Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Tα μαθητικά τα χρόνια δεν τ’ αλλάζω με τίποτα

Στο λεύκωμα του λυκείου, είχα ζωγραφίσει με μολύβι τη μορφή του. Στη σελίδα  «Ο αγαπημένος μου ήρωας»,είχα γράψει με κόκκινο μαρκαδόρο το όνομά του. Κι από κάτω, είχα κολλήσει ένα μικρό γαρύφαλλο. Μαράθηκε στο πέρασμα του χρόνου, μα έχει απομείνει ένα ίχνος της αψάδας του. Να μου θυμίζει τους καυγάδες, τα πειράγματα και τις ατέλειωτες συζητήσεις με τους συμμαθητές μου. Ήταν η εποχή που ανακαλύπταμε ποιητές, γραφιάδες, στιχάκια, συνθήματα και επαναστάτες που σημάδεψαν την ιστορία στο πέρασμά τους. Οι τσάντες μας ήταν χακί στρατιωτικές και πάνω τους ζωγραφίζαμε το σήμα της ειρήνης και φράσεις του Οστρόφσκι, του Ρίτσου και του Λουντέμη. Ονειρευόμασταν να «δέσουμε το ατσάλι» και δίναμε υποσχέσεις πως θ’ αλλάξουμε τον κόσμο. Θα τον κάναμε δίκαιο και ανθρώπινο.

"Κάνουμε αύριο κοπάνα;", έπεσε η πρόταση απ’ την Λένα. "Να γλυτώσουμε και το διαγώνισμα στη Χημεία". "Κι αν στραβώσει και το μάθουν οι δικοί μας;"... "Ωραία επανάσταση θα κάνουμε!", μου πέταξε στα μούτρα η κολλητή μου. Δεν ήθελα και πολλά για να συναινέσω στην πρότασή της. Με την Χημεία μας χώριζε ανέκαθεν ένα αβυσσαλέο μίσος. Ποτέ δεν κατάφερα να τη συμπαθήσω, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου. Ίσως δεν βρέθηκε κι ο καθηγητής που θα με έκανε να την κατανοήσω, για να μπορέσω να την αγαπήσω στη συνέχεια. Οργανωθήκαμε λοιπόν, φτιάξαμε τον χάρτη απόδρασης και συμφωνήσαμε να κατέβουμε στο Μοναστηράκι. Αμερικάνικη αγορά (το ότι περιφέραμε το σύνθημα «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», το κάναμε γαργάρα εκείνες τις ώρες), καφεδάκι στο Θησείο, βόλτα στα παλιατζίδικα και επιστροφή με το τρένο για να είμαστε στην ώρα μας στο σπίτι. Με το φόβο και τις ενοχές να αιωρούνται σ’ όλη τη διάρκεια της βόλτας μας, επιστρέψαμε νωρίς το μεσημέρι με τον ηλεκτρικό. Αποχαιρετιστήκαμε έξω απ’ το σταθμό και κατευθυνθήκαμε προς τα σπίτια μας. Περνώντας απ’ την κεντρική πλατεία της περιοχής, έπεσα πάνω στον πατέρα μου. Θυμάμαι ότι κόπηκε η ανάσα μου. Στο μέτωπό μου ένιωσα ν’ αναβοσβήνει μια φωτεινή επιγραφή "Έκανα κοπάνα σήμερα!"... Το κατάλαβε. Ήμουν βέβαιη. "Να κεράσω ένα σάντουιτς;", μου είπε. "Μπα, δεν πεινάω…", του είπα άκεφα. Με αποχαιρέτησε χαμογελαστός για να γυρίσει στη δουλειά του. Γυρνώντας την πλάτη μου για να φύγω και να  ξεφωνίσω από ανακούφιση, τον άκουσα να μου λέει: "Την Κυριακή λέω να κατέβουμε μια βόλτα στο Μοναστηράκι. Σου έχω υποσχεθεί ένα κασετόφωνο και κάτι κασέτες…". Θα πρέπει να έμεινα ακίνητη στη μέση του δρόμου για αρκετά λεπτά, με τους παλμούς μου να ακούγονται σαν συγχορδία κρουστών και τυμπάνων.

Αργότερα έμαθα πως το περιβόητο σχέδιο κοπάνας με την Λένα, είχε διαρρεύσει από μια φλύαρη γειτόνισσα που μας είχε δει να περιφερόμαστε στο κέντρο. Ίσως αν το παίζαμε στα δελτία ειδήσεων, το μυστικό μας να ήταν πιο ασφαλές. Ειδοποίησε αμέσως την μητέρα μου στη δουλειά της, κι αυτή με τη σειρά της τον πατέρα μου. Θα πρέπει να είχε στήσει καραούλι στο σταθμό από νωρίς. Μας είδε που κατεβήκαμε με την φίλη μου και καραδοκούσε για την "τυχαία" μας συνάντηση. Η μητέρα μου δεν ήταν τόσο ευγενική μαζί μου. Αλλά με τον πατέρα μου υπήρχαν μυστικοί κώδικες. Εκείνη την Κυριακή, κατεβήκαμε όντως στο Μοναστηράκι και μου αγόρασε το πολυπόθητο κασετόφωνο. Τον ρώτησα για κασέτες, με το μαλακό βέβαια γιατί ήμουν ακόμα μουδιασμένη απ’ τα αποκαλυπτήρια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αυθόρμητη απάντησή του και το κλείσιμο του ματιού του "Τι θα’λεγες να πάρουμε κανένα αντάρτικο; Γιατί εγώ, απ’ αυτά τα ξένα που ακούτε, δεν σου παίρνω!"

"Ναι. Να πάμε στο Ίλιον το βράδυ.
 Οι ήρωες εκεί έχουνε κόκκινα μάγουλα
 και πάντα νικάνε στο τέλος"… 
Έγραφε η Κατερίνα Γώγου εκείνα τα χρόνια. Την αγάπησα μέσα απ’ τα ραβασάκια της ψαγμένης μου φίλης. Με βομβάρδιζε με καλλιγραφημένα σημειώματα και αφιερώσεις στις πρώτες σελίδες των σχολικών μας βιβλίων. Ευτυχώς τότε δουλεύαμε καλά το στυλό και το χαρτί. Κι αν δεν υπήρχαν like, ωστόσο είχαμε τους αδιάρρηκτους κώδικές μας στη φιλία και στη συντροφικότητα.



Πριν εξήντα δύο χρόνια, στις 30 του Μάρτη του 1952, ημέρα Κυριακή όπως και φέτος, ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του Δημήτρης Μπάτσης, Νίκος Καλούμενος και Ηλίας Αργυριάδης, έπεσαν νεκροί απ’ τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.

Ακόμα κι οι Γερμανοί επί κατοχής, δεν έκαναν εκτελέσεις τις Κυριακές. Το καθεστώς Πλαστήρα και το παλάτι, δεν σεβάστηκαν ούτε το στοιχειώδες. Κυριακή, στις τέσσερις το ξημέρωμα, μέσα σε πηχτό σκοτάδι και υπό το φως των προβολέων, μήπως και τους δει η μέρα και φρίξει, έγινε η εκτέλεση.

Ο υπαρχιφύλαξ, διαταχθείς υπό του διευθυντού του, μετέβη αμέσως εις την πτέρυγαν όπου ευρίσκοντο τα κελιά των τεσσάρων μελλοθανάτων και εισήλθεν πρώτον εις το υπ' αριθμ. 2 απομονωτήριον, εις το οποίο εκρατούντο οι Μπελογιάννης, Λαζαρίδης και Μπάτσης. Πλησιάζει τον Μπελογιάννη.
"Νίκο σήκω!"
Ατάραχος ο Μπελογιάννης σηκώνεται και λέει:
"Πάμε για καθαρό αέρα;"
"Ναι, του απαντά, σας πάνε για εκτέλεση"


"Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα".

Ήταν τα τελευταία λόγια του Μπελογιάννη κατά την απολογία του, τον Φλεβάρη του '52. Λίγες μέρες πριν από την εκτέλεσή του.

Το κείμενο γράφτηκε με δύο αφορμές. Μια Πέτρα και μια μνήμη απ' τα πέτρινα χρόνια. Ευχαριστώ τον Πιο Πιστό Φίλο του Σκύλου που δημιούργησε αυτή τη μαγική συγκυρία. Να ξεφυλλίσω το παλιό μου λεύκωμα, μια μέρα μνήμης. Όχι προσωπικής, μα εθνικής.

Συμμετέχουν οι:

Κική από το blog http://ekfrastite.blogspot.gr/
Πεταλούδα από το blog http://butterfly-butterflysworld.blogspot.gr/
Μαρία από το blog http://pnoestexnis.blogspot.gr/
Κατερίνα από το blog http://followkoko.blogspot.gr/
Άννα/Πάρος -Άστεγη Καταληψίας- θα φιλοξενηθεί από την Πέτρα
Νάσια από το blog http://nasiasblog2012.blogspot.gr/
Αριστέα από το blog http://princess-airis.blogspot.gr/
Πέτρος από το blog http://akivernitos.blogspot.gr/
Μαρία από το blog http://mytripssonblog.blogspot.gr/
Αγριμιώ από το blog http://agrimio.wordpress.com/
Μαρία από το blog http://swanocean.blogspot.gr/
Άννα από το blog http://atenizodas.blogspot.gr/
Μαριλένα από το blog http://marilenaspotofart.wordpress.com/
Λαμπρινή από το blog http://xwrisprogramma.blogspot.gr/
Κλαυδία -Άστεγη Καταληψίας- θα φιλοξενηθεί από μένα
Μαρία από το blog http://www.syllegw-stigmes.gr/
Δέσποινα από το blog http://mamadesekrisi.blogspot.gr/



Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Μάθε με παιδί μου γράμματα

Γύρισα πάλι στα θρανία. Στην ίδια τάξη που εσύ προετοιμάζεσαι το πρωί για να γίνεις ένα ώριμος ενήλικας, εγώ μαθαίνω τα απογεύματα πώς να γίνω ένας ώριμος γονιός. Μαζευόμαστε που λες λίγοι γονείς, τραβάμε τα θρανία στην άκρη και σχηματίζουμε έναν κύκλο με τις καρέκλες. Ξανά σε μια αίθουσα διδασκαλίας, παρέα με παλιούς συμμαθητές απ’ το σχολείο. Ν’ ακούγονται πάλι τα χτυποκάρδια μας στον αέρα. Και να τρέμουμε μη βρεθούμε αδιάβαστοι. Ο ειδικός σε θέματα εφηβείας, συντονίζει την κουβέντα. Που μονίμως είναι ασυντόνιστη. Δίχως ειρμό. Με άναρθρες κραυγές αγωνίας. Με αντιφατικά μηνύματα κι εκρήξεις θυμού. Με λόγια που πέφτουν στο πάτωμα, κάνουν γκελ και γυρίζουν πάνω μας με δύναμη. Μας πονάνε και μας ματώνουν.

- Ο γιος μου είναι όλη τη μέρα κλεισμένος στο δωμάτιο και παίζει με τον υπολογιστή. Δεν βγαίνει έξω, δεν έχει παρέες, ανησυχώ…

- Ο δικός μου γυρίζει διαρκώς με το ποδήλατο στην πλατεία και μαζεύεται πίσω, αργά το βράδυ. Τι να κάνω για να τον μαντρώσω λίγο στο σπίτι;

Άλαλα τα χείλη του “ειδικού”. Επιστήμονας είναι, όχι μάγειρας για να σκαρώνει συνταγές. Δεν περιμένουμε απαντήσεις. Συνεχίζουμε το ανελέητο σφυροκόπημα με λέξεις-βόμβες.

- Δεν μου μιλάει πια καθόλου…
- Παλιά σας μίλαγε;
- Ουουου… γλώσσα δεν έβαζε!...
- Κι εσείς τον ακούγατε;
- Ε, ναι φυσικά… Όταν είχα χρόνο βέβαια…

Μιλάμε ασταμάτητα και ακατάπαυστα. Ανήσυχο μελίσσι που εκπέμπει έναν εκνευριστικό βόμβο. Η συνεδρία της ημέρας ήταν σχετικά με τη βελτίωση της επικοινωνίας με τους εφήβους. Θέμα που εμείς το είχαμε βάλει στην ατζέντα. Ομόφωνα και επιτακτικά. Βιαστήκαμε να πάμε κατευθείαν στο πτυχίο, χωρίς να έχουμε μαθητεύσει στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Ακόμα δεν έχουμε κατακτήσει την μεταξύ μας επικοινωνία. Κι ορεγόμαστε βελτιωμένη επικοινωνία με τον έφηβο!... Λες και κατορθώσαμε ν’ ακούσουμε τη σιωπή του. Να αποκωδικοποιήσουμε την κλειστή του πόρτα. Να αποδεχτούμε το φτύσιμό του. Να του κάνουμε χώρο για ν’ ανασάνει και να μας ξεπεράσει. Με ελάχιστη διάθεση αυτοκριτικής, μιλάμε διαρκώς σε τρίτο πρόσωπο: “Χάθηκε η επαφή με την κόρη μου”... “Η πόρτα του γιου μου είναι μονίμως κλειστή”... “Οι παρέες του δεν μου αρέσουν, δεν είναι καλά παιδιά”. Αγωνίζεται ο “ειδικός” να βάλει τάξη. Στην απόλυτη αταξία. Θυμώνουμε στα στριμώγματά του. “Τι εννοείς να συζητήσω μαζί του; Μου χτύπησε την πόρτα στη μούρη… το καταλαβαίνεις; Ποιος είν’ αυτός δηλαδή;” …

Για ν’ αποφορτίσει το κλίμα και να μας βάλει να δουλέψουμε σε ομάδες κι όχι σε αγέλες, μας βάζει μια άσκηση. “Πάρτε μια λευκή κόλα και γράψτε σαν να ήσασταν εσείς οι έφηβοι. Μια φράση μόνο. Τι θα λέγατε στους γονείς σας;” Ζόρικο το θέμα. Η τάξη σιώπησε ξαφνικά. Γυρίσαμε πίσω, καθίσαμε ανά δυάδες στα θρανία και παίζαμε με τα στυλό μας, ανταλλάσσοντας ματιές απορίας. Σαν τότε που γράφαμε τεστ σ’ ένα θέμα που δεν ήταν στα SOS. Κι όμως, πιο SOS δεν θα μπορούσε να μας λάχει.

Το θρανίο που κάθισα, ίσως να ήταν του γιου μου. Ίσως όχι. Δεν θα το μάθω ποτέ. Στην αμηχανία της στιγμής και προσπαθώντας να θυμηθώ τι έλεγα εγώ στους γονείς μου ως έφηβη, η ματιά μου καρφώθηκε στη ζωγραφισμένη επιφάνεια του θρανίου. Μια καρικατούρα ενός παιδιού κι ακριβώς από κάτω, γραμμένη με κατακόκκινα γράμματα, η φράση που έψαχνα:
«Αντί να κοιτάξεις πίσω απ’ τα λόγια μου, εσύ κρέμεσαι απ’ τις λέξεις μου!... Αγάπα με αν τολμάς!...»

Αντέγραψα τη φράση στην κόλα μου, δίχως δεύτερη σκέψη. Ευγνωμονώντας τον έφηβο που μου παραχώρησε δίχως να το ξέρει, την απάντηση στο πιο δύσκολο τεστ της ζωής μου. Σκονάκι σοφού εφήβου προς αδιάβαστο γονέα. Στην ανάγνωση των απαντήσεων, ο “ειδικός” ξεχώρισε τη φράση μου, ως απόλυτα ρεαλιστική. Πού να ήξερε ο φουκαράς!...

Το βράδυ, γύρισα σπίτι κατάκοπη. Σα να είχα διασχίσει ένα βουνό. Η πόρτα του “μικρού” ήταν μισάνοιχτη. Έχωσα το κεφάλι μου στο σκοτάδι, βεβαιώθηκα πως κοιμόταν μακαρίως και πήγα στο προσκεφάλι του. Του χάιδεψα τα μαλλιά και τον φίλησα γλυκά στο μέτωπο. Ίσως να με κατάλαβε. Ίσως και όχι. Βγήκα συγκινημένη απ’ το δωμάτιο του. Εκείνο το βράδυ, κάναμε την πιο φλύαρη συζήτηση των τελευταίων χρόνων. Ίσως να την “άκουσε”. Ίσως και όχι. Σίγουρα όμως την ένιωσε.

Ξανάγραψα τη δική μου φράση αυτή τη φορά. Κι ήταν η πιο έντιμη και ειλικρινής παραδοχή, που του έχω ξεστομίσει ως τώρα.


“Δεν είναι που εσύ δεν βρίσκεις την ωριμότητά σου. Θα τη βρεις με  το χρόνο.

Είναι που εγώ, έχασα την παιδικότητά μου. Οριστικά και  αμετάκλητα”.




Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Η γλώσσα του ουρανού

Nωρίς το μεσημέρι, η ηλικιωμένη κυρία βγήκε απ’ το σπίτι της για να κάνει το καθιερωμένο της δρομολόγιο. Πήρε μια φρατζόλα ψωμί και κατηφόρισε προς την αγορά. Σ’ όλη τη διαδρομή, καλημέριζε ευγενικά τους γνωστούς που συναντούσε στο δρόμο. Kοντοστάθηκε στην είσοδο του μικρού μαγέρικου, που είχε ανοίξει πρόσφατα στη γειτονιά. Γνώριζε από μικρά παιδιά τους νεαρούς ιδιοκτήτες και κάθε μέρα πέρναγε για να τους ρωτήσει πώς πάνε οι δουλειές. Δυο νέα παιδιά, που ξεκίνησαν μια μικρή επιχείρηση στην επαρχιακή αυτή πόλη, μαγειρεύοντας και πουλώντας φαγητά σε μερίδες. Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά, εξ αιτίας και των φοιτητών που ζουν στην πόλη και που οι προσιτές τιμές, αλλά και η ποιότητα των φαγητών, τους κέρδισε με την πρώτη δοκιμή. Ο νεαρός άντρας συζητούσε με την ηλικιωμένη κυρία στην είσοδο του καταστήματος. Το πρόσωπο του ήταν χαμογελαστό και ιδιαίτερα εκφραστικό. Με το βλέμμα ανασηκωμένο και τις παλάμες στραμμένες ψηλά, έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση ευγνωμοσύνης προς τον ουρανό. "Δόξα τω Θεώ, όλα καλά μέχρι στιγμής!", ήταν σαν να της έλεγε. Την ίδια στιγμή, εμφανίστηκε στο σημείο εκείνο ένας μελαμψός νεαρός. Γύρω στα τριάντα, με σκαμμένο πρόσωπο, φανερά καταβεβλημένος και με φαρδιά ρούχα που τόνιζαν ακόμα περισσότερο το αδύνατο κορμί του. Με νοήματα και σπαστά ελληνικά, απευθύνθηκε χαμηλόφωνα στον νεαρό ιδιοκτήτη. Εκείνος του απάντησε κουνώντας τις παλάμες του πέρα-δώθε "Δεν έχει σήμερα φαϊ Αχμέτ, είναι όλες οι μερίδες πουλημένες... έλα αύριο". Ο Αχμέτ έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο, αφού πρώτα ακούμπησε το δεξί του χέρι στο σημείο της καρδιάς, κάνοντας ταυτόχρονα μιαν ελαφριά υπόκλιση μπροστά στον μαγαζάτορα.

"Ένας φουκαράς Σύριος είναι κυρία Φώφη... περνάει τα μεσημέρια και του δίνω κανένα περίσσεμα... Αλλά σήμερα ήταν άτυχος...". Πριν ο μαγαζάτορας ολοκληρώσει τη φράση του, η κυρά-Φώφη όρμησε σαν αθλητής δρόμου στη βαλβίδα εκκίνησης, παίρνοντας τον Αχμέτ στο κατόπι. Αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση να τον φτάσει. Οι ισχνές δυνάμεις της κι η πίεσή της δεν την βοηθούσαν. Σκέφτηκε να του φωνάξει, αλλά δεν θυμόταν ούτε καν τ’ όνομά του. Στην απελπισία της, φώναζε στους προπορευόμενους περαστικούς να τον προλάβουν και να τον σταματήσουν "Πείτε καλέ του ανθρώπου αυτού να περιμένει... τόνε θέλω!...". Ο δύστυχος Αχμέτ δεν είχε πάρει χαμπάρι για το τι γινόταν πίσω του. Βάδιζε σαν υπνωτισμένος με σταθερά βήματα, κατευθυνόμενος προς την παραλία. Το μυαλό του προφανώς ήταν συγκεντρωμένο στο άδειο του στομάχι και δεν λειτουργούσε, παρά μόνο για να σκεφτεί τρόπους για να το γεμίσει.

Από μια καφετέρια της προκυμαίας, πετάχτηκαν δυο μπρατσαράδες με ξυρισμένα κεφάλια και παντελόνια παραλλαγής. Ακούσανε τις φωνές της κυρά-Φώφης και πέσανε πάνω στον μελαμψό "στόχο". Πανεύκολη υπόθεση, δεν τους πήρε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Τον ακινητοποίησαν διαμιάς, διπλώνοντας τα χέρια του στην πλάτη. "Τι της πήρες της γριάς ρε τσόγλανε? Λέγε ρε μη σε πετάξουμε τσιμεντωμένο στο λιμάνι!...". Η κυρά-Φώφη κατάλαβε από μακριά τι γινόταν κι έτρεχε αλαφιασμένη με τα χέρια της υψωμένα. Στη λαχτάρα της να πάει όσο πιο γρήγορα γινόταν στο σημείο της σύλληψης, ξέχασε κι αρθριτικά και πόνους στο ισχίο κι όλα! Εκείνα τα δευτερόλεπτα, έσπασε το ατομικό της ρεκόρ ταχύτητας. Στα βαθιά της γεράματα...

"Τι σου βούτηξε ο τσόγλανος γιαγιά;", τη ρώτησε με εσάνς από Τσακ Νόρις στο ύφος του, ο πρωτο-παλικαράς. Ο έτερος παλικαράς έδειχνε να διασκεδάζει με το να ζουλάει τους καρπούς του "θύματος" και να φχαριστιέται με τους μορφασμούς πόνου στο πρόσωπό του. Η κυρά-Φώφη χώθηκε αναψοκοκκινισμένη στο πλήθος των περαστικών που παρακολουθούσαν το επεισόδιο. Στήθηκε αντίκρυ στον υποτιθέμενο σωτήρα της. Το κεφάλι της δεν έφτανε πιο πάνω απ’ τον ογκώδη του θώρακα. Ύψωσε τη φρατζόλα της ψηλά, σα να ήταν μαγκούρα που ήθελε να του τη φέρει κατακέφαλα.

"Τίποτα δεν μου πήρε ο Άνθρωπος ρε κακομοιριασμένοι!... Να τον προλάβετε σας φώναζα, όχι να τον τσιμεντώσετε... Να του δώσω κάτι να πάει να φάει!... Αυτό ήθελα... Κι εσείς, αντί να κοπροσκυλιάζετε στις καφετέριες, δεν πάτε να κάνετε κανένα μεροκάματο στα χωράφια; Κι αφήστε τα τσιμεντώματα για τους μπετατζήδες!...".

Άρπαξε τον Αχμέτ απ’ το μπράτσο και φύγανε παρέα. Ξανάβαλε στη σακούλα τη "φρατζόλα-μαγκούρα", άνοιξε και το πορτοφολάκι της, έβγαλε το μοναδικό χαρτονόμισμα που είχε τυλιγμένο στο εσωτερικό του και του τα έδωσε. Επιστρατεύοντας τη γλώσσα του σώματος, του είπε να πάει να φάει. "Να’ρχεσαι στο μαγέρικο παιδάκι μου κάθε μέρα. Κι αν δεν έχει περίσσεμα ο Θανάσης, θα σου φέρνω εγώ απ’ το σπίτι μου". Του τα’λεγε κι ας ήξερε πως δεν την καταλαβαίνει στην εντέλεια. Ο Αχμέτ χτύπαγε διαρκώς την καρδιά του με το δεξί του χέρι κι ύστερα της έδειξε βουρκωμένος τον ουρανό. Με τις ίδιες κινήσεις που πριν λίγο, ο νεαρός μαγαζάτορας περιέγραφε την επιχειρηματική του καλοτυχία.

"Ίσως τελικά, η γλώσσα του ουρανού είναι διεθνής".
Σκεφτόταν στο δρόμο προς το σπίτι της η κυρά-Φώφη.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Σύνθημα: “΄Εχεις ταπεράκι”. Παρασύνθημα: “Θέλω να σε δω!”

Πήρα το μήνυμά σου. Κι εγώ θέλω να σε δω. Να με περιμένεις στην εξώπορτα, με τα χέρια ορθάνοιχτα να με σφίξουν μέσα τους. Ντρέπομαι να στο πω. Κοτζάμ γαϊδάρα, που αυτοπροσδιορίζεται στον κύκλο της ως ανεξάρτητη. Και να περιμένω με κρυφή λαχτάρα το σύνθημά σου. Την αιώνια αφορμή για να τρέξω κοντά σου. Το ταπεράκι σου. Που έχει κάνει αμέτρητες διαδρομές, ούτε το τρόλεϊ Κολιάτσου-Παγκράτι να ήταν. Έχει μεταφέρει τη φροντίδα και το νοιάξιμό σου, με τη μορφή ενός μουσακά ή μιας ντάνας αχνιστών λαχανοντολμάδων. Πάντα στριμωγμένα, για να χωρέσει όση περισσότερη αγάπη γίνεται. Τοποθετημένα με αρχιτεκτονική διάταξη, για να μου θυμίζει τις διδαχές σου περί τάξης.

Φεύγοντας βιαστικά, σου δίνω ένα πεταχτό φιλί. Κρύβει μέσα του, όσα δεν τολμώ να σου πω. Απ’ τις αγκυλώσεις και τους εγωισμούς μου. «Έχω ανάγκη να με νοιάζεσαι. Να μου μαγειρεύεις και να μου θυμίζεις διαρκώς, πόσο τυχερή είμαι που εισπράττω τόση αγάπη». Στην καληνύχτα σου, αποκωδικοποιώ τα λόγια που δεν πρόλαβες να μου πεις. «Να τρως καλά και να προσέχεις. Σε λατρεύω!». Αχ βρε μάνα! Όταν εγώ είχα το χρόνο σύμμαχο, εσύ τον είχες εχθρό. Έτρεχες να προλάβεις τη βάρδια στη δουλειά. Και τώρα που εσύ έχεις το χρόνο φίλο σου, εγώ τρέχω να προλάβω τη δική μου βάρδια στη ζωή. Δεν καταφέραμε να συντονιστούμε.

Κι όσο μεγαλώνεις, τόσο σε νιώθω να μικραίνεις. Να γίνεσαι ένα ανυπεράσπιστο παιδάκι που διεκδικεί την προσοχή μου. Ν’ ακούω τα άγχη και τις στεναχώριες σου. Για το ραντεβού στο ΙΚΑ που δεν κατάφερες να κλείσεις, για τα φάρμακα που ακριβύνανε, για την πετσοκομμένη σύνταξη. Κι όσο κυρτώνουν οι ώμοι σου, τόσο θέλω να σ’ αγκαλιάσω και να σου πω «Μη φοβάσαι, θα είμαι πάντα κοντά σου!». Και ποτέ δεν το είπα η δειλή. Μόνο εξυπνάδες σου πουλάω «Δεν υπάρχει ΙΚΑ ρε μάνα!... ΕΟΠΥΥ το λένε τώρα». Κι εσύ ν’απαντάς με αθώα παιδικότητα «Μάλιστα! Όλα τα’χει η Μαριωρή, ο ΕΟΠΥΣ τη μάρανε!...». Κι εγώ να σε διορθώνω με περίσσιο θράσος «Ο φερετζές ρε μάνα… ο φερετζές!».

Κάθε φορά που ανοίγω το ταπεράκι, με τυλίγουν τα αρώματα της αγάπης σου. Μοσχοκάρυδο για τον πόνο, κανέλλα για δυνάμωμα, πιπέρι για προστασία. Κι όσο δοκιμάζω τις γεύσεις σου, δακρύζω στη σκέψη. Για κείνη την ώρα… Που δεν θα με περιμένεις μ’ ένα ταπεράκι στην πόρτα. Που θα σου χαϊδεύω τα μαλλιά και θα οικτίρω τον εαυτό μου για όσα δεν σου είπα. Τότε, που θα έχω εγώ το χρόνο, μα δεν θα τον έχεις πια εσύ… Θα ξεγλιστράς λίγο-λίγο απ’ τη ζωή και θα κάνεις καλαμπούρια με τον θάνατο.

«Μάνα, σου έφερα καινούργια νυχτικιά. Μπαμπακερή, να σε ζεσταίνει το χειμώνα…»
«Όλα τα 'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της λείπει!...»
«Τώρα βρήκες να το πεις σωστά;»
«Και τότες μπόραγα, μα έψαχνα αφορμή να μείνεις λίγο παραπάνω… ν’ ακούω τα πειράγματά σου…»
«Πεθύμησα τα ταπεράκια σου ρε μάνα!»
«Σαν λείψουν τα πιπέρια μου, να ιδώ τις μαγεριές σου!...»
Θα με αποστομώσεις. Λίγο πριν κλείσεις τα μάτια σου, κουρασμένη.

Στο ξεκίνημα της… “μετά τάπερ” ζωής μου.


Το συγκεκριμένο ταπεράκι, ταξίδεψε ως το TEXNIS STORIES και συμμετείχε στο 6ο παιχνίδι του 2ου κύκλου "Παίζοντας με τις λέξεις". Διακρίθηκε και βραβεύτηκε, μα κυρίως "γέμισε" ξανά με συγκίνηση και κοινές μνήμες, απ' όλους τους συμμετέχοντες στο παιχνίδι της Φλώρας. Σας ευχαριστώ ολόθερμα όλους για τα συγκινητικά σας σχόλια και την προσωπική σας κατάθεση για τα αντίστοιχα ... ταπεράκια που σημάδεψαν τη ζωή σας. Ιδιαίτερα ευχαριστώ την Φλώρα και τη φιλόξενη γωνιά της.