Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Οι παλιές μας αγάπες που πήγαν στον παράδεισο


"Ό,τι έγραψα το 'γραψα ασθμαίνοντας γιατί με βαραίνουν οι μνήμες. Σπαράγματα μόνο είναι ό,τι θα διαβάσεις... Σπαράγματα λόγου από έναν άνθρωπο που στάθηκε όρθιος, άντεξε την ερημιά και την οδύνη με μόνο αποκούμπι - μπάλσαμο για την ψυχή μου, όπως ο ίδιος λέει- την ποίηση και το τραγούδι.
Πρέπει να καταλάβεις τη γενιά τη δικιά μας. Έχουν αλλάξει οι συνθήκες σήμερα και παράγουν αντίθετους ανθρώπους. Εμείς είμαστε μια γενιά της θυσίας, της προσφοράς και των στερήσεων. Όταν μπήκαν στην Ελλάδα οι Γερμανοί καταχτητές, οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι μοναρχοφασίστες και είδαμε την ταπείνωση της πατρίδας μας, καταλάβαμε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε έτσι.
Ξεπήδησαν οργανώσεις από κάτω, από τους απλούς ανθρώπους. Μέσα σ' αυτές συνθήκες της πάλης παίζαμε τη ζωή μας κορώνα - γράμματα. Παρατήσαμε το παιχνίδι, την κιθάρα και τον έρωτα, πιάσαμε τα όπλα και στήσαμε ένα παιχνίδι με το χάρο. Χορεύαμε αγκαλιά με το Χάρο"

Ο Πάνος των αντάρτικων και του κυρ Παντελή, ο Πάνος που τα έλεγε έξω απ’ τα δόντια και συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης, ο ακούραστος αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο αντικομφορμιστής και συνεπής ιδεολόγος, είχε δώσει την τελευταία του μάχη με την επάρατη νόσο στο Νοσοκομείο Ερυθρός, στις 27 Ιανουαρίου 2009. Σαν σήμερα... 

Αντιγράφω απ' την προσωπική του σελίδα: http://www.panostzavellas.gr/
"Στο βουνό τραυματίζεται και ακρωτηριάζεται το δεξί του πόδι. Συλλαμβάνεται και ξεκινά ο δρόμος για τις φυλακές. Μετά από δίκες καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο. Το 1958, αρρωσταίνει βαριά και το 1961 με τη βοήθεια του ΚΚΕ φεύγει στην Σοβιετική Ένωση για θεραπεία. Εκεί νοσηλεύεται τρία χρόνια και θεραπεύεται από την ασθένεια που υπέστη στις φυλακές. Παράλληλα εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να σπουδάσει μουσική.
Επιστρέφει το 1965 στην Ελλάδα και ξεκινά την πρώτη του καλλιτεχνική δουλειά σε μπουάτ της Πλάκας, δυστυχώς όμως όχι για πολύ, μια και η δικτατορία του 1967 κλείνει τις μπουάτ και ο Τζαβέλλας βρίσκεται ξανά στη φυλακή, κατηγορούμενος για αγώνα και παράνομη δράση ενάντια στη Χούντα.
Το 1971 αποφυλακίζεται με το νόμο « Μη θεραπεύσιμης ασθένειας». Έχοντας μαζέψει το υλικό απ' όλα τα Αντιστασιακά τραγούδια, αλλά και με δικές του συνθέσεις, στήνει στην Πλάκα Το Αντάρτικο Αημέρι. Γράφει κάπου στο βιβλίο του, ANTAPTO-ROCK: « Τι είναι τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944; Είναι η καλλιτεχνική έκφραση του Έπους της Εθνικής Αντίστασης. Είναι η φωνή, του λαού μας σε μια κρίσιμη και δραματική ώρα της πατρίδας μας. Είναι ο καθρέφτης της λαϊκής ψυχής, είναι οι πόθοι και τα όνειρά του, είναι η κλαγγή των όπλων, βροντή κι αστροπελέκι, είναι κάλεσμα για μάχη, είναι η ψυχή του αγώνα».



Και η Ταϋγέτη Μπασούρη (η Ταϋγέτη μας), η αγαπημένη "άσχημη" καρατερίστα των ταινιών που λατρέψαμε. Ο ρόλος της πλάϊ στον αξέχαστο Θανάση Βέγγο ως θεία, άφησε εποχή "Θα σκοτωθώ"!...


Εκείνο που δεν είναι ευρέως γνωστό, είναι ότι υπήρξε δυναμική αγωνίστρια και από νεαρή ηλικία ήταν ενταγμένη στο ΚΚΕ και συμμετείχε στο ΕΑΜ θεάτρου. Δεν έκρυψε ποτέ τα πολιτικά της φρονήματα και τιμωρήθηκε γι αυτά. Έκανε εξορία στο Τρίκερι, στη Γυάρο και στη Μακρόνησο. Όπως είχε εκμυστηρευτεί η ίδια σε φίλους της, είχε φάει ξύλο από χωροφύλακες, και καταβρέγματα με παγωμένο νερό μες στο χειμώνα.  Οι ξυλοδαρμοί ήταν κάτι που δεν ξέχασε ποτέ η Ταϋγέτη. Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία και πάσχοντας από γεροντική άνοια, το μόνο που επαναλάμβανε ήταν τα περιστατικά βίας σε βάρος της. Η αγωνίστρια ηθοποιός ανέφερε με ικανοποίηση ότι δεν υπέκυψε και δεν υπέγραψε την περίφημη δήλωση μετανοίας. «Ήμουνα κομμουνίστρια. Δεν μετάνιωσα για ό,τι πέρασα», έλεγε περιγράφοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα χιλιάδων αριστερών που έζησαν τις ίδιες εμπειρίες....

Μακρόνησος, πάνω αριστερά είναι η Ταϋγέτη με τη σκούπα στο χέρι
Έφυγε για την απάνω γειτονιά στις 28 Ιανουαρίου του 2003 από εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν υπήρξαν πρωτοσέλιδα για τον θάνατό της και δεν τιμήθηκε όσο το άξιζε η πορεία της στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Κυρίως για τη συνέπειά της στην τέχνη και στις ιδέες της. 




Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

H Ελλάδα δεν παίζει μαζί σας… πια!


“Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύση εις την ακαρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό. Ο φιλήκοος (*) των ξένων είναι προδότης”
[Ιωάννης Καποδίστριας]

(*)

Δεν θα μείνετε στην ιστορία ως ηγέτες, μόνο ως διεκπεραιωτές ειλημμένων αποφάσεων από ξένες τράπεζες.
“Ευχαριστούμε” για τις πολύτιμες υπηρεσίες που μας προσφέρατε και σας κάνουμε δώρο ένα αναμνηστικό άλμπουμ απ’ τις ένδοξες μέρες της ηγεμονίας σας.

Μαζέψτε τα  ΜΑΤάκια σας και σ’ άλλη παραλία! Καγκελόφραχτη κατά προτίμηση. Και πάλι καλά δηλαδή, γιατί αν ήσασταν σε άλλη χώρα θα είχατε λογοδοτήσει και τιμωρηθεί παραδειγματικά προ πολλού. Για διαπλοκές, κατάχρηση εξουσίας, καταλήστευση του δημόσιου πλούτου, βία και αυταρχισμό, ακόμα και ενάντια σε ευπαθείς ομάδες. 














Ο λαός που προδώσατε,
Τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν
Οι μαθητές
Οι φοιτητές
Οι συνταξιούχοι
Οι έμποροι & επαγγελματίες
Οι ομολογιούχοι που είχαν υποχρεωθεί ή εμπιστευθεί οικονομίες μιας ζωής σε ελληνικά κρατικά ομόλογα
Οι άνεργοι
Οι άστεγοι
Οι απολυμένοι
Οι ασφαλισμένοι που αποδίδουν τεράστια ποσά σε ασφαλιστικούς φορείς και επικουρικά ταμεία, χωρίς καμία αποδοτικότητα και δίχως ουσιαστική κάλυψη σε φάρμακα και γιατρούς
Οι συγγενείς των θυμάτων
Όσοι υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν
Οι μετανάστες που στοιβάζονται στα κέντρα βασανισμού, με ζωώδεις συνθήκες (οι οποίοι όμως εξυπηρετούν τη συνθήκη που υπογράψετε και αποφέρουν τα αντίστοιχα κοινοτικά κονδύλια)

Το άδικο και οι κραυγές τους, να σας συνοδεύουν πάντα!

(φωτογραφικό υλικό από ειδησεογραφικούς ιστότοπους)

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

"Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ"

Βασίλης Τσιτσάνης: Σαν σήμερα γεννιέται το 1915 στα Τρίκαλα και πεθαίνει το 1984 στο Λονδίνο

"Το πώς εργαζόμουνα δεν μπορεί ποτέ να το χωρέσει το μυαλό του ανθρώπου και λέω ανοιχτά ότι εάν ήταν άλλος συνθέτης στη θέση μου δεν επρόκειτο να έβγαινε ζωντανός. Σίγουρα θα πέθαινε.

Είπα ότι η προεισαγωγή ήτανε η προθέρμανση και η εισαγωγή η ζωή μου. Δεν είναι υπερβολή όταν λέω ότι έφτυνα αίμα για μία εισαγωγή, ότι τα δάχτυλά μου πολλές φορές έσπαζαν και έτρεχαν αίματα. Μίλαγε η ψυχή και όταν μιλάει η ψυχή μπορείς να τα βάλεις με όλους τους εχθρούς του κόσμου. Έκανα πολύ καιρό για να φτιάξω ένα τραγούδι. …Όσο και αν κουραζόμουν είχα φοβερές απαιτήσεις από τον εαυτό μου, από το έργο που έφτιαχνα, από τη δουλειά μου. Κάθε δαχτυλιά πάνω στο μπουζούκι ήταν για μένα στιγμή ιερή. Ξενύχτια, αγώνες, βραχνάς, αγωνία, αίμα, κούραση, για να γίνουν τα τραγούδια μου όπως έγιναν… Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, διότι και αυτό το θεωρούσα χρέος. Έγραψα για την Ελλάδα, για τη φτώχεια, για τη γυναίκα, για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο… Το μυαλό μου ήτανε μόνο στη δουλειά μου και πουθενά αλλού. Κάθε μέρα ξενυχτούσα, κοιμόμουνα ελάχιστα, και αμέσως δουλειά για καινούργια τραγούδια.

…Το τραγούδι γραφόταν πάνω στο κερί. Όταν παίζαμε και το γράφαμε δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε τι παίξαμε και τι βγήκε στο τέλος της φωνοληψίας. Ένα κερί χρησιμοποιούσαμε μόνο στην αρχή για δοκιμή. Μετά ότι παίξαμε, παίξαμε. Ήθελα να είμαι σίγουρος και στην τελευταία λεπτομέρεια. Πρόβες, πρόβες, πρόβες, προετοιμασία, πάλι από την αρχή, άντε άλλη μια φορά, μαρτύριο σωστό, μέχρι να πάω στο στούντιο για φωνοληψία. Μεγάλο μαρτύριο. Όχι όπως τώρα, που πάνε τα μπουζούκια στο στούντιο, παίζουν δέκα τραγούδια εκεί, χωρίς πρόβες, πληρώνονται και φεύγουν. Οι δουλειές όμως δεν γίνονται έτσι.

…Και όταν ερχόταν και πήγαινα να ακούσω το δείγμα, αυτή η στιγμή ήταν τελετή για μένα. Δεν πήγαν χαμένοι οι κόποι μου. Και οι παλιές αυτές εκτελέσεις μου το αποδεικνύουν. Γι αυτό βγήκαν αυτές οι εκτελέσεις που βγήκαν, γι αυτό και οι παλιοί δίσκοι μου έχουν τόσο μεγάλη μουσική αξία. Γιατί δεν ξαναγίνονται ποτέ. Τότε δούλευα μόνο για την τέχνη μου και για τίποτε άλλο.

…Γι αυτό θέλω να μη βρεθεί άνθρωπος που να μην πάρει αυτές τις παλιές και αυθεντικές εκτελέσεις. Δεν είναι απλώς δίσκοι με παλιά τραγούδια, είναι δίσκοι φτιαγμένοι με τόσες θυσίες, κόπους, βγαλμένοι από μένα τον ίδιο και από το λαό και για το λαό. Εκεί μπορεί να ακούσει ο καθένας και να καταλάβει τι πράγματα έβγαιναν με δύο όργανα, ένα μπουζούκι, μία κιθάρα, και που και που μπαγλαμάς. Γι αυτό επιμένω τόσο πολύ.”

Επίλογος

Ο Τσιτσάνης έγραψε συνολικά περίπου 530 τραγούδια, εκ των οποίων περίπου 100 προπολεμικά. Πέθανε στις 18.1.1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο Χάραμα και δούλευε καινούργια τραγούδια.
“Να με θάψετε με το μπουζούκι μου και την ώρα που θα με κατεβάζετε στον τάφο, θέλω οι φίλοι μου να μου παίξουνε την Συννεφιασμένη Κυριακή”.




Πηγές κειμένου & φωτογραφίας απ' την κηδεία του



Υστερόγραφον: Το τραγούδι αφιερωμένο στον εορτάζοντα πρωθυπουργό μας, με την ελπίδα να νοηματοδοτήσει την Κυριακή των εκλογών.

Και μια αυτοσχέδια μαντινάδα που θα του αφιέρωνα στο βιβλίο ευχών:

Σου εύχομαι ολόψυχα να ζήσεις τόσα χρόνια 

όσα κι οι αλήθειες που έχεις πει, μιλώντας στα μπαλκόνια. 

Κρίμα που δεν συνέχισες στις πίτσες την καριέρα σου 

εγλύτωσε η μαγειρική και πέσαμε στα χέρια σου. 
.~.~.~.

Το έκανες το κέφι σου κι έγινες κυβερνήτης 

στα λόγια μεταρρυθμιστής - στην πράξη τραπεζίτης 

και σου το λέω φιλικά, όσο έχεις βήμα ακόμη 

πρέπει να έχεις τη μαγκιά και να ζητάς “συγνώμη”.

http://fouit.gr/
 

[Παρακαλώ, συμπληρώστε ελεύθερα τη λίστα δώρου. Να έχει κάτι να μας θυμάται εκεί που θα πάει…]

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

"Κράτα τον παππού ζωντανό"



Aχ ρε παππού… τα πιο όμορφα πράγματα τα διδάχτηκα μαζί σου. Θυμάσαι που με μάθαινες ποδήλατο τα καλοκαίρια στο χωριό; Με τις ώρες στημένος στο λιοπύρι, μέχρι να μάθω καλή ισορροπία. Κι έτρεχες ανήσυχος κοντά μου, κάθε φορά που έπεφτα. «Σήκω όρθιος και συνέχισε!» μου έλεγες όταν κλαψούριζα με τα ματωμένα μου γόνατα. Σηκωνόμουν. Κι έμαθα να κάνω σωστό πετάλι στη ζωή μου και να πορεύομαι με ορθοτιμονιές και αντοχές στις ανηφόρες.

Τα πιο σπουδαία παραμύθια τα έμαθα κοντά σου. Αν και αγράμματος, καμωνόσουν πως διάβαζες βιβλία και μου έλεγες τις δικές σου διηγήσεις. Δεν είχαν πρίγκιπες και παλάτια, αλλά ήταν τα βιώματά σου απ’ τα χρόνια του πολέμου και της εξορίας. Η προσωπική σου κληρονομιά απ’ τα πατρογονικά σου. Που πάσχιζες να την κρατήσεις ζωντανή και να περάσει από στόμα σε στόμα, για να μη σβήσει με τα χρόνια. Κι όταν κατάλαβα μια μέρα πως δεν διαβάζεις, μα αφουγκράζεσαι δακρυσμένος το παρελθόν σου, δεν είπα λέξη. Να μη χαλάσω την ιεροτελεστία αυτής της συνήθειας. Να μην σε προσβάλω πως δεν ήξερες να διαβάζεις. Κι έτσι δεν σου εξομολογήθηκα ποτέ το θαυμασμό μου. Αν και δεν ήξερες την αλφάβητο, μ’ έκανες ν’ αγαπήσω τα βιβλία. Είχες μιαν απίστευτη ικανότητα να μεταδίδεις τη γνώση σου, να την κάνεις εικόνες και σύμβολα, να της δίνεις υπόσταση και να τη ζωντανεύεις.

Αχ ρε παππού… θυμάσαι που με μάθαινες να τραγουδάω τα παλιά ρεμπέτικα; Τα αυγουστιάτικα βράδια ανεβαίναμε τη στριφογυριστή σκάλα κι αράζαμε στο ταρατσάκι μας. Ζαλωμένος το παλιό σου ακορντεόν, μ’ έβαζες στο ξύλινο σκαμνάκι πλάι στο βαρέλι με την κληματαριά και ξεφόρτωνες τα ντουζένια και τους καημούς σου. «Αντιλαλούνε τα βουνά» μου σιγοτραγουδούσες με τη βραχνή φωνή σου. Η χαρτονένια φυσούνα και τα συρμάτινα τάστα, ηχούσαν σαν ολάκερη ορχήστρα στ’ αυτιά μου. Συγχορδία εισπνοής-εκπνοής με τα πνευμόνια σου. Κι ας μην ήξερες τις νότες, με δίδαξες ν’ αγαπάω τη μουσική και να σέβομαι τα τραγούδια που κουβαλούν ανθρώπινες ιστορίες και πόνο.

Τα πρώτα μου χαρτζιλίκια, οι εφηβικοί μου έρωτες, οι δειλές επαναστάσεις μου, οι αγωνίες και τα ξενύχτια μου, η σχολή, ο στρατός, οι πρώτες μου αναζητήσεις για δουλειά… όλη μου η ζωή ξετυλίγεται μπροστά μου απόψε και παντού υπάρχει η παρουσία σου. Όλα πλαισιωμένα απ’ τη δική σου τρυφεράδα και σοφία. Και ντρέπομαι που δεν σου είπα ποτέ, πως σε κάθε μου αναποδιά, ήταν η φωνή σου που με στήριζε και με ενθάρρυνε «Σήκω όρθιος και συνέχισε!»…

Αχ ρε παππού… «κάποτε θα στα ξεπληρώσω όλα», σου έλεγα ο αφελής. Λες και τα έκανες από υποχρέωση κι όχι από ατόφια αγάπη. Κι έφτασα κοτζάμ γομάρι τριάντα χρονών και σου απλώνω ακόμα το χέρι. Να σου πω πως σ’ έχω ανάγκη, περισσότερο από ποτέ. Να μοιραστούμε τα παραμύθια μας. Να σου διηγηθώ τα δικά μου ντουζένια . Ν’ ανέβουμε πάλι τη σκουριασμένη σκάλα μας, να με βάλεις τρυφερά στο παιδικό μου σκαμνάκι και να σε σιγοντάρω στο τραγούδι. Κι ύστερα να σκύψεις πάνω απ’ τα ματωμένα μου όνειρα και να μου φωνάξεις: «Σήκω όρθιος και συνέχισε!»…

Τους τελευταίους μήνες, συννέφιαζε το πρόσωπό σου κάθε φορά που σου ζητούσα χαρτζιλίκι. Εγώ μακροχρόνια άνεργος, κι εσύ με χρόνια πνευμονοπάθεια. Εγώ ντρεπόμουν που έβαζα την ανάγκη παραπάνω απ’ το φιλότιμό μου. Κι εσύ ντρεπόσουν για την πετσοκομμένη σου σύνταξη. Το εξευτελιστικό ποσό που έπαιρνες πια, δεν σου έφτανε ούτε για τα φάρμακά σου. Και δεν καταδέχτηκες ποτέ να ζητήσεις βοήθεια. Κι ας έμενες άφραγκος για να μη μου χαλάσεις το χατίρι.

Μαζί με τους σφυγμούς σου, χάνεται κι η ζωή μου παππού…
Γιατί η ταπείνωση είναι το πιο φονικό όπλο, για όσους διαθέτουν αξιοπρέπεια.
Η ντροπή του ηλικιωμένου, είναι η εναλλακτική μέθοδος ευθανασίας.
Κι η ντροπή του ανέργου είναι η χαριστική βολή στο κεφάλι που κάνει όνειρα.

Αλλιώς σου άξιζε να σ’ αποχαιρετήσω, το ξέρω. Γύρω μας στριγγλίζουν οι παλμογράφοι και τα μηχανήματα που σε κρατούν ζωντανό. Το κορμί σου είναι διάτρητο απ’ τις παροχές και τους ορούς. Το ισχνό σου χέρι ανασηκώνεται και μου δείχνει το παράθυρο. Ο αέρας λυσσομανάει έξω κι ένα δεντράκι στον περίβολο του νοσοκομείου, πασχίζει να σταθεί όρθιο. Βγάζεις τη μάσκα οξυγόνου. Μου κάνεις νόημα να σκύψω κοντά σου. Με δυσκολία ψιθυρίζεις: «Κράτα τη ρίζα σου γερή και τα κλωνάρια σου βλαστερά… κράτα με ζωντανό αγόρι μου… μέσα από σένα θα συνεχίσω να ζω… ό,τι υπήρξα, θα είναι το λίπασμα για τη δική σου ζωή».

Αχ ρε παππού… Ακόμα και τώρα μου δίνεις μαθήματα.
Δευτερόλεπτα πριν ανέβεις τη στριφογυριστή σκάλα προς τον ουρανό…



[Η συμμετοχή μου στη δράση "Τίτλος σπουδής" που οργανώνει o διαδικτυακός τόπος τοβιβλίο.net
Ευχαριστώ θερμά τον Κώστα Θερμογιάννη για την έμπνευση, τη στήριξη και τη φιλοξενία του].