Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Σαν τα στάχυα τα ψηλά οι αναμνήσεις...

(του Γιώργη Κάβουρα)


Με αφορμή ένα βιβλίο που θα κυκλοφορήσει σύντομα…

Με την ευθύνη και τη συγκίνηση που μπορεί να έχει ένας απλός αναγνώστης, όταν του εμπιστεύονται τα πρώτα απομαγνητοφωνημένα χειρόγραφα ενός τέτοιου έργου…

Δεν είναι σελίδες γραμμένες στην άνεση ενός γραφείου και δεν είναι προϊόν οίστρου και φαντασίας…

Είναι ένα κομμάτι της ιστορίας του τόπου μου. Η ζωή ενός αγωνιστή που δεν οραματίστηκε και δεν καρπώθηκε πολιτικά αξιώματα και κοινωνικά ανταλλάγματα. Ένας απ’ τους χιλιάδες ανώνυμους Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, που μέσα απ’ τις μικρές ιστορίες τους και την προσωπική τους αντίσταση, γράφτηκε ένα έπος.

Κάποιοι, απλά σπουδάζουν και αναλύουν την ιστορία,
καταγράφοντας ημερομηνίες, αριθμούς θυμάτων, οικονομικές συνέπειες και γεωγραφικούς επαναπροσδιορισμούς.

Κάποιοι άλλοι, τη βιώνουν και τη γράφουν οι ίδιοι…
Την ορίζουν με το αλφάδι της ψυχής τους, την κατακτούν και την υπερβαίνουν, τη ζυγιάζουν με το ανυπέρβλητο και την καταθέτουν με σεβασμό σε μικρά αυτοσχέδια θυσιαστήρια. Τα όπλα τους δεν έχουν σφαίρες, μόνο γνώση και σεβασμό στη ζωή και προσήλωση στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Παθιασμένοι με το παρόν που τους έλαχε να ζήσουν και έντιμοι με την ιστορία που αφήνουν πίσω τους.


Το βιβλίο με τίτλο “Σαν τα στάχυα τα ψηλά οι αναμνήσεις” θα κυκλοφορήσει σύντομα και αποτελεί την αυτοβιογραφία του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Γιώργη Κάβουρα. Ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου, μου εμπιστεύτηκε ο γιος του Τάσος Κάβουρας και τον ευχαριστώ και δημόσια για την τιμή που μου έκανε. Απ’ την πρώτη κιόλας σελίδα, μεταφέρομαι στην καθημερινότητα της εποχής εκείνης. Μεγάλα ιστορικά γεγονότα που βίωσε ο πατέρας του, αποδίδονται με ρεαλισμό και ακρίβεια. Η διήγηση είναι καθηλωτική, γεμάτη δράση και πλοκή. Ένας 17χρονος έφηβος ξεκινά την πορεία του στον αντιστασιακό αγώνα και εξελίσσεται σε πρότυπο αγωνιστή ΕΑΜίτη που δεν διεκδικεί παρά το αυτονόητο. Μια καλύτερη ζωή δική του, αλλά και για τις επόμενες γενιές. Η αφήγηση είναι αποτυπωμένη σε δώδεκα κασέτες, υπαγορευμένη απ’ τον ίδιο. Ο γιος του Τάσος Κάβουρας, ανέλαβε τη μορφοποίηση και τη δημιουργία του βιβλίου. Όπως λέει κι ο ίδιος, “Aν ζητήσεις απ’ τον πιο ευφάνταστο συγγραφέα να συνεχίσει την ιστορία, δεν νομίζω πως θα ξεπεράσει αυτά που έζησε ο πατέρας μου”…



Ο ΕΛΑΣ μπαίνει ελευθερωτής στη Τρίπολη το 1940
Ο ήρωας, γράφει στον πρόλογο του υπό έκδοση βιβλίου του:
«Το 1941-44 πολέμησα τους Γερμανούς κατακτητές ως αντάρτης του 11ου συντάγματος του ΕΛΑΣ στη Πελοπόννησο. Υπηρέτησα την στρατιωτική μου θητεία στα δύσκολα χρόνια 1946-1948.
Στον Δημοκρατικό Στρατό ήμουν εκπαιδευτής στην σχολή Αξιωματικών του Κώστα Κανελλόπουλου κι αξιωματικός στρατοπέδευσης του Επιτελείου του ΔΣΕ Πελοποννήσου.
Το 1951 ήμουν 27 χρονών κι είχα ζήσει τόσα πολλά που ένοιωθα ότι είχε περάσει από πάνω μου μια ολόκληρη ζωή. Πολλές φορές αντίκρισα τον θάνατο να περνάει δίπλα μου.

Η Πολιτεία με αναγνώρισε και με τίμησε ως αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης και για τη περίοδο της Γερμανικής Κατοχής 1941-44 και κατά της χούντας των Συνταγματαρχών το 1967-74. Επίσης με τίμησαν η μαρτυρική Βλαχέρνα, η Αντιπεριφέρεια Αρκαδίας και ο Δήμος Τρίπολης.

Όμως ένοιωσα εξαιρετικά ιδιαίτερα το 2013 όταν στην επίσημη από την Πολιτεία εορτή για τη μάχη της Βλαχέρνας εναντίον των Γερμανών κατακτητών, ο νεαρός ομιλητής μας απεκάλεσε ένθερμα ήρωες όλους εμάς που πολεμήσαμε και στο τέλος απάγγειλαν και ποιήματα γραμμένα για τον καθένα μας!

Αυτά είναι κομμάτια της ζωής μου...
Όμως,
...είναι φρικτό να ζεις τα νιάτα σου με προσκέφαλο ένα όπλο.
...είναι φρικτό να έχεις ως ανταπόδοση μεγάλων αγώνων διώξεις, φυλακές κι εξορίες.
Είναι εγκληματικό να μην μπορείς να ονειρευτείς στα 17 σου αλλά ούτε και στα 27 σου χρόνια.
Μια ζωή τόσο ταραγμένη μέσα σε μια εποχή ακόμη πιο ταραγμένη με χούντες, πολέμους, κατοχή, φυλακές, εξορίες...
...να σου επιβάλλουν για το υπόλοιπο του βίου σου να ζήσεις μια ζωή που δεν σου άξιζε, που δεν είχες προγραμματίσει»…

Ένα μικρό απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Γιώργη Κάβουρα, σαν επίλογος. 

Οι Εγγλέζοι

Έπιασα δουλειά, βοηθός γκαρσόνι στου Κόντου, στην Ομόνοια. Δώρου 2. Διαμπερές μαγαζί από Ομόνοια μέχρι την οδό Πατησίων. Δύο όψεις, Ομόνοια ταβέρνα και Πατησίων εστιατόριο. Δουλεύαμε 9 άτομα. Τρία γκαρσόνια, δύο βοηθοί, ο μάγειρας, το αφεντικό και δύο γυναίκες λαντζέρησες.
Εκεί τα είδα και τα έζησα όλα από κοντά …



Πείνα. Να σου παίρνουν το ψωμί, μια μπουκιά, από τα χέρια. Την αγωνία του κόσμου, τον φόβο, τα αυτοκίνητα να μαζεύουν πεθαμένους καθημερινά από τους δρόμους. Τα παιδιά να ζητιανεύουν μία σταφίδα…

Κι η μαύρη αγορά οργίαζε. Μάζευαν από επαρχία μικρές ποσότητες από σιτάρι, αραποσίτι, καλαμπόκι, αλεύρι, φασόλια κι έρχονταν στην Αθήνα και τα μοσχοπουλούσαν. Τα ράλικα λεφτά δεν είχαν κάποια αξία αλλά με αυτά γίνονταν οι συναλλαγές. Σπάνια χρησιμοποιούσαν λίρες.

Στο μαγαζί μας σύχναζαν κάποιοι μαυραγορίτες. Όταν έβλεπα σακούλι, όλο και κάτι έπαιρνα… με όλο το θάρρος. Μια φέτα ψωμί, μια χούφτα φασόλια…

Το κράτος τότε για ένα διάστημα είχε βγάλει κι έδινε το συσσίτιο. Την λεγόμενη μερίδα ίσον 40 δράμια μπομπότα, αραποσίτινο ψωμί! Έπαιρναν όλοι. Ουρές ολόκληρες κάθε μέρα μπροστά στους φούρνους.


Από την ταβέρνα με έστελναν κάθε πρωί στο φούρνο, έπαιρνα την μερίδα μου κι άλλες 40 μερίδες. Πήγαινα πρώτα στην ταβέρνα, γαρνίριζα την δική μου μερίδα με λίγη σάλτσα, την έτρωγα κι έφευγα να πάω τις 40 μερίδες σε ένα σπίτι στην οδό Αχαρνών. Από Ομόνοια πήγαινα με τα πόδια. Οδός Γ’ Σεπτεμβρίου και μετά Αχαρνών. Είκοσι λεπτά περίπου.

Τα παρέδιδα σε ένα σπίτι που μου είχαν υποδείξει. Δεν είχε αριθμό. Κάθε πρωί στις 9 και μισή ήμουν εκεί με το φαγητό. Χτύπαγα το ρόπτρο (μάνταλο) της εξώπορτας της περιτοίχισης του οικοπέδου και πάντοτε ερχόταν μια κοπέλα, η Μυρσίνη, και της έδινα τις μερίδες. Αυτό γινόταν καθημερινά για τρεις μήνες περίπου.

Στις 25 Γενάρη 1942, του Αγίου Γρηγορίου, γιόρταζε ένα γκαρσόνι. Φτιάξαμε ένα φτωχικό τραπέζι στην ταβέρνα και καθίσαμε όλοι μαζί να πούμε τα χρόνια πολλά στον Γρηγόρη. Κάπως ξεχαστήκαμε. Χτύπησε το τηλέφωνο και κατάλαβα ότι ζητούσαν εμένα.

«Φύγε Γιώργη άργησες….», μου φώναξε ένα γκαρσόνι, ο Γιώργης ο Κοντόπουλος. «Πήγαινε στο φούρνο πάρε τις 40 μερίδες και την δική σου και πήγαινέ τες στο σπίτι. Την δική σου να την φας στο δρόμο....».

Με αργοπορία τουλάχιστον μίας ώρας έφτασα στο σπίτι στην οδό Αχαρνών.
Χτύπησα το ρόπτρο, φώναξα την Μυρσίνη όμως δεν πήρα καμία απάντηση.
Έσπρωξα την πόρτα κι αυτή άνοιξε.
Με γρήγορα βήματα διέσχισα την αυλή κι έφτασα μπροστά σε ένα σπίτι, κάτι σαν παλιό αρχοντικό, που φαινόταν ότι κάποτε εκεί πρέπει να ήταν πλουσιόσπιτο.
Χτύπησα την κεντρική πόρτα του κτιρίου, δεν πήρα απάντηση κι άρχισα να ανησυχώ.
Τι να κάνω το φαγητό, που να το αφήσω.
Έκανα τον κύκλο του σπιτιού. Ήταν καθαρό και με περιποιημένη την αυλή. Τα πίσω παράθυρα ήταν ανοικτά.

Στην πίσω πλευρά του σπιτιού βρήκα μία πόρτα ανοικτή. Μπήκα μέσα και κάπως διακριτικά φώναζα το όνομα της Μυρσίνης για να της παραδώσω τις μερίδες.

Προχώρησα στον διάδρομο. Ξαφνικά πάγωσα…
Δεξιά κι αριστερά ήταν δύο δωμάτια και μέσα ήσαν οκτώ άτομα με στρατιωτικές στολές.
«Εγγλέζοι … », μονολόγησα.


Τα’ χασα… Αυτοί με κοιτούσαν κι ένοιωθα ότι βρίσκονταν σε ετοιμότητα να τραβήξουν τα όπλα τους. Προσπάθησα κάτι να τους πω, αλλά ούτε κι εγώ καταλάβαινα τι έπρεπε να πω. Πίσω μου έντρομη κατέφθασε η Μυρσίνη κυριολεκτικά εξαγριωμένη.

Με άρπαξε από το μπράτσο, μου πήρε το φαγητό και τραβολογώντας με έφτασε στην εξώπορτα. Πριν την ανοίξει, με στρίμωξε πάνω στην πόρτα και με λόγια και κοφτές κινήσεις των χεριών της είπε,
«Δεν είδες τίποτα. Δεν ξέρεις τίποτα…».

«Ποιός με στέλνει, …από ποιόν έρχομαι εδώ;», την ρώτησα.
«Δεν ξέρεις τίποτα», μου ξαναείπε.

Με χαιρέτησε σαν να ένοιωθε ότι δεν θα ξαναπήγαινα πάλι εκεί.
Αναστατωμένος γύρισα σχεδόν τρέχοντας στην ταβέρνα. Με τα πρώτα λόγια που είπα έτρεξε κοντά μου ο Γιώργης ο Κοντόπουλος. Τον είχαν ειδοποιήσει ή μόνος του το κατάλαβε. Τι είχε συμβεί δεν ξέρω. Με τράβηξε στο βάθος του μαγαζιού.

«Άκου Γιώργη…. »,μου είπε. «Αυτοί που είδες είναι Εγγλέζοι που τους προωθούμε σαν οργάνωση στην Μέση Ανατολή… Αυτή είναι η τρίτη αποστολή… Φεύγει άμεσα. Όπως ξέρεις εγώ είμαι από την Μεσσηνία κι εσύ από την Αρκαδία. Εκεί έχει γεννηθεί η ελευθερία. Εκεί φούντωσε το 21…

Πριν λίγο καιρό, λίγους μήνες, μαζεύτηκαν πατριώτες που δεν αντέχουν τον κατακτητή κι έφτιαξαν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ.
Είμαστε πολλοί. Στον λαό έχει μεγάλη απήχηση … Εξαπλώνεται παντού. Οργανωθήκαμε κι άλλοι και συντηρούμε Εγγλέζους.
Άλλοι έχουν την ευθύνη να τους μεταφέρουν στον Ωρωπό κι άλλοι στην Τουρκία κι από κει στην Μέση Ανατολή… Άλλοι μετέχουν και σε σαμποτάζ μέσα στην πόλη….».


«Γιατί με είχατε σε αποστολή δίχως να ξέρω τίποτα;», τον ρώτησα.
«Ήσουν πολύ μικρός», μου είπε… «Αν δεν θέλεις, δεν θα ξαναπάς… Πράγματι είναι πολύ επικίνδυνο!».

Είχα τρελαθεί με αυτά που άκουγα… Ένοιωθα ότι ζούσα ιστορικές στιγμές. Του ζήτησα να με γράψει στην οργάνωση κι ένοιωσα μια πρωτόγνωρη χαρά όταν τον είδα να μου απαντάει καταφατικά.

Δεν το συζήτησα καν να με αντικαταστήσουν στην καθημερινή μου αποστολή.
Όμως από εκείνη την ημέρα ήμουν πιο προσεκτικός.
«Τελικά μπήκες στην οργάνωση;», με ρώτησε την άλλη μέρα η Μυρσίνη.
Κι εγώ όμως ήθελα να την ρωτήσω αν το Μυρσίνη είναι το κανονικό της όνομα ή ψευδώνυμο. Δεν την ρώτησα ποτέ. Όμως θέλεις αυτή η σκέψη, θέλεις που ήμουν επηρεασμένος από τους Εγγλέζους άρχισα να ψάχνω για το δικό μου ψευδώνυμο. Κατέληγα κάπου στο Τζωρτζ…

Γνωρίστηκα γρήγορα με μερικούς συναγωνιστές κι είχα πάει σε λίγες συσκέψεις του ΕΑΜ σε σπίτια κοντά στην Ομόνοια. Συζητούσαμε για την οργάνωση του αγώνα και μας έκαναν μικρές ομιλίες εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα και τα υπόλοιπα μας τα έδιναν σε χαρτιά προκηρύξεων να τα διαβάζουμε. Κάθε σύσκεψη δεν ξεπερνούσε τα δεκαπέντε λεπτά γιατί υπήρχαν πολλοί κίνδυνοι να μας συλλάβουν.


Σε μία από τις επόμενες αποστολές Εγγλέζων στρατιωτών, δεν σταθήκαμε τυχεροί. 
Μάθαμε εκ των υστέρων ότι είχε ετοιμαστεί μία αποστολή, να αναχωρήσουν πέντε Εγγλέζοι. Ένα πρωί ξεκίνησαν κρυμμένοι μέσα σε ένα φορτηγό με λάχανα.
Η διαδρομή ήταν από την Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Έπεσαν πάνω σε ένα γερμανικό μπλόκο που τυχαία είχε στηθεί εκείνη την ώρα κι ο συναγωνιστής που προηγείτο του φορτηγού δεν το αντιλήφθηκε.
Τους σταμάτησαν κι άρχισαν τον έλεγχο. Ένας Άγγλος τράβηξε το πιστόλι του κι αιφνιδιάζοντας τους Γερμανούς τραυμάτισε έναν αξιωματικό. Προσπάθησαν να διαφύγουν. Όμως δεν τα κατάφεραν. Τους συνέλαβαν όλους, μαζί με τον Έλληνα οδηγό του φορτηγού και τους οδήγησαν στα μπουντρούμια της Γκεστάπο.


Ο συναγωνιστής που είχε εντολή να ακολουθεί την αποστολή, μόλις είδε τι έγινε έφυγε και γρήγορα ειδοποίησε την γυναίκα του οδηγού και τους υπόλοιπους Εγγλέζους στο σπίτι, για να διαφύγουν. Η γυναίκα του οδηγού ήρθε τρέχοντας στο μαγαζί κι ειδοποίησε το αφεντικό μου και τον Γιώργη τον Κοντόπουλο.

Ήταν Σάββατο πρωί. Μας μάζεψαν αμέσως και μας το είπαν. Αναστατωθήκαμε… Έκριναν όμως ότι έπρεπε να συνεχίσουμε να λειτουργούμε, αλλά έχοντας πλέον τα μάτια μας δεκατέσσερα.

Ξαφνικά βλέπω στην Ομόνοια να καταφθάνουν δύο καμιόνια με Γερμανούς. Ήμουν στην μπροστινή πόρτα. Ειδοποίησα τους άλλους κι εγώ μαζί με ένα ακόμη γκαρσόνι έφυγα προς το κοντινό περίπτερο. Αγόρασα μια εφημερίδα και διαβάζοντας απομακρύνθηκα. Από μακριά είδα ότι στην Πατησίων υπήρχαν κι άλλοι Γερμανοί.
Είχαν αποκλείσει το μαγαζί κι από την πίσω πλευρά. Μέσα στο μαγαζί υπήρχε και κρυφή έξοδος. Τελικά φύγαμε όλοι οι άντρες κι όχι οι δύο γυναίκες λαντζέρησες, δεν ξέρω γιατί. Η έφοδος που ακολούθησε στο επόμενο λεπτό ήταν βίαιη με τους Γερμανούς τρέχοντας να καταλαμβάνουν το μαγαζί. Συνέλαβαν τις γυναίκες. Δεν έμαθα τι απέγιναν.

Από μακριά παρακολούθησα στα κλεφτά μαζί με μερικούς άλλους περαστικούς τι γινόταν.
Έφυγα από την οδό Αθηνάς κι αλλάζοντας στο Θησείο την πορεία μου, τροποποιώντας το καθημερινό μου δρομολόγιο, έφτασα με τα πόδια στο δωμάτιό μου στα Πετράλωνα. Είχα νοικιάσει σε έναν πατριώτη μου, στον Βαγγομήτσιο, θείο του Ζαχαρία.

Από τότε συνειδητοποίησα ότι κάθε ημέρα θα έπρεπε να είμαι όλο και πιο προσεκτικός. Οι καταστάσεις συνεχώς άλλαζαν.
Οι Γερμανοί κατακτητές γίνονταν όλο και πιο άγριοι, πιο σκληροί σε συμπεριφορά.
Πέρασα 4-5 ημέρες μέσα στο δωμάτιο τρώγοντας μόνο ψωμί που είχα αγοράσει από έναν μαυραγορίτη.

Το μαγαζί του Κόντου έκλεισε. Επαναλειτούργησε αργότερα. Πριν λίγα χρόνια αναζήτησα τι απέγινε ο Κόντος. Ένας ηλικιωμένος μέσα στην στοά Ομόνοιας- Πατησίων με πληροφόρησε ότι ζει ένας εγγονός του Κόντου αλλά έχει μεταναστεύσει στην Αμερική"...




Για την ιστορία: Τα μεσάνυχτα της 25ης προς την 26η Νοέμβρη του 1942, οι αντάρτικες δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, σε συνεργασία με τις συμμαχικές δυνάμεις του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, ξεκίνησαν την επιχείρηση καταστροφής της γέφυρας του Γοργοπόταμου. Η επιχείρηση είχε απόλυτη επιτυχία και με ελάχιστες απώλειες απ’ την πλευρά των ανταρτών. Δυό μέρες αργότερα, οι Ιταλοί έγραψαν τον αιματηρό επίλογο, προχωρώντας σε άνανδρα αντίποινα. Παρόλα αυτά, ο απόηχος της ανατίναξης έφτασε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Η σημασία της αναγνωρίστηκε απ’ τους κατακτητές και υμνήθηκε απ’ τους συμμάχους μας, καθώς απέκοψε μια από τις αρτηρίες ανεφοδιασμού του Ρόμελ και διευκόλυνε τις επιχειρήσεις των συμμάχων στο μέτωπο της Αφρικής. Κυρίως όμως, ενίσχυσε το ηθικό των Ελλήνων επιβεβαιώνοντας πως ενωμένοι πετυχαίνουν πολλά στον αγώνα υπέρ του εθνικού συμφέροντος.


(φωτογραφικό υλικό απ' το αρχείο του Τάσου Κάβουρα και απ' το διαδίκτυο)

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Δυό χρόνια χωρίς τον Χρόνη


Τι είναι ο έρωτας;Έρωτας είναι το ίπτασθαι οικειοθελώς,το ωραιάσθαι αενάως,το εγγίζεσθαι χαιδευτικώς,το ποθείν καθ'ολοκληρίαν,το καλλωπίζειν το χώρο,το φαντάζεσθαι εγχρώμως,το διαλέγεσθαι μωβ,το αντι-εξουσιάζεσθαι ανυπερθέτως,το συνουσιάζεσθαι επαναληπτικώς.Γενικώς το ευ ζειν...Το αποπλανάσθαι στην απουσία της μοναξιάς...



«Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, μέσα στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν αξίες, σαν ανάγκες, σαν ηθική, σαν «πολιτισμό».





«…Σκεφτείτε κύριε, αν μπορούσαμε να ξέρουμε την ατομική ιστορία, τα ονόματα, το χαμόγελο, τα όνειρα, τις αγάπες, τις επιθυμίες και τις δημιουργικές ικανότητες των εκατομμυρίων νεκρών των πολέμων, αν τους γνωρίζαμε σαν τ’ αδέρφια μας, σαν τους ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί και ονειρευτήκαμε μαζί, τι διάσταση θα είχε για μας η ανθρώπινη ιστορία και πόσο άγρυπνοι και προσεχτικοί θα ήμασταν σε κάθε επιλογή της εξουσίας, σε κάθε ιδεολογική πρόταση… Αν η συνείδηση και η γνώση του ανθρώπου μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο να ερμηνεύει μ’ αυτή την ανθρώπινη έγνοια την είδηση “εκατό χιλιάδες νεκροί” ή “ένας άνθρωπος βασανίζεται σε κάποιο άντρο της εξουσίας”… 

(“ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΡΕ… ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΑΝΕ” Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ)



"Εγώ το ταξίδι φιλαράκι τό'κανα.
Ένα έχω να σου πω:
το νου σου
και τα μάτια σου
στους σπόρους του παππού σου."


Φωτογραφίες από Κοινότητα ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ/HRONIS MISSIOS

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Στο Δέλτα κάποιας γειτονιάς


«Οι απολύσεις είναι δικές μου, δεν θα μου πάρει τη δόξα ο Τόμσεν»
(Άδωνης Γεωργιάδης - Πρώην Υπουργός Υγείας)


Πρότζεκτ: Μια σφραγίδα σ’ ένα παραπεμπτικό γιατρού για φυσικοθεραπείες
Έτος: 2014 / Πενήντα μέρες πριν την άφιξη της Ανάπτυξης και του Άγιου Βασίλη στη χώρα
Τόπος: Ευρώπη/Ελλάδα/ Αθήνα


8.00 π.μ. Επίσκεψη στο τοπικό υποκατάστημα ΙΚΑ της περιοχής.
Λουκέτο. Στην είσοδο, στοίβες λογαριασμών σφηνωμένοι κάτω απ’ την πόρτα. Στην πρόσοψη, ειδοποιητήριο της ΔΕΗ για διακοπή παροχής, λόγω ανεξόφλητων λογαριασμών.

8.30 π.μ. επίσκεψη στο υποκατάστημα ΙΚΑ όμορου δήμου.
Δίχως λουκέτο. Σκοτάδι στην είσοδο. Στην πόρτα του ασανσέρ, ένα προχειρογραμμένο σημείωμα «ΔΕΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ».
Σκάλες. Αγωνία. Ο πρώτος όροφος ερημωμένος. Αναρρίχηση στο δεύτερο. Αφουγκράζομαι. Νεκρική σιγή. Ανοίγω την πόρτα δειλά. Ημίφως. Ένας γκισές με μια κοπέλα από πίσω. Ενθουσιασμός! Υπάρχει ανθρώπινη ζωή στο κτίριο! Πλησιάζω. Δεν ολοκληρώνω την ερώτηση. «Πριν λίγο απολύθηκαν τέσσερις γιατροί. Κι εμείς ως το τέλος του μήνα τα μαζεύουμε και φεύγουμε». Απόγνωση. «Και πού θα πάω για να μου σφραγίσουν το παραπεμπτικό;», ρωτάω. «Στα κεντρικά ίσως να είστε πιο τυχερή», μου απαντάει και χάνεται κάτω απ’ το γυάλινο φινιστρίνι. Φεύγω με την ουρά στα σκέλια. Κατάβαση στο σκοτεινό τούνελ ως την έξοδο. Δεν λειτουργούν φώτα, ασανσέρ, έξοδος κινδύνου, κλιματισμός, ιατρεία, διοίκηση.

9.30 π.μ. επίσκεψη στα κεντρικά.
Τα ίδια και χειρότερα. Σκοτάδια, βρώμικες σκάλες, χλαπαταγή...
Μια αράδα γκισέδες, εκεί που κάποτε υπήρχαν ιατρεία...
Στην πολύβουη αίθουσα, ένας ανθρώπινος αχταρτμάς. Ηλικιωμένοι, έγκυες, παιδάκια αγκιστρωμένα στα χέρια των μανάδων τους που περιφέρονται με χαρτιά και βιβλιάρια στα χέρια, μπαστούνια και πατερίτσες, ανάκατα με παιδικά καρότσια...
Μηχανάκια ξερνούν αριθμούς προτεραιότητας...
Ελάχιστος χρόνος αναμονής, 22 λεπτά... Μέγιστος, κάτι χρόνια...

«Πρέπει να πάρω το χάπι για την καρδιά σε μια ώρα... θα προλάβω;», με ρωτάει εναγωνίως ο ηλικιωμένος που κάθεται πλάϊ μου. Νιώθω σαν τους επιβάτες της Α’ θέσης του Τιτανικού. Την ώρα που τους επιβίβαζαν στις σωσίβιες βάρκες. Με πόσο οίκτο αποχαιρετούσαν τους ανήμπορους τριτοθεσίτες πίσω τους... Ξέροντας πως δεν θα προλάβουν...



10.10 π.μ. «Δεν σφραγίζουμε πια εδώ. Πρέπει να πάτε στον ΕΟΠΥΥ»
Επικοινωνώ με τους δικούς μου για να ξέρουν.
«Θ’ αργήσω στη δουλειά. Και στο σπίτι θα γυρίσω αργά, για ν’ αναπληρώσω τις χαμένες ώρες. Να προσέχετε ο ένας τον άλλο και να ντύνεστε καλά γιατί πιάσανε τα κρύα. Το ξημέρωμα μπάρκαρα σ’ ένα γκαζάδικο για να μου σφραγίσουν ένα χαρτί. Ο καιρός λυσσομανάει έξω και το πρωί έσπασε μια μπίγα στα δύο. Έβγαλε μπότζι ο νοτιάς και ζαλίζομαι. Απ’ τη γέφυρα σας φιλώ κι ελπίζω να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα φέτος.
Σας φιλώ. Η μάνα σας, εν πλω...»


Για την ιστορία: Ο μαέστρος-και σύζυγος μαέστρου- αυτού του ναυαγίου, ισχυρίζεται ότι διέσωσε το σύστημα υγείας από βέβαιο πνιγμό. Σ’ ένα αντίστοιχο ντελίριο φαντασίωσης, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας “The World”, έγραφε την επομένη του ναυαγίου του Τιτανικού: «Ο Τιτανικός βυθίστηκε. Καμία απώλεια. Οι επιβάτες μεταφέρθηκαν στο Καρπάθια – Είναι όλοι ασφαλείς»...



Για το γαμώτο: Θα έρθει η ώρα που θα βγούμε όλοι σιωπηλοί στους δρόμους. Δίχως φωνές και συνθήματα. Δίχως κομματικά πατροναρίσματα. Δίχως να σας δίνουμε αβάντες για να ξαμολύσετε τους ένστολους ροπαλοφόρους, που παρεμπιπτόντως, είναι κι οι ίδιοι θύματά σας. Το αγαθό της υγείας δεν μας το παραχωρείτε. Είναι οι εισφορές μας, οι κρατήσεις μας, το αίμα μας το ίδιο.

Θα έρθει η ώρα που θα βγούμε όλοι σιωπηλοί στους δρόμους, για να απαιτήσουμε να μας δώσετε πίσω τα κλεμμένα. Τις συντάξεις, τις κομμένες παροχές, τα επιδόματα, τα φάρμακα, τα νοσήλεια, την αξιοπρέπεια, το χαμόγελο.

Θα έρθει η ώρα που θα λογοδοτήσετε και θα πληρώσετε για όλα τα ειδεχθή εγκλήματα που διαπράξατε.

Θα έρθει η ώρα.
Δίχως προγραμματισμό.
Αυθόρμητα και σιωπηλά.
Μια μικρή συντροφιά που φωνάζει απλά στο δρόμo: «ΥΓΕΙΑ - ΑΠΑΙΤΩ»
Όσο προχωράει, η παρέα μεγαλώνει.

Διασταυρώνεται με περαστικούς. Δεν διαπραγματεύεται. Διεκδικεί. Διαδίδεται. Διακλαδώνεται. Διογκώνεται. Διαμαρτύρεται. Διακινείται. Δυναμώνει. Διεισδύει. Διαστέλλεται. Δικάζει.

Δικαιώνεται.

Ραντεβού στο «Δέλτα» της γειτονιάς...

Σημείωση: Η ιστορία είναι αληθινή. Κάθε ομοιότητα με αντίστοιχες αληθινές ιστορίες, δεν είναι τυχαία. 

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Στα παράλια της Βαρβακείου


Μην το φοβάσαι το σκοτάδι, το συνήθισε πια η ματιά μας. Λειτουργούμε σαν τα αιχμάλωτα ζώα, που η ζήση τους επαφίεται αποκλειστικά στη χρήση τους. Γέννα, υποβοηθούμενο μεγάλωμα με ορμόνες και υπέρυθρες λάμπες, σύντομος βίος με ελεγχόμενο κόστος, ξεζούμισμα και εξόντωση, αφού έχει απορροφηθεί οτιδήποτε είναι εκμεταλλεύσιμο στον οργανισμό μας. Κάτι παλιά βιβλία που διαβάζαμε στα νιάτα μας, κάτι ιδεολόγοι ποιητές και συγγραφείς που μας ξεσήκωναν με κείμενα περί κοινωνικής δικαιοσύνης και ειρηνικής συνύπαρξης, τα κρύψαμε σ’ ένα πατάρι και τα ξεχάσαμε οριστικά. Τώρα εσύ τρέχεις να βρεις ένα μεροκάματο, «Ό,τι να’ναι» μου έλεγες με απόγνωση τις προάλλες κι εγώ θυμόμουν πόσο ωραίες εκθέσεις έγραφες και πως πάντα άφηνες διακριτικά να αντιγράφουν απ’ την κόλα σου, όσους είχαν την τύχη να κάθονται στο πίσω θρανίο. Την τελευταία φορά που σε είδα στο κέντρο, είχες αδυνατίσει απίστευτα και ντράπηκα που δεν είχα να σε κεράσω έναν καφέ και μια τυρόπιτα. Θα το αρνιόσουν ευγενικά, αλλά εγώ θα επέμενα. «Ας πιούμε ένα καφεδάκι, να θυμηθούμε λίγο τα παλιά ρε φίλε», έτσι θα σου έλεγα. Όση ώρα σχεδίαζα τα λόγια μου, ψαχούλευα τα ψιλά στη τσέπη μου. Το κατάλαβες. Μπορεί να ήταν κι η ιδέα μου, μα είδα τα μάτια σου να υγραίνουν.

«Λιακάδα σήμερα…ας περπατήσουμε», μου είπες για να με βγάλεις απ’ τη δύσκολη θέση. Κατηφορίσαμε βουβοί ως την Πειραιώς. Βήμα και στεναγμός αυτή η διαδρομή. Άκουγα την ανάσα σου να βαραίνει. Βρώμικα στενά, συστοιχίες από απλωμένα χέρια να μας σκοπεύουν σαν πολυβόλα, μελαμψά κορίτσια που τούτη την ώρα έπρεπε να είναι σε κάποιο σχολικό προαύλιο της πατρίδας τους και μικρά παιδιά που φοράνε αταίριαστα παπούτσια μεγάλων κι έχουν ήδη γεράσει. Και ταλαιπωρημένοι γέροντες, που φοράνε αταίριαστα βλέμματα μικρών παιδιών κι έχουν ήδη πεθάνει. Και χαρτόνια γραμμένα με τρόμο, κρεμασμένα σε ανθρώπινα ερείπια που καταρρέουν: «Πεινάω», «Άστεγος», «Άνεργος», «Άρρωστος», «Βοήθεια»…. Ανθρώπινες υπάρξεις σαν παρατημένα κτίρια, που στο κατώφλι τους κρέμεται η ταμπέλα «Κατεδαφίζεται».

Σωκράτους… Αρμοδίου…Πλατεία Θεάτρου… Βαρβάκειος…, οδοιπορικό σ’ ένα πεδίο μάχης. Η μηχανή του χρόνου γκαζώνει δυνατά κι αρχίζει τις προβολές της… κολυμπάμε ήδη στο παρελθόν και γαντζωνόμαστε απ’ τις σημαδούρες που επιπλέουν στην επιφάνεια. Ανάκατες μνήμες. Οι παλιές μας ανέμελες βόλτες, οι μυρωδιές απ’ τα μπαχάρια και τα μαγέρικα, τα παλαιοπωλεία και οι υπαίθριοι πάγκοι… οι ήχοι μιας πολύβουης πόλης που απλωνόταν νωχελικά στα χάδια του ήλιου. Τότε που αγοράζαμε παλιά βινύλια και δεύτερο χέρι βιβλία για τη σχολή. Αν περίσσευε κάνα ψιλό, τσιμπάγαμε στην Κληματαριά λαδερό και ψωμί στον ξυλόφουρνο. Στο μικρό τραπεζάκι πάνω στο καρό τραπεζομάντιλο, καλουπώναμε το σκαρί της ζωής μας. Καλαμπουρίζαμε και πειράζαμε τα περαστικά κορίτσια. Γελάγαμε και σπινθηροβολούσαμε απ’ την αψάδα της νιότης μας. Ανυποψίαστοι για το επερχόμενο ναυάγιο των ονείρων μας.

Στη τζαμαρία μας βιτρίνας παρατήρησα το είδωλό σου. Κουρασμένο και με έκδηλα τα σημάδια της παραίτησης. Με είδες κι εσύ. Στο καθρέφτισμα του τζαμιού, μιλήσαμε με τις ματιές μας. Δεν είχαμε το κουράγιο να κοιταχτούμε στα μάτια ως εκείνη την ώρα. Α ρε παλιόφιλε… Μαζί αποστηθίσαμε ολάκερα βιβλία, αναλύσαμε λέξεις και νοήματα, σπουδάσαμε, ονειρευτήκαμε, κι ορκιστήκαμε πως θ’ αλλάξουμε τον κόσμο.

«Tην πατήσαμε πανηγυρικά ρε παλιόφιλε. Σπουδάσαμε για να μην καταντήσουμε εργάτες με φτηνό μεροκάματο. Έτσι μας έλεγαν. Κι ύστερα μας παραμυθιάσανε πως το πτυχίο δεν αρκεί. Δώστου νέες θυσίες και έξοδα για μεταπτυχιακό. Το πήρα κι αυτό και τώρα μου λένε με περισπούδαστο ύφος πως είμαι “overqualified” και δεν μπορούν να με προσλάβουν. Εκτός κι αν δεχτώ να δουλέψω στο τζάμπα για δυο-τρεις μήνες για να δουν αν τους κάνω. Τάχα δοκιμαστικά. Κάποιοι ζητάνε και χρηματική εγγύηση για να με πάρουν. Κάποιοι άλλοι μου απέκλεισαν το ενδεχόμενο να πάρω άδεια το καλοκαίρι και να έχω ένα προσδιορισμένο ωράριο... “Από οχτώ το πρωί, μέχρι… όποτε...”, μου είπε με σαρδόνιο ύφος ο κουστουμάτος που μου πήρε συνέντευξη. Γι αυτό σου λέω... την πατήσαμε».


Μ’ άφησες να αντιγράψω πάλι απ’ την κόλα σου. Άφησα παράμερα τις ντροπές μου και σου ανοίχτηκα κι εγώ. Πως δουλεύω ντελιβεράς τα βράδια. Πως επιβιώνω με τα χαρτζιλίκια της μάνας μου. Πως μια σχέση που είχα, διαλύθηκε κι αυτή… Πριν ένα μήνα, μου έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό. Να φύγουμε εξωτερικό. «Εδώ θ’ ανοίξω τα πανιά μου…» της είπα, «…άμα αντέχεις, έλα να την πολεμήσουμε μαζί αυτή τη φουρτούνα». Άφησε πίσω της τις συμπληγάδες της σχέσης μας κι έβαλε πλώρη για ένα ασφαλές αραξοβόλι. 

«Το μετάνιωσες;», με ρώτησες. «Όχι ρε φίλε! Δεν μετριέται η ζωή απ’ τις νίκες μας, αλλά απ’ τις στιγμές μας. Κι εγώ, προτιμώ να κλωτσήσω το συμφέρον μου, παρά τη ζωή μου. Και στο κάτω της γραφής, τώρα δεν θα ζούσαμε ετούτη τη στιγμή. Τη συγκίνηση που βρεθήκαμε μετά από χρόνια. Την απένταρη βόλτα μας στην απέραντη πολιτεία μας».

Οι περαστικοί παρατηρούσαν με απορία δυο νταγλαράδες που αγκαλιάστηκαν άξαφνα στη μέση του δρόμου, χτυπώντας δυνατά τις παλάμες τους, ο ένας στην πλάτη του άλλου. Βουβοί και συγκινημένοι. Σαν κάτι χαμένους συγγενείς που ανταμώνουν μετά από χρόνια και δίχως αναστολές, αφήνονται ανάλαφροι και μεταρσιωμένοι στην ιερότητα της στιγμής.

Α ρε παλιόφιλε…στο ίδιο θρανίο χαράζαμε τις έγνοιες μας, στον ίδιο δρόμο αφήσαμε τα δάκρυα μας να κυλήσουν. Και στην ίδια ταλάντωση του χρόνου, πιαστήκαμε ο ένας με τον άλλο και ριχτήκαμε στο νερό. Κύματα, ξέρες, φουρτούνες, άγρια θηρία, ακίνδυνα ψαράκια, μπουνάτσες και σκουριασμένα ναυάγια.

Κολυμπάμε να πιάσουμε ακτή. Με ότι μας δίνεται. Βρεγμένοι αλλά όχι ξεραμένοι…


Φωτογραφία: Θάνος Τσάκαλος