Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Tο χελιδόνι τρομοκράτης


Τις στιγμές που ένα σαπιοκάραβο βολόδερνε στα θηριώδη κύματα μιας θάλασσας, ακούστηκε το τρομαγμένο τιτίβισμα ενός μικρού αγοριού. Ακριβώς από πάνω τους σε παράλληλη ανεμοπορία, ένα νεαρό χελιδόνι συνοδευόμενο απ’ τη μητέρα, τον πατέρα και όλο το συγγενολόι τους, πετούσαν αναζητώντας μια ζεστή πατρίδα για να χτίσουν τη φωλιά τους. Λίγα μόλις μέτρα απ’ τη στεριά, το σαπιοκάραβο δεν άντεξε τη μανία του ανέμου και αναποδογύρισε. Δεκάδες ανθρώπινα σώματα βρέθηκαν στα αφρισμένα νερά, μικρές χρωματιστές κουκίδες στον υδάτινο όγκο, που πάλευαν με λύσσα να κρατηθούν στην επιφάνεια. Ο αέρας σήκωνε ψηλά τις οιμωγές και τους κλαυθμούς των ναυαγών, τις ανακάτευε με τα μουγκρητά των υδάτινων βουνών και τις μετέφερε ως τις ουράνιες συχνότητες.

Το μικρό αγόρι γλίστρησε απ’ την αγκαλιά της μητέρας του, χτύπησε πάνω στο σκουριασμένο σκαρί που το κατάπινε ολοένα η θάλασσα, τινάχτηκε στον αέρα κι έπεσε με δύναμη στα μανιασμένα νερά. Με ένα θεαματικό βολ-πλανέ, το μικρό χελιδόνι έκανε αεροδυναμική κάθοδο στο νερό, σα να ήθελε ν’ αρπάξει στον αέρα το ξέπνοο κορμάκι. Να το στηρίξει στο δυνατό ράμφος του και να το ταξιδέψει με ασφάλεια ως τη στεριά.

«Ο μικρός πάλι ταρζανιές κάνει... τι θα κάνουμε μ’ αυτό το πουλί, μου λες;», προβληματισμένο τιτίβισμα του μπαμπά στη χελιδόνα του, που πετάριζαν παραπίσω.

«Καλό πτηνό, αλλά έχει μια σπάνια πάθηση» ήταν η διάγνωση του ερωδιού, που φημιζόταν για τα γιατροσόφια και τις συμβουλές του. «Νόσο των ανθρώπων τη λένε και θέλει συχνά πρωτεϊνικά γεύματα και όχι έντονες συγκινήσεις. Ο μικρός επηρεάζεται απ’ τα γήινα μαγνητικά πεδία και ταυτίζεται με τα συμπαθή δίποδα».



«Κι είναι σοβαρό αυτό;», αγωνιώδες τιτιβοερώτημα της χελιδονομαμάς που έκοψε λίγο ταχύτητα κι έμεινε πιο πίσω στο ιπτάμενο κομβόι για να πάρει τις συμβουλές του ερωδιού.

«Ίσα-ίσα, ο μικρός είναι ευφυέστατος, έχει ακριβέστατο προσανατολισμό και η ηλιακή του πυξίδα λειτουργεί στην εντέλεια», την καθησύχασε ο ερωδιός, τεντώνοντας τον σταχτόχρωμο λαιμό του για να ξεπιαστεί απ’ το πολύωρο ταξίδι.

Πιο ανάλαφρα πέταξε τώρα η χελιδονομαμά, ρίχνοντας κλεφτές αεροματιές και καμαρώνοντας το βλαστάρι της. Ο μικρός είχε κατάμαυρο τρίχωμα γυαλιστερό σαν ατόφιο μετάξι, με ολόλευκες βούλες στο λαιμό του, που από μακριά έμοιαζαν με σειρά μαργαριτάρια απ’ τις νότιες θάλασσες. Θυμήθηκε πως απ’ τα πρώτα του πετάγματα, φάνηκε πόσο δυναμικό και ατρόμητο ήταν. Διέσχισε εκατοντάδες χιλιόμετρα, πέταξε κόντρα σε μανιασμένες ανεμοθύελλες, αναμετρήθηκε με φουρτουνιασμένες θάλασσες και πάλεψε με αρπαχτικά πουλιά. Η μοναδική στιγμή που ρίγησε από φόβο, ήταν όταν βρέθηκε ανάμεσα στις εκτυφλωτικές λάμψεις απ’ τους πολέμους των ανθρώπων. Είχε το ίδιο τρομαγμένο βλέμμα όπως και τώρα. Που ήταν διαρκώς προσηλωμένο στη μακάβρια διαδρομή του παιδικού κορμιού πάνω στο μένος των κυμάτων.

Λίγη ώρα μετά, η θάλασσα ξέρασε το άψυχο σώμα του αγοριού στα βράχια μιας παραλίας. Το μικρό χελιδόνι προσγειώθηκε μ’ ένα δυνατό φτεροκόπημα, έσυρε απαλά την ουρά του πάνω απ’ το παιδικό κορμάκι και τίναξε με θόρυβο τα –πρόωρα για την ηλικία του- ανεπτυγμένα φτερά του. Πλησίασε στο ξέπνοο προσωπάκι. Έκανε μιαν απότομη κίνηση, σα να άρπαξε στον αέρα μια πεταλούδα, μια ψυχή, ή τις ύστατες ανάσες του αγοριού και διακτινίστηκε με ουρανομήκη φτερουγίσματα. Κανείς απ’ τους συγγενείς του που το περίμεναν όλη αυτή την ώρα πετώντας κυκλικά στον αέρα, δεν παρατήρησε ένα ζευγάρι υγρά μάτια να γυαλίζουν σαν σκούρες πορσελάνινες μινιατούρες.

«Νέο πολύνεκρο ναυάγιο στα παράλια της Φαρμακοχώρας», είπε με πένθιμο στόμφο ο δημοσιογράφος μπροστά στην κάμερα της τηλεόρασης. Μαζί του συμφώνησαν σύσσωμοι οι κάτοικοι που είχαν μαζευτεί από ώρα για να παρακολουθήσουν κι αυτό το ναυάγιο. Κούνησαν δυο φορές το κεφάλι προς τα κάτω και ξαναγύρισαν σκυφτοί στη ρουτίνα της μέρας. Ένα λευκό σεντόνι σκέπασε τη μικροσκοπική μάζα που μέχρι χτες ήταν ένα χαμογελαστό αγόρι. Ίσως και να παρατηρούσε απ’ το περβάζι του δωματίου του το ιπτάμενο σμάρι των χελιδονιών, καθώς θα διέσχιζαν τον ουρανό της πατρίδας του. Θα ύψωνε με ενθουσιασμό τα χεράκια του για να τα χαιρετήσει και να τους ευχηθεί να είναι καλοτάξιδα.

Το μικρό χελιδόνι ξέκοψε απότομα απ’ το οικογενειακό σμήνος και με θορυβώδη φτερουγίσματα χάθηκε στην τροχιά του ουρανού. «Να προσέχεις μωρό μου!», ακούστηκε το μητρικό τιτίβισμα στις χελιδονοσυχνότητές του. Χρησιμοποιώντας τη μαγνητική του πυξίδα, πέταγε ασταμάτητα μέχρι να εντοπίσει την τροχιά του μικρού αγοριού. Με άφατη χαρά το εντόπισε σκαρφαλωμένο σ’ ένα μπαμπακένιο συννεφάκι. Απ’ αυτά που κρέμονται στον προθάλαμο του ουράνιου θόλου και οι άνθρωποι νομίζουν πως αν απλώσουν το χέρι τους, μπορεί και να τ’ αγγίξουν.

Προσγειώθηκε αθόρυβα κοντά του και προσηλώθηκε στο παιδικό πρόσωπο. Αν ήταν χελιδόνι θα ήταν συνομήλικοι. Βυζαντινά μάτια με ίριδες από φώσφορο, βλέφαρα παχιά σαν ατσαλόσυρμα, χέρια καλοζυγισμένα που θα πέταγαν ως τους εφτά ουρανούς και δέρμα να στραφταλίζει σαν φίλντισι. Το αγόρι σηκώθηκε όρθιο και πλησίασε με περιέργεια τον φτερωτό επισκέπτη του. Το περπάτημά του πάνω στο σύννεφο, σαν τα πρώτα φτερουγίσματα νεοσσού πριν φύγει ψηλά για τις ουράνιες πύλες.

Δεν χρειάστηκαν συστάσεις. Ο πόνος είναι κοινός κώδικας σ’ όλες τις λαλιές των έμβιων όντων. 

«Θα μου λείψει το σπίτι μου, οι γονείς μου, οι φίλοι μου… Τι θ’ απογίνω τώρα μονάχος εδώ πάνω;»

«Κι αν σου πω πως θα’ρθω κι εγώ μαζί σου… και θα πετάξουμε παρέα ως τις πιο ψηλές χελιδονοφωλιές, εκεί που έχει τόση ησυχία που ακούγεται και το άνοιγμα του τριαντάφυλλου, εκεί που τα ρολόγια μετράνε μόνο τις ψυχές που είναι πολύτιμες και δίνουν εντολή σ’ ένα γέρο κούκο ν’ ανοίξει διάπλατα τις σμαραγδένιες πόρτες του παραδείσου για να τις κλείσουν μέσα για πάντα; Τι έχεις να πεις;»

«Ότι πετάς στα σύννεφα!».

«Μέσα έπεσες Μεγάλε!».

«Θα με μάθεις να πετάω;»

«Tι ερώτηση!... Μα τώρα παιδιά είμαστε;»


Ένα μελαχρινό αγόρι με φτερά ανοιχτά, σύγχρονος Χριστός πάνω στο σταυρό του, ωθείται απ’ τον δυνατό αέρα και απογειώνεται σαν άγριο πουλί. Ανάσταση. Έλευση. Σπόρος που φυτρώνει σε μια μήτρα και πολλαπλασιάζεται. Το σύνθημα για τη συνωμοσία της πιο ισχυρής επαναστατικής οργάνωσης. Της φύσης. Την ίδια ακριβώς στιγμή, σμήνη χελιδονιών απογειώνονται ψηλά, σαν μια αόρατη δύναμη να τινάζει δυνατά το πολυκαιρισμένο σεντόνι της γης. Έκτακτη είδηση στα κανάλια του ουρανού και της θάλασσας. Απ’ τους γυπαετούς ως τις μέδουσες κι απ’ τα λιοντάρια ως τους ανθρώπους των πόλεων. Βραχυκύκλωμα. Σκοτάδι. Η οργή που βρίσκει μονοπάτια διαφυγής, το άδικο που μαζεύεται σε μαύρα σύννεφα, ένας Δίας που ακονίζει τους κεραυνούς του και μια λυτρωτική βροχή που δεν δείχνει έλεος σε επίγειους αυτοκράτορες. Ουρανοί καταρράκτες. Εξιλέωση. Τιμωρία. Δικαίωση.

Στις σελίδες της μελλοντικής ιστορίας, θα αναφερθεί σαν το τέλος του βιομηχανικού κόσμου. Στη σύγχρονη μυθολογία ωστόσο, θα υπάρχει ο θρύλος ενός χελιδονιού που ήταν συλλέκτης αδικοχαμένων ψυχών. Τις μάζευε σε ασημένιες κλωστές και τις μετέφερε σε μια ουράνια κρύπτη που τη φύλαγαν Κένταυροι και Νεράιδες. Όταν πέθανε, οι ψυχές δάκρυσαν, έγιναν ασημένια βροχή και πέφτοντας στη γη, έλιωσαν διαμιάς τους άψυχους, μεταλλικούς ανθρώπους.

Συμμετοχή στο "Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι!", που οργανώνει και συντονίζει η Αριστέα μας. 

[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Να τυλιχτούμε όπως παλιά;


- Άργησες.
- Κίνηση.
- Θα φας;
- Τι έφτιαξες;
- Τ’ αγαπημένο σου.
- Λαγό στιφάδο;
- Λαχανοντολμάδες βρε!
- Aυτό είναι δικό σου αγαπημένο.
- Παλιά ήταν και δικό σου.
- Tότε που τους έφτιαχνε η μάνα μου, ήταν. Οι δικοί σου είναι ολίγη από λαχανόρυζο.
- Καιρός να το μάθεις λοιπόν! Η μανούλα σου χρησιμοποιούσε ντολμαδοτυλιχτή!
- Τι… τι είπες;
- Αμέ! Γι αυτό έβγαιναν ομοιόμορφοι, σαν οπλίτες σε στρατιωτική παρέλαση.
- Κι εσένα σου πήρα, αλλά βγαίνουν σαν το πατρινό καρναβάλι τα ντολμαδάκια σου.
- Η ουσία δεν είναι στο σχήμα, αλλά στο περιεχόμενο.
- Μμμμ… η ντολμαδοφιλόσοφος!
- Δικά σου λόγια είναι. Τα ξέχασες;
- Δεν αφορούσαν τα ντολμαδάκια τότε που στα έλεγα.
- Αλλά;
- Εσένα.
- Υπονοείς κάτι για το σχήμα μου;
- Ξεχνάς πως ήσουν σαν ντολμάς παραγεμισμένος;
- Σ’ άρεσα τότε. Μ’ έλεγες το “σαρμαδάκι” σου, θυμάσαι;
- Έχει ζεστό νερό;
- Δεν θα φας ε;
- Με πλήγωσε αυτό που είπες για τη μάνα μου… δηλαδή, γιαλαντζί ντολμάδες έτρωγα τόσα χρόνια;
- Έπρεπε να το μάθεις κάποτε… θα φας τελικά;
- Δεν θα της το συγχωρέσω ποτέ. Μ’ άφησε να ζω σ’ ένα ψέμα. Εγώ… εγώ που ήμουν τόσο περήφανος για τους ντολμάδες της!
- Τόσα φαγητά και γλυκά σου έκανε… βρες κάτι άλλο για να’ σαι περήφανος.
- Κι εσύ παλιά με φώναζες “σουτζουκάκι” σου… θυμάσαι;
- Τότε… πώς ξεμείναμε έτσι από λαδερά μωρέ Θανάση;
- Κατακτήσαμε το τύλιγμα του ντολμά και ξετυλιχτήκαμε εμείς οι ίδιοι.
- Να τους βάλω στο ψυγείο;
- Να το βάλεις στα σκουπίδια!
- Το φαϊ;
- Το μαραφέτι αυτό… και μην ξανακούσω για ντολμαδοτυλιχτές! Κομμένα τα πάσης φύσεως βοηθήματα σ’ αυτό το σπίτι!
- Να ρίξω δυο αυγουλάκια στο τηγάνι να τελειώνουμε;
- Ναι… σαρμαδάκι μου!
- Κι ύστερα να ντολμαδοτυλιχτούμε όπως παλιά;
- Σουτζουκάκι δεν έχει;
- Στ’ αυγά το θες;
- Όχι μωρέ… να τ’ ακούω θέλω! Να λαδώσουμε λίγο τη μηχανή που λέγαμε…


Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Άμα σου πω “Συμπόσιο” βγαίνεις!...


Μια Ζωή που είν’ Ωραία, κατά κόσμον Αριστέα
εργαστήρι είχε στήσει σ’ ένα δώμα του σπιτιού
ντεκουπάριζε αβέρτα όταν σφήνωσε μια ιδέα
στο μπουκλένιο της κεφάλι:
“Δεν αφήνω το πινέλο, τον καμβά και το μπουκάλι
και να οργανώσω άρδην ένα στέκι  ποιητών;”

Το Αφρούλι ευθύς παίρνει να της πει για την ιδέα,
λίγο πριν στεγνώσει η πάστα κι ενώ ήταν ήδη αργά:
“Πού σε βρίσκω φιλενάδα;”
“Στις αγκάλες του Μορφέα!”
“Καλέ ξύπνα, σου’ χω νέα!”
Με το νι και με το γκλίτερ τα ανέλυσε η Μπουκλέα   
περί ποίησης και τέχνης και πως θα το πει “Συμπόσιο”.
Χασμουριόταν το Αφρούλι:
“Το κρακελέ μου μέσα…
 δεν γλυτώνω το υπογλώσσιο!”

Κι απ’ της Βηθλέεμ τ’ αστέρι πριν δυο χρόνια ένα ασκέρι
με στιχάκια ανιχνεύει μονοπάτια ποιητών
γιατί ένα εργαστήρι που απλόχερα προσφέρει
είναι  σύνθημα στον τοίχο
ξεσηκώνει και εμπνέει, σιωπή που βγάζει ήχο
συντροφιά που συνταιριάζει  σα μπαλάντα αστεριών.

Μην την ψάχνεις τη μαγεία σ’ ουρανούς κι ιερατεία
κάπου ανάμεσά μας είναι οι τεχνίτες της ζωής
με την πλάτη γυρισμένη στων καιρών την αγλωσσία
στέλνουν σήματα με λέξεις
οργανώνουν τις παρέες, ημερεύουνε τις σκέψεις
σε μυούν στη δοξασία μιας πανάρχαιας τελετής.

Αν το δείτε κάποιο βράδυ έν’ αστέρι να βολτάρει
μπουκλωτό και απαστράπτον σε συμπόσια να καλεί
είναι μια συνωμοσία για να βγουν απ’ το πατάρι
οι κρυμμένες αντιστάσεις
πετροβόλημα στο φόβο, αφορμές για να γιορτάσεις
όσα λαχταρούν να νιώσουν οι μικροί μας εαυτοί.

 [ *Υπογραμμισμένες,  οι τρεις εναρκτήριες λέξεις του Συμποσίου]
 Πηγή φωτογραφίας: http://lupitovi.tumblr.com/Charlie Chaplin - The Kid

Ήταν η συμμετοχή μου στο επετειακό - 10ο συμπόσιο ποίησης της Αριστέας μας. Οι συμμετοχές αυτή τη φορά ξεπέρασαν  κάθε προσδοκία και έδωσαν εξαιρετικές δημιουργίες, μαζί με στιγμές συγκίνησης, συντροφικότητας, χαράς, αλλά κι ένα έμπρακτο δείγμα για το αποτέλεσμα που έχει μια συλλογική δουλειά.
Συμπτωματικά αυτές τις μέρες, χρειάστηκε να βρεθώ στο περιβάλλον ενός νοσοκομείου και να διαπιστώσω για άλλη μια φορά αυτό που η Αριστέα μας υπενθυμίζει διαρκώς, με τον τίτλο στο μπλογκ της αλλά και μέσα απ’ τις αναρτήσεις της: “Η ζωή είναι ωραία”. Εκεί που ο χρόνος έχει την υπέρτατη αξία και οι συναλλαγές γίνονται μόνο μαζί του. Να τον διεκδικήσεις, να τον κερδίσεις και να τον ημερέψεις απ’ το άλγος και τις αγωνίες. Εκεί που οι άνθρωποι παίρνουν τη σωστή τους διάσταση. Γίνονται ταπεινοί, συμπονετικοί, μοιράζονται κουβέντες, πίκρες και χαμόγελα.

Αν μπορούσα να χωρέσω σε μια εικόνα και σε μια φράση την κορύφωση της συγκίνησης και του ανθρώπινου μεγαλείου, θα ήταν μια μόνο στιγμή, ένα βλέμμα και λίγες λέξεις ενός νεαρού προς τη μάνα του. Όση ώρα ανεβαίναμε παρέα  στο ασανσέρ του νοσοκομείου, η ηλικιωμένη γυναίκα –εμφανώς ταλαιπωρημένη και υποβασταζόμενη απ’ τον γιο της- παρατηρούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της είχε την ώχρα της ρόμπας της, το χέρι της ήταν μελανιασμένο γύρω απ’ τον καθετήρα  που ήταν κολλημένος μ’ ένα τσιρότο πάνω στη φλέβα της και με δυσκολία ισορροπούσε πάνω στις χνουδωτές παντόφλες της.
“Τα χάλια μου”, μονολόγησε στον εαυτό της.
Ο γιος της, την κοίταξε μέσα απ’ τον καθρέφτη κι έσφιξε πιο δυνατά τις παλάμες  του στα μπράτσα της:
“Τώρα που σηκώθηκες, μη σε νοιάζει τίποτα μάνα! Θα πάμε στις κομμώτριες, στις βιτρίνες, παντού. Μη σε νοιάζει...

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Πάμε γήπεδο;


Την ώρα του πέναλτι, εδώ σε θέλω φίλε μου. Όταν ιδρώνω απ’ την αγωνία, όταν λυγίζω απ’ το άχθος της ευθύνης, όταν καταστρώνω τη μικρή μου μάχη. Γηπεδούχος δεν είμαι, τα μόνα που έχω στην κατοχή μου είναι μια ξεφούσκωτη μπάλα και μια ακατανίκητη λαχτάρα για αγώνα. Χόρτασα αποδοκιμασίες και γιουχαΐσματα, το ξέρω πως ο αγώνας είναι πουλημένος, πως όλα είναι μάταια. Εγώ γουστάρω να προσπαθήσω. Να βρω νερό κάτω απ’ τα τσιμέντα, να σκάβω λαγούμια με τα νύχια μου, να τραβήξω πάνω τα κεμπέκια της ζωής μου, να βγω στον ήλιο, να αλαργέψω απ’ το γκρίζο βουρκάρι της πόλης.

Καλός ήταν ο χρόνος που έφυγε. Κι ας λέμε το αντίθετο. Μπήκε στη φλέβα μας το χαρμάνι με τα βάσανα. Πότισε το είναι μας. Άλλους μας έκανε απαθείς παρατηρητές, άλλους δυσκίνητους στοχαστές κι άλλους δυνατούς παίκτες. Σωπάσανε τα “Ζήτω” κι οι κολακείες, πάτησε επιτέλους γη το ποδάρι μας. Κι είμαστε στο σημείο μηδέν. Εδώ σε θέλω λοιπόν. Στη μοναξιά, στην άδεια κερκίδα, στο δυσοίωνο και στο μαύρο. Να σου απλώσω το χέρι στο σκοτάδι και να μοιραστούμε το φόβο μας. Στις δάφνες και στα σημαιοστολισμένα γήπεδα τι να σε κάνω; Τώρα θέλω την εγκαρδίωση και την επευφημία σου. Την πίστη και το κέρασμά σου. Έτσι ανθίζει πάλι. Γίνεται η πρόσθεση. Ο πολλαπλασιασμός. Ένας – δύο – ομάδα – μαζί. Αυτά είναι η αριθμητική και το αλφαβητάρι του ανθρώπου. Αυτό είναι το γήπεδό μας.

Αν διαλέγεις τη θέση του κριτή και του αυστηρού παρατηρητή, όσο αναμασάς για τον κόσμο το μπαμπέσικο και τον άδικο, τίποτα δεν θα γίνει. Κι αυτή η χρονιά το ίδιο θα κυλήσει. Με ανεκπλήρωτες προσδοκίες και φαρμακωμένες μέρες. Ποτέ δεν θα κατέβουμε παρέα για παιχνίδι. Ποτέ δεν θα γευτείς τη χαρά μιας μικρής νίκης ή την εμπειρία μιας ήττας. Ποτέ δεν θα ματώσεις τα γόνατα στις πέτρες, ποτέ δεν θα μοιραστείς κοινές πάσες, ποτέ δεν θα κάνεις ντρίπλες κι επιθέσεις στον αγωνιστικό χώρο. Γιατί δεν θα υπάρχει αγώνας. Άπνοια στη ζωή σου. Φαινομενικά ασφαλής, αλλά αβάσταχτα μάταιη και ηττοπαθής. Οι καναπεδάτες διαπιστώσεις και τα πληκτρολογημένα συμπεράσματα, δεν είναι όπλα. Είναι άμυνα και άτακτη φυγή απ’ το γήπεδο. Κι αν το φέρει η τύχη και γυρίσει το παιχνίδι σε νίκη, θα είσαι απ’ τους πρώτους που θα σπεύσει με τις ανθοδέσμες και τις μεγαλοστομίες. Στην αντίθετη, θα είσαι εκεί με κολλημένη τη βελόνα στο “Δεν γίνεται τίποτα, όλα είναι καταδικασμένα”.

Ξεκίνησε η νέα χρονιά, καλές μοιρασιές να έχουμε! Να ενθουσιαστούμε, να κάνουμε φασαρία, να φτιάξουμε συνθήματα, να σουτάρουμε, να φαλτσάρουμε, να αποτύχουμε, να ξανασηκωθούμε, να αγαπήσουμε τα λάθη μας, να διεκδικήσουμε ένα αξιοπρεπές σκορ, να κυλιστούμε στο χώμα, ένα ανθρώπινο κουβάρι να γίνουμε, επιθετικοί και τρελοί, ν’ απλώσουμε το χέρι στο συμπαίκτη που κουράστηκε, μα να είμαστε διαρκώς ομάδα. Στα δύσκολα. Εκεί κυρίως.

Καλή θα είναι η χρονιά. Μπορεί και καλύτερη απ’ όσο φανταζόμαστε!



Παραμονή πρωτοχρονιάς στο σπίτι του Κώστα, του Άλλου Ανθρώπου. Άλλος άνθρωπος γίνεσαι. Σοφή η επιλογή του τίτλου που επέλεξε για την κίνησή του. Ο Κώστας λοιπόν, είναι απ’ τους δυνατούς επιθετικούς του γηπέδου που λέγαμε. Για όσους γνωρίζουν την ιστορία του και πόσο δημιουργικά διαχειρίστηκε τη μελαγχολία απ’ την επαγγελματική του ήττα, υποκλίνεται στο μεγαλείο του ανθρώπου αυτού. Μέσα σε λίγα χρόνια έστησε ένα δυναμικό δίκτυο με εθελοντές- συμπαίκτες, που στήνουν κουζίνες και τραπεζώματα, φτιάχνουν συντροφιές, βγάζουν τους ανθρώπους στο δρόμο, κάνουν παιχνίδι και νικούν πανηγυρικά το φόβο και την εσωστρέφεια.

Όπως διαβάζω στο πρόγραμμά του, την ερχόμενη Κυριακή έχει τον εξής “αγώνα”:


«ΚΥΡΙΑΚΗ 10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΣΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΣΤΙΣ 2 & ΣΤΙΣ 6 ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ 55 ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ ΚΟΒΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΙΤΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΖΟΥΜΕ ΔΩΡΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ!!!»

Πάμε λοιπόν γήπεδο;

Φωτογραφίες: Θάνος Τσάκαλος & Jessica Stewart

Το κείμενο φιλοξενήθηκε στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού