Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Βαγγέλη… “Nτεκολορασιόν”

Είμαι η Βούλα, γυναίκα αλφάδι με διαμάντι καρδιά
ξέρω ν’ ακούω, να ισιώνω, να κατσαρώνω
να συμβουλεύω, να υπομένω, να βάφω, να λούζω
να κάνω μασάζ,
να καλύπτω λευκές, να ξανοίγω τις σκούρες
να γελάω με αφέλεια και να κρύβω σκοτούρες
να προτείνω αφέλειες και τουφίτσες με φλας
ξέρω από χρώματα, από σώματα, κι από καμώματα
ξέρω ν’ αγγίζω, να σιωπώ και να χτενίζω.

Ξέρω χρωματομετρία, τι θα πει ορθοστασία και ολίγα γαλλικά
ντεκαπάζ, ρεφλέ, εξτένσιον και φλεβίτιδα ρανσάζ
ξέρω κότσους νυφικούς, να φιλάρω, να κρεπάρω
και να γίνομαι κουρέλι
ξέρω και την κερατίνη, τη μπραζίλ και του Βαγγέλη
που φορμάρει μια μικρούλα οξυντάν και επιπόλαιη
κι όση ώρα εγώ χτενίζω
οι δυο τους το τυλίγουνε κανονικά το ρόλεϊ.

Μου το είπε τις προάλλες μια κυρία μιζανπλί
πως τους  είδε να’ χουν στήσει στα σκοτάδια λακριντί
Ο μνηστήρας σου -μου λέει- στα φοράει
μ’ ένα τσόλι κάθε απόγευμα γυρνάει
που στα μάτια θα’ πρεπε να σε κοιτάει
και να λέει στο Θεό «δόξα κι αμήν!»
Και αντί για ευχαριστώ ο αχρείος
της το παίζει μπαλεγιάζ και σεξ-μασίν.

Τ’ ορκίζομαι στη λισουάρ, να μη με λένε Βούλα,
να μη χαρώ το ακαζού αν δεν τον ξεμπροστιάσω
το βράδυ στη μπανιέρα του θα τον αιφνιδιάσω
με σεσουάρ μονόκανο και την παρλούξ φυσούνα
όπως θα είναι στους αφρούς, στη μπρίζα θα τ’ ανάψω
θα του εξηγώ την τεχνική καθώς θα πέφτει στο νερό
«Βαγγέλη… ντεκολορασιόν, έτσι το λέμε στο σαλόν»...
 [photo: https://www.flickr.com]

Η Βούλα με το σεσουάρ και τη λισουάρ της, πήρε μέρος στο 13ο συμπόσιο ποίησης, που οργάνωσε και φιλοξένησε η Αριστέα μας.

Αρχικά είχε κάτι αντιρρήσεις του τύπου: 
«Τι δουλειά έχω εγώ σε συμπόσια ρε παιδάκι μου; Πες στην Αριστέα να κοπιάσει να της κάνω μια κερατίνη, μια ισιωτική, ένα ρεφλέ έστω, αλλά από ποίηση δε σκαμπάζω η γυναίκα». Της εξήγησα ότι η κομμώτρια που θα ισιώσει τους βοστρύχους της Αριστέας, δεν έχει γεννηθεί ακόμα. Έδειξε κατανόηση. Πήρε το σεσουάρ της και ήρθε στην παρέα μας. Και σας ευχαριστεί απ’ την καρδιά της γι αυτή τη συναρπαστική εμπειρία που μοιράστηκε μαζί μας.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Ciao Dario...


"Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες: «Aχ, σας παρακαλώ, θα μπορούσατε λιγάκι να μου κάνετε λίγο χώρο ν’ αναπνεύσω κι εγώ; Θα μπορούσατε να είστε λίγο πιο καλός, με λίγη περισσότερη κατανόηση; Ας συμφωνήσουμε…»

Όχι. Ο μόνος τρόπος για να μιλήσεις μαζί τους είναι να τους στριμώξεις στον καμπινέ, να τους χώσεις το κεφάλι μέσα στη λεκάνη και να τραβήξεις το καζανάκι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο, ίσως με λιγότερο φανταχτερές βιτρίνες, ίσως με λιγότερες λεωφόρους, αλλά με λιγότερες λιμουζίνες, με λιγότερους απατεώνες.Τους πραγματικούς απατεώνες, αυτούς τους μισάνθρωπους με τις χοντρές κοιλιές. Κι έτσι θα είχαμε δικαιοσύνη.

Έτσι, εμείς που βγάζουμε πάντα το φίδι απ’ την τρύπα για τους άλλους, θα μπορούμε επιτέλους να σκεφτούμε και τον εαυτό μας. Να κτίζουμε σπίτια που να ανήκουν σε μας…
Να ζούμε μια ζωή που θά ‘ναι ολότελα δική μας.
Να ζούμε σαν ολοκληρωμένοι άνθρωποι τέλος πάντων.
Να ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου η επιθυμία σου να γελάσεις, ξεσπάει από μέσα σου σα γιορτή, η επιθυμία να παίξεις και να γιορτάσεις…
Kι επιτέλους να κάνεις μια δουλειά που να σ’ ευχαριστεί… σαν κανονικοί άνθρωποι κι όχι σαν ζώα που ζουν και υπάρχουν χωρίς χαρά και φαντασία.

Ένας κόσμος όπου μπορεί κανείς να δει ξανά ότι υπάρχει ακόμη ένας ουρανός… τα λουλούδια που ανθίζουν… ότι ακόμα υπάρχει άνοιξη… και τα κορίτσια που γελούν και τραγουδούν.
Και όταν μια μέρα πεθάνεις, δε θα πεθάνεις σαν γέρος, πεταμένος σαν στημένη λεμονόκουπα, αλλά σαν άνθρωπος που έζησε ελεύθερος κι ευχαριστημένος μαζί με τους άλλους ανθρώπους…”




//Ο βραβευμένος με Νομπέλ Λογοτεχνίας (1997) Ιταλός δημιουργός Ντάριο Φο 
άφησε την τελευταία του πνοή σήμερα 13 Οκτωβρίου//


Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

«Το ζακετάκι»

-      Μάνα… πατέρα, σ’ ένα μήνα παντρεύομαι.
-      Τσιμουδιά εσύ, άστο πάνω μου.
-      Μα γιατί τον καπελώνεις διαρκώς; Πατέρας μου είναι, ας πει κι αυτός τη γνώμη του.
-      Μπα; Θες να πεις τη γνώμη σου Λεωνίδα;
-      Εγώ… εγώ παιδί μου...ό,τι πει η μάνα σου.
-      Μερσί Λεό… και δε μου λες εσύ μικρέ...
-      Μισό να φέρω τη λάμπα...η κάμερα πάνω μου, κλείσε ρε πατέρα τον πολυέλαιο...έτσι μπράβο...λοιπόν;
-      Το ζουλάπι η Αλβανίδα είναι; Τα’λεγα εγώ! Βρε ζούδι αυτή ΄ναι του σκοινιού και του παλουκιού… μ’ αυτήν θ’ ανοίξεις σπίτι;
-      Δεν κατάλαβες. Η Νατάσσα ήταν για ξεκάρφωμα. Έχω σοβαρή σχέση μ’ ένα εξαιρετικό παιδί απ’ την Ξάνθη. Είναι μαθηματικός και τον λένε Ιάκωβο… όταν είμαστε μόνοι, τον φωνάζω «Ζακετάκι μου».
****
-      Εντάξει...κι η υπομονή έχει τα όρια της! Λεό τα υπογλώσσια...σβήνω!
-      Περίμενε ρε μάνα…το καλύτερο δεν σας το’πα ακόμα! 
-      Μαριάννα άσε κάτω το τασάκι!
-      Θ’ αποκτήσετε εγγόνι!
-      Tιιι; Είναι έγκυος το Ζακετάκι;
-      Όχι ρε πατέρα, υιοθετήσαμε ένα ορφανό απ’ την Αιθιοπία. Τελειώσαμε τα διαδικαστικά και σύντομα το υποδεχόμαστε σπίτι μας.
-      Τι χρώμα είναι δηλαδή;
-      ΛΕΩΝΙΔΑ
-      Όχι λέω…αν είναι μαυράκι, πώς θα το καταλαβαίνουμε όταν μιλήσει;
-      Λεωνίδα το βλέπεις το βάζο; Μπαίνει σε τροχιά εκτόξευσης.
-      Δεν πιστεύω να παίζει προκατάληψη με το χρώμα του εγγονού σας ε;
-      Δηλαδή είμαι παππούς;… δηλαδή πώς εσύ;… θέλω να πω, τι θα πει ο κόσμος ρε πουλάκι μου; Τη μάνα σου τη σκέφτηκες;
-      Aμ πώς βγήκε το «Ζακετάκι» νομίζεις; Τόσα χρόνια ένα ζακετάκι με κυνήγαγε. Στο σχολείο, στο παιχνίδι, στον ύπνο και στο ξύπνιο μου… μ’ ένα ζακετάκι μεγάλωσα κι έγινα άντρας.
-      Πες ότι φταίω κι από πάνω… ζακετάκι φώναζα να φορέσεις, όχι δωδεκάποντα!
-      Αντρίκια κουβέντα σας κάνω ρε μάνα. Ή με δέχεστε όπως είμαι, ή φεύγω και δεν με ξαναβλέπετε ποτέ.
-      Στα τσακίδια!
-      Κάτσε ρε πουλάκι μου… πώς φεύγεις; Εδώ είναι το σπίτι σου, ας γνωρίσουμε κι αυτό το καλό παιδί που λες… πω-πω τι κεραμίδα μας βρήκε απόψε!
-      Κουράστηκα με τις αντιφάσεις σας. Ζέστη ο ένας, κρύο η άλλη.
-      Θρασίμι! Ου να μου χαθείς που περίμενες να γίνω η καλή πεθερούλα του φίλου σου!
-      Ενώ αν ήταν η Αλβανίδα θα ενθουσιαζόσουν ε;
-      Τουλάχιστον θα ήταν νορμάλ. Τι θα πω στο σόι, το σκέφτηκες;
-      Θύμισέ τους τα παιδικά ζακετάκια που πήραν στο λαιμό τους παλιά. Την ψυχοκόρη του θείου Αγησίλαου και κείνο το δύσμοιρο παπαδάκι που γνώρισε τα… «πατρικά χάδια» στο σύθαμπο της εκκλησιάς που λειτουργούσε ο θείος Τιμόθεος. Ο στυλοβάτης της ηθικής και της ιεροσύνης!
-      Σκάσε επιτέλους! Μακάρι να μην σ’ είχα γεννήσει ΚΑΙ σένα ποτέ!
-      ΜΑΡΙΑΝΝΑ!...Τουλάχιστον αυτός δίνει ζωή σ’ ένα ορφανό… εμείς τι κάναμε;… θυμάσαι;
-      Σβήνω.
****
-      Πατέρα!...εσύ εδώ; Πέρνα μέσα.
-      Άλλη φορά αγόρι μου. Βγαίνει σήμερα και τρέχω για τα χαρτιά…
-      Πώς είναι;
-      Ευτυχώς ήταν ελαφρύ μας είπαν… τώρα συνήλθε, κάνει και πλεχτοθεραπεία για να εξασκεί το μυαλό της με το μέτρημα στους πόντους.
-      Πλεχτοθεραπεία;
-      Ναι και σας στέλνει αυτό το δέμα, για τον εγγονό της λέει.

Ένα γαλάζιο ζακετάκι κι ένα σημείωμα:
«Να του το φοράτε να μην κρυώνει.
Η γιαγιά Μαριάννα»
Το ζακετάκι αυτό είχε την τιμή να συμμετέχει στον 9ο κύκλο του 
«Παίζοντας με τις λέξεις», στο μπλογκ της Μαρίας-mytripsblog. Eυχαριστώ πολύ την οικοδέσποινα και όλους τους φίλους που συνταξίδεψαν, διάβασαν και αξιολόγησαν τις 18 υπέροχες συμμετοχές κι αυτού του κύκλου.
Η ιστορία πλέχτηκε ειδικά για το παιχνίδι και δεν είναι παρά μια μικρή υπενθύμιση πως ο ρατσισμός και η απόρριψη, είναι πρωτίστως οικογενειακή μας υπόθεση. Όπως κι ο φόβος και η προκατάληψη προς κάθε τι διαφορετικό που ξεφεύγει απ’ τα πλαίσια της «κανονικότητας» που εμείς έχουμε ορίσει. 

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

«Τώρα να έβλεπες τι κάνουμε, Κατερίνα…»

Έφυγε στις 3 Οκτωβρίου 1993 ύστερα από ένα μοιραίο κοκτέιλ ψυχοφαρμάκων και αλκοόλ. Τη βρήκαν την επόμενη μέρα στο τελευταίο σπίτι της στον Κεραμεικό. Ήταν μόλις 53 χρονών. Είχαν ήδη φύγει Άσιμος και Σιδηρόπουλος. Η «Καταραμένη Αγία Τριάδα των Εξαρχείων» όπως τους αποκαλούσαν, πρόλαβαν να συνεργαστούν  για  μία και μοναδική φορά, στον κύκλο τραγουδιών «Ράγκα-Παράγκα» του Ανδρέα Ταρνανά (1986).


 Το γλυκό κορίτσι των ελληνικών ταινιών της Φίνος Φιλμς, 
μετατρέπεται σε  επαναστατική ποιήτρια που αρχίζει να γράφει:
«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω "ποιητής". Μην κλειστώ στο δωμάτιο ν' αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να με χρησιμοποιήσει. Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου. Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν».


  //Την γνώρισα από κοντά στα τελευταία της, όταν ξαφνικά άρχισε να έρχεται στο βιβλιοπωλείο μου έτσι, για να κουβεντιάσουμε. Ήδη μιλούσε για τους φίλους της που έφυγαν, ήδη φοβόταν πως μοιραία θ’ ακολουθούσε. Ήταν μια καλλιτέχνιδα της πόλης με την αναγεννησιακή έννοια, μια σημαντική αναρχική ποιήτρια που δικαιώθηκε μετά θάνατον και είναι μάλιστα εμπορική, σε μια εποχή που η ποίηση δεν πουλά. Η αυτοκτονία της ήταν καθαρό ροκ εν ρολ, όπως και όλη η ζωή της, που εν τέλει την πλήρωσε με την τέχνη της// 
Γιώργος Χρονάς, συγγραφέας-εκδότης


 //Εμφανίζονται διαχρονικά κάποιες ψυχές που γίνονται η υποσυνείδητη συνείδησή μας. Που λειτουργούν ενορατικά, βλέπουν μελλούμενα που ο μέσος άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται παρά μόνο σαν φάει το παλούκι! Τέτοια ήταν η Κατερίνα. Τόσο εκείνη όσο κι ο Παύλος, καθώς και ο Άσιμος, οι Εξαρχειώτες άγιοι που λέμε, φύγανε νωρίς. Δεν έζησαν όσο επιτρέπει η στατιστική, γλίτωσαν όμως την παρακμή. Ήταν όλοι τους ιδιότροπα, ευάλωτα άτομα. Δεν είχαν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ούτε ήταν ικανοί να δαγκώνουν, απλώς προσποιούνταν ότι το κάνουν, γι αυτό και δεν επέζησαν. Άφησαν όμως άξια παρακαταθήκη// 
Δημήτρης Πουλικάκος-μουσικός



Η Κατερίνα έσβησε την εποχή που ο θρύλος των Εξαρχείων, παραχωρούσε τη θέση του στο δανεικό νεοπλουτισμό και στην υπερκαταναλωτική ευδαιμονία. Η Κατερίνα δεν μάσαγε. Ψυχανεμιζόταν πως οι καιροί γυρίζουν, πως θα ξανάρθουν οι γκρίζες μέρες της καταστολής, πως η φούσκα της ψευδο-ευμάρειας, δεν είναι παρά ο προπομπός  της απόλυτης χρεοκοπίας και του ξεπεσμού. Δυο δεκαετίες μετά, η Αθήνα φλέγεται και βιώνει την πιο κρίσιμη μεταπολεμική κρίση στην Ευρώπη. Ο 16χρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δολοφονείται στα Εξάρχεια και το κέντρο πάλλεται από πορείες και σοβαρά επεισόδια. Η Χρυσή Αυγή μπαίνει στο κοινοβούλιο και τα τάγματα εφόδου επανεμφανίζονται πανηγυρικά. Ο Παύλος Φύσσας δολοφονείται εν ψυχρώ μπροστά στα μάτια των αστυνομικών. Το κάρο του δήμου που μάζευε στην κατοχή τα πτώματα των νεκρών απ’ την πείνα, έδωσε τη θέση του στο ημερήσιο δελτίο αυτοκτονιών. Ο κατάλογος μακάβριος και ντροπιαστικός. Οι νέοι οργισμένοι και απογοητευμένοι, κάνουν στροφή προς την πολιτική. Ξαφνικά αρχίζουν να διαβάζονται τα ποιήματά της, αυτά που όσο ήταν εν ζωή κανένας εκδοτικός οίκος δεν δέχτηκε να τα εκδώσει, εκτός απ’ τον Καστανιώτη που τόλμησε και το έκανε.

 Σε μια εποχή που είναι διάχυτο το αγωνιώδες ερώτημα «Μα γιατί σιωπούν οι άνθρωποι της τέχνης;», τα ποιήματα της Κατερίνας γίνονται προφητείες, συνθήματα στους τοίχους, διαδίδονται και στοιχειώνουν το ίντερνετ. Η μορφή της γίνεται αφίσα με τις «Εκατό λιρέτες Εξαρχείων», ξαφνικά οι εκδότες δείχνουν ενδιαφέρον για τα βιβλία της, γίνονται μελέτες και γράφονται άρθρα. Έφτασε η εποχή που μπουκώσαμε απ’ τα καταναλωτικά σκουπίδια και ψάχνουμε απελπισμένα για προφήτες και ήρωες. Και μπορεί τότε να φάνταζαν παραληρηματικά χαϊκού και οργισμένοι στίχοι όσα έγραφε. Σ’ όσους αδυνατούσαν να αποκρυπτογραφήσουν το λόγο της. 
Τελικά οι λέξεις της είναι εδώ, να καρφώνουν σαν ατσαλένιες πρόκες τις γκρίζες μας μέρες. ΑΘΑΝΑΤΗ!