχολογία της αγέλης, εκμεταλλευόμενη τους πόρους της. Γνώσεις, δεξιότητες, ψυχή και λογική. Τα «κουρέλια» της μπαλώνουν και διακοσμούν. Τα διάτρητα και τα μουντά που την περιτριγυρίζουν.

Είναι τα δικά της ομόλογα, που έχουν σταθερή αξία και –κυρίως- ανταποδοτικότητα.


Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

XEΒLOGΑΡΙΣΜΑ: Απολογισμός του χριστουγεννιάτικου μπαζάρ


Τα θαύματα δεν τα κάνει μόνο ο θεός. Τα θαύματα τα κάνουν και οι άνθρωποι όταν μαζεύονται και βάζουν πλάτη για ένα κοινό σκοπό, χωρίς μιζέριες, γκρίνιες κι ανταγωνισμούς. Τρία χρόνια που συμμετέχω σε αυτή την παρέα εδώ, έτσι έχω καταλάβει ότι στήνονται τα μπαζάρ μας!
Το φετινό δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Τον χώρο, όπως και πέρσι, μας τον προσέφερε το περιοδικό «Αρδην», αυτή τη φορά σοβατισμένο, ολοκάθαρο και περιποιημένο (τόσο που τρίβαμε τα μάτια μας όσοι είχαμε βοηθήσει στο στήσιμο πέρσι, που ήταν ακόμα γιαπί). Εχοντας σημειώσει όλοι μας «να έχουμε την Παρασκευή το απόγευμα ελεύθερη» για κουβάλημα και στήσιμο (το είχαμε πει και στους φίλους μας), ξαφνικά μάθαμε ότι το βραδάκι της Παρασκευής ο χώρος θα φιλοξενούσε μουσική εκδήλωση, οπότε όλη η διαδικασία θα έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι τότε… Λίγοι μπορούσαμε να αφιερώσουμε το πρωί και το μεσημέρι της Παρασκευής, αλλά δεν πτοηθήκαμε! Τρείς άνθρωποι μεταφέραμε τα περιεχόμενα της αποθήκης από τα Πατήσια στο Σύνταγμα, εν μέσω πορειών και άλλων διαμαρτυριών, με κουβεντούλες, καφεδάκι, γέλιο, και μπόλικη αλληλοενθάρρυνση.

Μια ωραία στιγμή: γυρνώντας η δεύτερη βάρδια κουβαλήματος (ένα βαν γεμάτο κούτες, δύο κουρασμένα – αλλά γελαστά – άτομα) βρήκε να την περιμένει ένας απροσδιόριστος αριθμός Αθηναίων «καλοκυράδων»* της Φυλής των Φίλων με σηκωμένα μανίκια, έτοιμες να ξεφορτώσουν το βανάκι. Και αφού χαιρετίσαμε τον Αγγελο**από την ομάδα «Πλησίον», ανεβήκαμε όλες επάνω να ξεπακετάρουμε. Ο πολυχώρος «Αρδην» θύμιζε μελίσσι: άλλοι συναρμολογούσαν ράφια, άλλες άδειαζαν κουτιά, άλλες τιμολογούσαν βιβλία, άλλοι μετά έβαζαν ετικέτες σε προϊόντα που δεν είχαν, άλλοι μάζευαν σκουπίδια και ανεβοκατέβαιναν στην ανακύκλωση. Η αυτό-οργάνωση σε όλο της το μεγαλείο, γιατί συγκεκριμένο πλάνο δεν υπήρχε εξαρχής, υπήρχαν μόνο ιδέες επί τόπου, και 1-2 άτομα αναφοράς που άφηναν πολύ χώρο για αυτενέργεια και πειραματισμό. Στο μεταξύ έρχονταν σιγά-σιγά κι άλλα αντικείμενα, είτε ως προσφορές για τις φυλακές, είτε για το ίδιο το παζάρι. Γέμισαν πάλι οι σκάλες σακούλες με είδη πρώτης ανάγκης και παιχνίδια, απόδειξη ότι η αλληλεγγύη υπάρχει, και εκφράζεται, και συχνά προκύπτει από το υστέρημα, παρά την όση μαυρίλα επιμένουν να μας «ταϊζουν» τα ΜΜΕ.

Η επομένη ξημέρωσε βροχερή, με το προγραμματισμένο κλείσιμο των σταθμών του μετρό λόγω πολιτικής συγκέντρωσης. Οσο σκοτεινά και βροχερά ήταν όμως εκεί έξω, τόσο φωτεινά πολύχρωμα και λαμπερά ήταν εντός! Ο Κίμωνας από την ομάδα Πλησίον είχε στήσει μίνι-κυλικείο με λιχουδιές διάφορες, ρακές, και άλλα μυστήρια ποτά (όσοι δεν έχετε πιεί βύσσινο με ούζο έχετε χάσει μία από τις απολαύσεις της ζωής!) απλώθηκαν πολύχρωμα ριχτάρια στα τραπέζια, η Επάνοδος ήρθε αυτή τη φορά με δύο ομάδες, τη γνωστή με τις χειροτεχνίες και τα πολύχρωμα κοσμήματα και την «πράσινη ανάπτυξη» με τα ωραία τους φυτάκια. Η Ελισάβετ και πάλι μας έκανε μαθήματα εύκολου πλεξίματος, και μας μίλησε για τα εργαστήρια κοσμήματος μέσα στον Κορυδαλλό. Η Αλεξάνδρα μας έστειλε τα ευφάνταστα κεραμεικά της, και αυτή τη φορά, πλάι στις δημιουργίες της Αλεξάνδρας προστέθηκαν αυτές της Φωτειάννας σε πιο ρομαντικό στυλ. Τα λικεράκια, οι μαρμελάδες, τα γλυκά του κουταλιού και τα σιρόπια είχαν την τιμητική τους. Φέτος τα ράφια μας φιλοξένησαν και «τη μερέντα του αλχημιστή» που κι αυτή τιμήθηκε δεόντως. Είχαμε μοσχομυριστά σαπουνάκια και κεραλοιφές, χριστουγεννιάτικα στολίδια, και έναν πάγκο «γιουσουρούμ», όπου πάντα βρίσκεις ενδιαφέροντα κομμάτια αν κοιτάξεις με προσοχή… Με γοητεύει να χαζεύω ανθρώπους που χαζεύουν από γιουσουρούμ: η ματιά τους είναι ξύπνια και ερευνητική, και συχνά παίρνουν παράδοξα αντικείμενα – άμα τους ρωτήσεις θα σου πούν «να, αυτά εδώ θα τα βάλω στο τάδε σημείο και θα κολλήσω κάτι τέτοιο εκειπάνω για να φτιάξω ένα…» Νομίζω τα γιουσουρούμ ξυπνούν μέσα μας τον δημιουργό! Φέτος δεν είχαμε πολλά ρούχα: τόσο γιατί μας χάλασε το ειδικό μας σταντ, όσο και γιατί δεν προλάβαμε να ξεπακετάρουμε αρκετά. Φέτος δεν φιλοξενήσαμε ούτε τα έργα των κρατουμένων γυναικών, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν εθελοντές εντεταλμένοι να τα μεταφέρουν και να τα διαχειριστούν (κάθε τι που έχει άμεση σχέση με τις φυλακές, χρειάζεται ειδική μεταχείριση). Κάθε χρονιά, κάθε μπαζάρ, είναι αλλιώτικα – για να μη βαριόμαστε!

Φυσικά και μας χάλασε λίγο τη διάθεση το κλείσιμο του μετρό το Σάββατο! Οσοι κατάφεραν να έρθουν μέσα σ’ αυτές τις ώρες, ήρθαν κάνοντας κύκλους με το αυτοκίνητο και μυστικά τάματα στους αγίους του παρκαρίσματος, ή περπατώντας από τον Ευαγγελισμό ή την Ακρόπολη. Τους ευχαριστούμε ιδιαίτερα! Αχαρο πράγμα το πάρκινγκ στο κέντρο, κι ακόμα πιο άχαρο, ίσως, το περπάτημα ανάμεσα σε μαυροφορεμένους ξυρισμένους γεμάτους μίσος.
Πόσους και ποιους να πρωτοευχαριστήσει κανείς γι αυτό το μπαζάρ; Η λίστα είναι μεγάλη. Και ο καθένας και η καθεμία συνέβαλε τόσο ιδιαίτερα και ξεχωριστά, που εάν έλειπε η συμβολή του/της, το μπαζάρ μας θα ήταν σίγουρα φτωχότερο. Ευχαριστούμε το «Αρδην» για τη θερμή φιλοξενία, τις φίλες και τους φίλους που βοήθησαν στο κουβάλημα, στο στήσιμο, στο ξεστήσιμο, τους ανθρώπους που δώρισαν αντικείμενα και υπηρεσίες για την λαχειοφόρο, τους ανθρώπους που έψησαν κέικ και πίττες, τους ανθρώπους που αναλώθηκαν τις προηγούμενες μέρες φτιάχνοντας σοκολατάκια, μπισκότα, μαρμελάδες, ρακόμελα, γλυκά του κουταλιού, λικέρ, σιρόπια, σαπούνια, κεραλοιφές, εμφιάλωσαν ρακές… Ευχαριστούμε και για όλες τις προσφορές που σύντομα θα μεταφερθούν στις φυλακές!


*καλοκυράδες λέγανε τα παλιά χρόνια στα χωριά μας τις νεράιδες και τα ξωτικά
**Αγγελος όνομα και πράμα

Το κείμενο το έγραψε η Ελενα.



Σημείωση: To παρόν κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση απ’ το XEBLOGΑΡΙΣΜΑ. Αξίζουν λίγα λεπτά τακτικής πλοήγησης στο μπλογκ τους, για να ενημερωνόμαστε για τις διαρκείς ανάγκες στις γυναικείες φυλακές Ελεώνα, στη Θήβα. Προσωπικά, τους ευχαριστώ για τις πολύτιμες στιγμές που έζησα κοντά τους. Λειτουργούν ήδη, ως καύσιμα στις παγωμένες μέρες που βιώνουμε.

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Γιατί δεν τρώμε σήμερα μαμά;


Photo: http://tatphotography.blogspot.gr/


Η τηλεόραση παίζει μια απ’ τις πολυάριθμες εκπομπές μαγειρικής. Προσαρμοσμένες –όπως ισχυρίζονται  οι συντελεστές τους-  στην ελληνική πραγματικότητα. Απλά υλικά και προσβάσιμα σε όλους. Είναι δεδομένο ότι κάθε μέση οικογένεια σήμερα, διαθέτει τρούφα μανιτάρι, κόλιανδρο  και σως γκουακαμόλε. Είναι ο καθημερινός εφιάλτης κάθε μέσης μητέρας, αν το
κολοκάσι θα σερβιριστεί ως σαλάτα με ξυνόμηλο και ρόδι, ή αν θα συνοδεύσει το μαριναρισμένο με αβοκάντο, χοιρινό. Είναι μια ρεαλιστική σκηνή αυτή, που ο Γιαννάκης επιστρέφει απ’ το σχολείο και η πρακτική  μαμά του τον υποδέχεται με μια παραδοσιακή συνταγή Βουργουνδίας. Ένα μπεφ μπουργκινιόν, με τσιπς αγκινάρας και πέστο δυόσμου με αμύγδαλα. Απλά πράγματα.

Ακόμα και για τους ελάχιστους κλοσάρ, που προτιμούν ένα ελαφρύ-υπαίθριο γεύμα στα κοινωνικά συσσίτια, αποτελεί έναν συνηθισμένο καθημερινό διάλογο. «Θα ήθελα στη φασολάδα, ένα τικ πιο κρεμώδη υφή… τι λες κι εσύ ρε Νώντα;». Θα απομακρυνθούν με το πλαστικό σκεύος τους, διαφωνώντας για το εάν το φινόκιο μπορεί να αντικαταστήσει το σέλινο, ή θα του αλλοιώσει τη γεύση. Απλές καθημερινές σκηνές.

Τέλος, ο μόνιμος πονοκέφαλος της ελληνίδας νοικοκυράς σήμερα, είναι πώς θα μαγειρέψει νηστίσιμα αλλά γευστικά. Αν συνδυάζονται σωστά, οι αβουτύρωτες παπαρδέλες με τηγανιτές ελιές θρούμπες και ένα ρομπόλα. Ή μήπως ένα μοσχάτο αμβούργου; Απλά και απόλυτα ρεαλιστικά διλήμματα.

Στις εμβόλιμες διαφημίσεις, θα δούμε τους χορηγούς αυτής της γαστρονομικής πανδαισίας. Επίσης, θα δούμε σκηνές απ’ τα επόμενα επεισόδια. «Φτιάξτε γρήγορα και εύκολα Μεξικάνικα τάκος με κόκκινα φασόλια και τσίλι, και ξαφνιάστε τους!»… «Κουνουπίδι και μανιτάρια στιφάδο. Θα το λατρέψουν!!!...». Η δηλωμένη ιδιότητα 'της΄  ή 'του’ σεφ, ως «Kαταξιωμένη - ος», απομακρύνουν κάθε πρόθεση αμφισβήτησης για τις συνταγές που προτείνουν. Η μαμά–παύλα-πολυάσχολη επαγγελματίας-παύλα- αυθεντική–παύλα-που σέβεται το ρόλο της, οφείλει να μαγειρεύει σε μια κουζίνα στολισμένη με γυάλινα βάζα φρεσκοκομμένες ανεμώνες, πάνω σε αχανείς πάγκους από γρανίτη, με φόντο τον άινοξ αποροφητήρα – παύλα καμινάδα. Έχει λαϊκό προφίλ, φοράει καρώ μάλλινα πουκάμισα και το δίπορτο ψυγείο της ξεχειλίζει από χειροποίητους πελτέδες, σπιτικές μαρμελάδες, καπνιστά αλλαντικά και ποικιλία τυριών.

Κι ύστερα φαντάζομαι την ηρωίδα μου, να μαγειρεύει σε κατσαρόλες γεμάτες με γευστικά ζουμιά. Προχτές μου εμπιστεύτηκε  με χαμηλωμένα τα μάτια, πως βράζει που και που έναν κύβο κοτόπουλου, για να μυρίσει κρέας στο σπίτι. Την ώρα της παραλαβής στο κοινωνικό παντοπωλείο. Μια τσάντα τρόφιμα. Για να ταϊστούν τέσσερις άνθρωποι. Για μια βδομάδα. Μέρα και πακέτο. Απαρέγκλιτη μαθηματική πράξη. Βλέπω καρέ-καρέ τη σκηνή που διηγήθηκε. Να σερβίρει ένα μπολ με φακές στα παιδιά. Κι ύστερα να κάθεται μαζί τους στο τραπέζι. Τη ρώτησε ο μικρός: «Πότε θα πάρουμε κι εμείς ένα σουβλάκι;» Δεν ξέρω τι του απάντησε. Την φαντάστηκα ν’ ανακατεύει αμήχανα το μπολ με το κουτάλι  και να κρύβει τα δάκρυα της πάνω στους αχνούς της σούπας. Κι ύστερα να μαζεύει με το δάχτυλό της, μια σταγόνα ξύδι που έσταξε στην άκρη του τραπεζιού.